LONGREADS

«Ήμουν μπροστά όταν ο Κορκονέας σκότωσε τον Γρηγορόπουλο»

10 χρόνια μετά, ένας αυτόπτης μάρτυρας θυμάται.

Ο Παναγιώτης Βελισσάρης ήταν εκεί όταν o ειδικός φρουρός Επαμεινώνδας Κορκονέας δολοφόνησε τον 15χρονο μαθητή, Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο. Τον είδε να σηκώνει το πιστόλι, να πυροβολεί, να βρίζει, να ξαναπυροβολεί και να φεύγει σαν να μη συνέβη τίποτα. Είδε τον Αλέξανδρο πεσμένο στο έδαφος, τα πρόσωπα των φίλων του να παγώνουν, το ασθενοφόρο να φτάνει λίγα λεπτά μετά και τους διασώστες να μην μπορούν να κάνουν τίποτα. Ήταν μπροστά, φέροντας μέχρι και σήμερα την ιστορική ευθύνη να διατηρεί ζωντανές τη μνήμη και την αλήθεια.

Ήθελε πολύ να μιλήσει για εκείνο το βράδυ, για τις μέρες που ακολούθησαν, για τα επεισόδια, για όσα κατέθεσε στο δικαστήριο, αλλά ήθελε πολύ να μιλήσει και για το σήμερα. Πώς βλέπει δέκα χρόνια μετά αυτό το περιστατικό που συντάραξε μία κοιμισμένη κοινωνία, για το πώς τον διαμόρφωσε με το πέρασμα του χρόνου.

Σήμερα εργάζεται ως δημοσιογράφος -καθόλου τυχαία επιλογή όπως θα εξηγήσει κι ο ίδιος-, είναι ο αρχισυντάκτης του Newpost.gr, και πριν από εφτά απογεύματα προτίμησε να μας ανοίξει την πόρτα του σπιτιού του και να μιλήσουμε, παρά να απολαύσει το ρεπό του.

Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου–Watkinson

 

Πόσο χρονών ήσουν το 2008; Σπούδαζες;

Ήμουν 21. Τελείωνα τη σχολή μου -ήμουν στην Κοινωνιολογία στη Πάντειο- και βρισκόμουν σε μια μεταβατική φάση όπου ψαχνόμουν τι θα έκανα αργότερα.

Γιατί ήσουν στα Εξάρχεια εκείνο το βράδυ;

Άνηκα σε μια πολιτική οργάνωση και ήμουν εκεί αρκετά πιο νωρίς απ’ το περιστατικό, γιατί είχαμε μία διαδικασία. Όταν τελειώσαμε, κάποιοι από μας πήγαμε στο ‘Καφετί’ στη Ζωοδόχου Πηγής για να πιούμε ένα ποτό και να δούμε τι θα κάνουμε μετά το βράδυ, δεν είχαμε κάποιο συγκεκριμένο πλάνο. Το μαγαζί ήταν 25-30 μέτρα από εκεί που έγινε το περιστατικό. Ζωοδόχου Πηγής και Τζαβέλα. Είχαμε κάτσει μέσα. Λίγο πριν χωρίσουμε, λοιπόν, θα ήταν γύρω στις 20.30, 20.40 κάπου εκεί αν θυμάμαι καλά, είχα κάτσει μαζί με άλλα δύο παιδιά από την παρέα και συζητούσαμε έξω απ’ το μαγαζί. Καθώς μιλούσαμε, λοιπόν, πέρασε ένα περιπολικό με πολύ χαμηλή ταχύτητα. Συνοδηγός ήταν ο Κορκονέας, οδηγός ο Σαραλιώτης και μάλιστα πέρναγε με τόσο χαμηλή ταχύτητα που μπόρεσα και είδα το πρόσωπό του, είδα τους γκρίζους κροτάφους του. Ήταν εντυπωσιακό να περνάει από εκεί περιπολικό το Σάββατο βράδυ.

