ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ

Ο Θέμης Καραμουρατίδης έχει γράψει το πιο σπουδαίο ελληνικό τραγούδι των 00s

Με αφορμή την κυκλοφορία του 'Τελευταίου Εαυτού', ο μάλλον κορυφαίος Έλληνας συνθέτης της γενιάς του μας πήγε ένα ταξίδι από το Πλατύ Ημαθίας μέχρι τις Τζιτζιφιές με πολλές στάσεις σε ζωή και σουξέ ενδιάμεσα.

Το σπίτι του Θέμη Καραμουρατίδη βρίσκεται στις Τζιτζιφιές, σε μια γειτονιά που θυμίζει λίγο Πολύδροσο Αμαρουσίου σε κάποιον που δεν έχει ιδέα από Τζιτζιφιές. Εκτός από ένα έκτακτο ντουλάπι-κρυμμένη γκαρνταρόμπα που θα εξαφανίσει το παλτό σου, το σπίτι παρέχει έναν αυτόματο αποκλεισμό από τα τεκταινόμενα στον έξω κόσμο. Είναι φοβερά ήσυχο, φοβερά τακτοποιημένο και φοβερά διακοσμημένο, τόσο ώστε να προσέξεις ότι η διακόσμησή του έχει ταυτότητα και τόσο ώστε να μην σε αποσπάσει στιγμή από τον λόγο που έχεις έρθει στο σπίτι. Το σπίτι του Θέμη είναι ένα από αυτά που θα σε κάνουν να πεις “ρε, τι ωραίο σπίτι” και να εννοείς “ρε, τι ωραίο σπίτι”.

Λίγες μέρες πριν, ο Θέμης φορούσε το καλό του παπιγιόν και έπαιρνε τη θέση του στο πάνελ της παρουσίασης του ‘Τελευταίου Εαυτού’ στον Μπλε Παπαγάλο, ενός δίσκου για τον οποίο έγραψε τη μουσική πάνω στους στίχους του Οδυσσέα Ιωάννου και με τραγούδια που ερμήνευσε η Γιώτα Νέγκα. Ο ‘Τελευταίος Εαυτός’ είναι ο δεύτερος δίσκος που βγάζει ο Θέμης με τον καθένα τους ξεχωριστά και ο πρώτος που βγάζουν ως τριάδα.

Βέβαια, το να βάλεις τον Θέμη σε μια τριάδα που τα ονόματα δίπλα δεν είναι Μποφίλιου και Ευαγγελάτος γίνεται από μόνο του με κάποια απροθυμία, μάλλον γιατί αυτό το Καραμουρατίδης-Ευαγγελάτος-Μποφίλιου έχει ορίσει το ελληνικό τραγούδι (τo έντεχνο, λαϊκό, ροκ, πειραματικό ή οποιοδήποτε ελληνικό τραγούδι, βάλτε εσείς την ταμπέλα, κατά βούληση) με σφραγίδα που δεν γίνεται να κάνεις ότι δεν βλέπεις. Είτε είσαι του έντεχνου, είτε του λαϊκού, είτε του ροκ, του πειραματικού, κατάλαβες.

Ο τελευταίος εαυτός του

(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)

Ο δημιουργός που κάθεται απέναντί μου σε αυτόν τον ατέλειωτο καναπέ, με ακονισμένο χιούμορ και ταλέντο (και σουξέ) που είναι χαζό να μετρήσουμε, ξέρει πολύ καλά με ποια τριπλέτα τον έχουν ταυτίσει τα πλήθη. Ενδεχομένως να ξέρει και με ποιο είδος. Γι’ αυτό λοιπόν, πήρε τους στίχους του Ιωάννου, κάθισε (μάλλον με τις πιτζάμες) σε ένα από τα δύο πιάνα του σπιτιού και παρέδωσε έναν απ’ άκρου εις άκρον λαϊκό δίσκο, ως μέλος μιας άλλης τριπλέτας πια. Μέχρι να επιστρέψει στο έντεχνο. Σύντομα. Με τη γνωστή τριπλέτα.

