ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Η ασφυκτικά γεμάτη άλλη μισή ζωή του Μανώλη Εμμανουήλ

Εξομολογήσεις ενός Έλληνα ηθοποιού που ζει κι εργάζεται στο Λονδίνο.

Στις 5 Σεπτεμβρίου του 1999, ο Μανώλης μπήκε σε μια πτήση της Virgin Atlantic, που τότε ακόμα πετούσε από Αθήνα για Λονδίνο. Θυμάται τα πάντα από εκείνο το ταξίδι, ακόμα και τις πιο ασήμαντες λεπτομέρειες. Τα καθίσματα που είχαν ατομικές τηλεοράσεις, το πρωινό που σέρβιραν οι αεροσυνοδοί, το εκθαμβωτικό φως του ήλιου που ανέτειλε λίγο μετά την απογείωση. Οι πληροφορίες εντυπώθηκαν στη μνήμη του υποσυνείδητα, όπως συμβαίνει κάθε φορά που ενεργοποιείται η υπεραίσθηση της περιπέτειας που μόλις ξεκινά.

Είκοσι χρόνια μετά, η περιπέτεια που ξεκίνησε με εκείνη την πτήση έχει οδηγήσει σε μια ζωή γεμάτη παραστάσεις (κυριολεκτικές και μεταφορικές) και σε μια καριέρα στο θέατρο, την τηλεόραση και το σινεμά που ήδη συμπεριλαμβάνει κάποιες πολύ ξεχωριστές συνεργασίες. Έχοντας μόλις ολοκληρώσει μία απ’ αυτές -τη συμμετοχή του στα γυρίσματα της νέας ταινίας του Michael Winterbottom- μας μίλησε για τις δυσκολίες και τις ευκολίες της ζωής στο Λονδίνο και για τη συναρπαστική καθημερινότητα ενός ηθοποιού που βιώνει το ευτυχές παράδοξο να κάνει διεθνή καριέρα από τα πρώτα του επαγγελματικά βήματα.

Δεν έφυγα απ’ την Ελλάδα πιστεύοντας ότι θα εγκατασταθώ για πάντα στην Αγγλία. Είχα μόλις τελειώσει το πανεπιστήμιο και ήρθα στο Λονδίνο για να κάνω ένα μεταπτυχιακό στην υποκριτική και τη σκηνοθεσία στο Central School of Speech and Drama.

Δεν ήμουν μόνος, ήρθα με έναν φίλο που θα έκανε το ίδιο μεταπτυχιακό. Δύο μέρες αφότου φτάσαμε στο Λονδίνο έγινε ο μεγάλος σεισμός στην Αθήνα, στις 7 Σεπτεμβρίου του 1999. Δεν είχαμε προλάβει να εγκατασταθούμε ακόμα, ούτε είχαμε κινητά. Μιλούσαμε με τους δικούς μας από καρτοτηλέφωνα και παρακολουθούσαμε τις ειδήσεις για τον σεισμό στις παμπ που είχαν τηλεοράσεις.

Πέρα από τα πρακτικά προβλήματα των πρώτων ημερών – το να βρω σπίτι, να ανοίξω λογαριασμούς σε τράπεζες κλπ – νομίζω ότι η πρώτη ουσιαστική δυσκολία που αντιμετώπισα ήταν η κοινωνική μου ζωή. Ήμουν σε μια τεράστια πόλη στην οποία δεν ήξερα σχεδόν κανέναν. Στην Αθήνα, ως φοιτητής, επτά μέρες την εβδομάδα έκανα πράγματα. Στο Λονδίνο για αρκετό καιρό η διασκέδασή μου Σάββατο βράδυ ήταν να πηγαίνω στο σούπερ μάρκετ.

Δεν ήμουν ο μόνος, πάντως. Όπως διαπίστωσα στην πορεία, το σούπερ μάρκετ είναι για πολλούς ένας τρόπος διασκέδασης τις πρώτες τους μέρες σε μια ξένη χώρα. Είναι πάντα ανοιχτό, μπορείς να πας μόνος σου χωρίς να νιώθεις άβολα και σου παρέχει τη δυνατότητα να δοκιμάσεις πράγματα και να ανακαλύψεις προϊόντα που δεν τα έχεις ξαναδεί στη ζώη σου.