Γιατί;

Γιατί γνωρίζαμε ότι τόσο χαμηλά στα Εξάρχεια δεν πατάει η αστυνομία εκτός κι αν είναι ΜΑΤ. Αυτό είναι κοινό μυστικό βασικά για όσους ξέρουν την περιοχή, ότι ένστολοι δεν υπάρχουν αυτήν ώρα, μόνο ασφαλίτες με πολιτικά ή ΜΑΤ, όπως για παράδειγμα υπάρχει λίγο πιο πάνω αυτή η διμοιρία των ΜΑΤ στη Χαριλάου Τρικούπη. Εν πάση περιπτώσει μας έκανε εντύπωση, αλλά μετά δεν δώσαμε βάση. Συνεχίσαμε να συζητάμε, και κανά 5λεπτο δεκάλεπτο αργότερα αποχαιρετιστήκαμε. Άρχισα να περπατάω προς την Πανεπιστημίου για να πάρω το μετρό να γυρίσω στο σπίτι μου. Καθώς απομακρυνόμουν έβγαλα το κινητό, έτσι αφηρημένος και έγραφα ένα μήνυμα, δεν θυμάμαι που το έστελνα και τότε άκουσα φωνές μέσα από τη Μεσολογγίου. Σηκώνω πάνω το κεφάλι μου και βλέπω τον αστυνομικό να κρατάει το όπλο του και να περπατάει, το είχε στο χέρι του έξω απ’ τη θήκη και έβριζε.

Θυμάσαι τι έλεγε;

Δεν θυμάμαι ακριβώς τι είπε στην αρχή, αλλά με το που ρίχνει την πρώτη σφαίρα, λέει “ελάτε ρε μουνιά σας αρέσει τώρα”; “Το παίζετε μάγκες τώρα”;

 

Πυροβόλησε ευθεία;

Πυροβόλησε παράλληλα με το έδαφος. Όταν ο Κορκονέας άρχισε να πυροβολεί, ήμουν πολύ κοντά του, 6-7 μέτρα απόσταση, στο ύψος του πάρκου που υπάρχει σήμερα, τότε ήτανε πάρκινγκ. Κράτησα τη ψυχραιμία μου και γι’ αυτό και θυμάμαι τόσο καλά το περιστατικό δέκα χρόνια μετά.

Η παρέα του Αλέξανδρου τι έκανε;

Έτσι όπως ήμουν δεν είχα την οπτική επαφή στα δεξιά μου, δεν είχα οπτική επαφή μέσα στη Μεσολογγίου, έβλεπα μόνο τον αστυνομικό. Έβλεπα δηλαδή τον Κορκονέα, δεν έβλεπα τα παιδιά. Αυτό είχε ως επακόλουθο να μην ήξερα τι συμβαίνει και αν υπάρχει κόσμος εκεί που πυροβολούσε ή αν υπάρχουν κάποιοι κρυμμένοι εκεί που τον βρίζουν κτλ. Έβλεπα μόνο τον Κορκονέα να πυροβολεί. Εκείνη την ώρα ήταν δίπλα μου κι ένας ακόμα τύπος, δεν θυμάμαι ποιος, αλλά είχαμε πιάσει κουβέντα και συζητούσαμε ότι ο αστυνομικός πυροβολεί παράλληλα με το έδαφος, δηλαδή ή θα έχει άσφαιρα ή πλαστικές σφαίρες. “Δεν μπορεί να ναι τόσο μαλάκας”, τη θυμάμαι αυτή τη φράση, λέγαμε μεταξύ μας “δεν μπορεί να είναι τόσο μαλάκας ο άνθρωπος αυτός να πυροβολεί παράλληλα με το έδαφος με κανονικές σφαίρες. Θα σκοτώσει άνθρωπο.”

Στην πρώτη του κατάθεση, ο δράστης υποστήριξε ότι πυροβόλησε τρεις φορές, δύο στον αέρα και μία στο έδαφος.

Δεν υπήρξε ποτέ σφαίρα στον αέρα. Ούτε φορά του χεριού προς τα πάνω ή προς τα κάτω. Έβλεπα εκεί που έπρεπε να βλέπω και με τον τρόπο που έπρεπε να το δω. Άσε που μπορεί να ψιλοέβρεχε εκείνο το βράδυ, αλλά είχε 15-16 βαθμούς θερμοκρασία, ήταν μαλακή νύχτα, κυκλοφορούσε κόσμος, γιατί ήταν και νωρίς. Επομένως θεωρώ ότι τον είδαν σίγουρα κι άλλοι.

Δεν φοβήθηκες; Δεν προσπάθησες να κρυφτείς;

Κοίτα, δεν είχαμε την οπτική μέσα στη Μεσολογγίου, οπότε δεν είχαμε καταλάβει τι ακριβώς συνέβαινε. Επίσης δεν πιστεύαμε ότι αυτός ο τύπος έριχνε κανονικές σφαίρες.

