OPINIONS

Κανείς δεν παίζει κιθάρα σαν τον Δημήτρη Μυστακίδη

Ο σπουδαίος 'Μήτσος' της κιθάρας μιλά στο ΟΝΕΜΑΝ για το ρεμπέτικο, τον ρατσισμό, τον Θανάση Παπακωνσταντίνου και τα τραγούδια που δεν θα ξαναπεί ποτέ.

Πριν από δύο χειμώνες, μια μέρα απ’ αυτές, που γυρίζεις από το γραφείο και το μόνο που θες είναι να αδειάσεις το κεφάλι σου στήνοντας μια γιορτή ασημαντότητας μέσα στους τέσσερις τοίχους, είχα βάλει μια playlist με ρεμπέτικα να παίζει. Εκεί γνωρίστηκα τόσο αναπάντεχα και απρόσμενα με τον Δημήτρη Μυστακίδη. Άκουσα την μπάσα βορειοελλαδίτικη φωνή του και μια κιθάρα να βγάζει μόνη της, όλες τις μελωδίες και το συναίσθημα που έφερνε πριν καμιά 80αριά χρόνια, συνήθως ένα μπουζούκι και κάνας μπαγλαμάς. Έπειτα βγήκα στη γύρα και ανακάλυψα τα ’16 ρεμπέτικα τραγούδια’, τις ‘Αψιλίες’, το ‘Εσπεράντο’ και στις συναυλίες του Θανάση (Παπακωνσταντίνου), περίμενα το 5λεπτο-10λεπτο του. Τότε που κάνει λίγα βήματα μπροστά, πλησιάζει το στόμα στο μικρόφωνο και με το τσιγάρο ανάμεσα στον παράμεσο και το μικρό δάχτυλο βγάζει πενιές και μας μαθαίνει ρεμπετιές.

Η δεύτερη γνωριμία μαζί του, που ήταν και η φυσική όπως ο ήχος των πρώτων και κυρίως προπολεμικών ρεμπέτικων, έλαβε χώρα πριν κάτι Παρασκευές, σ’ ένα αθηναϊκό καφέ που δεν έχει πολύ σχέση με το ρεμπέτικο όπως το φαντάζεται ο πολύς κόσμος. Ωστόσο, η αφίσα για τις εμφανίσεις του στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο όλα τα Σάββατα του Φλεβάρη, ήταν σε περίοπτη θέση. O Κλούνεϊ, όπως τον αποκαλούν οι γνωστοί άγνωστοι φίλοι του, λόγω της πλούσιας γκρίζας κόμης του και της προσιτής γοητείας που εκπέμπει, έκατσε απέναντι μου και το πρώτο πράγμα που ρώτησε με ανησυχία είναι αν επιτρέπεται το κάπνισμα. Τον καθησύχασα πως μπορεί να καπνίσει ελεύθερα, γιατί είχα προβλέψει την ερώτηση κι αυτή ήταν η πρώτη και η μόνη στιγμή ανησυχίας και αγωνίας κατά τη διάρκεια της συνάντησης μας που έγινε με σκοπό μια συνέντευξη. Μια συνέντευξη που τα πρώτα 10 λεπτά ήταν ερωτήσεις σημειωμένες στο χαρτί και η υπόλοιπη μια ώρα σκέψεις και απορίες διάσπαρτες. Στη συζήτηση έπεσαν στο τραπέζι θέματα για τη ζωή του, το ρεμπέτικο, την προσφυγιά, τον ρατσισμό, τον Θανάση, τον Νίκο, τα τσιμπητά, την μοναξιά του καλλιτέχνη, την κρίση και το καλό που έχει κάνει, καθώς και το μουσικό του στόχο.

Ας τα βάλουμε όμως σε μια σειρά…

Η Εκδίκηση της Γυφτιάς

(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)

Ο ‘Μήτσος’ γεννήθηκε και ζει στην Θεσσαλονίκη. Γνήσιος Βόρειος, ανοιχτόκαρδος, χαλαρός, ευαίσθητος και με καυστικό χιούμορ, μοιράζει τις μέρες του σε διάφορα μέρη της Ελλάδας λόγω της μουσικής. Είναι καθηγητής στο ΤΕΙ Ηπείρου και στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, γράφει βιβλία και δίσκους και όπως θα καταλάβεις παρακάτω, ζει και αναπνέει για την ελληνική μουσική, τη λαϊκή και το ρεμπέτικο. Στα 9 του, έπιασε την κιθάρα και από ένα κομμάτι ξύλο με έξι χορδές και κάμποσα τάστα, έγινε το αντικείμενο που του άλλαξε τη ζωή. Όλα ξεκίνησαν κάπως έτσι:

“Θυμάμαι από πολύ μικρός, τότε υπήρχαν οικογενειακές ταβέρνες, που μπορούσε να πάει ένα ζευγάρι με τα παιδιά του. Και θυμάμαι λοιπόν πως είχε κούνιες έξω, αλλά είχε και ορχήστρα. Κι ενώ τα ξαδέρφια μου πήγαιναν στις κούνιες, εγώ πάντα καθόμουν στην ορχήστρα. Και πάντα μου άρεσαν οι τύποι που κάθονταν πίσω στην ορχήστρα. Αυτή είναι η παιδική μου μνήμη. Αργότερα, στην έκτη δημοτικού πετυχαίνω ένα δάσκαλο στο σχολείο που μας έβαλε όλους και κάναμε μουσική. Ήταν πολύ ανατρεπτικός, έκανε το μισό ωράριο μουσική και άλλο το άλλο μισό τα υπόλοιπα μαθήματα. Παραδοσιακή μουσική. Είχαμε όλοι φλογέρες, μελόντικες και εγώ είχα μια κιθάρα του αδερφού μου και τα έβρισκα και τα έπαιζα. Μια μέρα του λέω ‘δάσκαλε να τα παίξω στην κιθάρα’, εκείνος μου έδωσε την άδεια και όταν του το έπαιξα, μου είπε ‘θα παίζεις κιθάρα από τώρα Δημητράκη’.