Μετά το μεταπτυχιακό συνέχισα με μια δραματική σχολή, βρήκα ατζέντη και αποφάσισα να δοκιμάσω την τύχη μου εδώ. Δεν είχα στο μυαλό μου το ‘για πάντα’, νομίζω ότι κανείς δεν το έχει.

Η ιδέα ότι τελικά θα μείνω στο Λονδίνο άρχισε να ξεκαθαρίζει μέσα μου μετά τα πέντε πρώτα χρόνια. Εν τω μεταξύ τα πράγματα στην Ελλάδα χειροτέρευαν οικονομικά, οπότε και επαγγελματικά οι προοπτικές ήταν καλύτερες εδώ.

Μεταναστευτική υποκριτική

Για κανέναν ηθοποιό δεν είναι εύκολο να εργαστεί και να ζήσει από τη δουλειά του σε μια ξένη χώρα. Πολλώ δε μάλλον να κάνει καριέρα σε ένα επάγγελμα στο οποίο η γλώσσα δεν είναι απλώς το βασικό εργαλείο, αλλά η αρχή και τέλος, το ζωτικό όργανο.

Η γλώσσα σε όλο της το βάθος και με όλες της τις διακλαδώσεις, τις προφορές, τους τοπικούς ιδιωματισμούς, τις αλλοιώσεις και τις επικαιροποιήσεις των εκφράσεων της καθημερινότητας είναι κάτι που ποτέ δεν μαθαίνεται στο βαθμό της σκηνικής χρήσης. Ακόμα πιο δύσκολες στην αφομοίωση είναι οι στοιχειώδεις νόρμες μιας κουλτούρας που δεν είναι η μητρική σου. Οι αυτόματοι συνειρμοί, οι τυποποιημένες αναφορές, οι απλοί, άγραφοι κώδικες που ξεχωρίζουν έναν Άγγλο από οποιονδήποτε άλλο φιλοδοξεί να υποδυθεί έναν Άγγλο.

Στην Ελλάδα ως ηθοποιός θα μπορούσα να παίξω τα πάντα. Εδώ αναγκαστικά τυποποιήθηκα. Στις οντισιόν και στα κάστινγκ με διάλεγαν όταν ήθελαν έναν μεσογειακό τύπο. Πολλές φορές έπαιξα λατινοαμερικάνους, ενώ τα τελευταία χρόνια – λόγω επικαιρότητας – έχουν μπει στο ρεπερτόριό μου και οι τρομοκράτες διαφόρων εθνικοτήτων, αλλά κυρίως οι Άραβες.

Μπορεί κάποιος να το θεωρήσει και πλεονέκτημα αυτό, το ότι υπάρχει έτοιμη μια γκάμα ρόλων, αλλά δεν είναι. Στο Λονδίνο υπάρχουν πάρα πολλοί ηθοποιοί απ’ όλους τους τύπους. Στα κάστινγκ συναντάς κάθε φορά τριάντα ή και σαράντα ανθρώπους με τα δικά σου χαρακτηριστικά. Και είναι λογικό, αφού το Λονδίνο είναι η ευρωπαϊκή πόλη που μαζεύει τους περισσότερους ηθοποιούς που ονειρεύονται να κάνουν διεθνή καριέρα. Είναι κάπως πιο προσιτό από το να πάει ένας Ευρωπαίος στη Νέα Υόρκη ή στο Λος Άντζελες.

Τα τελευταία χρόνια, πάντως, γίνεται πολύ μεγάλη προσπάθεια για να αλλάξουν κάποια στερεότυπα και να καθιερωθει το color-blind casting. Η βασική σκέψη είναι ότι έτσι κι αλλιώς το θέατρο και το σινεμά είναι σύμβαση. Γιατί, λοιπόν, ένας μαύρος να μην μπορεί να παίξει ένα ιστορικό πρόσωπο ή μια γυναίκα να μην υποδυθεί έναν άντρα; Το BBC ήδη το υποστηρίζει πάρα πολύ, όπως και όλοι οι φορείς που χρηματοδοτούνται από τους Βρετανούς πολίτες. Αντίστοιχο κλίμα διαμορφώνεται και στο Χόλιγουντ, το βλέπουμε και στα Όσκαρ που προσπαθούν να γίνουν πιο ανοιχτά, πιο inclusive.

