ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο Δημήτρης Αργυρόπουλος έζησε γρήγορα γιατί φοβόταν μήπως πεθάνει νέος

Ο κριτής του 'My Style Rocks', στα 48 του, έχει ήδη εξαντλήσει και τις επτά ζωές του, αλλά έχει κι άλλες.

Ένας ατίθασος μαθητής της Α’ Γυμνασίου επιστρέφει από το σχολείο στο πατρικό του σπίτι στο Χαλάνδρι και μαθαίνει ότι ο 36χρονος πατέρας του, ο Θανάσης, είναι στο νοσοκομείο (νοσηλεύεται με εγκαύματα τρίτου βαθμού λόγω έκρηξης στην παρκετοβιομηχανία που δούλευε ως εργάτης). Δεν θα έχει την ευκαιρία να τον δει ποτέ ξανά.

“Μας είπαν ότι θα γίνει καλά για να μας καθησυχάσουν. Σε λίγες ώρες πέθανε. Δεν μας πήγαν (εκείνον και τον κατά δυοόμισι χρόνια μεγαλύτερο αδελφό του) να τον δούμε γιατί ήταν καμένος”.

Αυτό είναι το πρώτο αναπάντεχο πράγμα που μαθαίνω για έναν άνθρωπο που -εσφαλμένα- νόμιζα ότι ήξερα καλά, από την εποχή που εργαζόμασταν στα περιοδικά του Πέτρου Κωστόπουλου.

“Ο Πέτρος με έχει βοηθήσει πάρα πολύ τόσο στην επαγγελματική μου όσο και στην προσωπική μου ζωή. Όπως έχει βοηθήσει και πάρα πολύ κόσμο”.

Ο Δημήτρης Αργυρόπουλος είναι ο καλύτερος, κατά τη γνώμη μου, πωλητής στην Ελλάδα. Ο ορισμός του ‘αν μου κάνει κέφι, πουλάω πάγο στους Εσκιμώους’. Κάποτε, στην εφηβεία του, ξεκίνησε να πουλάει γκραβούρες και έφτασε διαδοχικά να γίνει κειμενογράφος και creative σε διαφημιστική, διευθυντής διαφήμισης στις εκδόσεις Λυμπέρη και στην Imako, γενικός διευθυντής σε διαφημιστική εταιρεία (Cream), πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος στο MTV, παραγωγός της τηλεοπτικής εκπομπής Joy και νυν εκδότης των περιοδικών Γυναίκα και Love Yourself.

“Είμαι όντως επικοινωνιακός. Αλλά κανείς δεν μπορεί να πουλήσει κάτι που δεν πιστεύει. Εγώ πάντοτε πίστευα αυτό που έκανα. Στην ιδέα, το προϊόν και πάνω από όλα στην ομάδα που το δημιουργούσαμε. Γιατί στη ζωή δεν είναι τι κάνεις, αλλά με ποιους το κάνεις. Το να μπορούμε να χαιρόμαστε μαζί την επιτυχία. Και να μαθαίνουμε, να γελάμε και να ξεπερνάμε πάλι μαζί την αποτυχία”.

Το περιστατικό του τραγικού θανάτου του πατέρα του ήταν αναμφίβολα αυτό που οδήγησε τον Δημήτρη στο να κάνει ένα ασυμβίβαστο και ριψοκίνδυνο ‘carpe diem μακροβούτι’ στη ζωή.

”Τρόμαξα πολύ όταν πέθανε. Κατάλαβα ότι μπορεί ξαφνικά να διακοπούν τα πάντα. Και αυτό με έβαλε με έναν άλλο τρόπο στη ζωή. Είχα την αγωνία να κάνω τα πράγματα γρήγορα γιατί φοβόμουν ότι θα πεθάνω νέος. Αισθανόμουν ότι είμαι μόνο για σήμερα εδώ, οπότε πρέπει να τα ζήσω όλα εδώ και τώρα. Κάτι που έχει επιπτώσεις. Άρα, υπό μια έννοια, ‘κάηκα’ στην πορεία και εγώ, όπως ο πατέρας μου”.