 

Ο Σαραλιώτης τι έκανε;

Είχα εστιάσει αναγκαστικά μόνο πάνω στον Κορκονέα. Τον Σαραλιώτη εγώ δεν τον είδα, γιατί τότε, όπως σου είπα, ήταν πάρκινγκ εκείνο το παρκάκι της Ζωοδόχου Πηγής και επομένως είχε πινακίδες και δεν φαινόταν προς τα πάνω εκείνο το κομμάτι του δρόμου. Έβλεπα δηλαδή επί της ουσίας μόνο τη Ζωοδόχου προς τα κάτω, όλο ευθεία, εκεί που στεκότανε δηλαδή και ο Κορκονέας. Πυροβολάει, βρίζει, ξανά πυροβολάει μία ή δύο -αυτό δεν μπορώ να το θυμηθώ και το χα πει και στο δικαστήριο- και φεύγει προς τα πάνω. Και μια λεπτομέρεια που θέλω να σου πω είναι ότι κοίταξε και προς το μέρος μας. Τότε ήταν που αποτύπωσα και τα χαρακτηριστικά του απόλυτα. Γιατί τότε είδα πέρα απ’ τους γκρίζους κροτάφους, είδα έναν μεγαλόσωμο τύπο, 1,90, και μου έκανε φοβερή εντύπωση που, ενώ φαινόταν ότι ήταν εκτός εαυτού όσο έβριζε, όταν μας κοίταξε είχε ένα βλέμμα πολύ περίεργο, διαπεραστικό θα έλεγα, αλλά συνέχισε δεν τον ένοιαξε. Γύρισε πλάτη και έφυγε προς τα πάνω. Υποθέτω ότι πήγε προς τη διμοιρία στην Τρικούπη και αυτό άκουσα βασικά και απ’ τα ρεπορτάζ της εποχής.

Τη στιγμή που πυροβολούσε κι έβριζε, ακουγόταν κάτι απ’ την άλλη μεριά; Τον έβριζαν, του πετούσαν αντικείμενα;

Για να πάμε και λίγο στο πριν, στο πως κίνησε την προσοχή μου όλο αυτό, άκουσα φωνές και άκουσα να σπάνε κάποια μπουκάλια, δηλαδή ήταν αυτό που είχε πει και αργότερα ο Ρωμανός στην επιστολή του, ότι τους πετάξανε μπουκάλια. Εγώ είδα μπουκάλια και τασάκια, πέτρες δεν είδα ή δεν θυμάμαι να είδα, αλλά τασάκια απ’ αυτά τα τσίγκινα, όχι τα βαριά τα γυάλινα. Δεν είδα τίποτα πάντως που να δικαιολογεί χρήση βίας τέτοιας έκτασης. Σε καμία περίπτωση. Το πιο κοντινό θραύσμα γυαλιού και ήταν στο 1,5-2 μέτρα από τον Κορκονέα, δεν έφτασαν ποτέ τα αντικείμενα σ’ αυτόν.

Φεύγει ο Κορκονέας, τι βλέπεις αμέσως μετά; Ένα παιδί να βρίσκεται κάτω νεκρό;

Κοίτα, πυροβολάει, φεύγει αυτός και ύστερα σιωπή, ηρεμία. Εγώ λέω ότι ντάξει εφόσον δεν ακούγονται φωνές και τα λοιπά, μάλλον τη γλίτωσε κάποιος που πιθανότατα να κρυβόταν, και γυρνάω πίσω στο ‘Καφετί’, γιατί υπέθεσα ότι “να βγάζει όπλο μπάτσος στα Εξάρχεια, θα γίνει κάτι”. Πες το ‘διαίσθηση’, πες το όπως θες, λέω από μέσα μου “θα γίνουν μπάχαλα”. Είχα την περιέργεια να μείνω να δω τι θα γίνει μετά.

Δεν ήταν δηλαδή κόσμος πάνω απ’ τον Γρηγορόπουλο να φωνάζει “βοήθεια” κτλ; Δεν τον είδες στο έδαφος;

Όχι εκείνη τη στιγμή, ούτε άκουσα κάποιον να φωνάζει.