Για μένα αυτό το κλίμα είναι βοηθητικό, θα μου δώσει την ευκαιρία να παίξω ρόλους που μέχρι τώρα δεν μου εμπιστεύονταν. Θα δώσω κι ένα συγκεκριμένο παράδειγμα: Πριν από ένα χρόνο είχα μια οντισιόν για μια πολύ μεγάλη παράσταση. Για ένα διάστημα δεν είχα λάβει απάντηση, ούτε αρνητική ούτε θετική, μέχρι που ήρθε στο mail μου ένα μακροσκελές μήνυμα στο οποίο μου ζητούσαν συγνώμη και μου εξηγούσαν ότι ήθελαν πολύ να δουλέψουν μαζί μου, γιατί ήμουν ο καλύτερος που είδαν για τον ρόλο, αλλά φοβήθηκαν ότι ίσως οι παραγωγοί θα ήταν απρόθυμοι να χρηματοδοτήσουν μια παράσταση με πρωταγωνιστή κάποιον που δεν έχει τα αγγλικά ως μητρική γλώσσα.

Τα αγγλικά μου εν τω μεταξύ είναι άψογα κι έχω δουλέψει και μελετήσει πολύ το θέμα της προφοράς, αλλά, φυσικά, ένας Άγγλος μπορεί να καταλάβει ότι δεν μεγάλωσα εδώ. Οι γλωσσολόγοι έχουν καταλήξει στο ότι αν δεν μάθεις μια γλώσσα μέχρι τα πέντε σου, πάντα θα έχεις κάποιου είδους προφορά.

Το Assassin’s Creed και άλλες δύσκολες πίστες

Παρά την αντικειμενική δυσκολία της γλώσσας, στην καριέρα του Μανώλη εν αρχή ην ο λόγος. Μερικές από τις πιο αναγνωρίσιμες δουλειές του είναι βασισμένες αποκλειστικά στη φωνή του και στο ταλέντο του να αυξομειώνει τη θερμοκρασία της ανάλογα με τις ανάγκες του ρόλου.

Την πιο ζεστή εκδοχή της την ακούς κάθε φορά που ταξιδεύεις με Easyjet – η δική του φωνή σε υποδέχεται στην πτήση και σου εξηγεί τους κανόνες ασφαλείας. Η πιο ψυχρή και υποβλητική version της σε έχει οδηγήσει σε αποστολές ζωής και θανάτου στις τελευταίες εκδόσεις των Assassin’s Creed.

Μία από τις πιο χρήσιμες συμβουλές που μας έδωσαν στη σχολή, ήταν να κάνουμε ένα demo και να το στείλουμε σε voice-over agents, ειδικά αν μιλάμε κι άλλες γλώσσες κι έχουμε προφορές.

Τον πρώτο μήνα μετά την αποφοίτηση έκανα το demo μου, το έστειλα και αμέσως βρήκα ατζέντη στα voice-overs. Αυτό αποδείχθηκε το καλύτερο πράγμα που έχω κάνει στην καριέρα μου. Πρώτα απ’ όλα γιατί είναι δουλειές που τις χαίρομαι, μου αρέσει να είμαι πίσω απ’ το μικρόφωνο. Επιπλέον, είναι αρκετά εύκολες, δεν χρειάζονται πολλές ώρες προετοιμασίας. Το σημαντικότερο: είναι δουλειές που πληρώνουν πάρα πολύ καλά. Με δύο ώρες στο στούντιο μπορείς να βγάλεις τα λεφτά που θα βγάλεις μία εβδομάδα ή και έναν ολόκληρο μήνα στο θέατρο.