Το παράτολμο αυτό μακροβούτι κράτησε έως τα 37 του, όταν πλέον είχε συνειδητοποιήσει ότι τελικά δεν θα πεθαίνει νέος. Ήταν ήδη για δεύτερη φορά σύζυγος και για τρίτη φορά πατέρας. Και δεν του άρεσε αυτό που αντίκριζε στον καθρέφτη.

“Ήταν η στιγμή που συνειδητοποίησα ότι δεν θα μπορώ να αντεπεξέλθω στις ευθύνες μου ως πατέρας τριών αγοριών. Ήθελα να πατάω στα πόδια μου σωστά, για χάρη τους”.

Ας πούμε ότι αυτή η διαπίστωση τον βοήθησε να κατεβάσει λίγες στροφές από το κοντέρ της ζωή του, που πάντα ήταν στα κόκκινα. Γιατί -αλήθεια- ο απρόσμενα αυτοσαρκαστικός Δημήτρης είναι από τους λίγους ανθρώπους γύρω μας που προσπάθησε όντως να τα ζήσει όλα γρήγορα.

“Μεγαλώνοντας, αν και δεν το ήξερα τότε, είχα δυσλεξία και σύνδρομο διάσπασης προσοχής. Σκέψου ότι, αν και δεν θέλω να το πω γιατί τα παιδιά μου πάνε ακόμη σχολείο, τελείωσα με κάτω από τη βάση. Τελικά, χρειάστηκε να πλαστογραφήσω το απολυτήριο λυκείου ενός φίλου μου για να καταφέρω να πάω να σπουδάσω στο εξωτερικό”.

Μια άλλη διαπίστωση που ήρθε όταν ήταν ακόμα μικρός και αποδείχθηκε καθοριστική, ήταν ότι ο Δημήτρης τον είχε τον τρόπο του με το αντίθετο φύλο. Έκτοτε, ό,τι έζησε, το έζησε έχοντας συνήθως μια ωραία γυναίκα στο πλευρό του.

“Συνειδητοποίησα ότι έχω γκέλα στις γυναίκες ήδη από το σχολείο. Αν και αυτό ήταν κάτι που κυνήγησα κιόλας”.

Μιας και είχα κακούς βαθμούς και την ρετσινιά ότι είμαι ορφανός, ήθελα κάπου να διακριθώ. Η ευκολία μου ήταν οι γυναίκες. Οπότε προσπάθησα να διακριθώ με το να έχω πάντα μια ωραία γυναίκα δίπλα μου

“Κάτι που συνεχίστηκε και όταν δούλευα ως μπάρμαν στο Μιλάνο την εποχή που σπούδαζα ΜΜΕ και Επικοινωνία. Μεγάλη παγίδα αυτό, να το ξέρεις”.

Αυτό που σίγουρα πρέπει να εκτιμήσεις στον Δημήτρη είναι ότι δεν του χαρίστηκε τίποτα. Ήταν ένας ατίθασος έφηβος, λόγω έλλειψης πατρικού πρότυπου, που χρειάστηκε από πολύ μικρός να αγωνιστεί για ότι ήθελε να καταφέρει.

“Η μητέρα μου είναι μια πραγματική ηρωίδα. Μας μεγάλωσε χωρίς να μας λείψει κάτι. Από μικρός, όμως, ήθελα να έχω τα δικά μου λεφτά. Το πρώτο μου μεροκάματο ήταν στο φαναρτζίδικο του Γιώργου. Εκεί έμαθα να οδηγώ, παρκάροντας τα αυτοκίνητα των πελατών. Με τα λεφτά που μάζεψα αγόρασα το πρώτο μου μηχανάκι (σ.σ. τον συνέλαβαν μάλιστα γιατί κυκλοφορούσε χωρίς δίπλωμα). Παράλληλα, όσο πήγαινα στο λύκειο, δούλευα -μεταξύ άλλων- ως μπάρμαν στο Papagayo (και το καλοκαίρι στη Μύκονο) και ως γυμνό μοντέλο στην Σχολή Καλών Τεχνών”.

Σε περίπτωση που αναρωτιέσαι, πάντως, η πιο δύσκολη δουλειά που έχει κάνει ποτέ είναι λαντζέρης σε κρεπερί. Η πιο παράξενη, βοηθός ντετέκτιβ – υπάρχουν πολλά που μπορείς να καταλογίσεις στον Δημήτρη, αλλά η τεμπελιά και η έλλειψη έμπνευσης δεν είναι ένα από αυτά.

