ΙΣΤΟΡΙΑ

Ο Γοργοπόταμος μέσα απ’ τη βιογραφία του Άρη Βελουχιώτη

Σαν σήμερα πριν από 76 χρόνια γραφόταν το μεγαλύτερο έπος της Εθνικής Αντίστασης.

“-Μπορεί να έχουμε θυσίες, και θυσίες μεγάλες… Η ανατίναξη όμως είναι για το συμφέρον και του συμμαχικού αγώνα και του ελληνικού. Κι αν ακόμα είναι να ζήσουνε μετά μόνο πέντε άντρες, η επιχείρηση πρέπει να γίνει. Τι λέτε;

-Θα την κάνουμε.

-Όποιος θέλει, επιμένει ο Άρης, μπορεί να βγει από τη γραμμή άφοβα. Τον αποδεσμεύω από τον όρκο του.

Κανένας δεν κουνήθηκε. (…) Τελειώνοντας, φώναξε:

-Συναγωνιστές!

Έγινε ησυχία.

-Θέλω το πρωί, που θ’ ανηφορίζουμε ξανά αυτήν την πλαγιά, να ‘χουμε όλοι το κεφάλι ψηλά. Μου δίνετε τον λόγο σας;

Μια κραυγή από δεκάδες στόματα του απάντησε.

Και λίγο αργότερα οι αντάρτες φιλιούνται και αποχαιρετιούνται πριν ακολουθήσουν στο σκοτάδι τους ντόπιους οδηγούς τους.”

Μ’ αυτόν τον τρόπο περιγράφει ο Διονύσης Χαριτόπουλος στο κλασικό του πια βιβλίο ‘Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων’, τις στιγμές που προηγήθηκαν της επιχείρησης στον Γοργοπόταμο, μια μέρα σαν σήμερα το 1942. Της επιχείρησης όπου σύμφωνα με τον Γερμανό ιστορικό Μπόρκεναου υπήρξε “η σημαντικότερη αντάρτικη επιχείρηση σε ολόκληρη την Ευρώπη και σε ολόκληρο τον κόσμο”.

Ήδη από τις αρχές Οκτώβρη του 1942, τα βρετανικά αεροπλάνα είχαν ρίξει σαμποτέρ στην περιοχή της Γκιώνας και στην περιοχή του Καρπενησίου, ύστερα από απόφαση του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής. Άμεσος στόχος τους να εκτελέσουν την αποστολή “HARLING”, να ανατινάξουν, δηλαδή, μία από τις τρεις γέφυρες της Παπαδιάς, του Ασωπού ή του Γοργοπόταμου.

Οι επικεφαλής των Αγγλων σαμποτέρ, Μάγιερς και Γουντχάουζ, ήρθαν αρχικά σε επαφή με τον Ναπολέοντα Ζέρβα και τον νεοσύστατο τότε ΕΔΕΣ, που ακόμα αριθμούσε πολύ μικρή δύναμη και στη συνέχεια με τον Άρη Βελουχιώτη και τον πολυπληθέστερο ΕΛ.ΑΣ, όταν είδαν ότι μόνος του ο ΕΔΕΣ δεν υπήρχε περίπτωση να τα καταφέρει.

 

Ο Έντι Μέγιερς

Η ιστορική συνάντηση του Ζέρβα με τον Βελουχιώτη στη Βίνιανη στις 14 Νοεμβρίου θα επισφράγιζε και την συνεργασία των δύο αντάρτικων σωμάτων, τα οποία λίγο αργότερα όμως θα συγκρούονταν, σε αυτό που είναι σήμερα γνωστό ως “πρώτη φάση του Εμφυλίου”.

Να πώς περιγράφει ο Διονύσης Χαριτόπουλος αυτήν τη συνάντηση στο βιβλίο του.

“-Επειδή οι δικές μου δυνάμεις δεν επαρκούν, είπε ο Ζέρβας, ζητάω και τη δική σου βοήθεια. Και σε παρακαλώ…

Ο Άρης τον έκοψε…

(…)

-Συναγωνιστή στρατηγέ, δεν είναι ανάγκη να με παρακαλάς ούτε να κουράζεσαι να μου εξηγείς. Είμαι έτοιμος να πάρω μέρος στην επιχείρηση διαθέτοντας όσες δυνάμεις χρειάζονται. (…) Γι’ αυτό βγήκαμε στα βουνά, να πολεμήσουμε, κι όχι να γυρνάμε στα χωριά να τρώμε τραχανά.”