Κάνω διαφημίσεις στα ελληνικά (φυσικά), στα αγγλικά και στα ιταλικά και κάθε είδους σπικάζ, αλλά περισσότερο απ’ όλα μου αρέσουν τα games. Τα videogames δεν είναι απλά σπικάζ, απαιτούν υποκριτική. Υποδύεσαι έναν χαρακτήρα που τον έχεις δει, τον έχει περιεργαστεί, έχεις μελετήσει τα χαρακτηριστικά του και πρέπει να τον ζωντανέψεις με τη φωνή σου.

Για τους ηθοποιούς είναι μια καλή εμπειρία, αλλά κι ένας διαφορετικός τρόπος δουλειάς. Όταν ντουμπλάρεις μια ταινία, ακολουθείς μια σειρά, πας από τη μία σκηνή στην άλλη, από το πρώτο λεπτό στο δεύτερο. Στο βιντεοπαιχνίδι ο παίκτης έχει επιλογές, οπότε εσύ πρέπει να ηχογραφήσεις τις διαφορετικές εναλλακτικές. Πρέπει να το σκεφτείς σαν ένα δέντρο που έχει διάφορα κλαδιά και οι διακλαδώσεις αλλάζουν συνέχεια. Αν κάποιος παίκτης στην ερώτηση 1 απαντήσει το ‘Α’, θα ακολουθήσει η κουβέντα μια συγκεκριμένη πορεία. Στο ‘Β’, θα ακολουθήσει μια άλλη πορεία. Και αυτό συμβαίνει συνέχεια. Επομένως, μπορεί να περάσω τέσσερις ώρες στο στούντιο και ουσιαστικά να έχουμε ηχογραφήσει δύο με τρία λεπτά ομιλίας.

Έχω κάνει πολλά games. Τα αγαπημένα μου ήταν τα δύο τελευταία Assassin’s Creed, το ‘Origins’ και το ‘Odyssey’. Είναι τίτλοι που έχουν πολύ μεγάλα καστ και περίπλοκα σενάρια. Πολύ ενδιαφέρον είναι σίγουρα και το γεγονός ότι οι τρόποι που μπορείς να πεθάνεις σ’ αυτά τα παιχνίδια είναι άπειροι. Πέρασα πολλές ώρες στο στούντιο πεθαίνοντας. Με σκότωσαν με σπαθί, με τόξο, με λιθοβόλισαν, ό,τι μπορείς να φανταστείς. Στους θανάτους, μάλιστα, υπάρχουν και εντάσεις. Ο σκηνοθέτης σου λέει, πχ, “θάνατος με τσεκούρι 8”. Αυτό σημαίνει πολλή φασαρία. Αν στη μάχη εμπλέκονται πολλοί χαρακτήρες, μπορείς να πεθάνεις και στο 4 από τσεκούρι, χωρίς πολλά – πολλά. 

Μετά απ’ όλα αυτά έχω καταλήξει ότι οι πιο αγωνιώδεις θάνατοι είναι ο στραγγαλισμός και η πυρά, επειδή κρατάνε πολύ.

Μια ταινία του Michael Winterbottom

Το πιο σοβαρό πλεονέκτημα που έχει ένας ηθοποιός που ζει στο Λονδίνο, σε μια μητρόπολη όπου το entertainment λειτουργεί σε όλα τα επίπεδα ως βιομηχανία, είναι ότι κάποια στιγμή θα αποκτήσει το δικαίωμα να κάνει οντισιόν για πραγματικά μεγάλες παραγωγές, για σειρές και ταινίες που απευθύνονται στο παγκόσμιο κοινό.

Φυσικά, το ότι θα κάνεις μια οντισιόν δεν συνεπάγεται αυτομάτως ότι θα πάρεις τον ρόλο ή έστω ότι θα αποκτήσεις κάποιο προβάδισμα για μια επόμενη ή μεθεπόμενη οντισιόν. Η δουλειά του καριερίστα ηθοποιού είναι σκληρή, ανταγωνιστική και απαιτεί πολύ πείσμα και πολλή υπομονή. Ο Μανώλης, όμως, θα σε διαβεβαιώσει ότι όλα αυτά αξίζουν τον κόπο. Έχει ήδη εργαστεί σε μια μεγάλη σειρά (στο ‘Οικογένεια Durrell’ που προβλήθηκε πρόσφατα απο την ΕΡΤ), ενώ το φθινόπωρο συμμετείχε στα γυρίσματα της νέας ταινίας του Michael Winterbottom. Κι έχει μάθει από πρώτο χέρι ότι τίποτα στη δουλειά του δεν μπορεί να συγκριθεί με τη συμμετοχή σε μια παραγωγή τέτοιου επιπέδου, δίπλα σε έναν από τους πιο αναγνωρισμένους auters του σύγχρονου σινεμά.