Αυτό έγινε στην έκτη δημοτικού περίπου 11-12 χρονών και από ‘κει και πέρα αυτό δεν σταμάτησε, γιατί ήταν τα χρόνια της δεύτερης αναβίωσης του ρεμπέτικο που είχε βγει και μια σειρά ‘Το μινόρε της αυγής’ που έπαιζε στη δημόσια τηλεόραση. Στα πιο πολλά σπίτια που άκουγαν λαϊκά τότε, υπήρχε πάντα και ο δίσκος του Νταλάρα, ’50 χρόνια ρεμπέτικο’. Από ‘κει ξεκίνησε η μεγάλη επιστροφή. Βγήκαν μετά οι κομπανίες, η ‘Αθηναϊκή Κομπανία’, το ‘Ρεμπέτικο Συγκρότημα Θεσσαλονίκης’, που επανέφεραν τον φυσικό ήχο. Γιατί μέχρι τότε, ο ήχος ήταν ηλεκτρικός. Όταν ο Μπιθικώτσης είπε τα τραγούδια του Βαμβακάρη, ο ήχος ήταν ηλεκτρικός. Γι’ αυτούς, αυτή ήταν η εξέλιξη. Μην κοιτάς τώρα που έχουμε γίνει ταλιμπάν και θέλουμε να παίζουμε ακόμα και τα λάθη που έχουν γίνει στις πρώτες εκτελέσεις. Γι’ αυτούς να βάλουν τον ηλεκτρικό ήχο, όπως ο Τσιτσάνης που έβαλε τύμπανα στην ορχήστρα, ήταν εξέλιξη. Απ’ αυτούς τους δίσκους, άκουγα ό,τι υπήρχε και μετά τα έπαιζα”.

Το να αγαπήσει ένας έφηβος την κιθάρα δεν ήταν κι ούτε είναι δα και κάτι σπάνιο. Το να αγαπήσει όμως την λαϊκή κιθάρα και να παίζει ελληνική μουσική, αντί για ροκ της τότε εποχής, έμοιαζε παράξενο, στα όρια του αλλοπρόσαλλου. Η δικαίωση ή για την ακρίβεια η εκδίκηση, δεν άργησε να έρθει για τους ξεχωριστούς τύπους του ντουνιά, όπως τον Μυστακίδη: “Θυμάμαι που μικρός άκουγα πολύ Σαββόπουλο. Άκουγα και ροκ, αλλά δεν ήταν το αγαπημένο μου και ένιωθα λίγο ενοχές. Άκουγα λαϊκά και ρεμπέτικα και αισθανόμουν λίγο οπισθοδρομικός, γιατί οι συμμαθητές άκουγαν τα ξένα χιτ της εποχής και εγώ δεν είχα ιδέα”.

Όλα αυτά τελείωσαν με την ‘Εκδίκηση της Γυφτιάς’ του Νίκου Παπάζογλου. Μόλις βγήκε αυτός ο δίσκος, είπε ‘εντάξει μια χαρά είμαι εγώ, οι άλλοι έχουν πρόβλημα’. Ήταν μια απενοχοποίηση του να ακούει κανείς λαϊκό τραγούδι

Το παραδοσιακό είναι άλλη ιστορία. Το παραδοσιακό τραγούδι στην ύπαιθρο δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει. Στα αστικά κέντρα λοιπόν, από το ’85 και μετά οι ‘Δυνάμεις του Αιγαίου’ και ο Ρος Ντέιλι έφεραν τα ανατολίτικα όργανα, ξανά στα προσκήνιο. Και δυστυχώς έγινε και μόδα και επίσης δυστυχώς ήρθε μετά η εκκλησία από πάνω και το καπέλωσε, όλο αυτό το πράγμα της παραδοσιακής μουσικής”.

Φάγαμε 20 χρόνια πλύση εγκεφάλου

Βάζοντας στην άκρη τις οικονομικές αναλύσεις, τις πραγματικές ιστορίες πόνου και φτώχειας, καθώς και όσα έχουμε βιώσει ο καθένας μας ξεχωριστά τα τελευταία επτά χρόνια, ένα από τα φαινόμενα της κρίσης ήταν η επιστροφή στο αυθεντικό λαϊκό τραγούδι και το επιδεικτικό γύρισμα της πλάτης του κοινού στα ποπ σκυλάδικα με τις φανταχτερές ταμπέλες και τα αναλώσιμα ονόματα: “Αυτό ήταν ένα καλό που έκανε η κρίση. Επειδή πια τα χρήματα είναι περιορισμένα, ο κόσμος επιλέγει πάρα πολύ προσεκτικά πού θα πάει να διασκεδάσει και θα δώσει τα λεφτά του. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν είχαν τη τύχη να βρεθούν σε περιβάλλοντα μουσικά πέρα απ’ αυτά που τους έφερνε η τηλεόραση τόσα χρόνια. Γιατί φάγαμε πολλή πλύση εγκεφάλου για 20 χρόνια (δεκαετία ’80-’90). Η πιο σάπια περίοδος ήταν η δεκαετία του ’80. Δεν έφερε τίποτα.

