LONGREADS

Η τελευταία φορά που πήγα στην κυριακάτικη λειτουργία

Μετά από 730 μέρες αποχής από τα χριστιανικά δρώμενα, επέστρεψα για την πιο μεγάλη δοκιμασία.

Μέχρι την άγουρη ηλικία των 15, πίστευα πως ο Θεός είναι ο Δημήτρης Διαμαντίδης. Μεγαλώνοντας, άρχισα να συνειδητοποιώ πως δεν υπάρχει άλλη θεϊκή παρέμβαση στις ζωές μας παρά μόνο ο Δημήτρης. Στο κεφάλι και στο δωμάτιο μου, αυτός ήταν το τιμώμενο πρόσωπο. Κατά τι παραπάνω μάλιστα να διάβαζα εφημερίδες και να έβλεπα αθλητικά δελτία ειδήσεων, ήμουν ικανός να προσεύχομαι στο όνομά του, καθισμένος οκλαδόν πάνω στη μάλλινη κουβέρτα μου.

Θυμάμαι με κάθε λεπτομέρεια το αδιάφορο ποδαρικό μου σε χριστιανική εκκλησία. Τα σχολεία ήταν ερμητικά κλειστά και εγώ παραθέριζα με τη γιαγιά και τον παππού στο χωριό. Έκανα όμως κατ΄εξακολούθηση ένα φριχτό λάθος, ξυπνούσα από τα άγρια χαράματα. Σε κάποιο από τα πολλά πρωινά ξυπνήματα, η γιαγιά άρπαξε την ευκαιρία μαζί με το χέρι μου και με οδήγησε σχεδόν σηκωτό στην εκκλησία. Δεν είχαμε προλάβει να κάνουμε δύο βήματα όταν ένα σμήνος από καλοσυνάτες γιαγιάδες επιτέθηκε αναίτια στα μάγουλα μου. Πανικοβλήθηκα τόσο που έφυγα με εισιτήριο δίχως επιστροφή για τον προαύλιο χώρο.

Δεν δοκίμασα να μπω ξανά στην εκκλησία. Έβαλε το χεράκι του και ο παππούς, συνοδεία του οποίου, το ίδιο απόγευμα συμπλήρωσα το παρθενικό μου Τζόκερ καθ’ οδόν προς το πρακτορείο. Αν μπορούσα να βάλω σε σωστή σειρά τις λέξεις και είχα τουλάχιστον ξεμπερδέψει με το νηπιαγωγείο, πάνω σε ένα ντεμαράζ απόγνωσης θα κραύγαζα κάτι του τύπου: “Τι σόι χριστιανός είμαι εγώ που φεύγω σε ηλικία 5 ετών με το πράσινο Toyota του παππού για να παίξουμε Τζόκερ και ΠΡΟΠΟ; Στο κάτω-κάτω της Αγίας Γραφής, ποιος έχασε την πίστη του για την βρω εγώ;”

Έχω κόψει κάθε είδους δεσμούς και διπλωματικές επαφές με την εκκλησία από την άνοιξη του 2016. Δεν είχα ούτε το φιλότιμο να παραστώ στην Ανάσταση τα τελευταία 2 χρόνια. Σε πείσμα του πρότερου αμαρτωλού βίου μου, δέχθηκα την πρόκληση να περάσω ένα γεμάτο κυριακάτικο πρωινό σε μία εκκλησία στο κέντρο της Αθήνας. Θα προσπαθήσω να μεταφέρω όσα είδα, άκουσα και έμαθα αυτές τις τρεις ώρες που μου φάνηκαν σαν αιώνας.

Η ώρα ήταν 8 το πρωί και δεν είχα πιει ούτε μια γουλιά καφέ. Μετρούσα ακριβώς 3 ώρες ύπνου και 20 γενναία βήματα από την είσοδο της εκκλησίας του Προφήτη Ηλία στο Παγκράτι. Κατέπνιξα με τα χίλια ζόρια το χασμουρητό μου που είχε προλάβει να γίνει κακός μπελάς και πέρασα το κατώφλι προτάσσοντας το δεξί μου πόδι. Είχα ανάγκη από μία προληπτική δικλείδα ασφαλείας και κάπως έτσι σκέφτηκα να αφήσω το αριστερό στην ησυχία του.