Όταν πήρα τον ρόλο στο Durrells δεν είχε ακόμα ξεκινήσει η σειρά, οπότε δεν μπορούσα να προβλέψω πόσο μεγάλη επιτυχία θα γινόταν. Εδώ έφτασε σε απίστευτα νούμερα θεαματικότητας, ενώ πήγε εξαιρετικά και στις ΗΠΑ.

Μέχρι τότε είχα κάνει διάφορες ταινίες και κάποια guests σε σειρές, αλλά όχι τέτοιου μπάτζετ. Για μένα ήταν μια καταπληκτική εμπειρία και είχε το έξτρα μπόνους ότι τα γυρίσματα έγιναν στην Κέρκυρα.

Είναι ασύλληπτο το πόσοι άνθρωποι δουλεύουν για μια τέτοια παραγωγή. Άνθρωποι που δεν τους βλέπεις ποτέ: οι οδηγοί που σε μεταφέρουν σαν πακέτο από το ένα μέρος στο άλλο, ακόμα κι αν απλώς θέλεις να πας για πρωινό ή για έναν καφέ, οι εργαζόμενοι στο πλατό που σου υπενθυμίζουν ανά πάσα στιγμή τι έχεις να κάνεις.

Εγώ στη σειρά υποδύθηκα έναν μικροεγκληματία, ένα τύπο λαϊκό, φτωχό και βρώμικο. Και περνούσα αδιανόητα πολλές ώρες στο μακιγιάζ για λεπτομέρειες που είναι σχεδόν βέβαιο ότι δεν θα τις προσέξει κανείς. Κάθε μέρα πχ έβαζαν κάτω από τα νύχια μου μαύρη μπογιά για να φαίνονται βρώμικα κι έσπαγαν τα κουμπιά του πουκάμισού μου, ακόμα και όταν στο γύρισμα δεν προβλέπονταν κοντινά πλάνα. Αυτή η εμμονή στη λεπτομέρεια, όμως, είναι που ξεχωρίζει μια τέτοια παραγωγή από μία μικρότερη.

Με το ‘Greed’, τη νέα ταινία του Michael Winterbottom, όλα έγιναν γρήγορα. Κάποια στιγμή το περασμένο καλοκαίρι έλαβα ένα e-mail από την τότε ατζέντισσά μου για να κάνω ένα self tape -είναι μια οντισιόν που σου στέλνουν κάποιες σκηνές και τις μαγνητοσκοπείς με το τηλέφωνό σου. Μου έστειλαν τρεις σκηνές και μου έδωσαν περιθώριο 48 ώρες για να τις γυρίσω και να τους τις στείλω. Συμπτωματικά, ήταν μια περίοδος πάρα πολύ πολυάσχολη για μένα. Θυμάμαι ότι προσπαθούσα να μάθω τα λόγια για τις σκηνές ανάμεσα σε άλλες δουλειές. Τέλος πάντων, έκανα τις σκηνές, τις έστειλα και προσπάθησα απλώς να το ξεχάσω.

Μετά απο λίγες μέρες μου ζήτησαν να κάνω οντισιόν τις ίδιες σκηνές, αλλά με φυσική παρουσία. Τις έκανα και μία εβδομάδα αργότερα με ειδοποίησαν ότι θα έπρεπε να συναντηθώ με τον ίδιο τον Winterbottom. Ρώτησα τι έπρεπε να ετοιμάσω και μου είπαν ότι ήθελε απλώς να μιλήσουμε.

