ΠΟΤΟ

Τα ελληνάδικα κρατάνε το clubbing ζωντανό

Η χρυσή τομή ανάμεσα στα club και τα μπουζούκια βρέθηκε και αρέσει και σε πάρα πολύ κόσμο απ’ ό,τι φαίνεται.

Προσπάθησε να θυμηθείς λίγο την εξέλιξη των ελληνικών τραγουδιών στα club της πόλης. Το πώς δηλαδή έφτασαν τα ελληνικά από μία μικρή παρανυχίδα στο πρόγραμμα των club να φτάσουν να αποτελούν το ίδιο το club. Με τα μπουζούκια και τις μεγάλες πίστες σε ύφεση, υπήρχε ένα κενό που έπρεπε να καλυφθεί. Και φαίνεται ότι τα ελληνάδικα έχουν βαλθεί να πάρουν την πίτα της νύχτας μπροστά τους και να την μοιραστούν μεταξύ τους.

Εν αρχή ην το 15λεπτο

Αυτό ήταν και τίποτα παραπάνω στα club των 90s. Μια δεκαπεντάλεπτη σφήνα ήταν τα ελληνικά στο πρόγραμμα των club και μάλιστα όχι όλων των club, εκεί γύρω στις 3-4 η ώρα και με τον κόσμο να χρειάζεται αυτή την έκλαμψη τσιφτετελιού για να ξεδώσει λίγο.

Στα mainstream club το δεκαπεντάλεπτο δεν άργησε να γίνει μισάωρο και ύστερα δύο μισάωρα με πολλούς από τους θαμώνες που στοιβάζονταν αδιάφορα στα τραπέζια κουνώντας το πολύ λίγο τα γόνατά τους στα house ακούσματα, να τινάζονται κραδαίνοντας χέρια στον αέρα ως άλλοι πολεμοχαρείς σε κάθε σουξέ.

 

Δεν θα άκουγες πολλά ελληνικά. Ή τουλάχιστον αυτά που θα άκουγες θα ήταν κάποια remix σε λαϊκά τραγούδια ώστε να μην ξεφεύγουν πολύ από το πρόγραμμα. Λες και η αλλαγή από Moloko σε Γονίδη θα ήταν ομαλή επειδή το Καταιγίδα είχε γίνει remix.

Αλλά ο Έλληνας το ήθελε το λαϊκό του εκεί ανάμεσα στον Spiller και τους Masters at Work. Ήθελε να χορέψει το «Κάτι» της Γαρμπή, να τραγουδήσει το «Σ’ ένα φτηνό ξενοδοχείο» της Βανδή, να μερακλώσει και λίγο με μια uptempo εκδοχή του «Φεύγω» του Γιώργου Μαζωνάκη.

Την 7η ημέρα ο Θεός ακούει ελληνικά

Και ύστερα ήρθαν τα πάρτι. Οι θεματικές βραδιές με ελληνικά σε κάθε club. Ξεκίνησαν δειλά δειλά κάτι Κυριακές απόγευμα με τα club να μετατρέπονται σε πεδία χαρτοπόλεμου και την αθηναϊκή νύχτα να αρχίζει να αντιλαμβάνεται πόση πέραση μπορεί να έχουν αυτά τα πάρτι.

Δεν ήταν από την αρχή επιτυχημένα. Ούτε για πλάκα. Γιατί στον πολύ τον κόσμο φαινόταν λίγο παράξενο το να πηγαίνει σε ένα club και να ακούει μόνο και μόνο ελληνικά. Για τους θαμώνες των μέχρι τότε mainstream club ήταν αν μη τι άλλο λίγο κουραστκό.

 

Αλλά τον βρήκαν τον δρόμο τους. Έπιασαν τις Τετάρτες και τις Κυριακές, ο κόσμος συνήθισε και πλέον κάθε club που σεβόταν το ό,τι να ‘ναι κοινό του είχε κι από ένα greek party για το οποίο κοκορευόταν. Με όποιον μαγαζάτορα και να μίλαγες, εκείνος είχε το καλύτερο party. Και νόμιζε μάλιστα ότι είχε ανακαλύψει την Αμερική με τη φοβερή του ιδέα να κάνει ένα τέτοιο πάρτι. Λες και δεν ήταν πασιφανές ότι ο κόσμος ψόφαγε για ελληνικά.

Τα ελληνάδικα που ήρθαν για να μείνουν

Δεν είναι ακριβώς μόδα. Σίγουρα είναι και μόδα αλλά είναι κάτι πολύ παραπάνω από αυτό. Είναι λες και η ελληνική μουσική βρήκε τον ιδανικό τόπο έκφρασής της. Ιδανικό για τον πελάτη φυσικά. Φθηνά, ξεκούραστα, σε αφθονία.

Γιατί το ελληνάδικο προσφέρει ακριβώς αυτό. Το «μεράκλωμα» ενός μπουζουκτζίδικου χωρίς την υψηλή ταρίφα και τις μαρτυρικές καρέκλες στα τραπέζια. Πλέον έχεις τον καναπέ σου. Και την μπάρα σου αν είσαι τύπος που θα κάτσει στην μπάρα.