“Είναι διαφορετική η επικοινωνία που έχεις με ένα λαϊκό τραγούδι. Αν κάτσουμε τώρα και σου παίξω ένα λαϊκό, θέλω να σε πάρω μαζί μου, να πάμε βόλτα στο τραγούδι και να σου περάσω αυτό που θέλω. Θέλω να το σιγοτραγουδήσεις φεύγοντας. Αν από την άλλη σου παίξω τη ‘Δεμένη’ ή τον ‘Γλάρο’, ο στόχος είναι άλλος, είναι  πιο συγκινησιακός. Θέλω να κρατήσεις κάτι από το κομμάτι αυτό, να σε φιλοξενήσω στον κόσμο μου. Το λαϊκό είναι να πιαστούμε και να νιώσουμε όλοι μαζί κάτι.

Φτιάχνοντας έναν δίσκο όπως ο ‘Τελευταίος Εαυτός’, στόχος ήταν να μπορείς να επικοινωνήσεις με τα τραγούδια από την πρώτη ακρόαση. Φτιάχνοντας τις ‘Μέρες του Φωτός’ όμως, απαιτώ από εσένα περισσότερες ακροάσεις για να καταλάβεις τι γίνεται”.

Αφού πούμε στη Φραντζέσκα για τη λίγη, αλλά φανταστική παρέα που κάναμε πριν δυο χρόνια ως μέλη μιας πολύ ευρύτερης παρέας (στην οποία αφού υπήρχε Θέμης, υπήρχε και Νατάσα), ασελγώ σε κάτι φρουτοζελεδάκια που έχει στο τραπεζάκι του σαλονιού και με ένα νεύμα του ζητάω να συνεχίσει ό,τι έλεγε.

Θαυμαστής του λόγου του Οδυσσέα Ιωάννου και της φωνής της Γιώτας Νέγκα, παραδέχεται ότι ο δίσκος έχει τραγούδια που δεν θα έγραφε με τον στίχο του Ευαγγελάτου ούτε θα έδινε στη Νατάσα να ερμηνεύσει. “Νομίζω ότι ο λόγος του Οδυσσέα ταιριάζει με τη φωνή της Γιώτας. Ο δίσκος μιλάει για αδιέξοδα. Προσωπικά, κοινωνικά, υπαρξιακά. Μου αρέσει που στο λόγο του Οδυσσέα εμπεριέχεται ο έρωτας, η πολιτική και η κοινωνία σε ισόποσες δόσεις”. Για τη Γιώτα Νέγκα θα πει: “Έχει βαθιά ριζωμένη τη γη στον τρόπο της, βλέπεις τις ρίζες κάτω. Βρίσκω γη με τη Γιώτα, βρίσκω μια απλότητα και μια καθαρότητα, βρίσκω τις λέξεις να σκάνε αμέσως στον εγκέφαλό μου. Λέει η Γιώτα μια λέξη και είναι εκεί στιβαρή, περιχαρακωμένη, υπαρκτή. ‘Εγώ έχω το δίκιο μου και εσύ τον κόσμο όλο’. Να το, το ‘πα, πάρ’ τα”.

Το αγαπημένο του από τον Τελευταίο Εαυτό είναι το ‘Σε Σένα Τρέχω’, στο οποίο κάνει δεύτερες η Δήμητρα Γαλάνη.