Γι’ αυτό κάνω αυτές τις δουλειές. Γιατί είμαι σίγουρος πως αν αυτοί οι άνθρωποι έρθουν επαφή με άλλα περιβάλλοντα μουσικά, σίγουρα θα επιλέξουν καλύτερα την επόμενη φορά. Απλά δεν τους είναι οικεία και δεν τους έχει δοθεί η ευκαιρία πολλές φορές να ακούσουν κάτι διαφορετικό απ’ αυτά που σερβίρονται.

Πιστεύω βαθιά πως με το ρεμπέτικο έχουν όλοι σχέση. Είναι όμως μια βαθιά σχέση και κάποιες φορές δεν το καταλαβαίνουν. Πριν λίγα βράδια είχα βρεθεί σ ένα αφιέρωμα για τον Παπαϊωάννου και ακούω δίπλα μου έναν να λέει ‘κοίτα ρε, τι τραγούδια έπαιζαν παλιά και ακούγονται ακόμα’. Αυτός ο άνθρωπος δεν ακούει τέτοια μουσική, όμως ήξερε τα τραγούδια. Όλοι είχαν μια επαφή μ’ αυτό το τραγούδι. Συναισθηματική επαφή, άλλοι πιο έντονη, άλλοι καθόλου.

Έπειτα έσκασε η κρίση και όλοι κοίταξαν κάπου να πιαστούν, γιατί η κρίση ταρακούνησε τα πάντα. Μια από τις αξίες που είναι σταθερή σαν βράχος, που μπορείς να πατήσεις και να προχωρήσεις είναι το λαϊκό τραγούδι. Γι’ αυτό ξαναγυρνάει ο κόσμος εκεί, γιατί βλέπει μια πραγματική αξία. Αυτή είναι η μεγάλη στροφή που έγινε με την κρίση, ο κόσμος αναζητά αξίες. Ψάχνει να βρει σίγουρα πατήματα, γιατί του έχουν διαλύσει όλο το περιβάλλον, όλο το σύστημα που ζούσε, που είχε γεννηθεί και γαλουχηθεί. Γι’ αυτό και ψάχνει σιγά σιγά να βρει τα σίγουρα τα πατήματά του και ένα απ’ αυτά είναι το ρεμπέτικο και το λαϊκό”.

 

Το περασμένο καλοκαίρι, κατά τη διάρκεια μιας συναυλίας στο φεστιβάλ της Αρβανίτσας, κάποιος από το κοινό πέταξε ένα πλαστικό μπουκάλι προς την ορχήστρα. Ένα ακατανόητο σκηνικό που επαναλαμβάνεται τα τελευταία χρόνια στα live, όμως εκείνη τη φορά ο Μυστακίδης πήρε την κιθάρα του και έφυγε απ’ τη σκηνή για λίγο: “Η αλήθεια είναι ότι τα δύο τελευταία χρόνια, συμβαίνουν στις συναυλίες διάφορα έκτροπα, αλλά δεν θα έλεγα πως έχει αλλοιωθεί το κοινό. Το κοινό δεν είναι κάτι συγκεκριμένο και κατοχυρωμένο για τον κάθε καλλιτέχνη. Άλλωστε η δουλειά του καλλιτέχνη είναι να το διευρύνει όσο μπορεί. Το θέμα είναι ότι η συμπεριφορά και των πάνω και των κάτω από την σκηνή να είναι συμπεριφορά αλληλοσεβασμού. Κι εμείς να σεβόμαστε το κοινό και το κοινό εμάς.

Τα όρια νομίζω είναι πολύ ευδιάκριτα. Δεν μπορείς ας πούμε να πετάς μπουκάλια με νερό στη σκηνή την ώρα που οι άλλοι παίζουν, όπως κι εγώ αντίστοιχα δεν μπορώ να πετάξω μπουκάλι στο κοινό. Έχουν συμβεί διάφορα τον τελευταίο καιρό και ίσως ούτε οι καλλιτέχνες ήταν έτοιμοι να διαχειριστούν ένα τόσο μεγάλο κοινό, αλλά ούτε το κοινό ήταν έτοιμο να βρεθεί σ’ ένα χώρο με τη μουσική που αγαπάει και μαζί με τόσο κόσμο. Είναι κάτι που θέλει διαχείριση και από τις δύο πλευρές. Αυτός βέβαια που έχει την εξουσία είναι και πιο ψηλά και στην προκειμένη περίπτωση, εμείς είμαστε πιο ψηλά απ’ όλους και έχουμε και τα μικρόφωνα, οπότε μπορούμε να βοηθήσουμε λίγο περισσότερο σ’ αυτό”.