Ξαναγύρισα στο ‘Καφετί’ πίσω, κάθομαι λίγο ακόμα πίνοντας ένα ποτό για να χωνέψω αυτό που είδα, γιατί εντάξει, δεν είναι και κάτι απλό, πρώτη φορά έβλεπα άνθρωπο με όπλο. Όπως καθόμουν λοιπόν έρχεται ένας τύπος και μας λέει “ρε παιδιά είδατε τι έγινε; Πυροβόλησαν ένα παιδί στη Μεσολογγίου”, και του λέω “κάτι είδαμε ξέρω γω, τι έγινε;”, μας λέει “δεν ξέρω ακριβώς”, και τότε φεύγω και πάω πάλι προς τη Μεσολογγίου. Εκεί βλέπω μια συμφοιτήτριά μου να φωνάζει “Παναγιώτη, έναν γιατρό”, έντρομη όμως, σε μια κατάσταση αλλοφροσύνης, σχεδόν απόγνωσης.

 

Σε πόση ώρα δηλαδή επέστρεψες στο σημείο;

Δεκάλεπτο με τέταρτο, όχι παραπάνω. Της λέω “τι έγινε”; “Πυροβόλησαν ένα παιδί και είναι κάτω”, μου απαντάει. Εκεί κατάλαβα. Και κατεβαίνω την Τζαβέλα να πάω προς τη Μεσολογγίου και βλέπω εκεί που είναι και το μνημείο σήμερα, να είναι το παιδί κάτω, και να προσπαθούν να το συνεφέρουν θαμώνες απ’ τα γύρω μαγαζιά, και γενικά κόσμος που βρισκόταν εκεί γύρω. Αυτό όμως δεν επανερχόταν. Μετά από μερικά λεπτά ήρθε και το ασθενοφόρο, το πήραν με το φορείο, πέρασε από μπροστά μου και είδα ότι το παιδί ήτανε ακούνητο. Είχανε κι ένα πανί στο ύψος της καρδιάς, για να ρουφήξει το αίμα υποθέτω. Κοίτα, δεν ξέρω από πρώτες βοήθειες αλλά είδα ένα πανί στο ύψος της καρδιάς του εν πάση περιπτώσει. Κι εκεί συνειδητοποιώ ότι κάτι έγινε. Εγώ χωρίς να ξέρω φυσικά από ιατρική κτλ, κατάλαβα ότι το παιδί αυτό, αν δεν ήταν ήδη νεκρό, σίγουρα χαροπάλευε. Και με το που φεύγει το ασθενοφόρο, γύρω στα 50 με 100 άτομα ξεκινάνε τα ‘Δεκεμβριανά’ που λέμε. Έτσι ξεκίνησε. Με το που έφυγε το ασθενοφόρο, πήγαν 50-100 άτομα στη διμοιρία εκεί στην Τρικούπη και έτσι ξεκίνησε το όλο περιστατικό. Σοκαρισμένος μετά, γυρνάω ξανά στο μαγαζί, φρικαρισμένος πλήρως, χαμένος, έκατσα λίγη ώρα ακόμη, μίλησα με έναν φίλο μου στο τηλέφωνο, οποίος ήξερε τι συνέβη και μου λέει “έλα στη προσυγκέντρωση”, γιατί ήδη είχαν αρχίσει τα καλέσματα για τις πορείες κτλ. Τα ΕΑΑΚ που άνηκα τότε, ήταν κάπου στην Σπύρου Τρικούπη νομίζω, αρκετά ψηλά εν πάση περιπτώσει στα Εξάρχεια. Πήγα εκεί πέρα και αυτό ίσως με βοήθησε λίγο να μην καταρρεύσω με όλο αυτό που είχα δει. Στη συνέχεια, εκείνη τη νύχτα καταλήξαμε στη Νομική.

Δεν πήγες καθόλου σπίτι;

Όχι. 8 με 9 το πρωί γύρισα σπίτι, δεν μπορούσα να γυρίσω νωρίτερα, θεώρησα πώς αν έμενα εκείνη τη στιγμή μόνος μου, πώς αν πήγαινα σπίτι θα είχα κατέρρεα ψυχολογικά και γι’ αυτόν τον λόγο θέλησα να μείνω στο κέντρο και να μην το σκέφτομαι. Δεν μπορούσε φυσικά να συμβεί αυτό -να μην το σκέφτομαι- αλλά όσο μπορούσα εν πάση περιπτώσει να είμαι στις πορείες, ανάμεσα σε κόσμο κτλ. Είδα όλα τα περιστατικά που έγιναν εκείνη τη νύχτα, πώς ξεκίνησε η πορεία, πώς κατέβηκε στη Σόλωνος, όταν έκοψε όλο ευθεία για το Πολυτεχνείο…

Πώς το έμαθες ότι τελικά το παιδί ήταν νεκρό;

Καιγόταν το σύμπαν βασικά. Και απλά, ντάξει, επιβεβαιώθηκε.

