LONGREADS

Μέσα από τις ταινίες του Τσιώλη φτιάχτηκαν παρέες

Ο Μπάμπης Μπατμανίδης γράφει για το είδωλό του που εξελίχτηκε σε καλό του φίλο.

Δεν ξέρω πώς, αλλά με έναν μαγικό τρόπο η μικρή μας πορεία ως μπάντα είναι λιγάκι συνυφασμένη με τον Σταύρο Τσιώλη. Ήταν το 2012, όταν ο Νίκος Τριανταφυλλίδης μας κατέβασε για πρώτη φορά στην Αθήνα με αεροπλάνο. Για μας ήταν σα να ζούμε τον ροκ μύθο, για να παίξουμε στο καλτ φεστιβάλ την ημέρα του αφιερώματος στον Τσιώλη, μόνο και μόνο γιατί “κολλούσαμε εκεί”. Αγωνιούσαμε να τον γνωρίσουμε, αλλά δεν ήρθε ποτέ, δεν τα πολύ πήγαινε τα τιμητικά. Ήταν όμως εκεί η Κατερίνα, η αγαπημένη του κόρη.

Η επαφή μας είχε γίνει νωρίτερα, όπως σχεδόν η μέση επαφή στις ημέρες μας, δηλαδή στο Facebook. Του είχα στείλει ένα μήνυμα, μου απάντησε και του είχα πει ότι όνειρό μου ήταν να έπαιζε ένα τραγούδι μας σε κάποια μελλοντική του ταινία. Τελικά πήρε εμάς τους ίδιους να παίξουμε στην ίδια την ταινία, εμένα και τον Σταύρο Αποστολίδη (ειρήσθω εν παρόδω, σε κάποια φάση του pre production προοριζόταν και για πρωταγωνιστής, να ενσαρκώσει τον ρόλο που τελικά ερμήνευσε στην ταινία ο Ερρίκος Λίτσης) τον μπουζουξή μας. Τελικά μας έκοψε. Και δεν μας το έλεγε.

Λίγες μέρες πριν την πρεμιέρα της ταινίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, το μάθαμε. “Πώς θα το πω στα παιδιά” συζητούσε με την Κατερίνα και την Ράνια, την διευθύντρια παραγωγής του ‘Γυναίκες που περάσατε από δω’. Ο Τσιώλης πώς να το πει σε μας. Ήταν αυστηρός με την δουλειά του, δεν έκανε χατίρια, δεν του βγήκε η σκηνή μας και το απέδωσε στον εαυτό του (τα ‘χε με τον εαυτό του δηλαδή).

“Έπρεπε να γράψω την πρόβα που τα πήγατε περίφημα. Γελούσε το συνεργείο”. Για μας ήταν όλα πρωτόγνωρα αλλά και μαγικά. Βλέπαμε την ζωντανή ιστορία, το πώς γίνεται ο σινεμάς, ή μάλλον το πώς γινόταν. Κλακέτα κάμερα πάμε! Ασύλληπτη εμπειρία. Δεν έχει καμία σημασία που μας έκοψε (1.05 το έδινε το στοίχημα), ίσα-ίσα έχουμε έναν έξτρα μύθο να διηγούμαστε. Για την ιστορία, όλοι όσοι περάσανε από τα γυρίσματα παίξανε, μέχρι κι η κομμώτρια και ο φύλακας, εκτός από μας και την Κατερίνα. Η οποία ήταν κι αυτή που τα ‘άκουγε’ όλα.

Ώρες ώρες ο Σταύρος ο Τσιώλης  μου θύμιζε προπονητή μπάσκετ σαν αυτόν που ενσάρκωσε στο ‘Όλγα Ρόμπαρτς’ του Χρήστου Βακαλόπουλου. Με τα ‘γαλλικά’ του, τις παραινέσεις, τα ηθικά ντοπαρίσματα. “Πάμε μαναράκια μου γλυκά, πάμε Μακεδόνες μου ΓΜΤΧΣ, αφού το ξέρετε, δεν θέλω να δουλεύω με επαγγελματίες, με εσάς θέλω να δουλέψω”, μας έλεγε όταν τον κοιτούσαμε σαν χάνοι και δεν μπορούσαμε να ψελλίσουμε μια πρόταση.