Το ρεμπέτικο στο Μέγαρο

Αν πάντως είσαι απ’ αυτούς που στ’ άκουσμα της λέξης ‘ρεμπέτικο’, στριφογυρνάνε στο μυαλό τους τεκέδες, χασίσια και πενιές σε καταγώγια, τότε χρειάζεσαι μια μουσική βουτιά, στα άπατα αυτής της μυθικής ελληνικής μουσικής. Το ρεμπέτικο είναι πολλά περισσότερα απ’ αυτά που του έχουν κολλήσει σαν τσιμπούρι εδώ και περίπου ένα αιώνα και δεν λέει να φύγει. Υπάρχουν ωστόσο άνθρωποι, που επιχείρησαν την βουτιά που λέγαμε και δεν αρκέστηκαν μονάχα σ’ αυτή, ξεκινώντας ένα ταξίδι που κάθε μέρα και κάθε τραγούδι είναι μια νέα εμπειρία, μια νέα περιουσία που ο πλούτος της δεν μετριέται με αριθμούς, αλλά με νότες.

Ένας απ’ αυτούς τους ταξιδιώτες που αγάπησαν τη διαδρομή, συνεχίζουν να τη σεργιανούν και το ‘χουν βάλει σκοπό να παρασύρουν κι άλλους πολλούς στο ίδιο δρομολόγιο, είναι ο Δημήτρης Μυστακίδης: “Αυτό που έκανα ήταν να επικαιροποιήσω τον ήχο του ρεμπέτικου, τον έφερα πιο κοντά στους νέους ανθρώπους, το έκανα πιο προσιτό. Η πρώτη δουλειά που έκανα και ήταν τα ’16 Ρεμπέτικα’, πριν από 10 χρόνια περίπου, έγινε γιατί δίδασκα αυτή τη μουσική στο τριτοβάθμιο ίδρυμα και έβλεπα από μέσα πως αυτή η μουσική κι αυτό το όργανο δεν είναι κατοχυρωμένο ούτε στη συνείδηση του κόσμου, ούτε όμως των μουσικών. Όλοι θέλουν να έχουν μια καλή κιθάρα δίπλα τους, αλλά κανείς δεν έχει σκεφτεί το γιατί ή τι είναι αυτό που κάνει ένα παίξιμο ενός κιθαρίστα καλό. Οπότε ξεκίνησα να γράφω τραγούδια μόνο με κιθάρες. Ήταν υπερβολικό και γενικά αυτό που κάνω είναι υπερβολή. Τέλος πάντων, αυτό το πράγμα πήγε πάρα πολύ καλά και σαν συνολικό άκουσμα. Εγώ το έκανα για πολύ ειδικό σκοπό, αλλά πήγε καλά και ο κόσμος άρχισε να τ’ ακούει και να γουστάρει μ’ αυτά τα τραγούδια.

Οι επόμενες δουλειές και ειδικά το ‘Εσπεράντο’ είχαν στόχευση. Ήταν πολλά τα επίπεδα, που ήθελα να καλύψω μ’ αυτό το δίσκο. Αρχικά, ήθελα να ασχοληθώ με το μεταπολεμικό τραγούδι, ήθελα να δείξω τα σπουδαία παιξίματα του Χιώτη πριν τόσα χρόνια, ήθελα να προσελκύσω νέο κόσμο σ’ αυτή τη μουσική και στους χώρους που παίζεται αυτή η μουσική, ήθελα να διευρύνω τους χώρους που παίζεται αυτή η μουσική. Έχουν φορέσει πολλά κουστούμια στο ρεμπέτικο που δεν τ’ αξίζει. Γιατί δηλαδή πρέπει να παίζεται μόνο στο καταγώγι; Για να είναι στο φυσικό του περιβάλλον; Αυτό γινόταν μόνο τότε, στην αρχή της δημιουργίας του. Ήδη οι δημιουργοί το είχαν πάρει και το είχαν πάει αλλού, εμείς γιατί το ξαναγυρνάμε πίσω; Το καταδικάζουμε να είναι εκεί.

 

Όταν είχα παίξει στο Μέγαρο, ξέρεις τι πόλεμο έφαγα; Θα πρέπει το ρεμπέτικο να παίζεται παντού. Γιατί να μην παίζεται στο εξωτερικό για όλες του τις εκφάνσεις;

Δυστυχώς το ρεμπέτικο έξω, το βλέπουν σαν φολκλόρ, όπως βλέπουν τους Αφρικανούς μουσικούς που πάνε στα φεστιβάλ και τους ντύνουν σαν λατέρνες, για να δείχνουν φολκλόρ, ενώ η ίδια τους η μουσική είναι άπαιχτη

Γίνεται μεγάλη προσπάθεια από μένα και τους συνεργάτες μου τα τελευταία χρόνια, να πάει αυτή η μουσική, σαν μουσική και όχι με ό,τι την περικλείει, στο εξωτερικό και να παιχτεί σε χώρους και θέατρα. Είναι πολύ δύσκολο.

Επίσης είμαι σίγουρος πως μια καλή διασκευή, αν την ακούσει ένας νέος άνθρωπος, σίγουρα θα τον στείλει να την ακούσει και την αυθεντική εκτέλεση. Το ρεμπέτικο όμως έχει τελειώσει. Η λήξη του έγινε το ’55. Τώρα απλά μπορεί να γραφτούν τραγούδια που μοιάζουν με ρεμπέτικο. Όπως για παράδειγμα δεν μπορείς να χτίσεις πάλι Παρθενώνα. Θα είναι κάτι που θα μοιάζει με τον Παρθενώνα, αλλά όχι ο αυθεντικός”.