Το ντέμο που παράπεσε(;) και δεν έφτασε ποτέ στα χέρια της Γαλάνη

Στις 14 Νοεμβρίου 2003, η Δήμητρα Γαλάνη έκλεινε τα 51 και ανήμερα των γενεθλίων της, ο φοιτητής Δημοσιογραφίας στο Πάντειο Θέμης, βρισκόταν σε κάποιο τραπέζι του Σταυρού του Νότου και ζήλευε φριχτά βλέποντάς τη να καλωσορίζει με μια τεράστια αγκαλιά τον Ζακ Στεφάνου επί σκηνής. “Είχα ζηλέψει αφόρητα, είχα μισήσει τον Ζακ Στεφάνου με την αγάπη που του ‘χε δείξει η Δήμητρα. Λέω, κοίτα να δεις, θα ήθελα να το πάθω κι εγώ αυτό, τι ωραίο συναίσθημα να παίζει το τραγούδι σου και να σε αγκαλιάζουν όλοι. Μια βδομάδα μετά, έστειλα το ντέμο μου στη Δήμητρα Γαλάνη. Δεν μου απάντησε ποτέ, ήμουν σίγουρος ότι κάπου θα παράπεσε”, γελάει.

“Μετά τα παράτησα”, δεν γελάει πια.

Ο 22χρονος τότε Θέμης έγραφε όλη μέρα στίχους και μουσική και τραγουδούσε τα τραγούδια του. Ήταν όλη μέρα μπροστά από τον υπολογιστή και έγραφε, ενορχήστρωνε, πειραματιζόταν. Είχε ένα όνειρο, αλλά όχι τόσο στοχευμένο. Η απάντηση που δεν ήρθε από τη Γαλάνη του έκοψε τα φτερά. Θα γινόταν δημοσιογράφος. (Μάλλον).

 

Η Μικρή Άρκτος είναι η δισκογραφική του Παρασκευά Καρασούλη που στις αρχές του τρέχοντος αιώνα είχε σαν όραμα να φτιάξει ξανά το έντεχνο τραγούδι συστήνοντας νέους δημιουργούς, στιχουργούς και τραγουδιστές. Στη 18άδα που επιλέχτηκε από τη Δεύτερη Ακρόαση, συνωστίζονταν ο Θέμης Καραμουρατίδης, ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος και η Νατάσα Μποφίλιου. Οι δύο τελευταίοι παρέα με τον Κώστα Τσίρκα είχαν πάει ως ολοκληρωμένη τριάδα.

“Κολλήσαμε αμέσως με τον Γεράσιμο και τη Νατάσα. Από πολύ νωρίς, γίναμε δημιουργικό ντουέτο με τον Γεράσιμο χωρίς να έχουμε βγάλει ακόμα κάτι. Ψάχναμε ποια θα είναι η φωνή σε όλα αυτά που γράφαμε. Προσανατολιζόμασταν σε άλλες φωνές (σε πιο διάσημους, ξέρεις), αλλά η μοίρα το ‘φερε να κάνει ο Τσίρκας ένα βήμα πίσω και να μη θέλει να ασχοληθεί άλλο με το σπορ, οπότε μιας και ήμασταν κολλητοί με τη Νατάσα, λέμε ‘και δεν το προσπαθούμε;’ Το προσπαθήσαμε και βγάλαμε το Εν Λευκώ και τη Συννεφιά. Νομίζω μας πήγε καλά για αρχή”.

Ο Θέμης για τη Νατάσα Μποφίλιου που κάποτε ρωτήσαμε τι δουλειά έχει στο Rockwave

”Έχει αυτό που μπορεί να σου ξεριζώσει την ψυχή. Ως ακροατής, το λέω πολύ ειλικρινά, νιώθω πολύ άτυχος μερικές φορές που δεν μπορεί να είμαι από κάτω στις συναυλίες. Εννοώ ότι αν ήμουν από κάτω, θα πήγαινα σε κάθε της συναυλία, όπου παίζει, ό,τι κάνει. Όταν είσαι στο πλάι της σκηνής και ακούς από τα ακουστικά και τη βλέπεις και ξέρεις ότι τώρα πονάει η κοιλιά της ή τσακωθήκατε πριν ή μάλωσε με κάποιον ή έχει αγωνία ή δεν ακούει καλά, δεν μπορείς να καταλάβεις αυτό που γίνεται. Όποτε βρίσκομαι από κάτω και τη βλέπω να τραγουδάει, δεν το πιστεύω. Δεν μπορώ ρε παιδί μου να το πιστέψω. Γιατί δεν είναι τίποτα απ’ όλα και είναι όλα αυτά μαζί.