Κι ένα από τα πιο σημαντικά πράγματα στον κινηματογράφο του Τσιώλη, ήταν το να δουλεύει με ερασιτέχνες. Είχε την μαγική ικανότητα (πόσες φορές θα μιλήσω για μαγεία σε αυτήν την εμπειρία) να μεταμορφώνει το ανεπιτήδευτο, να στρογγυλεύει την αγαρμποσύνη των κατά συνθήκη ηθοποιών κάθε φορά. Στο ‘Παρακαλώ Γυναίκες Μην Κλαίτε’, βρήκαν τον πρωταγωνιστή -μάς έλεγε- μία ημέρα πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα, σε ένα καφενείο στην Δημητσάνα. Τελικά ίσως η μεγαλύτερη τέχνη του Σταύρου Τσιώλη ήταν το κάστινγκ, το να επιλέγει ανθρώπους, γενικά. Εξού κι ο Μπακιρτζής, αναπόσπαστη φιγούρα της πιο πρόσφατης εποχής του.

Ο Σταύρος ο Τσιώλης μιλούσε σχεδόν όπως κινηματογραφούσε. Κάθε επαφή μαζί του, ήταν σα να βλέπεις μια ταινία να εξελίσσεται μπροστά σου. Και πάντα κάτι ετοίμαζε, πάντα κάτι έγραφε, πάντα κάτι μας ‘έταζε’. Ταξίδευε και μας ταξίδευε. “Θα κάνω μία ταινία με μία ορχήστρα που γυρνάει την Ελλάδα και παίζει στα πανηγύρια και θα είσαστε εσείς”. Σας έχω έναν πολύ καλό ρόλο στην Πόρτα, θα παίξετε δίπλα στην Πάολα”.

“Μπάμπη μου τώρα τελείωσα ‘Το Χιόνι’ αυτή θα είναι η καλύτερη μου ταινία έχω μια καταπληκτική  σκηνή στο τέλος θα βγάλω τους Locomondo, θα βάλω εσάς” μου είχε πει την τελευταία φορά που τον είδα πριν ενάμισι-δύο μήνες. Εγώ μέσα μου και καιρό αισθανόμουν ήδη σαν σταρ του σινεμά κι είναι σα να τα ‘χω παίξει όλα τα έργα, θα τα βάλω και στο βιογραφικό μου. Σχεδιάζαμε το καλοκαίρι, μόλις ‘αναλάβει λίγο’ να πάμε όλοι μαζί στο Costa Navarino να ζήσουμε ζωή που δεν την φανταζόμασταν.

Θα πω στον κύριο Χρήστο (Κωσταντακόπουλος, ο παραγωγός του ‘Γυναίκες που περάσατε από δω’) να μας φιλοξενήσει, είναι καλός άνθρωπος

Δεν έχει καμία σημασία που δεν πήγαμε, εμείς μέσα από τον Σταύρο Τσιώλη έτσι κι αλλιώς ζήσαμε την ζωή που δεν την φανταζόμασταν. Αγαπούσε πολύ τα νέα τα παιδιά, όλοι ήμασταν ‘μαναράκια γλυκά’ και όποιος του έστελνε μήνυμα τον συναντούσε συνήθως στα αγαπημένα του Εξάρχεια μέχρι τέλους. Ο καφές δεν ήτανε ποτέ καφές, συνεχιζόταν με μαραθώνιες συζητήσεις σε ταβερνάκια και μετά πάλι για καφέ ή έστω ένα γλυκάκι.

Απολάμβανε από την μία την ‘αναγνώριση’ του έργου του, αλλά από την άλλη ούτε κι ο ίδιος πίστευε το γιατί τόση ‘πώρωση’. Ήθελε να αποκηρύξει (τάχα) το ‘Ας Περιμένουν οι Γυναίκες’. “Μπάμπη μου θα έρθω στην παράστασή σας και θα αποκηρύξουμε την ταινία, θα είναι η τελευταία φορά που την προβάλουμε”, έλεγε για την μουσική απόδοσή της που είχαμε πραγματοποιήσει στην Αθήνα. Ήρθε και τις δύο ημέρες από το soundcheck, τον είδα σε κάποια φάση να κάθεται στην άκρη και βλέποντας την ταινία να ψιθυρίζει τις ατάκες. Εντάξει, την γλυτώσαμε.