Οι αγαπημένοι ρεμπέτες

Όσο κλισέ κι αν είναι η ερώτηση για τον αγαπημένο του ρεμπέτη, δεν αντιστάθηκα στο να τη θέσω, μπας κι ακούσω κάτι διαφορετικό από τα συνηθισμένα: “Είναι πολλοί αυτοί που μου αρέσουν, αλλά εκτιμώ πολύ δύο, για διαφορετικούς λόγους. Ο ένας ο Κώστας Σκαρβέλης, που ήταν κιθαρίστας και κορύφωσε τη τεχνική της λαϊκής κιθάρας. Και ο άλλος ήταν ο Βαγγέλης Παπάζογλου, γιατί ήταν ο πιο αξιοπρεπής απ’ όλους. Τι έκανε ο τύπος; Με το που επεβλήθη λογοκρισία, σταμάτησε να γράφει ενώ ήταν από τους πιο επιτυχημένους και πρώτος σε πωλήσεις. ‘Τα λεμονάδικα’ ας πούμε, είχαν πουλήσει 70.000 δίσκους, όταν υπήρχαν στην Ελλάδα 10.000 γραμμόφωνα. Ήταν ο πρώτος δίσκος που έγινε εξαγωγή στο εξωτερικό, όπως στη Γαλλία. Το 1937 λοιπόν γίνεται η λογοκρισία και λέει ‘σταματάω να γράφω, δεν μπορεί να μου κρίνουν οι άλλοι τι θα βάλω στα τραγούδια μου’ και έπειτα σταμάτησε να παίζει κιόλας. Μάλιστα, όλα τα τραγούδια που είχε, τα χάρισε στους συναδέλφους τους, οι οποίοι τα έβγαλαν στ’ όνομά τους. Είναι πάρα πολλά τραγούδια που δεν ξέρουμε πως είναι δικά του, αλλά το φανταζόμαστε γιατί το στυλ του είναι χαρακτηριστικό”.

Άαχ και στην Αμερική

Σ’ ένα από τα πιο όμορφα τραγούδια που έχει γράψει ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου και έχει ερμηνεύσει ο Σωκράτης Μάλαμας, το ‘Στην Αμερική’, το οποίο είναι γραμμένο για τους Έλληνες που πήγαν να φτιάξουν τη ζωή τους στην άλλη άκρη του κόσμου, γίνεται ειδικά αναφορά στους ρεμπέτες και τραγουδιστές εκείνης της εποχής. “Μαζί με την Μαρίκα, τον Δούσια, τον Κωστή”, λέει ένας χαρακτηριστικός στίχος και ο νέος δίσκος του Δημήτρη Μυστακίδη, θα ‘χει τραγούδια που δεν κυκλοφόρησαν ποτέ δισκογραφικά στην Ελλάδα και έχουν ένα ιδιαίτερο στυλ παιξίματος στην κιθάρα: “Αυτός ο δίσκος είναι ιστορία. Αρχικά να σου πω πως τον γράφω από την αρχή, γιατί δεν μου άρεσε η κιθάρα που τον έγραψα. Παίζω μόνος μου και ξεκίνησα να το παίζω με μια συγκεκριμένη κιθάρα και αφού το τέλειωσα, κατάλαβα πως δεν μ άρεσε ο ήχος και το ξαναγράφω.

Επίσης, διαβάζοντας ανακάλυπτα κι άλλα πράγματα και αντικαθιστούσα κάποια τραγούδια με κάποια άλλα. Ακόμα διαμορφώνεται το ρεπερτόριο. Έχει κομμάτια των κιθαριστών που πήγαν στην Αμερική και διαμόρφωσαν την τεχνική της τσιμπητής κιθάρας, που είναι ιδιαίτερη. Έχει ανοιχτά κουρδίσματα, που κάνω ειδικά για κάθε κομμάτι. Αυτός ο τρόπος είναι αυτόνομος. Είναι επηρεασμένος από το finger style, που έπαιζαν οι Αφροαμερικανοί στα blues. Κι έκανα και καινούργια κουρδίσματα, γιατί εκτός απ’ αυτά που έχουν γραφτεί έτσι, έγραψα κι άλλα δικά μου. Τα διασκεύασα μ’ αυτόν τον τρόπο παιξίματος. Αυτά τα τραγούδια είχαν κυκλοφορήσει μονάχα στην Αμερική, αλλά κάποια απ’ αυτά τα τελευταία χρόνια υπήρχαν σε κάποιες συλλογές. Μια κιθάρα και φωνή είναι όλος ο δίσκος.