Είναι καθηλωτική, δεν έχεις περιθώριο, δεν σου συγχωρείται. Ένας που την έχει δει live και έφυγε χωρίς να μαγευτεί, πιστεύω ότι είναι κακεντρεχής. Αν αφεθείς σε αυτό που σου δίνει, είναι αδύνατο να μη μαγευτείς”.

Απ’ τον Ξαρχάκο στο MTV και απ’ την Χαρούλα Αλεξίου στον Μάρκο Φράγκο

Ο Θέμης μεγάλωσε στο Πλατύ Ημαθίας και ήταν πολύ εντάξει με τον αργό ρυθμό της επαρχίας. Όποτε ήθελε πιο γρήγορη ζωή ταξίδευε μισή ώρα μέχρι τη Θεσσαλονίκη, αλλά όταν μετακόμισε στην Αθήνα κατάλαβε ότι η Θεσσαλονίκη ήταν εξίσου αργή με το Πλατύ. Το πρώτο του ορχηστρικό κομμάτι το έγραψε στα 12. Γκρινιάζει -λίγο- που δεν είχε τη δυνατότητα να πάει σε μουσικό σχολείο. “Έκανα ιδιαίτερα πρώτα στο αρμόνιο και μετά στο πιάνο με δασκάλα μια Ελβετίδα φίλη μας, την κυρία Λίζα. Μετά γράφτηκα στο ωδείο του χωριού, μετά πάλι ιδιαίτερα. Αυτές οι συνεχείς αλλαγές με έκαναν να βαρεθώ”.

Το πόσο ονειρευόταν να φτιάχνει τους δικούς του δίσκους είχε πάρει πολύ πρακτικές διαστάσεις. Μέχρι τα 16, είχε γράψει εκατοντάδες κομμάτια που συνέθεταν δίσκους, τους οποίους είχε χωρισμένους ανά είδος σε ένα τεφτεράκι. “Είχα κατηγοριοποιήσει στο τεφτέρι τα τραγούδια που είχα γράψει. Έλεγα, αυτός είναι ο λαϊκός δίσκος, αυτός ο ηλεκτρονικός, αυτός ο ποπ, ο πειραματικός, ο εναλλακτικός, ο ροκ. Είχα χωρίσει όργανα, είχα γράψει με ποιον φανταζόμουν να κάνω τον κάθε δίσκο. Το θυμήθηκα όλο αυτό μετά από πολλά χρόνια σαν ολόκληρο κομμάτι της ζωής μου. Οι στίχοι τους υπάρχουν ακόμα σε ντοσιέ”.

Η ευκολία με την οποία φτιάχνει έντεχνους δίσκους και μετά λαϊκούς και ενδιάμεσα γράφει μουσική για το θέατρο και το σινεμά (σ.σ. έγραψε τη μουσική για το Ουζερί Τσιτσάνης) έχει κι αυτή τις ρίζες της στο Πλατύ. Τα ακούσματά του στην εφηβεία έπιαναν από τον Καζαντζίδη του πατέρα του (“δεν μου άρεσε καθόλου η φωνή του και δεν καταλάβαινα τι θέλουν να πουν τα τραγούδια του, σε αντίθεση με τον Στράτο Διονυσίου που με τρέλαινε και σαν φωνή και σαν τραγούδια”) μέχρι την Αλεξίου και την Τσανακλίδου της μητέρας του.

 

Όταν ο Θέμης ήρθε στην Αθήνα, δεν μπορούσε να πιστέψει πόσο γρήγορα χάνεται ο χρόνος. Τον έβλεπε να συνθλίβεται ανάμεσα σε τραμ, τρόλεϊ, ηλεκτρικό και υποχρεώσεις και προσπαθούσε να προσαρμοστεί.

