FOOD & DRINK

Ζώντας 15 από τα 150 χρόνια του Jack Daniel’s

Ένας δημοσιογράφος του Oneman αφηγείται αναμνήσεις και περιστατικά από μία (ενήλικη) ζωή γεμάτη Jack.

Κυριακή απόγευμα. Συνήθως τότε γίνονται οι περισσότερες ανασκοπήσεις σε αυτή τη ζωή. Παρέα με μια ζεστή κούπα καφέ ή ένα ποτήρι καλό whiskey, ό,τι προτιμά ο καθένας. Αυτές οι ανασκοπήσεις δεν είναι απαραίτητα ίδιες. Δεν μετράμε όλοι τη ζωή μας με τον ίδιο τρόπο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι υπάρχουν αξίες, στιγμές και συνισταμένες που έρχονται ξανά και ξανά στη ζωή μας σε διαφορετικές μορφές. Με αποτέλεσμα να μπορούμε, έστω και άτσαλα, να μετράμε τη ζωή μας με αυτές.

Το αποστακτήριο του Jack Daniel’s κλείνει 150 χρόνια ζωής, πολλά περισσότερα από όσα κατοικώ εγώ τον πλανήτη γη, πολλά περισσότερα από όσα προσδοκώ να βρίσκομαι εδώ. Και το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό για αυτά τα 150 χρόνια, είναι οι φορές που “ο Jack” έπαιξε έναν ρόλο στη δική μου ζωή, τις φορές που έμαθα κάτι, που γιόρτασα κάτι, που έζησα κάτι τόσο σημαντικό ώστε να γραφτεί μια για πάντα στο σκληρό δίσκο του μυαλού μου. Κι αν υποθέσουμε ότι η σχέση μου με τα spirits και το whiskey ξεκίνησε στα 18 μου, τότε μετρώ σίγουρα 15 χρόνια ζωής παρέα με το Jack Daniel’s.

Όπως μετρούν και οι περισσότεροι άνδρες, της γενιάς μου, μεγαλύτερη ή μικρότερης. Γιατί το Jack δεν είναι ένα από τα brand ή τα ποτά που σου λένε την ηλικία τους και απορείς πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν τόσα χρόνια γιατί εσύ τα έμαθες χθες. Είναι για πολλούς ένα συνώνυμο του Αμερικάνικου whiskey. Είναι το μόνο Tennessee whiskey που ξέρουν οι περισσότεροι στην Ελλάδα. Είναι ένας θρύλος των whiskies για πολλούς και διάφορους λόγους στο μυαλό του Έλληνα. Παρακάτω θα αναγνωρίσεις μέσα από τη δική μου ζωή μερικούς.

Το 2002 το Jack Daniel’s ήταν στα μέσα της 14ης δεκαετίας της ζωής του κι εγώ μόλις άρχισα να γνωρίζω τον κόσμο των ενηλίκων. Γνωρίζοντας ήδη ποιος είναι ο Jack και τι προσβεύει μέσα από το boom στο brand culture των 90s που μας έφερνε πιο κοντά σε αγαπημένα brands. Βλέπεις, επί πολλά χρόνια, είχαν μείνει στο μυαλό καρφωμένες δύο διαφημίσεις. Η μία αφιερωμένη στον Jasper Newton ‘Jack’ Daniel, τον άνθρωπο που το 1866 έφερε για πρώτη φορά στη ζωή μας το Jack Daniel’s, με το λεκτικό να λέει ότι “μόνο ένας άνθρωπος έχει το δικαίωμα να αλλάξει το whskey μας και θα μας έκανε είναι μάλλον απίθανο να ακούσουμε νέα του”. Αλλά και το περίφημο “maybe” με τους εργάτες στο Lynchburg του Tennessee να πετούν τους φελλούς στα βαρέλια, περιμένοντας το whiskey να ωριμάσει. Την πιο αναγνωρίσιμη ως τώρα διαφήμιση στην ιστορία του στη χώρα.