Όλα τα μάτια και τα βλέμματα είχαν στρίψει προς τον παπά, έναν νέο σχετικά άνδρα με πλούσια γενειάδα και αραιά μαλλιά. Τον άκουγαν με απερίσπαστη προσοχή, σχεδόν κρέμονταν από τα χείλη του και τα κηρύγματα του. Για καλή μου τύχη, κανείς δεν πρόσεξε την αργοπορημένη άφιξη μου. Αυτός ήταν και ο στόχος μου. Είτε να περάσω απαρατήρητος είτε να με απορροφήσει η θρησκευτική ομήγυρη.

Προσπέρασα ράθυμα τους δύο ξύλινους υπερυψωμένους κουμπαράδες που έφραζαν την πορεία μου. Δεν ήθελα να γίνω ένας ακόμη ανώνυμος σπόνσορας στην αγιογράφηση του Άγιου Πορφύριου ούτε να ενισχύσω το φιλόπτωχο ταμείο. Δεν είχα ξυπνήσει από τα χαράματα για να κάνω επίδειξη φιλανθρωπίας. Προς το παρόν, αυτή η γενναιόδωρη χειρονομία δεν έβρισκε θέση στη λίστα με τις χριστιανικές μου επιδιώξεις.

Ήμουν σκάρτα πέντε λεπτά μέσα στην εκκλησία. Και πανέτοιμος να χάσω τα λογικά μου. Οι κενές θέσεις ήταν πολλές. Κάθισα πίσω-πίσω για να εξασφαλίσω τη γενική εποπτεία του χώρου και των ανθρώπων του. Δεν χωρούσε περιθώριο λάθους. Σε κάποια κλασική εκκλησιαστική φιγούρα ή σε κάποιο συχνό εκκλησιαστικό μυστήριο ίσως να κρυβόταν η σχέση αποστροφής που έχτιζα υποδόρια τόσα χρόνια με ένα από τα πιο στοχοποιημένα σύμβολα της χριστιανικής πίστης. Έχω να χρησιμοποιήσω τη λέξη ‘εκκλησία’ τόσες μαζεμένες φορές στο ίδιο κείμενο τα τελευταία 20 χρόνια. Είμαι 20 χρονών. Λυπηρό;

Βούλιαζα στην καφετί καρέκλα και τα μπράτσα της δεν πρόβαλαν την παραμικρή αντίσταση. Είχα παραδοθεί άνευ όρων στο χουζούρεμα που είχα αναβάλει για τις ανάγκες της επίσκεψης μου στην Εκκλησία. Ώσπου το εσκεμμένο σκούντημα της διπλανής κυρίας, η οποία παραπονιόταν μεγαλόφωνα για το ρετάλιασμα της σημερινής νεολαίας, με επανέφερε στην τάξη και σε μια καλύτερη για τη μέση μου στάση σώματος. Μετά από αυτό το φαιδρό περιστατικό των λίγων δευτερολέπτων, κάθε άλλη μου πρωτοβουλία πέρα από το να δοθώ με όλο μου το είναι στη μυστική αποστολή μου, θα ήταν πισωγύρισμα. Και δεν είχα χρόνο για πέταμα.

Μέσα στη φούρια μου, πρόσεξα ότι στην απόληξη των μπροστινών θέσεων μονοπωλούσε τον χώρο ένα ετοιμόρροπο στασίδι με δύο κενά καθίσματα. Έπαψαν να είναι κενά όταν τα κατέλαβαν οι δύο ψάλτες. Ο πιο μικρός σε ηλικία, ζήτημα να είχε ξεμπερδέψει με την στρατιωτική του θητεία, ζούσε με την ψυχή του κάθε νότα που ξεπηδούσε από τις φωνητικές του χορδές. Ο πιο ψημένος, μία ανατριχιαστική διασταύρωση των ακόμη πιο ανατριχιαστικών προσώπων του Πάσαρη και του Σεχίδη, μάταια σκαρφάλωνε στην κλίμακα Σολ στην απέλπιδα προσπάθειά του να διαψεύσει την εικόνα που διατηρούσε το κοινό για την περσόνα του.

Αν εκτός από στόμα είχε και μιλιά, πρώτον θα έβρισκε τα ψυχικά αποθέματα να ξεφορτωθεί το ιερό βιβλίο-σκονάκι που εμπιστευόταν για να φρεσκάρει τη μνήμη του και δεύτερον, θα εκμυστηρευόταν μπροστά σε 200 ανθρώπους (μη νομίζετε πως τα μυστικά μας άμα τη αποκάλυψη τους δεν είναι θύματα της ίδιας μοίρας) πως θέλει πάση θυσία να αλλάξει εβδομαδιαίο χόμπι. Όσο κλείνει τα μάτια του μπροστά στην αλήθεια, άλλο τόσο είμαστε υποχρεωμένοι και εμείς να κλείνουμε τα αυτιά μας. Μία του και μία μας, χωρίς ελαφρυντικά και με θολό στον ορίζοντα το ενδεχόμενο εκεχειρίας.