Στην κηδεία πήγες;

Όχι, δεν το άντεχα. Γύρισα σπίτι όπως σου είπα και ξαναβγήκα τη Δευτέρα για να πάρω συμβουλές από έναν δικηγόρο για την κατάθεση μου. Κατέθεσα μια φορά στον εισαγγελέα, στην προανακριτική διαδικασία, και μετά περίμενα να ξεκινήσει η δίκη. Για τον διπλανό μου στα επεισόδια, δεν θυμάμαι καν αν κατέθεσε.

 

Μετά απ’ αυτό, πότε ξαναπήγες στα Εξάρχεια;

Συνέχεια. Δεν σταμάτησα ποτέ.

Τον Κορκονεα τον είδες στο δικαστήριο;

Ναι.

Πώς σου φάνηκε;

Θυμάμαι ότι με ρώτησε ο πρόεδρος “αναγνωρίζετε τον κατηγορούμενο;” και όταν γύρισα και τον κοίταξα, τον είδα να κλαίει. Φαινόταν μετανιωμένος εκείνη τη στιγμή, έκλαιγε, όσο κατέθετα. Φαινόταν να είναι σε μια κατάσταση πολύ άσχημη ψυχολογικά.

Δεν ήταν τότε που έλεγε ότι αρνείται να ζητήσει συγγνώμη;

Αυτό το έλεγε αργότερα. Όσο ήταν η δίκη και ήμουν κι εγώ παρών, δεν τον είδα να το παίζει ιστορία. Δίπλα του ήταν και ο Σαραλιώτης, αλλά αυτός ήταν πιο ψύχραιμος. Ο άλλος δεν ήταν τόσο ψύχραιμος όσο θέλει να λέει.

 

Εσύ όταν τον κοίταξες, ένιωσες κάτι μέσα σου; Μίσος;

Όχι, μία απάθεια ένιωσα, ένα αίσθημα ότι τώρα ήρθε η ώρα να αποδοθούν τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Όταν με ρώτησε ο πρόεδρος αν τον αναγνωρίζω και είπα “ναι”, αισθάνθηκα μια ανακούφιση, ότι το είπα, ότι λειτούργησα με βάση τη συνείδησή μου… Και πώς να στο πω, ότι είπα την αλήθεια, όχι αυτό που ένιωθα, ούτε άφησα τη συναισθηματική μου φόρτιση να επηρεάσει την κατάθεσή μου, ούτε την περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Μόνο αυτό που είδα. Ένιωσα θυμάμαι, ότι έβγαλα κάτι από μέσα μου, ένα βάρος.

Ήταν και άλλοι μάρτυρες αυτήν τη μέρα;

Εκείνη τη μέρα κατέθετα μόνο εγώ. Δεν θυμάμαι και πολύ καλά, αλλά νομίζω ότι δεν έπρεπε να έχουμε επαφή μεταξύ μας οι μάρτυρες. Θυμάμαι ότι όταν κατέθετε ένας μάρτυρας, εγώ δεν μπορούσα να είμαι παρών στο δικαστήριο. Μας φώναζαν έναν έναν.

Θυμάσαι κάποια ερώτηση της υπεράσπισης που να σε ενόχλησε ιδιαίτερα, να σου έκανε εντύπωση; Αμφισβήτησαν την κατάθεσή σου;

Κοίτα, ήταν αρκετά επιθετικοί, αλλά δεν μπορώ να πω κάτι, οι άνθρωποι απλά κάνανε τη δουλειά τους. Αυτό που θέλανε να αποδείξουν ήταν ότι γινόταν χαμός εκείνο το βράδυ και ότι ο Κορκονέας πυροβόλησε γιατί φοβήθηκε για τη ζωή του. Αυτό όμως δεν ίσχυε. Αν γίνονταν τόσο χοντρά μπάχαλα, όσο έλεγε η υπεράσπιση, γιατί τότε δεν ήρθε η διμοιρία που υπήρχε δίπλα και ήρθε ο Κορκονέας χωρίς καμία διαταγή όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων;