Είχαμε ραντεβού στο γραφείο του στις 09:30 το πρωί. Εγώ έφτασα δέκα λεπτά νωρίτερα, εκείνος ήρθε ακριβώς στην ώρα του. Μίλησε για λίγο με τη βοηθό του, μου συστήθηκε, καθίσαμε χαλαρά σε έναν καναπέ και όντως μιλήσαμε. Για τα πάντα, από το πότε ήρθα στην Αγγλία μέχρι το Brexit. Εκ των υστέρων έχω συνειδητοποιήσει ότι το μόνο που τον ενδιέφερε εκείνη τη μέρα ήταν να δει αν υπήρχε χημεία μεταξύ μας, αν του κάνω ως προσωπικότητα. Λίγες μέρες μετά από αυτήν τη συζήτηση έφυγα για διακοπές και όταν επέστρεψα στο Λονδίνο με ενημέρωσαν ότι είχα πάρει τον ρόλο.

Το ‘Greed’ είναι μια πικρή σάτιρα, ελαφρώς βασισμένη σε αληθινά γεγονότα. Εκτυλίσσεται στη Μύκονο, όπου έγιναν και τα περισσότερα γυρίσματα και ο βασικός χαρακτήρας (τον υποδύεται ο Steve Coogan) είναι ένας δισεκατομμυριούχος που κλείνει τα 60 και αποφασίζει να κάνει ένα πάρτι στο νησί με θέμα έναν Ρωμαίο αυτοκράτορα και την ακολουθία του. Στην ταινία παρακολουθούμε τις δύο μέρες πριν το πάρτι, τη μέρα του πάρτι και την επόμενη, ενώ με εμβόλιμα flash back βλέπουμε ποιος είναι αυτός ο τύπος και πώς έγινε αυτός που έγινε.

Εγώ υποδύομαι τον μάνατζερ του ξενοδοχείου όπου ξετυλίγεται το μεγαλύτερο μέρος της δράσης της ταινίας.

Μπορώ να μιλάω μέρες για την εμπειρία τον γυρισμάτων με τον Michael Winterbottom, αλλά αν πρέπει να διαλέξω ένα χαρακτηριστικό του ως σκηνοθέτης, αυτό είναι ο αυτοσχεδιασμός. Είναι ένας πολύ ευφυής άνθρωπος που συνεχώς σκέφτεται και συνεχώς αλλάζει πράγματα στη ροή της δουλειάς. Η βασική οδηγία ήταν ότι δεν θα σταματήσουμε εκεί που τελειώνει το σενάριο, αλλά θα συνεχίσουμε μέχρι εκεινός να φωνάξει ‘Cut’. Και το κάναμε, φυσικά. Η σκηνή μας τελείωνε, αλλά τη συνεχίζαμε χωρίς κείμενο. Υπήρχαν ολόκληρες σκηνές που βγήκαν μ’ αυτόν τον τρόπο, που δεν ήταν καν γραμμένες στο σενάριο.

Εν μέρει, αυτή η συνέντευξη – συζήτηση που κάνει είναι για να δει ακριβώς αυτό: αν κάποιος μπορεί να σκεφτεί αρκετά γρήγορα. Είναι μια συνθήκη που τη ζεις κυρίως στο θέατρο. Στον κινηματογράφο δεν ξεφεύγεις εύκολα από το σκριπτ. Επιπλέον, δεν ξέρεις ποτέ τι πλάνα θα τραβήξει. Συνήθως, όταν γυρνάμε μια σκηνή ξέρουμε ότι εκείνη τη στιγμή κάνουν κοντινά ή μακρινά πλάνα. Ο Winterbottom μπορεί να πάρει την κάμερα και ν’ αρχίσει να γυρίζει γύρω σου. Δεν θέλει να ξέρεις τι τραβάει εκείνη την ώρα. Είναι πολύ δημιουργικό αυτό, αλλά και αρκετά τρομακτικό. Το να προσπαθείς να κρατηθείς στον χαρακτήρα και να αντιδράς σε ό,τι έρχεται προς το μέρος σου όταν όλοι γύρω σου αυτοσχεδιάζουν.