Ο Μαρξ είχε γράψει πως “η ιστορία επαναλαμβάνεται την πρώτη φορά σαν φάρσα και τη δεύτερη σαν τραγωδία”. Δεν ξέρω σε ποια φορά είμαστε τώρα, που από μετανάστες η μοίρα μας έδωσε το ρόλο του υποδοχέα, όμως ήθελα να μάθω από έναν άνθρωπο που ασχολήθηκε με τους Έλληνες της Αμερικής, αν συμπεριφερόμαστε αντάξια της ιστορίας μας: “Με αφορμή αυτό το δίσκο, έχω διαβάσει πάρα πολύ για την ιστορία της μετανάστευσης των Ελλήνων στην Αμερική. Για τις συνθήκες που υπήρχαν εκεί, τι πέρασαν, πως τους συμπεριφέρθηκαν εκεί και είναι απίστευτα ίδιες οι συνθήκες με το σήμερα. Ένας από τους λόγους της μετανάστευσης ήταν η χρεοκοπία της Ελλάδας και ο διεθνής οικονομικός έλεγχος που είχε επιβληθεί. Το άλλο ήταν η κρίση της σταφίδας, που σε αντιστοιχία είναι η έλλειψη πρωτογενούς παραγωγής σήμερα. Δεν έχουμε τίποτα. Οι αγρότες τα έχουν παρατήσει εδώ και χρόνια με τις επιδοτήσεις.

Η Ελλάδα αυτή τη στιγμή συμπεριφέρεται σαν διπολικός ασθενής. Από τη μια στέλνουμε έξω χιλιάδες Έλληνες επιστήμονες και αντιμετωπίζουμε ρατσισμό και από την άλλη συμπεριφερόμαστε ρατσιστικά

Ήμουν πριν ημέρες στην Ολλανδία και όταν πεις πως είσαι Έλληνας, ξέρεις πως σε κοιτάνε; Δηλαδή, παραπονιόμαστε για το τρόπο που φέρονται στους δικούς μας οικονομικούς πρόσφυγες και την ίδια στιγμή, κλείνουμε την πόρτα στους ανθρώπους που έρχονται εδώ. Βέβαια υπάρχουν και τα παραδείγματα, όπως οι γιαγιάδες στην Μυτιλήνη που άνοιξαν τα σπίτια τους και πολλοί άνθρωποι ακόμη και στα αστικά κέντρα που έχουν δείξει την αλληλεγγύη τους. Το παράδοξο όμως, είναι ότι δεν μαθαίνουμε τίποτα απ’ όσα έχουν συμβεί και συμπεριφερόμαστε παράλληλα, όπως μας συμπεριφέρονται στο εξωτερικό και δεν μας αρέσει”.

Πολλά από τα τραγούδια της Αμερικής που μοιάζουν με ακατέργαστα διαμάντια, καθώς και διδακτικές ιστορίες για το χθες, το σήμερα και το αύριο, συνθέτουν το σκηνικό της μουσικής παράστασης στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο: “Κάθε βραδιά που παίζω, ανάλογα με τη διάθεση του κοινού και της παράστασης, μου ‘ρχονται τραγούδια εκτός προγράμματος, όταν δεν είναι στα αυστηρά πλαίσια μιας παράστασης που θες να δείξεις κάτι συγκεκριμένο. Γενικά κάθε βράδυ είναι διαφορετικό. Στο Γυάλινο θα παίξουμε τραγούδια από το Εσπεράντο και άλλα τραγούδια που μ’ αρέσουν στο πρώτο μέρος, ενώ στο δεύτερο θα γίνει ιδιαίτερη αναφορά στα ρεμπέτικα της Αμερικής, που έχουν ιδιαίτερη τεχνική με τη τσιμπητή κιθάρα, αλλά και τραγούδια που έχουν θέμα την Αμερική, τη μετανάστευση εκεί και όλο αυτό το πλαίσιο”.

Οι διασκευές

Τον περασμένη Σεπτέμβρη στην Τεχνόπολη, σε μια από τις πιο ζωντανές συναυλίες του Θανάση Παπακωνσταντίνου, κάπου στα ενδιάμεσα, έσβησαν τα φώτα και ξεκίνησε να παίζει μόνος του κιθάρα. Τραγούδησε το ‘Βουνό με Βουνό’ του Χιώτη, με μια μνημειώδη και ασύλληπτη μέχρι τότε στ’ αυτιά μου, παρεμβολή από τη μελωδία του Personal Jesus. Αυτή η χημεία του Χιώτη με τον Johnny Cash, δεν θα μείνει μονάχα ως πειραματισμός που απολαμβάνουμε στις συναυλίες: “Ο επόμενος δίσκος μετά τα ‘τσιμπητά’ είναι σχεδόν έτοιμος. Θα έχει λαϊκά τραγούδια με στίχους που να μου λένε κάτι, θα κρατήσω αυτούσια τη μελωδία από τις πρώτες εκτελέσεις, αλλά θα τη συνδυάσω είτε με πολύ γνωστά ξένα τραγούδια, είτε με δικές μου διασκευές, διαφορετικές εισαγωγές κτλ. Όπως το ‘Βουνό με Bουνό’ που το παίζω με τη διασκευή του Johny Cash στο Personal Jesus των Depeche Mode, ή τη μελωδία του ‘Stairway to heaven’ που την έχω βάλει στο ‘Εγώ θέλω πριγκιπέσα’.

Δεν είναι όμως μονάχα τα ρεμπέτικα, που γίνονται σκοποί στην κιθάρα του ‘Μήτσου’, αλλά γενικότερα τραγούδια από το λαϊκό ρεπερτόριο. Το λαϊκό όπως πρέπει να ορίζεται και όχι με τη ταμπέλα που του έχουν φορέσει. Πώς πρέπει να ορίζεται, το εξηγεί απλά και ωραία.