Τελικά, γιατί πιστεύεις ότι πυροβόλησε εκείνο το βράδυ;

Επειδή προσπαθώ να βλέπω πάντα το καλό στους ανθρώπους, προσπαθούσα για χρόνια να κατανοήσω το κίνητρο αυτού του ανθρώπου. Δεν τα έχω καταφέρει όμως και έχω φέρει αμέτρητες φορές στο μυαλό μου αυτήν τη νύχτα. Πιστεύω ότι απλά θεωρούσε το όπλο ως προέκταση του εαυτού του, θεωρούσε το όπλο ως μέσο επιβολής. Να σου πω κάτι; Δεν μπορώ να σου πω ότι ο Κορκονέας ήθελε μετά βεβαιότητας να σκοτώσει. Αλλά ο τρόπος -γιατί προφανώς δεν μπορώ να είμαι στο μυαλό του Κορκονέα, κανείς δεν μπορεί να είναι- αλλά ο τρόπος που λειτούργησε εκείνη τη στιγμή, βγάζοντας ένα όπλο και πυροβολώντας παράλληλα με το έδαφος, δηλαδή αυτό που μπορώ να σου πω μετά βεβαιότητας, 100%, είναι ότι ήταν όλες οι βολές παράλληλες με το έδαφος. Δεν ξέρω τι σκεφτόταν.

 

Τώρα που το βλέπεις από απόσταση, ο ’30χρονος εσύ’ πιστεύεις ότι θα αντιδρούσε διαφορετικά τότε; Πιστεύεις ότι μπορούσες να κάνεις κάτι και δεν το έκανες;

Το μόνο που μετανιώνω πραγματικά και το έχω σκεφτεί είναι τι θα γινόταν αν του ορμούσα εγώ, εκ των υστέρων δηλαδή σκέφτομαι γιατί δεν του όρμησα, αλλά από την άλλη αν ξαναβρισκόμουν εκεί, ποιος μου λέει εμένα ότι δεν θα έκανε το ίδιο;

Ότι δεν θα σου έριχνε;

Ναι. Γιατί τότε έμεινα ψύχραιμος, καθώς δεν ήξερα ότι υπάρχει κόσμος στο σημείο που πυροβολούσε. Δεν είχα καν τον χρόνο να σκεφτώ. Όλο αυτό με τους πυροβολισμούς κράτησε πρακτικά λίγα λεπτά.

Και πώς την πάλεψες μετά;

Πώς την πάλεψα μετά; Δεν την πάλεψα.

Ζήτησες βοήθεια;

Όχι, δεν πήγα σε ψυχολόγο, αλλά πέρασα ένα τριήμερο τετραήμερο εφιάλτης, ήταν συνέχεια στο μυαλό μου αυτό το  πράγμα, και ξέρεις τι, ποιο ήταν το μεγάλο βάρος; Όχι μόνο το ότι ήταν νεκρό το παιδάκι αυτό που σκοτώθηκε άδικα, δολοφονήθηκε, ήταν και η συναίσθηση ότι έγινε κάτι ιστορικό. Όταν είδα τον Γρηγορόπουλο στο έδαφος, το πρώτο πράγμα που μου ήρθε στο μυαλό επειδή τυγχάνει κι έχω διαβάσει λίγη νεώτερη ιστορία, ήταν ο Καλτεζάς. Ήταν πανομοιότυπο όλο το περιστατικό. Και ο πυροβολισμός και το ότι ήταν ένα 15χρονο παιδί… Το ιστορικό βάρος και το βάρος το ότι εγώ ήμουνα μάρτυρας σε ένα γεγονός το οποίο δεν έμεινε στα στενά όρια των Εξαρχείων, αλλά έγινε παγκοσμίως γνωστό.

Ο Σαραλιώτης κυκλοφορεί ελεύθερος. Αν τον συναντούσες;

Δεν θα του έλεγα κάτι, δεν θα είχα πρόβλημα να τον δω έξω. Και να σου πω και το άλλο; Στο κάτω κάτω δεν μου φταίει ο Σαραλιώτης.