Η παλίρροια των εικόνων όμως δεν ξεθύμανε εδώ. Το -σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μου- υποτονικό πρωινό πήρε απότομα τα πάνω του πλησιάζοντας προς το τέλος της λειτουργίας. Ο αυχένας μου είχε πιαστεί από τα αγωνιώδη δεξιά-αριστερά. Ακόμα και υπό την απειλή του κολάρου, δεν θα επέτρεπα στο παραμικρό πλάνο να ξεγλιστρήσει. Ψέματα. Δεν θα άφηνα κανένα από τα πλάνα που πρόδιδαν τους άγραφους νόμους της εκκλησίας να μου ξεφύγουν.

Φεύγοντας από την εκκλησία την Κυριακή το πρωί, ήθελα να έχω στα χέρια μου εκτός από την ζακέτα μου και τις απαντήσεις στα ερωτήματα που είχα σημειώσει στο μπλοκάκι μου, προτού τρυπώσω στο μεγαλοπρεπές στόμιο της. Και επιεικής να θέλω να φανώ με τον εαυτό μου, δεν μπορώ. Υπήρξα αφελής όσο κανείς άλλος στο παρελθόν. Κλισέ, αλλά ισχύει.

Γνώρισα ή τουλάχιστον προσπάθησα να έρθω κοντά με ανθρώπους που φωνάζει από μακριά πως δεν ταιριάζω. Εκείνοι έχουν βγάλει κάρτα διαρκείας για την Εκκλησία ενώ εμένα μου έχει απαγορευτεί η είσοδος. Κοιμούνται νωρίς το βράδυ όταν εγώ κοιμάμαι νωρίς το πρωί. Διαβάζουν με κάθε δυνατό και αδύνατο τρόπο τα Ευαγγέλια (κανονικά, ανάποδα, ανακατεμένα, συλλαβιστά, απ’ έξω και ανακατωτά), την ίδια στιγμή που εγώ τραγουδάω ακαπέλα και άρρυθμα τα πιο εμβληματικά κομμάτια του Tupac και του Big Pun.  

Στο μεταξύ τραύλιζα, κόμπιαζα, ζεσταινόμουν και τους έλεγα ψέματα. Όπως ότι έρχομαι κάθε Κυριακή στην εκκλησία και παρακολουθώ με δέος τη θρησκευτική τελετή. Τι να τους έλεγα, ότι εγώ και ο χριστιανισμός είμαστε σε διάσταση; Να μου λείπει. Μάλιστα, από τα λίγα μόλις λεπτά που είχαμε κουβεντιάσει, τους είχα συμπαθήσει. Η ανεπιτήδευτη ταπεινότητα και η πηγαία πίστη τους με κέρδισε. Ταυτόχρονα όμως, με έκανε να νιώθω χάλια. Τόσο δύσκολο ήταν να τους πω ότι δεν πιστεύω στον Θεό; Τόσο δύσκολο, όσο δεν φαντάζεστε.

Έπειτα από κάθε επαγγελματική αποτυχία, έπειτα από κάθε ερωτικό αδιέξοδο, έπειτα από κάθε προσωπική ήττα κάνεις τον απολογισμό σου. Σκέφτεσαι για ώρες ποιοι άνθρωποι σε βοήθησαν και ποιοι όχι, ποιοι σου στάθηκαν και ποιοι έγιναν καπνός. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και στην Εκκλησία, ειδικά αν δεν είσαι πρότυπο πιστού όπως εγώ. Πάνω που έκανα να φύγω, μία φυσιογνωμία, μία φιγούρα με εμπόδιζε.

Τα σενάρια φυγής επανέρχονταν ανά δέκα λεπτά. Πιάστηκα από μια άλλη φιγούρα, βιδώθηκα στο σπαστικά ουδέτερο κάθισμα μου, έκανα και εγώ δεν ξέρω πόσες φορές τον σταυρό μου και σηκώθηκα ενστικτωδώς όρθιος στα εκατοντάδες ‘Κύριε Ελέησον’ προκειμένου να μη σπάσω τη θαυμαστή μονοτονία του υπόλοιπου γκρουπ. Την εικοστή φορά που κοίταξα το ρολόι μου, το ακροατήριο παρουσίαζε σημάδια διάλυσης. Λογικό. Ο παπάς μόλις είχε σημάνει την κόρνα της λήξης. Εκείνος μάζευε τα μικρόφωνα και τα θυμιατά και εγώ έγραφα στο κινητό. Έκαστος στο είδος του, σωστά;

Είχα έναν πολύ καλό λόγο για να πέσω με τα μούτρα στο κινητό μου. Άνοιξα το word και δεν σταμάτησα να απαριθμώ τα credits που χρωστούσα.