Το θαύμα του Εν Λευκώ

Το 2004, ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος έδωσε τους στίχους του Εν Λευκώ στον Θέμη και εκείνος το μελοποίησε δύο χρόνια μετά. “Στην αρχή είπα ‘πωπω, πού να τα πιάσεις όλα αυτά’, αλλά δεν το φοβήθηκα. Όταν το διάβασα, θες από άγνοια, θες από τσαπατσουλιά, δεν αισθάνθηκα ότι είναι στίχος που έχει τέτοιο βάρος. Πιο πολύ με απασχολούσε πώς θα αποδώσω όλο αυτό που συμβαίνει εκεί μέσα σε μια μουσική έκρηξη που να βράζει σιγά σιγά και να ανατινάσσεται στο τέλος. Όταν το έγραψα, μου άρεσε, αλλά πάλι δεν καταλάβαινα τι γίνεται με αυτό το κομμάτι. Δεν ήθελα να το βάλω καν στο ντέμο που θα πήγαινα στον Παρασκευά, με τα τραγούδια που είχαμε ετοιμάσει με τον Γεράσιμο. Όταν ο Παρασκευάς έβαλε να το ακούσει στο γραφείο του, έκλαιγε με λυγμούς. Μετά από τόσα χρόνια τριβής, εμπειρίας και φθοράς στη σχέση μας, κόμπλαρα που τον είδα να κλαίει έτσι. Και ξαφνικά άρχισε να απλώνεται η φήμη του Εν Λευκώ. Το βάζαμε σε φίλους, το έβαζε ο Παρασκευάς στο γραφείο. Και υπήρχαν πάντα αυτές οι αντιδράσεις. Όταν παρακυκλοφόρησε το τραγούδι, ο Παρασκευάς εξοργίστηκε φοβούμενος μη μας το ‘φάνε’ κι έτσι το έπαιξε η Στέλλα Βλαχογιάννη (με εμένα στη φωνή) στο Ιατρείο Ασμάτων για να κατοχυρωθεί ότι αυτό το τραγούδι παίχτηκε εκεί και τότε, άρα μας ανήκει”.

Αυτό που απέμενε ήταν να βρεθεί η φωνή που θα ερμηνεύσει τόσο το Εν Λευκώ όσο και όλο τον υπόλοιπο δίσκο. Μετά από προσπάθειες με διάσημους και μη διάσημους ερμηνευτές που δεν ευόδωσαν, έπεσε στο τραπέζι το όνομα της Νατάσας. Ο Θέμης και ο Γεράσιμος δεν ήταν πολύ σίγουροι ότι το κομμάτι θα πάει εκεί που του πρέπει, αν το υπογράφουν τρεις άσημοι καλλιτέχνες. Παρ’ όλ’ αυτά, όταν το είπε η Νατάσα στο στούντιο, τα πάντα πήραν το δρόμο τους. Ξαφνικά, δεν υπήρχαν αναστολές ή θέματα ή φοβίες. “Ήμασταν σίγουροι. Μετά το Εν Λευκώ ήταν μονόδρομος. Η Νατάσα είχε πει το καλύτερο μας τραγούδι, ήταν η καλύτερη μου φίλη και καταπληκτική τραγουδίστρια, άρα δεν υπήρχε λόγος να μην συνεχίσουμε”.

Του μεταφέρω έναν συνήθη προβληματισμό σχετικά με τη μουσική και τη δισκογραφία, με την ελπίδα να καταλάβω αν ο προβληματισμός ενός ακροατή ισχύει ακέραιος και στην αντίπερα όχθη, την όχθη του δημιουργού. Του λέω για το συχνό φαινόμενο που θέλει ένα μνημειώδες κομμάτι του συνολικού έργου ενός δημιουργού να απαντάται πολύ νωρίς στην πορεία του, δημιουργώντας το άγχος του ‘πήχη’, του πώς θα καταφέρω να το ξεπεράσω. Σαν ακροατής, του παραθέτω το παράδειγμα των Arcade Fire, της αγαπημένης μου μπάντας τελικά, που σαν τους δύο πρώτους δίσκους τους δεν έχει. (Παρεμπιπτόντως, συμφωνεί).