Ναι, οκ, το δέχομαι ότι είναι μεγάλο πλήγμα να μην βλέπεις τον καλλιτέχνη επί σκηνής. Αλλά δεν πειράζει. Τον έχει δει μια φορά και φτάνει. Κι άλλωστε ακόμα και στα μπουζούκια πόση ώρα έχεις πια το βλέμμα σου στην σκηνή;

Τα ελληνάδικα σού δίνουν αυτό το ποτ πουρί που θες από τα ελληνικά τραγούδια. Γιατί ναι, η καλύτερή σου φάση ακόμα και σε live εμφανίσεις δεν είναι όταν ο καλλιτέχνης επί σκηνής τραγουδάει τις μεγάλες δικές του επιτυχίες. Η καλύτερή σου φάση είναι εκεί στις 4 το πρωί όταν αρχίζει να λέει τραγούδια άλλων, πιο λαϊκά, πιο διασκεδαστικά.

 

Το ελληνάδικο σου επιτρέπει να τα σπάσεις με όλους σου τους αγαπημένους καλλιτέχνες. Να το γυρίσεις από Πάολα σε Ρέμο κι από Μαζωνάκη σε Παντελίδη. Με μία συχνότητα και μία διάρκεια του κάθε κομματιού που δεν σου επιτρέπει να βαρεθείς. Αρκεί φυσικά να σου αρέσει αυτή η μουσική.

Την θέλει την τέχνη του να είσαι dj ελληνικών κομματιών με την τόση ασυμφωνία μελωδιών και χαρακτηριστικών. Κι αυτά τα remix που τώρα αποθεώνεις στα ελληνάδικα κάθε βράδυ, όταν τα έφτιαχνε εδώ και τόσα μα τόσα χρόνια ο Νίκος Χαλκούσης, τα θεωρούσες απλά και δεδομένα.

Τα ελληνάδικα ανθίζουν. Και φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια. Σε όποια περιοχή κι αν είσαι έχεις την επιλογή σου. Β’ Παθολογική στο κέντρο, το Boutique Ελληνάδικο στη Φιλελλήνων, το Φροντιστήριο στη Δάφνη, το Ola Ελληνικά, το Απλά Ελληνικά και το Συνεργείο στα Νότια, το El Greco στο Κολωνάκι και το Έντεκα και Κάτι στο Μαρούσι. Και τόσα μα τόσα άλλα.

Προσφέροντας όχι μόνο στον πελάτη την ευκαιρία να διασκεδάσει. Αλλά και στο clubbing την ευκαιρία να κρατηθεί ζωντανό. Ναι, δεν είναι clubbing αυτό το πράγμα αλλά ακόμα κι έτσι τα club επιβιώνουν σε μία εποχή που ο κόσμος έχει πάρα πολλή ανάγκη να διασκεδάσει και ψάχνει το μέρος που θα τον φιλοξενήσει.

Και τα μπουζούκια που δεν θα πεθάνουν ποτέ

Και μέσα σε όλη αυτή τη μεταστροφή από τα μπουζούκια στα ελληνάδικα, οι παραδοσιακές πίστες, τα τελειωμένα μπουζουκτζίδικα αλλά και οι μοντέρνες πίστες μένουν ζωντανές. Δύσκολα καθώς ο κόσμος δεν δίνει πια με την ίδια ευκολία 30 και 40 ευρώ για να ακούσει τον αγαπημένο του καλλιτέχνη.

Και το βλέπεις και στους ίδιους τους καλλιτέχνες που έχουν αρχίσει τις σποραδικές εμφανίσεις σε club. Το βλέπεις ότι ούτε για εκείνους τραβάει το να δουλεύουν μόνο δύο βράδια μέσα στην εβδομάδα. Εδώ κοτζάμ Κιάμος και δουλεύει μόνο 3 βράδια τη στιγμή που πριν λίγα χρόνια υπήρχε τόση άνεση στον κόσμο που δε δικαιούταν να πάρει ρεπό.

 

Όχι, δεν θα πεθάνουν τα μπουζούκια. Δεν γίνεται να πεθάνουν τελείως. Και νομίζω ότι η τωρινή τους κατάσταση είναι το χείριστο σημείο. Κάτι σαν τις αθλητικές εφημερίδες που νιώθεις ότι είναι απλά πάρα πολλές και πρέπει κάποιες να κλείσουν για να υπάρξει υγεία.

Έτσι και με τα μπουζούκια. Δεν με νοιάζει. Ας μαζευτούν όλοι σε ένα πρόγραμμα. Ας μείνουν ανοιχτά τα πολύ μεγάλα μαγαζιά κι ας έχουν μια dream team να τραγουδάει. Να νιώθεις ότι τα 30 σου ευρώ θα πιάσουν τόπο γιατί το πάρτι θα έχει πολλούς οικοδεσπότες επί σκηνής.

Μέχρι τότε ο κόσμος θα είναι στα ελληνάδικα.