 

“Δεν υπάρχει περίπτωση να ξανακούσουμε νέα ρεμπέτικα τραγούδια. Ωστόσο, εξίσου σπουδαία τραγούδια υπάρχουν και τώρα, αλλά θα πρέπει να βρουν το δρόμο τους. Το λαϊκό τραγούδι έχει ένα μεγάλο προσόν. Έχουν περάσει πολλά χρόνια και το κοιτάμε με πολύ μεγάλη απόσταση από την εποχή της δημιουργίας του ενώ τότε ήταν το κυρίαρχο είδος. Δεν υπήρχε κάτι άλλο, όταν παιζόταν το ρεμπέτικο. Αυτή τη στιγμή, υπάρχουν παιδιά που γράφουν εξίσου ωραία τραγούδια, αλλά είναι πάρα πολύ δύσκολο να βγουν στον κόσμο. Ας πούμε για μένα, μεγάλος λαϊκός συνθέτης είναι ο Μιχάλης Χανιώτης από την Κοζάνη, που έχει γράψει σπουδαία τραγούδια. Αυτά τα τραγούδια είμαι σίγουρος πως κάποια στιγμή θα βρουν το δρόμο τους και είτε 20, είτε 30 χρόνια μετά, θα τ’ ανακαλύψει ο κόσμος.

Για να γίνει όμως κάτι λαϊκό, πρέπει να μπει στις ανθρώπινες εκδηλώσεις, δηλαδή στη χαρά σου και στη λύπη σου να θέλεις να τ’ ακούσεις κι αυτό είναι πολύ δύσκολο. Ελάχιστα τραγούδια το έχουν καταφέρει και για μένα είναι τρία, η ‘Ανδρομέδα’ του Θανάση, το ‘Μπαγλαμαδάκι’ του Νίκου και το ‘Πρώτο Φθινόπωρο’ του Κορακάκη. Έχουν κατοχυρωθεί στη συνείδηση του κόσμου”.

Ο Νίκος και ο Θανάσης

Πολύ πριν φτάσουμε στο σήμερα και στις solo εμφανίσεις του, είχαν προηγηθεί αμέτρητες συναυλίες όπου υπήρχαν δεκτικά ώτα και δύο συνεργασίες που του άλλαξαν τη ζωή. Επαγγελματικά και μη: “Αυτό που λειτούργησε πολύ θετικά για μένα ήταν ότι ήμουν 14 χρόνια με τον Νίκο Παπάζογλου κι άλλα τόσα πια με τον Θανάση Παπακωνσταντίνου. Καλλιτέχνες που είχαν πολύ μεγάλο ακροατήριο και ευτυχώς για μένα και προς τιμήν τους, μου έδιναν χώρο να λέω τα πράγματα που ήθελα. Δηλαδή το ότι βγήκα με τον Θανάση σε 9.000 κόσμο και έπαιξα τσιμπητά Κατσαρό ας πούμε, ήταν μεγάλο προνόμιο για μένα και για τη δουλειά που ήθελα να προωθήσω. Γενικά, έκανα τα πράγματα πιο γρήγορα για μένα. Υπήρχε έτοιμο κοινό, που είχε έρθει σ επαφή μ’ αυτή τη μουσική και είχε ανταποκριθεί θετικά. Οπότε κι εγώ αισθανόμουν πιο σίγουρος να προχωρήσω”.

Μιλά για τους συνεργάτες του και στάζει θαυμασμό, όχι όμως ακατάσχετο και αδικαιολόγητο στα όρια της υπερβολής, αλλά αντικειμενικό. Με κριτήριο και αδιάψευστο μάρτυρα τη μουσική. “Ο Θανάσης το έχει πάει ένα βήμα παραπέρα. Ο Θανάσης έχει δημιουργήσει καινούργιο είδος με αναφορές στο παρελθόν. Στιχουργικά είναι έτη φωτός μπροστά. Σου μιλάω πάρα πολύ αντικειμενικά, γιατί είμαι επαγγελματίας.

Είμαστε πολύ τυχεροί που ζούμε στην εποχή του Θανάση. Πραγματικά πιστεύω πως σε καμιά εκατοστή χρόνια, θα είναι σημείο αναφοράς

Με τον Θανάση είχα παίξει το 1994 πρώτη φορά ‘Στην Ανδρομέδα και στη Γη’, ο Σωκράτης (Μάλαμας) έκανε ενορχήστρωση και όταν πήγα στο στούντιο να γράψω, έλεγα ‘τι στιχάκια είναι αυτά ρε’. Ούτε ο ίδιος θα φανταζόταν πως θα είχαν τόση επιτυχία. Και δεν είχε πάντα αυτό το κοινό, εγώ τον έχω δει στην Θεσσαλονίκη και ήμασταν 30 άνθρωποι και είχε βγει και η ‘Ανδρομέδα’. Το μεγάλο μπαμ έγινε με τον ‘Βραχνό Προφήτη’ μετά το 2000″.