Τι γίνεται όταν λες “καλημέρα, τι μου κάνετε, πάρτε ένα Εν Λευκώ απ’ την αρχή, για να μη μας ξεχάσετε ποτέ”;

“Πάλεψα για να μην μπω σ’ αυτή τη διαδικασία. Το να προσπαθήσεις να φτιάξεις ένα δεύτερο Εν Λευκώ θα ήταν αυτοκτονία. Αν δεν ηρεμήσεις και δεν το αντιμετωπίσεις ως στιγμή που μπορεί να ξανάρθει σε δέκα ή είκοσι χρόνια, δεν θα μπορέσεις να λειτουργήσεις. Μπλοκάρεις και πας στο μηδέν. Από την άλλη πρέπει να σέβεσαι το μέγεθος αυτού. Μου τη σπάνε αυτοί που λένε, δεν είμαι μόνο αυτό. Εντάξει, δεν είσαι μόνο αυτό, αλλά αυτό είναι το κάτι που θα αφήσεις”.

 

 

Φίρμες και κτηνώδεις φίρμες

Πριν τον χειμώνα του 2014, γνώριζα δύο τραγούδια της Νατάσας (το ένα το είχε γράψει ο Θέμης). Τον χειμώνα του 2014, είδα δύο φορές μέσα σε έξι μέρες τη Νατάσα και το Θέμη στον Σταυρό του Νότου. Τη δεύτερη φορά, σε ένα από τα τραπέζια κάτω από τη σκηνή, βρισκόταν και η Δήμητρα Γαλάνη. Τα παιδιά την κάλεσαν στη σκηνή και ο Θέμης έζησε αυτό που είδε τον Ζακ Στεφάνου να ζει πριν χρόνια. Τη ζεστή αγκαλιά της Γαλάνη. Πώς είναι να συμβαίνουν τα πιο τραβηγμένα σου όνειρα; Και πόσο το καβαλάς όταν τελικά έρχεται η δική σου στιγμή με την Γαλάνη, μια στιγμή που αν μη τι άλλο έχεις κερδίσει με το σπαθί σου και τα τραγούδια που έγραψες;

“Το μόνο που μπορείς να πάθεις άμα είσαι λίγο σοβαρός και έχεις μυαλό, είναι να πεθάνεις από χαρά και ευτυχία. Εγώ χαίρομαι σαν παιδάκι με αυτά, συγκινούμαι, ενθουσιάζομαι, αλλά δεν είναι κάτι όλο αυτό. Τραγούδια φτιάχνεις, δεν μπορείς να πάρεις τον εαυτό σου τόσο σοβαρά. Ποιο καλάμι να καβαλήσεις όταν ξέρεις ότι αν δεν δουλέψεις, αν αυτό δεν βγει σε εργατοώρες, δεν θα έχεις να φας;

Δεν είναι ότι ξύπνησα μια μέρα, έγραψα δέκα σουξέ, πήρα δέκα Γκράμι και 300 εκατομμύρια ευρώ και είμαι ο βασιλιάς του κόσμου σας. Ζω στην Αθήνα δίπλα στο σπίτι που ζούσα, με αντίστοιχο ενοίκιο, πληρώνω τη ΔΕΗ μου, έχω οικονομικά προβλήματα, έχω τους φίλους που είχα από τα 12, τους συμφοιτητές μου. Να την ψωνίσεις και να νομίζεις ότι είσαι κάποιος είναι κατά τη γνώμη μου ένδειξη μεγάλης χαζομάρας”.