“Η λάντζα στις κρέπες είνα βαριά δουλειά – η σοκολάτα και η μαρμελάδα δεν βγαίνουν με τίποτα από τα πιάτα”.

“Ο ντετέκτιβ μας έδινε μεροκάματο, σε εμένα, τον αδελφό μου κι ένα φίλο μας, για να παίρνουμε από πίσω με τα μηχανάκια κάποιους κυρίους ή κυρίες για να δούμε που πηγαίνουν. Είχαμε πιάσει αρκετούς που είχαν παράλληλη σχέση, αλλά δεν θέλαμε να τους κάψουμε”.

“Δεν θα σταματήσω ποτέ να δουλεύω γιατί θέλω να δημιουργώ πράγματα. Για αυτό και είναι είδωλό μου ο Clint Eastwood που είναι 90 και συνεχίζει να φτιάχνει ταινίες. Θέλω να μοιράζομαι ό,τι ενδιαφέρον σκέφτομαι με τον κόσμο. Η πρώτη φορά που συνειδητοποίησα ότι αυτό που έχω στο κεφάλι μου μπορεί να έχει αξία ήταν όταν κυκλοφόρησε η πρώτη μου διαφήμιση. Ήταν μια καμπάνια για μια εταιρεία τσιγάρων που έδειχνε μια απλωμένη μπουγάδα με δυο τζιν και στη μέση ένα κόκκινο φόρεμα με tagline ‘Ελάτε στη μέση”.

Ακόμα και η μισή ζωή του Δημήτρη θα έβγαζε υλικό για μια πολύ γεμάτη ταινία. Φαντάζομαι ότι το έχουν ήδη υπόψιν τους οι φίλοι του, ο Νίκος Περάκης και Χριστόφορος Παπακαλιάτης, σε σειρές και ταινίες των οποίων έχει κάνει cameo.

“Η αλήθεια είναι ότι όταν ήμουν μικρός το όνειρό μου ήταν να γίνω ηθοποιός, αλλά ντράπηκα πολύ να το πραγματοποιήσω. Ήρθαν έτσι τα πράγματα και έγινα κάτι σαν επαγγελματίας…extra. Μέχρι στιγμής έχω παίξει σε κάμποσες ταινίες του Νίκου Περάκη (Σειρήνες στο Αιγαίο, Η Λίζα και όλοι οι άλλοι, Θηλυκή Εταιρεία) και σε δυο σειρές του Παπακαλιάτη. Είναι και οι δύο φίλοι μου και κάποια στιγμή μου ζήτησαν να παίξω ένα ρόλο γιώμα”.

Μπορεί όντως να έχει ζήσει μια κινηματογραφική ζωή, αλλά σήμερα ο Δημήτρης, πιο ώριμος, συνειδητοποιημένος και δημιουργικός από ποτέ, δεν έχει καμία διάθεση να ωραιοποιήσει την ξέφρενη πορεία του. Γι’ αυτό και πριν από μερικούς μήνες κάθισε και εξήγησε στους δυο μεγάλους γιους του (18 και 17 ετών αντίστοιχα) την περιπέτεια που είχε με το αλκοόλ και τα ναρκωτικά.

“Περίμενα να μεγαλώσουν αρκετά ώστε να μπορούν να επεξεργαστούν αυτό που τους λέω και να μην το ωραιοποιήσουν”.

Τους κάθισα κάτω και τους εξήγησα ότι είχα στο παρελθόν μια περιπέτεια με αλκοόλ και ναρκωτικά. Και ότι ο εθισμός είναι μια ασθένεια που αγχώνομαι πάρα πολύ μην τους την έχω κληρονομήσει

“Τους μίλησα για το τι είναι και πώς το διαχειρίζεσαι. Τους είπα ότι αν θέλεις να δεις τον εαυτό σου στα καλύτερά του, θα πρέπει να βγεις μέσα από αυτό. Ήθελα να ξέρουν ακριβώς ποιος είναι ο πατέρας τους. Κάτι που προσπαθώ να κάνω κάθε μέρα μαζί τους. Αυτό και να τους εκφράζω την αγάπη που νοιώθω για εκείνους”.