Ο Michael Winterbottom είναι ευφυής και δημιουργικός, ένας πραγματικός auter. Δεν προσπαθεί να ανασυνθέσει με την κάμερά του αυτό που υπάρχει γραμμένο στο χαρτί. Δημιουργεί εκείνη τη στιγμή, την ώρα που δουλεύει.

Στα γυρίσματα αυτής της ταινίας είχα την τύχη να γνωρίσω και τον Stephen Fry, τον άνθρωπο που ειλικρινά πιστεύω ότι είναι ο πιο ιδιοφυής και ενδιαφέρων τύπος που έχω γνωρίσει μέχρι σήμερα. Θεωρώ αυτή τη γνωριμία ορόσημο για τη ζωή μου.

Ο Fry είναι μια ισχυρή και εκθαμβωτικά λαμπερή προσωπικότητα. Είναι σπουδαίος ρήτορας, σπουδαίος entertainer και απίστευτος φιλέλληνας – μιλάει και αρχαία ελληνικά και είναι πολύ υπερήφανος γι’ αυτό. Είναι η πρώτη φορά που γνωρίζω κάποιον στη ζωή μου που θα ήθελα πάρα πολύ να ήταν πολιτικός. Αν οι πολιτικοί είχαν τις γνώσεις, το επίπεδό του, την οπτική του για τη ζωή , το ήθος και τις αξίες του, είμαι σίγουρος ότι θα ζούσαμε σε έναν πολύ καλύτερο κόσμο.

Ο θίασος του Brexit

Μιλώντας για πολιτική, ηγέτες και καλύτερους κόσμους, η κουβέντα φτάνει νομοτελειακά στο Brexit και στο πώς έχει ήδη αρχίσει να διαβρώνει το ηθικό σκαρί της βρετανικής κοινωνίας, πριν καν ακόμα εφαρμοστεί.

Το Brexit με απασχολεί πολύ γιατί πλέον ζω εδώ, έχω βρετανική υπηκοότητα. Με ανησυχεί, με εκνευρίζει και με απογοητεύει. Αυτή η τάση για εθνικισμό και για αποκόλληση από την Ευρώπη με θλίβει για έναν λόγο παραπάνω: Γιατί η δική μου εμπειρία από το Λονδίνο όλα αυτά τα χρόνια ήταν εντελώς αντίθετη. Εγώ βρήκα εδώ μια κοινωνία που όχι απλώς αποδέχεται, αλλά θέλει τους μετανάστες, θέλει να είναι ανοιχτή σε όλους.

Νομίζω ότι τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος ήταν ένα σοκ για όλους. Και κατά κάποιον τρόπο αυτό το σοκ ευθύνεται για τα σημερινά προβλήματα. Πολλοί άνθρωποι δεν πήγαν καν να ψηφίσουν γιατί δεν περίμεναν ότι θα συμβεί κάτι δραματικό. Όπως αποδείχτηκε, ζούσαν σε μια φούσκα.

Το Ηνωμένο Βασίλειο έχει έναν πληθυσμό κοντά στα 60 εκατομμύρια και στο δημοψήφισμα συμμετείχαν 33 εκατομμύρια άνθρωποι – υπέρ του Brexit ήταν 17 εκατομμύρια ψήφοι, λιγότεροι από το 1/3 του πληθυσμού. Ακόμα κι έτσι, η διαφορά ήταν πολύ μικρή, το ποσοστό του Brexit ήταν 52%. Υπάρχουν μελέτες εδώ που εξηγούν ότι αν γινόταν σήμερα το δημοψήφισμα, η διαφορά αυτή θα είχε απαλειφθεί μόνο και μόνο από τους ηλικιωμένους που ψήφισαν Brexit και πλέον έχουν πεθάνει.