 

Το 2005, όντας φοιτητής στην Αγγλία, αρχίζω να ανακαλύπτω τα γευστικά χαρακτηριστικά του. Περιέργως, δεν μου το “έμαθαν” οι Αμερικανοί που έκανα παρέα αλλά ένας Ιρλανδός συμφοιτητής μου ο οποίος συνήθιζε κάθε φορά που πηγαίναμε στην pub να παραγγέλνει ένα pint από κάποια ξανθιά lager και δίπλα ένα σφηνάκι Jack Daniel’s. Όχι για να τα πιει ταυτόχρονα ως άλλος νεανίας αλλά γιατί απολάμβανε την μπίρα του και ήθελε η επίγευση στο στόμα αφού την τελείωνε να είναι από το Jack Daniel’s.

Είναι σε εκείνη την pub που έμαθα να πίνω Jack Daniel’s, όχι σε σφηνάκι όπως εκείνος αλλά σε χαμηλό ποτήρι με πάγο. Δεν ήμουν αρκετά εκπαιδευμένος (ούτε τώρα είμαι) ώστε να αναγνωρίζω την καραμέλα και τη βανίλια στο άρωμά του, την ισορροπία ανάμεσα στη γλυκάδα του και το kick της οξιάς στη γεύση του. Αλλά ακόμα και σε εκείνη την ηλικία αναγνώριζα ένα whiskey πολύ διαφορετικό από όσα άλλα σκωτσέζικα, ιρλανδικά ή αμερικάνικα μπορεί να είχα δοκιμάσει. Για κάποιο λόγο, τα υπόλοιπα ήταν διάφορα, πολύ διαφορετικά whiskies μεταξύ τους. Και το Jack ήταν Jack. Χωρίς καμία πιθανότητα να το μπερδέψεις.

Το 2008 είχα αρχίσει ήδη να ασχολούμαι περισσότερο με τον κόσμο των spirits. Όντας σε περιοδικό και με τους υπόλοιπους δημοσιογράφους να εξαντλούν τις γνώσεις του στο να ξεχωρίζουν τις ξανθές από τις άλλες μπύρες, αποφάσισα να μάθω κάποια πράγματα παραπάνω για να καλύψω το κενό. Κάποιος έπρεπε να γράφει για τα whiskies και όλα τα spirits. Και κάπου εκεί έμαθα κάτι που συγκαταλέγεται στα πιο συχνά λάθη που κάνει κάποιος σχετικά με τα ποτά. Έμαθα ότι το Jack Daniel’s δεν είναι bourbon.

Μπορεί μερικοί να το παραγγέλνουν σαν bourbon, μερικοί να το συγκαταλέγουν στα bourbon, μερικοί να το ξέρουν στα bourbon αλλά δεν είναι bourbon. Είναι Tennessee whiskey με ό,τι αυτό σημαίνει για αυτή την πολύ ξεχωριστή κατηγορία. Και είναι, όπως έμαθα αργότερα, η τεχνική του “charcoal mellowing” που δίνει αυτή την ιδιαίτερη απαλότητα στο Jack Daniel’s κι αυτό που το χαρακτηρίζει μαζί με άλλα χαρακτηριστικά ως Tennessee whiskey. Η τεχνική δηλαδή κατά την οποία μετά τη ζύμωση και την απόσταξη, το μη παλιωμένο whiskey ξεκινά σταγόνα – σταγόνα ένα ‘ταξίδι’ περίπου μίας εβδομάδας φιλτραρίσματος μέσα από 3 μέτρα ξυλοκάρβουνου από σφένδαμο.

 

Το 2013, ως μέλος πλέον του σχετικά νεαρού τότε Oneman, συνέχιζα να διευρύνω τις γνώσεις μου για το κάθε ποτό. Απολαμβάνοντας παράλληλα τα δικά μου αγαπημένα, όπως τα γνώριζα μέσα στα χρόνια. Το Jack Daniel’s δεν είναι το ποτό μου, για την ακρίβεια κανένα whiskey δεν είναι το ποτό μου. Δεν θα πω ψέμματα. Αλλά έχει μια πάρα πολύ ξεχωριστή θέση στο bar μου, σε εκείνα τα ποτά που εκτιμώ λίγο παραπάνω από τα υπόλοιπα. Για την ιστορία του, την τόσο ξεχωριστή γεύση του, το γεγονός ότι αποτελεί μόνο του σχεδόν μια κατηγορία whiskey αλλά και το ότι έχω πολλούς ανθρώπους στη ζωή μου που ξέρω ότι αγαπούν τον Jack παθολογικά. Για την κουλτούρα του και όσα πρεσβεύει.