Ο Ζέρβας ενθουσιάστηκε και τον άρπαξε εκδηλωτικότατα με τα δυο του χέρια συγχαίροντάς τον.”

Ο ιστορικός χορός του Ζέρβα, του Βελουχιώτη, του Περικλή και του Γούντχαουζ στο Γαρδίκι, λίγες μέρες πριν την επιχείρηση.

Η γέφυρα που επιλέχθηκε ήταν αυτή του Γοργοπόταμου. Στην επιχείρηση πήραν μέρος 150 αντάρτες του ΕΛΑΣ, 50 αντάρτες του ΕΔΕΣ και 12 Άγγλοι σαμποτέρ. Το σχέδιο ανατίναξης ήταν του Μάγιερς, το τελικό σχέδιο όμως της επίθεσης για την κατάληψη της γέφυρας, έτσι ώστε να είναι δυνατή η ανατίναξή της, εκπονήθηκε από τον Άρη, λίγες ώρες πριν χτυπήσουν οι αντάρτες. Αυτές οι ώρες ήταν και πολύ κρίσιμες για το ηθικό των ανταρτών.

Το παρακάτω παράδειγμα θα σε βοηθήσει να καταλάβεις τι εννοώ. Σύμφωνα με όσα γράφει ο συγγραφέας, κατά το σούρουπο ένας αντάρτης του Ζέρβα, ο Θύμιος Μπάφας, του ζήτησε να μην πετάξει το κόκκαλο του πρόχειρο φαγητού του στη φωτιά, αλλά να του το δώσει να το “διαβάσει” γιατί ήταν πλάτη.

“-Στρατηγέ μου, ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, η πλάτη δεν είναι καλή.

-Τι λες βρε παιδί μου Θύμιο! Και βγαίνουν αληθινά αυτά;

-Δεν λαθεύει ο Θύμιος στρατηγέ μου. Θα το δεις. Μνήματα, πολλά μνήματα δείχνει η πλάτη, λέει ο Μπάφας παραλύοντας όσους τον ακούνε.

Κάτι κλαριά σπάσανε πίσω τους και ακούστηκε ειρωνική η φωνή του Άρη:

-Μην ακούς συναγωνιστή στρατηγέ τον Θύμιο. Έπεσε η νύχτα και δεν διάβασε καλά. Ιταλικά είναι τα μνήματα, ιταλικά, κορόιδεψε.

Τα λυτρωτικά γέλια των ανταρτών διαλύουν τη φορτισμένη ατμόσφαιρα.

-Έλα αδερφέ μου Άρη… Έλα και μας έκοψε τη χολή ο Θύμιος, ανάσανε ο στρατηγός…”

Όμως και οι Βρετανοί είχαν μοιραστεί πολύ νωρίτερα τις ανησυχίες τους με τον Άρη.

“Όταν οι Βρετανοί αξιωματικοί συζητάνε με τον αρχηγό του ΕΛΑΣ τις ανησυχίες τους, εκείνος τους προσγειώνει στην πραγματικότητα. Γράφει ο Γούντχαουζ: “Ο ρεαλισμός του Άρη ήταν εξαιρετικά πολύτιμος.(…)Όταν ο Μάγερς και εγώ τον ενημερώσαμε, του εξηγήσαμε πως, αν αποτυχαίναμε στην πρώτη απόπειρα, οι διαταγές μας ήταν να προσπαθήσουμε πάλι την επόμενη νύχτα γιατί ο εχθρός ποτέ δεν θα περίμενε αντάρτες να είναι τόσο ορμητικοί και έτσι θα είχαμε το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού. Η σκέψη ήταν χαρακτηριστικά τυπική του Κεμπλ, αλλά δεν εντυπωσίασε τον Άρη. Άξεστα απάντησε πως, αν η πρώτη επίθεση αποτύχαινε, δεν θα υπήρχαν πια αντάρτες: θα σκόρπιζαν στους τέσσερις ανέμους.”

Η επιχείρηση αρχίζει.