Πότε την έριξε την κρότου λάμψης;

Δεν είμαι σίγουρος 100%, αλλά νομίζω την έριξε πριν τους πυροβολισμούς και νομίζω ότι ένας απ’ τους λόγους που κοίταξα προς τα εκεί, ήταν και γιατί άκουσα αυτό το ‘μπουμ’, είναι πολύ χαρακτηριστικός ο ήχος της κρότου λάμψης. Μπορεί, λοιπόν, όντως να είχε ένα μερίδιο ευθύνης ή μπορεί απλώς να ήταν τη λάθος ώρα, στο λάθος μέρος και με τη λάθος υπηρεσία, με τον λάθος συνάδελφό δηλαδή. Και θεωρώ ότι όσο και να μην έχουμε ως λαός εμπιστοσύνη στους θεσμούς, θεωρώ ότι στην περίπτωση του Κορκονέα, ακριβώς επειδή ξεσηκώθηκε τόση κατακραυγή, η δικαιοσύνη αναγκάστηκε να κάνει στο μέτρο του δυνατού τη δουλειά της.

 

Όταν άκουγες τότε να λένε “τι γύρευε στα Εξάρχεια, μικρό παιδί” και όλη αυτήν την προπαγάνδα, τι σκεφτόσουν;

“Τι λόγος σου πέφτει;”, σκεφτόμουν. Δηλαδή πάνε στα Εξάρχεια μόνο οι συγκεκριμένες πολιτικές ομάδες; Εγώ γνωρίζω ότι στα Εξάρχεια πάει πολύς κόσμος και από διαφορετικούς πολιτικούς χώρους, και διαφόρων ηλικιών. Δηλαδή εγώ που για πρώτη φορά στη ζωή μου πήγα Εξάρχεια στα 16 μου με τον πατέρα μου, τι σημαίνει αυτό; Ότι ο πατέρας μου ήταν αναρχικός και ήθελε να με μάθει να σπάω και να καίω; Τα Εξάρχεια είναι μια από τις πιο ζωντανές περιοχές.

Γιατί πιστεύεις ότι ακολούθησε ένα τόσο μεγάλο κύμα νεανικής διαμαρτυρίας τις επόμενες μέρες της δολοφονίας;

Πριν 10 χρόνια, τα ίδια 15χρονα που βγαίνουν τώρα για εθνικιστικούς λόγους, έβγαιναν για κάτι που είχε πραγματικά νόημα, για να διεκδικήσουν μία καλύτερη ζωή, γιατί αυτή η γενιά που βγήκε στον δρόμο τότε, διαισθάνθηκε το τι θα ερχότανε. Γυρνώντας πίσω τον χρόνο και βλέποντας κι έχοντας ζήσει την καριέρα μου ως δημοσιογράφος μέσα στα μνημόνια και όλη αυτήν την καταστροφή που επακολούθησε από το 2010 έως το 2018, κατάλαβα ένα πράγμα: ότι το 2008, ενώ ήταν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα, θα το θυμάσαι κι εσύ, αρκετά βαριά, δεν ξέραμε όμως τι μας περιμένει, νιώθαμε ότι κάτι έρχεται, αλλά δεν μπορούσαμε να προσδιορίσουμε τι είναι αυτό, πάντως γνωρίζαμε όλοι βαθιά μέσα μας, ότι έρχονται χειρότερες μέρες. Ήταν το τέλος μιας εποχής εκείνη. Και ακριβώς επειδή ήταν το τέλος μιας εποχής, έχω παρατηρήσει κάτι: ότι πριν από κάθε μεγάλη οικονομική κρίση, διαβάζοντας λίγο ιστορία, γίνεται κάτι. Ένα κοινωνικό κίνημα ας πούμε. Δες πχ τον Μάη του ’68 και τη δεκαετία του ’70, όπου ακολούθησε μία περίοδος παρατεταμένης οικονομικής κρίσης.

Σκεπτόμενος δηλαδή μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, θεωρώ ότι η γενιά εκείνη που βγήκε τότε στον δρόμο και διεκδίκησε και φώναξε, έβγαλε τα προβλήματα που κρύβονταν κάτω απ’ το χαλάκι, ανέδειξε τα προβλήματα που είχε η ελληνική κοινωνία αυτά τα χρόνια, όπου λόγω της επίπλαστης ευημερίας, δεν τα έβλεπε ή έκανε πως δεν τα έβλεπε. Ανέδειξε προβλήματα, όπως αυτή την τάση που υπήρχε ήδη και που διογκώθηκε στη συνέχεια, την τάση να βγαίνει η νεολαία στην αγορά εργασίας εντελώς απροστάτευτη.