Ξέρω ακριβώς ποιοι φίλοι μου θα απολαύσουν ένα ποτήρι Jack Daniel’s και είναι εκείνοι ακριβώς στους οποίους την πρώτη χρονιά που εμφανίστηκε, σύστηνα το Gentleman Jack ή το Single Barrel. Εντάξει, το Jack Daniel’s Sinatra Select, που δημιουργήθηκε ως φόρος τιμής στον τεράστιο Frank Sinatra, είναι για πολύ λίγους και πολύ εκλεκτούς.

To 2014, μπαίνοντας στα άδυτα των σκωτσέζικων whisky, διάβαζα συχνά ότι πολλά από τα malts παλαίωναν και παλαιώνουν σε αμερικάνικα δρύινα βαρέλια. Σε βαρέλια που παλαιότερα είχαν ‘φιλοξενήσει’ bourbon και άλλα αμερικάνικα whiskey. Το θέμα είναι ότι πάρα πολλές φορές πετύχαινα το όνομα Jack Daniel’s στην αναφορά για τα βαρέλια παλαίωσης. Κάτι που όπως έμαθα διαβάζοντας περισσότερα για το ίδιο το Jack Daniel’s, είναι κάτι που το έχουν πολύ καμάρι εκεί στο Lynchburg.

 

Βλέπεις το Jack Daniels παλαιώνει σε ολοκαίνουρια δρύινα βαρέλια που φτιάχνονται αποκλειστικά και μόνο στο χέρι εκεί στο Tennessee. Το κάθε βαρέλι δημιουργείται από 33 διαφορετικά κομμάτια ξύλου που δένονται μεταξύ τους με συμπίεση κι όχι με βίδες ή κόλλα. Το εσωτερικό του βαρελιού ψήνεται για να βγάλει το ξύλο τα φυσικά του σάκχαρα που θα βοηθήσουν το whiskey να πάρει τη χαρακτηριστική του γεύση κατά την παλαίωση. Κι όταν το whiskey είναι έτοιμο να εμφιαλωθεί – όχι επειδή το λέει μια ημερομηνία αλλά γιατί ο Master Distiller και το tasting team του λένε ότι είναι έτοιμο – το βαρέλι παίρνει το δρόμο του για παραγωγούς της περίφημης hot sauce, ζυθοποιίες και αποστακτήρια στην Σκωτία.

 

Στα μέσα του 2015 και με την κουλτούρα των cocktail να θριαμβεύει σε κάθε γωνιά του κόσμου (και της Αθήνας), το Jack Daniel’s έκανε μία κίνηση ματ, αν θες την άποψή μου, για να δώσει στον καταναλωτή που δεν είχε συνηθίσει την γεύση του Jack Daniel’s σε ένα mule ή ένα boulevardier, μία εναλλακτική. Το Jack Daniel’s Tennessee Honey έφερνε το μέλι στη ζωή του Jack και μαζί μερικές πολύ ισορροπημένες και γευστικές προτάσεις σε cocktail.

Πρόσθεσε λίγο Jack Honey στο Σαββατοκύριακο. #jackdaniels #jackhoney #beejack #drinkresponsibly

A photo posted by Jack Daniel's Greece (@jackdaniels_greece) on

 

Επισημαίνοντας για άλλη μια φορά κάτι πάρα πολύ σημαντικό. Ότι το Jack Daniel’s είναι στη ζωή μας με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους. Από τις Jack Daniel’s sauce που βάζουμε στα steaks μας και τα βαρέλια που κυνηγήσαμε πριν λίγο καιρό στο barrel hunt για τα 150 του χρόνια, στα δροσιστικά Jack Honey Ginger ale & Lynchburg Lemonade ή το προσωπικό μου αγαπημένο. Ένα ποτήρι Jack Daniel’s με λίγο πάγο, ίσα ίσα να ελευθερώσει τα αρώματά του και την απαλή γεύση του.

Γιατί κάποια πράγματα σε αυτή τη ζωή δεν ζουν απλά παράλληλα με εμάς.

Ζουν μαζί μας.