“Πρώτος ξεκινάει ο Διαμαντής με την ομάδα του· έχει να διανύσει τη μεγαλύτερη απόσταση για να είναι στις 11 στη θέση του, ένα χιλιόμετρο μπροστά από το νότιο βάθρο της γέφυρας. Οι άλλες ομάδες τον ακολουθούν για λίγο και μία μία αποκόπτονται, κατευθυνόμενες προς τις δικές τους θέσεις. Στον Σταθμό Διοίκησης όλων τα μάτια είναι καρφωμένα στα ρολόγια. Ελάχιστα λεπτά, πέντε ή έξι, μετά τις 11 αντιβουίζει ο τόπος από τα πρώτα πυρά των ανταρτών και τα απαντητικά των Ιταλών.

Μετά από ένα τέταρτο περίπου, από το νότιο βάθρο, που επιτίθεται ο Κωστούλας, εκτινάσσεται η φωτοβολίδα-σινιάλο ότι το δυσκολότερο επετεύχθη. (…)

Στο βόρειο βάθρο η αντάρτικη επίθεση εκδηλώθηκε με ένα δυο λεπτά καθυστέρηση· η αποτυχία αιφνιδιασμού είναι σημαντικότατο στοιχείο υπέρ των αμυνομένων. Η ανταλλαγή πυρών διαρκεί πάνω από 30 λεπτά και, όταν σιγά σιγά αραιώνουν και σταματάνε, καμιά φωτοβολίδα δεν αναγγέλλει την κατάληψη του φυλακίου. Στον Σταθμό Διοίκησης φτάνει ασθμαίνων ο διοικητής του τμήματος ανθυπολοχαγός Παπαχρήστου να αναφέρει στον στρατηγό την αποτυχία. Η προσωπική του γενναιότητα, όσο και του ανθυπολοχαγού Πετροπουλάκη, είναι πέρα από κάθε αμφισβήτηση όμως οι επιστρατευθέντες από τον ΕΔΕΣ χωρικοί τρόμαξαν με τα πρώτα ιταλικά πυρά και οπισθοχώρησαν εκτός του παπα-Σπύρου Ζαφείρη, που, ταμπουρωμένος στη θέση του, συνεχίζει να μάχεται.

Ο Άρης αναλαμβάνει πρωτοβουλία.

“- Νικηφόρε, Θάνο, Περικλή, Πελοπίδα!, φωνάζει. Πάρτε την εφεδρεία και σε είκοσι λεπτά να έχετε τελειώσει με το γεφύρι, αλλιώς μη γυρίσετε. Όποιος κάνει πίσω, εκτέλεση επιτόπου. Φύγετε!”

Εδώ θα πρέπει να εξάρουμε και τη διορατικότητα του Βελουχιώτη, καθώς σύμφωνα με τον συγγραφέα λίγο νωρίτερα στην αρχή του σχεδίου, ο καπετάνιος είχε βάλει τον θρυλικό Νικηφόρο στις εφεδρείες και όχι ανάμεσα στους πρώτους που θα ορμούσαν. Δες πώς το περιγράφει στο βιβλίο του.

“Μόνο ο Νικηφόρος έδειξε δυσαρεστημένος και μετά παραπονέθηκε ιδιαιτέρως στον αρχηγό: Δεν υπήρχε τίποτα καλύτερο να μου αναθέσεις;

Ο Άρης ξαφνιάστηκε.

-Κρίμα που είσαι και αξιωματικός. Δεν το ξέρεις πως οι μάχες κερδίζονται με τις εφεδρείες;

-Να το πιστέψω;

Όπως θες… είπε εκείνος πονηρά. Εκτός κι αν έχει τόση εμπιστοσύνη στο τμήμα του στρατηγού.”

Δημήτρης Δημητρίου ή Καπετάν Νικηφόρος, καπετάνιος του 2ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ

Πλέον είναι θέμα χρόνου η ανατίναξη της γέφυρας.

“Με την ελασίτικη εφεδρεία ξαναρίχνονται στη μάχη οι δύο εδεσίτες ανθυπολοχαγοί Παπαχρήστου και Πετροπουλάκης και μερικοί από τους οπισθοχωρήσαντες εδεσίτες μαζί τους και ο Πυρομάγλου. Το βόρειο βάθρο σε λίγο θα πέσει στα χέρια τους και αμέσως μετά ο Νικηφόρος θα στρέψει το τμήμα του εναντίον των ιταλικών ενισχύσεων που έρχονται με τρένο από το Λιανοκλάδι. Ο Άρης στον Σταθμό Διοίκησης, βέβαιος για την κατάληψη και του νότιου βάθρου, λέει στα συνεργεία των σαμποτέρ να κατέβουν στη χαράδρα:

– Μη δίνετε σημασία στις ντουφεκιές, τραβάτε τον κατήφορο και κάντε τη δουλειά σας. Μην περιμένετε τη φωτοβολίδα.