– Στη χήρα μητέρα με τα έξι παιδιά που δουλεύει, πλένει, σφουγγαρίζει, μαγειρεύει, συγυρίζει, τακτοποιεί, ξυπνάει από τα χαράματα, στέλνει τα παιδιά της στο σχολείο και κάθε Κυριακή πρωί τα σηκώνει αξημέρωτα από το κρεβάτι για να κοινωνήσουν. Γιατί χωρίς την παρουσία της, θα είχα φύγει τα πρώτα 10 λεπτά.

– Στον συνταξιούχο στρατιωτικό που έχασε σε αυτοκινητικό δυστύχημα τη γυναίκα και τον γιο του. Έχασε τον έλεγχο και το αυτοκίνητο πέρασε στο αντίθετο ρεύμα. Εξομολογείται κάθε Κυριακή στην ίδια και απαράλλαχτη εκκλησία, στον προφήτη Ηλία. Γιατί χωρίς την από σπόντα γνώση της αποτρόπαιας ιστορίας του, θα είχα φύγει τα πρώτα 40 λεπτά.

– Στον Αιγύπτιο μετανάστη που στα μισά της λειτουργίας ξεφορτώθηκε τα indie πασούμια του, στηρίχθηκε με τα γόνατα στο πάτωμα και ψέλλισε κάτι σαν επιφωνήματα συγχώρεσης. Δεν θυμάμαι να έχω συναντήσει τόσο εκδηλωτικό άνθρωπο τα τελευταία 2 χρόνια, όσα δηλαδή έλειπα από τα ενδότερα της εκκλησίας. Γιατί χωρίς την ακομπλεξάριστη συμπεριφορά του, θα είχα φύγει την πρώτη ώρα.

– Στην άστεγη κυρία με τα ξεφτισμένα ρούχα που κρατούσε ένα μπουκέτο κόκκινα τριαντάφυλλα και φιλούσε όποια εικόνα τραβούσε την προσοχή της. Πήγα να της μιλήσω, πήγε να μου μιλήσει, πήγα να της χαμογελάσω, πήγε να μου χαμογελάσει αλλά η αμηχανία είναι σχεδόν πάντα πολύ σκληρή για να πεθάνει. Γιατί χωρίς τις τύψεις που δεν της είπα ούτε ένα γεια, θα είχα φύγει τις πρώτες δύο ώρες.   

Αν κανείς τους δεν βρισκόταν εκείνη τη μέρα στην εκκλησία, θα είχα επιστρέψει σπίτι μου τρεις ώρες νωρίτερα και θα συνέχιζα ατάραχος τον ύπνο μου, από το σημείο που τον είχα αφήσει το πρωί.

Περίμενα να φύγει ο πολύς κόσμος. Άρπαξα ένα μικρό κομμάτι άρτο από το πανέρι, χαιρέτησα τις δύο κυρίες που μοιράζονταν το βάρος του και αποχαιρέτησα νοητά για τελευταία μάλλον φορά τον εσωτερικό χώρο μιας εκκλησίας. Κατέβηκα με μια ανάσα τα σκαλάκια, χαιρέτησα δύο-τρεις γνωστές φάτσες και κατευθύνθηκα προς το διπλανό πάρκο, για την ακρίβεια προς το κοντινό ανοιχτό γηπεδάκι μπάσκετ που συνορεύει με το πάρκο.

Σκαρφάλωσα σε ένα υψωματάκι και έμεινα να χαζεύω από τα ανοίγματα του σκουριασμένου κιγκλιδώματος δύο πιτσιρικάδες να σουτάρουν τρίποντα και να μην χάνουν ούτε ένα. Εκείνη την πολύ γαλήνια στιγμή, έπαψε να με απασχολεί ιδιαίτερα αν πιστεύω ή όχι. Άνοιξα τη σιδερένια πόρτα του γηπέδου και την έκλεισα ξανά το μεσημέρι, μετά από 3 ‘μπει δε μπει’, 4 μονά και 5 παρτίδες ρολόι.

Το παιδικό μου δωμάτιο όλα αυτά τα χρόνια έκρυβε τη σωστή απάντηση. Διαμαντίδης και πάλι Διαμαντίδης.

Φωτογραφίες: 123RF