Για τα live

Οι ερωτήσεις είχαν ολοκληρωθεί προ πολλού και κάνοντας μια παύση να στρίψω ένα τσιγάρο, σχολιάσαμε μια μαγική συναυλία στο Παλαιό Ελαιουργείο στην Ελευσίνα τον Σεπτέμβρη του ’15. Μαγική στα δικά μου μάτια ως ακροατή, γιατί για εκείνον κάθε live είναι μια νέα ιστορία. “Το μαγικό της μουσικής είναι ότι το ίδιο γεγονός το εκλαμβάνει διαφορετικά ο κάθε άνθρωπος. Δεν μπορώ να σου πω ποια ήταν η καλύτερη συναυλία μου. Εμένα μ’ αρέσει το μικρό σχήμα, όταν παίζουμε τρεις άνθρωποι. Εκτίθεσαι πολύ. Δεν είναι το θέμα ότι γουστάρω την έκθεση, αλλά νιώθεις πιο ζωντανός. Όλες τις συναυλίες τις απολαμβάνω. Για το μουσικό το live είναι η πεμπτουσία της ύπαρξής τους. Γι’ αυτό το πράγμα ζει, για να παίζει μουσική. Δεν μπορώ να ξεχωρίσω κάποιες ζωντανές εμφανίσεις. Με τον Νίκο (Παπάζογλου) θα μπορούσα να σου πω μερικά, αλλά ήταν οι χώροι και όχι ο κόσμος. Δηλαδή όταν παίξαμε στο ηφαίστειο στην Νίσυρο πριν από 25 χρόνια, από μόνο του περιβάλλον είχε μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα”.

Τα τραγούδια που δεν θα ξαναπεί

Λίγο πριν φύγουμε και με την οικειότητα που μου ‘χε προσφέρει ο ίδιος και η πορείας της κουβέντας, τον ρώτησα μια απορία που θέτω σε κάθε τραγουδιστή, μουσικό, ηθοποιό και σ’ όποιον βγαίνει και εκτίθεται στο κοινό. Πόσο εύκολο, πόσο ευχάριστο, πόσο επίπονο και πόσο βαρετό είναι για έναν καλλιτέχνη να παίζει για χρόνια κάποια συγκεκριμένα τραγούδια. “Σε κάθε συναυλία δεν παίζεις για τον ίδιο κόσμο. Το θέμα δεν είναι τι παίζεις, αλλά με ποιους συνδιαλέγεσαι. Αυτά που επιλέγεις να παίξεις σ’ αρέσουν, γιατί δεν θα τα ‘παιζες, αλλά αυτό που κάνει τη διαφορά είναι πως κάθε φορά έχεις άλλο κοινό και κάθε βράδυ είναι άλλο βράδυ. Εγώ παραδέχομαι πολύ, τους μουσικούς που δουλεύουν σεζόν σε μαγαζιά, γιατί το έκανα και εγώ παλιά και ξέρω πως είναι. Εκεί θέλει μεγάλο κουράγιο. Δουλεύαμε κάποτε 7 μέρες την εβδομάδα και είναι πραγματικά δύσκολο. Εντάξει, έχεις το ίδιο ρεπερτόριο, αλλά έχεις να αντιμετωπίσεις και έναν κόσμο που πρέπει να τον κερδίσεις, για να πληρωθείς, για να ζήσεις και ανεξάρτητα από τα προσωπικά σου.

Έχω παίξει το βράδυ που πέθανε η μάνα μου. Αυτό είναι δύσκολο

Δεν ήθελα να τ’ ακυρώσω και την επόμενη μέρα έπαιξα με τον Θανάση στην Λάρισα. Το θυμάμαι. Είναι αλήθεια πολύ δύσκολο, αλλά συνάμα και λυτρωτικό γιατί δεν αφήνεις να σε πάει κάτω αυτή η δύσκολη κατάσταση και λες πως η ζωή συνεχίζεται. Και όταν πέθανε ο πατέρας μου, την άλλη μέρα παίζαμε στην Κρήτη με τον Θανάση και εγώ πήρα τηλέφωνο να μην της ακυρώσουν, αλλά το έμαθε ο Θανάσης και τις ακύρωσε προς τιμήν του.

Είναι πολύ βαρύ φορτίο ο θάνατος δικών σου ανθρώπων και η μουσική είναι διέξοδος και για εμάς, η πιο καλή ψυχοθεραπεία. Ειδικά σε τέτοιες καταστάσεις είναι λύτρωση. Μου ‘χει συμβεί στο δικό μου μαγαζί, όταν περνούσα δύσκολα, να δακρύζω και να φεύγω από την σκηνή. Είναι επίσης πολλά τραγούδια που δεν τα ‘χω ξαναπεί ποτέ από τότε. Δεν μπορώ να τα πω. Ξέρω πως δεν μπορώ να τα πω. Όπως του Χατζηχρήστου το ‘Έχασα τη μανούλα μου’, αυτό το τραγούδι ξέρω πως δεν υπάρχει περίπτωση να το ξαναπώ ποτέ. Ακόμα και τώρα που το συζητάμε…”

Παύση λίγων δευτερολέπτων. Τη μελαγχολία και τη νοσταλγία της μικρής σιωπής, διέκοψε ο ήχος του κινητού του. Κοίταξε την οθόνη και οι άκρες των χειλιών του υψώθηκαν σαν σημαίες ευτυχίας. “Έλα παιδί μου”, ξεστομίζει και ευθύς δίνει νόημα, και αξία στη φράση που είπε λίγες στιγμές νωρίτερα: “η ζωή συνεχίζεται”.

Δημήτρης Μυστακίδης εμφανίζεται κάθε Σάββατο του Φεβρουαρίου στο Γυάλινο Μουσικό Θέατρο.

**Ευχαριστούμε το ΜΠΕΛ ΡΕΫ για τη φιλοξενία.