Θυμάμαι τα πρόσωπα όλων στην προβολή, έλαμπαν όταν είδαν τον Τσιώλη. Αλλά και να μην ήταν αυτός, την σπίθα στα μάτια την έβλεπες σε κάθε προβολή της ταινίας, όπου κι αν παιζόταν. Όλοι γίνονται ένα. Αυτό είναι το μαγικό του Τσιώλη, πέρα από τα καθαρά καλλιτεχνικό. Το πώς κατάφερε να ενώσει κόσμο με αφορμή τις ταινίες του και την κατανόησή τους, να δημιουργήσει παρέες. Έχουμε φτιάξει φίλους μέσα από το ‘Ας Περιμένουν’. Δεν ξέρω αν υπάρχει κάποια άλλη ταινία ή κινηματογραφιστής που έχει φτάσει την τέχνη του σε τόσο υπερβατικό σημείο.

Ο Σταύρος Τσιώλης δεν ήταν μόνο κινηματογράφος. Αγαπούσε πολύ την μουσική και δη την λαϊκή. Αυτό που ίσως υποτιμητικά από κάποιους θεωρείται ‘σκυλάδικο’ και ‘πανηγυρτζίδικο’ ήταν διάχυτο στις ταινίες του. Ήταν το soundtrack τους, ήταν η αφήγηση. Μας έμαθε μουσική. Μας έμαθε να κοιτάμε τα πράγματα ακομπλεξάριστα. Έγραφε κι ο ίδιος στίχους. Μαζί με την Κατερίνα που μελοποίησε αρκετούς, κυρίως για τις ανάγκες των ταινιών του.

Όλο λέγαμε να ηχογραφήσουμε τα τραγούδια του ‘Φτάσαμε‘, το ‘Φταίω’ της Ηλιάδη, το ‘Φοβάμαι’ που ακούγεται στο ‘Χαμένο Θησαυρό του Χουρσίτ Πασά’. Από τα πολλά που λέγαμε. Στο τέλος των γυρισμάτων του ‘Γυναίκες που περάσατε από δω’, κάναμε ένα μικρό παρτάκι για να παίξουμε και λίγο μουσική και τελικά μας γονάτισε όλους, φύγανε άπαντες, εμείς καθίσαμε μέχρι τις 5 το πρωί γιατί θα μας πήγαινε σπίτι.

Παίζαμε, συζητούσαμε για μουσική. Το αγαπημένο του ήταν ‘Ο Τζακ ο Χάρα’ του Ζαμπέτα, μας διηγούνταν τις ιστορίες πίσω από τα τραγούδια. Ο ίδιος μία ιστορία μόνος του, ένα πολιτιστικό κεφάλαιο που ίσως δεν αξιοποιήθηκε παραπάνω, θα μπορούσα να πω και ότι δεν αναγνωρίστηκε όπως θα έπρεπε, αλλά νομίζω η αγάπη που του μετέδωσε τα τελευταία χρόνια ο κόσμος ήταν η μεγαλύτερη των αναγνωρίσεων. Θυμάμαι τα λόγια του Τζούμα στα γυρίσματα, να μας λέει ότι “αυτό που ζείτε είναι ανεκτίμητο, ένα μάθημα κινηματογραφικής ιστορίας”. Και όχι μόνο, θα συμπλήρωνα.

Θα μας λείψει ο Σταύρος ο Τσιώλης. Θα μας λείψει η δύναμή του, η όρεξή του, κάθε επαφή μαζί του ήταν έμπνευσή για μας τους ‘υποτίθεται’ νέους. Δεν θα ξεχάσω ότι είχε έρθει να μας δει πριν 2 καλοκαίρια στο αντιρατσιστικό στην Αθήνα, στον μεγάλο τον καύσωνα  που το θερμόμετρο βαρούσε 45αρια. Την στιγμή που εμείς μπορεί ούτε και τους εαυτούς μας να μην πηγαίναμε να βλέπαμε. Αν σε εκτιμούσε στο έδειχνε και στο μετέδιδε, αγαπούσε την παρέα. Θα μας λείψει το χαμόγελό του, οι καφέδες, τα κρασάκια που πίναμε, οι συμβουλές, τα μαλώματα, η αγάπη του για την ζωή, όχι γενικόλογα, αλλά η αγάπη για την ζωή των άλλων. Δεν θα μας λείψει όμως εντελώς, θα έχουμε τις εικόνες του, τις ατάκες του να μας ταξιδεύουν, να μας ηρεμούν και να μας απλοποιούν τα πράγματα όπως οι ήρωες στις ταινίες του. Δεν φεύγει από κοντά μας όσο κι αν πονάει η καρδιά μας.