Το πιο εξοργιστικό είναι ότι όλο αυτό προέκυψε από ένα ενδοπολιτικό παιχνίδι. Η τότε κυβέρνηση του Ντέιβιντ Κάμερον ήθελε να κάνει ένα ξεσκαρτάρισμα και να απομονώσει τους πιο ακραίους δεξιούς της παράταξης, που έτσι κι αλλιώς αντιπροσώπευαν ένα μικρό ποσοστό. Ο ίδιος ο Κάμερον ήταν πολύ αντίθετος με το Brexit και στην πραγματικότητα χρησιμοποίησε το δημοψήφισμα εκ του ασφαλούς, θεωρώντας δεδομένο ότι το αποτέλεσμα θα είναι αρνητικό και ότι έτσι θα σταματούσαν οι εσωκομματικές φωνές που ζητούσαν αποκόλληση. Έπαιξε ένα κομματικό παιχνίδι, το έχασε και έβαλε σε μια επικίνδυνη περιπέτεια όλη τη χώρα.

Και για μένα ήταν πολύ μεγάλο το σοκ. Δεν ξέρω κανέναν που να ψήφισε Brexit, ζούσα κι εγώ σε φούσκα τόσον καιρό. Ξαφνικά συνειδητοποιήσαμε ότι η δική μας ζωή ή ο δικός μας κύκλος δεν είναι αντιπροσωπευτικός του τι συμβαίνει στη χώρα ή στον κόσμο. Γιατί δεν είναι μόνο η Αγγλία που εκπέμπει ανησυχητικά σήματα για το μέλλον, αν ανοίξεις έναν χάρτη αυτή τη στιγμή δεν θα ξέρεις πού να κοιτάξεις για να παρηγορηθείς κάπως.

Κλείνοντας, του ζήτησα να μου μιλήσει για κάτι που ακόμα κάνει περήφανους τους Άγγλους: για τους ηθοποιούς τους, που αυτή τη στιγμή κυριαρχούν παγκοσμίως. Η σημερινή γενιά των Βρετανών ηθοποιών έχει αλώσει ακόμα και το Χόλιγουντ, σαρώνει στα βραβεία και στο box office και αποτελεί την ελίτ που κρατά μια πολύ διακριτή απόσταση από αυτό που κάπως διστακτικά πλέον ορίζουμε ως showbiz.

Αυτό που κάνει τους Βρετανούς ηθοποιούς να ξεχωρίζουν είναι το επίπεδο τον Σχολών που υπάρχουν εδώ. Οι Άγγλοι ηθοποιοί δεν είναι πιο ταλαντούχοι από τους Έλληνες, αλλά διδάσκονται από νωρίς πειθαρχία και επαγγελματισμό. Μαθαίνουν από νωρίς το πόσο σημαντικό είναι να είσαι στην ώρα σου, να είσαι ευγενικός, να λες ‘ευχαριστώ’ και να κρατάς μια επαφή με τους ανθρώπους ακόμα και μετά τη λήξη της συνεργασίας σας. Να μην ξεχνάς αυτόν που ενδεχομένως σου άνοιξε μια πόρτα κάποτε.

Αλήθεια, το πόσο ψηλά θα φτάσεις ως ηθοποιός εξαρτάται τελικά από το πόσο επαγγελματίας είσαι. Μπορώ να το επιβεβαιώσω και από την άλλη πλευρά, ως σκηνοθέτης. Όταν ετοιμάζω μια παράσταση δεν επιλέγω αυτόν που θα μου κάνει την καλύτερη εντύπωση μόνο ως ηθοποιός, αλλά και αυτόν με τον οποίο πιστεύω ότι θα έχω την καλύτερη επαγγελματική συνεργασία.

Προσωπικά, έχω πλέον ζήσει τη μισή μου ζωή στην Ελλάδα και την άλλη μισή στην Αγγλία, αλλά ολόκληρη η επαγγελματική μου ζωή είναι εδώ. Δεν μου είναι εύκολο να δηλώσω Βρετανός ηθοποιός. Ίσως γιατί αισθανόμουν ηθοποιός από πάντα, πριν ταξιδέψω και πριν σπουδάσω. Θα ακουστεί πολύ κλισέ αυτό που θα πω, αλλά όταν ήμουν παιδάκι και με ρωτούσαν όπως ρωτάνε όλα τα παιδάκια τι θα γίνω όταν μεγαλώσω, δεν υπήρξε ούτε μια φορά που να μην είπα ότι θα γίνω ηθοποιός. Από την αρχή της ζωής μου ήξερα τι ήθελα να κάνω.