Το ίδιο κίνητρο (το να είναι παντού και πάντα ο εαυτός του) τον οδήγησε πριν από μερικές μέρες να μιλήσει για την περιπέτειά του και σε τηλεοπτική εκπομπή. Κι ας γνώριζε τον κίνδυνο  -του τον υπενθύμισα κι εγώ- στο εξής να τον ορίζει μόνο αυτό. Να τον ρωτάνε μόνο για τη συγκεκριμένη υπόθεση τα επόμενα 10 χρόνια.

“Δεν σκοπεύω να μιλήσω ξανά για αυτό δημόσια. Ο μόνος λόγος που το ανάφερα είναι για να σταματήσει να είναι ταμπού κάτι που περνάνε πολοί άνθρωποι και πολλές οικογένειες. Ο εθισμός, είτε μιλάμε για ναρκωτικά και αλκοόλ, είτε για εθισμό στο σεξ, το φαγητό, το shopping ή την δουλειά, είναι μια ασθένεια”.

Τον παραδέχομαι για αυτή του την απόφαση να μιλήσει δημόσια. Και τον παραδέχομαι ακόμη περισσότερο για το γεγονός ότι, εν μέσω γυρίσματος, σταμάτησε ό,τι έκανε και σήκωσε στο τηλέφωνο για να μιλήσει στο παιδί από την ομάδα Ανώνυμων Ναρκομανών στην οποία πηγαίνει, του οποίου είναι σπόνσορας.

“Η ζωή μου έχει φερθεί τρομερά απλόχερα. Και έχω πάρει τρομακτική βοήθεια όποτε το χρειάστηκα και το ζήτησα με ειλικρινή τρόπο. Οπότε, προσπαθώ απλώς, με κάθε μέσο και τρόπο που μπορώ, να κάνω το ίδιο για όποιον ζητάει βοήθεια”.

Όσον αφορά το γιατί δέχθηκε να είναι στο My Style Rocks, η αφορμή δηλαδή που βρεθήκαμε για να τα πούμε, η απάντηση του είναι σαφής και εμπεριστατωμένη.

“Είχα έρθει πέρυσι στον τελικό ως guest κριτής και είχα περάσει πολύ ωραία. Είπα ναι γιατί μου αρέσει η υπόλοιπη ομάδα, το θεωρώ χαζευτικό ως concept και, κυρίως, επειδή η οδηγία που είχαμε από την παραγωγή είναι να είμαστε απλά ο εαυτός μας. Να κρίνουμε αυτό που έχουμε απέναντί μας και να μην δώσουμε έμφαση στο κλάμα, τους τσακωμούς και τα reality στοιχεία”.

Ένα ακόμα πράγμα που παραδέχομαι στον γέννημα θρέμμα γκριζομάλλη Δημήτρη (“Άρχισε να μου γυρίζει στα 20 μου. Ήμουν φοιτητής, με πολύ μακρύ μαλλί και είχα γκρίζους κροτάφους”) είναι ότι μπορεί να είναι εμφανώς γνώστης των περί του στιλ, αλλά δεν διστάζει να αυτοσαρκαστεί και στο συγκεκριμένο θέμα.

“Το στυλ είναι αυτό που λες χωρίς λόγια. Η προέκταση του εαυτού σου. Δεν έχει σχέση με τη μόδα. Γιατί μπορείς να φοράς τη μόδα, αλλά αυτή αλλάζει ανά έξι μήνες. Πρέπει να μπορείς να πεις κάτι μέσα από τα ρούχα σου. Ιδανικά θα ήθελα να φοράω τα ίδια ρούχα κάθε μέρα. Το μόνο που χρειάζομαι στιλιστικά εγώ πλέον είναι γκρι, μπλε, μαύρο και άσπρο. Τίποτα άλλο”.

Ιδού η χειρότερή του αμαρτία:

“Aυτό στα ’80s που φοράγαμε σακάκι και γυρίζαμε τα μανίκια για να φαίνεται η φόδρα και το συνδυάζαμε με καουμπόικη μπότα, τζιν και κοτσίδα. Εξαιρετικά βλάχικο. Πιο λαϊκό πεθαίνεις”.