 

Του κάνω μια ερώτηση που χαρακτηρίζει από κίτρινη μέχρι μουσταρδί, αλλά υπόσχομαι ότι δεν ήταν τίποτα από τα δύο. Από τα συμφραζόμενα προκύπτει μια άλλη ερώτηση. Υπάρχει κάτι που έχει γράψει και αποφεύγει να μιλήσει γι’ αυτό, εχμ, επειδή δεν του αρέσει; Ναι, υπάρχει. Το ρεφρέν της Πρωινής Μελαγχολίας ας πούμε. “Γιατί ήταν λίγο πρόχειρο. Έχω μεγάλη ανασφάλεια ακόμα, μπορείς να με κάνεις κουρέλι δηλαδή, δεν είμαι όσο ζεν θα ήθελα, αλλά δεν έχω πρόβλημα να παραδεχτώ ότι εδώ έκανα λάθος”.

Ο Θέμης για το πιο άγριο από τα άγρια όνειρά του:

“Να μπορέσω να κάνω κάποια στιγμή μια συναυλία με μια ορχήστρα στο μέγεθος που τη θέλω, με τους ανθρώπους που έχω στο κεφάλι μου και να ξαναδώσω σε κάποια τραγούδια τη στιγμή τους. Θεωρώ ότι υπάρχουν τραγούδια που δεν έκαναν τον κύκλο τους. Ας πούμε το ‘Κοίτα Εγώ’ έκανε δύο καριέρες. Η πρώτη, πολύ μεγάλη και επιτυχημένη, ήταν στο single ‘Τρία Μυστικά’. Η δεύτερη ήταν με τον Χαρούλη από εκείνο το live που του χάρισε κι άλλα χρόνια ζωής”.

Εξάλλου, αν έπρεπε να παρουσιάσει τους δίσκους που έφτιαξε με τη Νατάσα, αλλά με κάποιον άλλο στη φωνή, ο Θέμης θα διάλεγε κάποιον που θα πήγαινε το υλικό πολύ αλλού. Θα διάλεγε έναν άντρα στα 50 του. Κάποιον που θα τους έδινε τελείως άλλη ανάγνωση. Μπορεί να είχε πιο πολύ νόημα να πει ο Μάλαμας το ‘Εν Λευκώ’. Μια φωνή που δεν μπαίνει στο καλούπι της σύγκρισης με τη Νατάσα. Αυτό μου είπε ο Θέμης κι αυτό πράγματι φαντάζει με άγριο όνειρο.

“Μωρέ είχαμε άλλη προσδοκία από τον Άνθρωπο εμείς”

Προς το τέλος της κουβέντας, ή έστω όταν βαρεθήκαμε να το παίζουμε σοβαροί και επαγγελματίες, καθίσαμε λίγο πιο αναπαυτικά στον λευκό καναπέ και συζητήσαμε για τη νύχτα, για τα social media, για τον άνθρωπο, για τη μουσική. Συνδέσαμε το κινητό μου ένα φανταστικό ασύρματο ηχειάκι που είχε παρατημένο πιο δίπλα και μπήκαμε στη βασική μου λίστα, τη Λίστα με τους Εξωγήινους Οπαδούς, στο Spotify. Ενώ έπαιζε το ‘Dear Miami’ της Roisin Murphy, του λέω, “ακούμε το ίδιο κομμάτι τώρα, αλλά αποκλείεται να ακούμε τα ίδια πράγματα σ’ αυτό”. Γέλασε. Ε τι; Ψέματα; Τον ρώτησα τι ακούει στο κομμάτι και άρχισε να αραδιάζει κάτι περίεργες λέξεις, κάτι τεχνικά ακαταλαβίστικα. Συγκράτησα μόνο αυτό το “ό,τι ακούς είναι ψεύτικο, φτιαγμένο στο κομπιούτερ”.