Δεν χρειάζεται να τους το ξαναπεί.

“Αψηφώντας και αυτήν ακόμη την έκβαση της μάχης που εξελίσσεται στο σημείο αυτό, κολλάνε τις μαγνητικές χελώνες στη βάση της γέφυρας ατάραχοι και ανεπηρέαστοι, δείχνοντας -πρέπει να το πούμε- πραγματικό ηρωισμό, με πρώτο και καλύτερο από όλους τον Έντι”, διηγείται ο Κωστούλας για τους Βρετανούς κομάντο.

Οι δύο εκρήξεις που γκρέμισαν τη γέφυρα του Γοργοπόταμου ακούστηκαν πολύ μακριά. Τις άκουσε όλη η Λαμία και ο ειδοποιημένος Γιαταγάνας, που ξενύχταγε με τα μάτια καρφωμένα στο ρολόι του. Τις άκουσαν στο Κάιρο. Και ο ραδιοφωνικός σταθμός του Λονδίνου εκθείαζε τους Βρετανούς σαμποτέρ και τις “δυνάμεις Ελλήνων ανταρτών υπό τον στρατηγόν Ζέρβα”.

Τις άκουσαν οι κατακτητές στην Αθήνα και, ενημερωμένοι από τις ειδήσεις του BBC, επικήρυξαν “αντί 100 εκατομμυρίων δραχμών τον αρχιλήσταρχο πρώην στρατηγό του διαλυθέντος Ελληνικού Στρατού Ναπολέοντα Ζέρβα.”

Για τον ασυγκράτητο Καραλίβανο, που μπήκε στο αγριεμένο ποτάμι βαλλόμενος κατευθείαν από ένα ιταλικό πολυβόλο, δεν ακούστηκε τίποτα. Ούτε για τον χειροδύναμο Νικηταρά, που δεν περίμενε τις βρετανικές ψαλίδες, αλλά όρθιος, χρησιμοποιώντας σαν μοχλό το τουφέκι του, κόντεψε να ξεπατώσει τα συρματοπλέγματα των Ιταλών για να εισχωρήσουν. Ούτε για τον Κεραυνό, που όρμησε μέσα στο ιταλικό φυλάκιο και του έσπασαν με μια κοντακιά τα δόντια, αλλά δεν άφησε κανέναν ζωντανό, ακούστηκε τίποτα. Ούτε για τον Θεοχάρη και τον Φυσέκη, που περάσανε τρέχοντας σαν ακροβάτες πάνω στις βρεγμένες ράγες της γέφυρας με το βάραθρο να χαίνει από κάτω και τους Ιταλούς να γαζώνουν τρελαμένοι τους δαίμονες που χύνονταν άτρωτοι καταπάνω τους.

Όπως παραδέχτηκε αργότερα ο Γούντχαουζ, “το BBC είχε εντολές, και από την ελληνική κυβέρνηση, να αναφέρει μονάχα τον Ζέρβα”.

(…)

Θύματα ανάμεσα στους αντάρτες δεν υπάρχουν, ενώ οι ιταλικές απώλειες είναι, σύμφωνα με το ανακοινωθέν τους, εφτά νεκροί και πέντε βαριά τραυματισμένοι.” (…) Οι Ιταλοί θα εκτελέσουν ως αντίποινα για το σαμποτάζ περισσότερους από 20 Έλληνες. Μια ομάδα μπροστά στο κατεστραμμένο βάθρο της γέφυρας και τους υπόλοιπους στο Καστέλι της Γραβιάς”.

“Ο Γοργοπόταμος χωρίς τον Ζέρβα δεν θα γινότανε και χωρίς τον Άρη δεν θα πετύχαινε”, θα γράψει πολλά χρόνια αργότερα ο Γουντχάουζ.

Στις 27 Νοεμβρίου, ο Άρης, ο Ζέρβας και ο Μάγερς θα συναντηθούν στο Μαυρολιθάρι για να αποχαιρετηθούν. Θα δώσουν τα χέρια για τελευταία φορά και θα τραβήξουν χωριστούς δρόμους για πάντα, με την καχυποψία αναμεσά τους να έχει ήδη ρίξει το σκοτάδι της.