 

Σε νευριάζει να μιλούν για τον Δεκέμβρη του ’08 εστιάζοντας μόνο στα επεισόδια και όχι στο πραγματικό του νόημα;

Με εξοργίζει, όχι απλά με νευριάζει, επειδή αναδεικνύεται μόνο το συγκρουσιακό κομμάτι της εξέγερσης αυτής και όχι οι πολιτικές διεργασίες που έγιναν εκείνη την περίοδο, τα κινήματα που στήθηκαν, όλο αυτό το κομμάτι… Και γι’ αυτόν τον λόγο όσο περνούν τα χρόνια, θα δεις και στις επετείους του Δεκέμβρη να λιγοστεύει ο κόσμος, και να επικεντρώνουν και οι πορείες στο “πότε θα τελειώσουμε να πάμε Εξάρχεια να τα κάψουμε”.

Εσύ πας στις πορείες; Πήγες τότε;

Κοίτα, ένιωσα την ανάγκη, πήρα μέρος, αλλά προσπάθησα να αποτραβηχτώ γιατί θεώρησα ότι θα ήμουν πιο χρήσιμος ως μάρτυρας, ότι θα έπρεπε -κατά κάποιο τρόπο- να προστατέψω τον εαυτό μου, καθώς το έζησα από μέσα, να συγκροτήσω τη σκέψη μου, να δω τι μπορώ να κάνω. Πήγα το Σάββατο σε πορεία, πήγα τη Δευτέρα και η επόμενη πορεία που πήγα ήταν ένα χρόνο μετά, το 2009 και 2010.

 

Πόσο σε επηρέασε στη μετέπειτα πορεία σου το περιστατικό. Ας πούμε ιδεολογικά.

Είναι απ’ αυτά τα πράγματα που σε καθορίζουν, θέλοντας και μη, είναι ένα κομβικό σημείο για τη ζωή μου από όλες τις απόψεις.

Θεωρώ ότι με ωρίμασε πάρα πολύ αυτή η κατάσταση, ότι με έβαλε ενώπιον διλημμάτων, με έκανε να σκεφτώ σοβαρά και το πως λειτουργεί η πολιτική, η κοινωνία… Κάθε Δεκέμβρη βλέπω το πως διαστρεβλώνεται το νόημα, το πως πολιτικοί, δημοσιογράφοι -τύποις έγκυρο-ι προσπαθούν να ακυρώσουν όλο το περιστατικό.

Ιδεολογικά όμως δεν με επηρέασε, δεν με άλλαξε, είχα ήδη μια πολιτική τοποθέτηση στην αριστερά, δεν μου άλλαξε τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα, απλά πιστεύω ότι κάποιες απόψεις μου τις αποκρυστάλλωσε, πώς να στο πω, είδα αυτά που πίστευα μπροστά μου, είδα την κρατική βία, την ένιωσα, από πιο κοντά δεν γίνεται.

Επαγγελματικά;

Αυτό το γεγονός με έκανε δημοσιογράφο. Μπορεί να ήμουν ιστορικός τώρα, δεν ξέρω, κάτι άλλο. Είχε περάσει απ’ το μυαλό μου η δημοσιογραφία μέχρι τότε, αλλά πολύ αμυδρά και εξαιτίας της συνεργασίας που είχα τότε με μία δημοσιογράφο για να της κάνω το αρχείο, αλλά δεν το είχα ακόμα ως “ληγμένο” στο μυαλό μου ότι θα γίνω όντως. Κυρίως προσανατολιζόμουν στο να κάνω μεταπτυχιακό και να τρενάρω λίγο το επαγγελματικό μου μέλλον. Εκεί όμως είδα πόσο σημαντικό είναι να καταγράφεις ένα γεγονός μόνο με τον δικό σου τρόπο, να υπάρχει μόνο η δική σου μαρτυρία, η μοναδική σου ματιά για κάτι. Αν και δεν θέλω να το εξατομικεύω, γιατί ήταν μία δολοφονία που με ξεπερνάει και μένα και σένα και όλους, είναι πάνω από μας, και στην πολιτική του προέκταση και στην κοινωνική του και στην ιστορική του. Δεν έχει σημασία αν με επηρέασε.