Η κουβέντα έγινε γρήγορα συγκεκριμένη. Μουσική (και πρόσβαση σ’ αυτήν) σήμερα εναντίον μουσικής (και πρόσβασης σ’ αυτήν) όταν μεγαλώναμε. “Παλιά έμπαινες στο δισκάδικο και είχες να διαλέξεις ανάμεσα σε τριάντα δίσκους. Αγόραζες έναν δίσκο, γυρνούσες σπίτι, τον έλιωνες, τον άκουγες ολόκληρο σαράντα φορές. Σήμερα μπαίνεις στο Spotify, λες, ωπ, έβγαλαν δίσκο οι Floyd, ακούς μισό λεπτό από κάθε κομμάτι και μετά μπαίνεις στο Facebook και ποστάρεις ‘Σκατά, μία από τα ίδια οι Floyd, γεράσανε”.

Η άποψη του Θέμη, ενός τύπου που μπορεί να αποφασίσει ανά πάσα στιγμή ότι θέλει να σε κάνει να γελάσεις και να το καταφέρει, έχει πολύ ενδιαφέρον. Σχολιάζουμε τη χολή και το τέρας που καθρεφτίζεται μέσα από τα ποσταρίσματα στα προφίλ μας, το πόσο εύκολα θα κράξουμε, το πόσο κακοί γινόμαστε. “Πού εκτονώναμε το πόσο μαλάκες είμαστε στη ρίζα μας την εποχή πριν τα Facebook;”, τον ρωτάω χωρίς να περιμένω τη δουλεμένη απάντηση που πήρα.

 

Είχαμε πράγματι άλλη προσδοκία από τον Άνθρωπο. Απορούμε λίγο με το πώς θα είναι τα πράγματα δέκα χρόνια από σήμερα (γιατί δέκα χρόνια πριν, το ίντερνετ δεν ήταν καθόλου αυτό που είναι τώρα), η κουβέντα χτυπάει από τοίχο σε τοίχο και επιστρέφει και ο Θέμης μού ανακοινώνει ότι αφού έκλεισε το κουτάκι του ‘Τελευταίου Εαυτού’, άνοιξε αυτό του επόμενου δίσκου με τη Νατάσα, πάντα σε στίχους Γεράσιμου Ευαγγελάτου. Ο δίσκος θα βγει την άνοιξη, ενώ από τις 5 Μαρτίου, θα παρουσιάζεται (προφανώς μαζί με πολλά άλλα σουξέ) στον Βοτανικό.

Του δίνω πάσα για αυτήν την επιστροφή στη νύχτα. Και σκοράρει. “Η δική μας η νύχτα είναι απογευματάκι. Δεν είναι η νύχτα που ακούμε γύρω μας. Αν μπλέξεις τη νύχτα σε αυτό που κάνουμε εμείς, θα πάψει να είναι αυτό που είναι. Το ότι οι εμφανίσεις είναι βραδινές δεν έχει να κάνει σε τίποτα με άλλα πράγματα που έχουμε συνδυάσει με την κακή νύχτα”.

Για το τέλος, παραφράζω τη γνωστή ‘Θανάσης Λάλας’ ερώτηση και του θέτω το δίλημμα ‘ταλέντο ή δουλειά’. Και αυτό είναι το τελευταίο που συζητάμε. “Πιστεύω στο ταλέντο. Ταλέντο είναι το να γράψεις, ταλέντο είναι να διαχειριστείς αυτά που έχεις, να καταλαβαίνεις ποια είναι η στιγμή να κάνεις τι. Πιστεύω σε όλα αυτά τα ταλέντα. Φυσικά θέλει και πάρα πολλή δουλειά. Ψυχανάλυση με τον εαυτό σου, να ξεχωρίζεις για ποιον κάνεις τι και σε ποια στιγμή χάνεις αυτό που θες να είσαι. Όταν είσαι αυτό που είσαι, πάντα το καταλαβαίνουν οι άλλοι. Ακούγεται πολύ τετριμμένο και μπανάλ, αλλά αυτή είναι η μεγάλη αλήθεια”.

 

Ο δίσκος της Γιώτας Νέγκα, ‘Τελευταίος Εαυτός’, σε μουσική Θέμη Καραμουρατίδη και στίχους Οδυσσέα Ιωάννου κυκλοφορεί από τη Feelgood Records.