LONGREADS

Οι serial killers ως σταρ: Στο μυαλό ενός δολοφόνου και των φαν του

Ένας ψυχίατρος κι ένας υποψήφιος διδάκτορας αναλύουν το φαινόμενο και τους κινδύνους της προβολής διαβόητων εγκληματιών στην ποπ κουλτούρα.

Καταλαβαίνεις ότι η κατάσταση έχει ξεφύγει, όταν το Netflix παρακαλεί το κοινό μέσα από τον επίσημο λογαριασμό του στο Twitter να σταματήσει να εστιάζει στο πόσο hot ήταν ο Ted Bundy, με αφορμή το ‘Conversations with a Killer: The Ted Bundy Tapes’. Ναι, ο ίδιος ο Ted Bundy που σκότωσε, βίασε και τεμάχισε (η σειρά των ρημάτων δεν είναι καθόλου τυχαία) 36(!) γυναίκες μέσα σε λίγα χρόνια τη δεκαετία του ‘70, για αρκετό κόσμο που είδε το ντοκιμαντέρ, αντιμετωπίστηκε ως ο σέξι και πανέξυπνος τύπος με τα γοητευτικά χαρακτηριστικά και τα εκφραστικά μάτια. ΟΚ, γούστα είναι αυτά, ποιος είμαι εγώ για να κρίνω.

Την ίδια στιγμή, σε πλήρη εξέλιξη βρίσκεται και μια αντίστοιχη κουβέντα σχετικά με τον διαβόητο serial killer, αφού στην νέα ταινία σχετικά με τη ζωή του, τον Bundy υποδύεται ο Zac Efron, με κάποιες σκεπτικές φωνές να κριτικάρουν σκηνές στις οποίες ο ηθοποιός μοστράρει τους κοιλιακούς του, φοβούμενοι ότι το σέξι ίματζ του δολοφόνου θα γιγαντωθεί κι άλλο.

Η αλήθεια είναι πάντως ότι το φαινόμενο της ειδωλοποίησης άρρωστων ανθρώπων δεν είναι καινούριο. Πολλοί ‘διάσημοι’ δολοφόνοι δεχόντουσαν γράμματα αγάπης και πάθους από φανατικούς θαυμαστές τους όσο βρισκόντουσαν στη ζωή και αποκτούσαν (σπανιότερα) μιμητές και (συχνότερα) υμνητές των φρικτών πράξεών τους.

Εύκολα καταλαβαίνει κανείς λοιπόν, ότι και τα δύο σκέλη της παραπάνω πρότασης είναι προβληματικά. Όταν ένας δολοφόνος γίνεται σελέμπριτι και στη συνέχεια χτίζει το δικό του fan base, κάτι έχει πάει λάθος. Το να μπεις στο μυαλό ενός serial killer, προσπαθώντας να κατανοήσεις τι τον οδήγησε σε μια τόσο διεστραμμένη συμπεριφορά, είναι ένα ερώτημα που πρέπει -και λίγο-πολύ- έχει απαντηθεί. Εξίσου κρίσιμο όμως, είναι να καταλάβουμε και τη διαδικασία ηρωοποίησης ενός δολοφόνου αλλά και το τι οδηγεί έναν άνθρωπο στο να λατρέψει μια τέτοια προσωπικότητα.

Για να εξηγήσουμε τα παραπάνω φαινόμενα, μιλήσαμε με τον ψυχίατρο και ψυχοθεραπευτή, Δημήτρη Παπαδημητριάδη και αντλήσαμε στοιχεία  από την διατριβή ‘Το φαινόμενο των Celebrities και η επιρροή τους στο κοινό μέσα στο νέο μιντιακό περιβάλλον’, του δημοσιογράφου και Υποψήφιου Διδάκτορα στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Α.Π.Θ, Ευθύμιου Σαββάκη.

Στο μυαλό ενός serial killer

Πριν από οτιδήποτε άλλο, ας ξεκινήσουμε από τα βασικά, τα θεμελιώδη. Τι διαφορετικό συμβαίνει δηλαδή μέσα στο κεφάλι ενός κατά συρροή δολοφόνου, τι είναι αυτό που τον κάνει να σκοτώνει δίχως την παραμικρή αναστολή;

Συγκλίνουμε σήμερα στη θεώρησή μας πως αυτές οι ιδιάζουσες προσωπικότητες οφείλουν την ύπαρξή τους σε μία σπάνια συνθήκη μειωμένης συνδεσιμότητας μεταξύ της αμυγδαλής του εγκεφάλου, μίας δομής του νευρωνικού δικτύου μας που επεξεργάζεται τα αρνητικά ερεθίσματα και μίας άλλης περιοχής που βρίσκεται στον προμετωπιαίο φλοιό και ερμηνεύει την απόκριση της αμυγδαλής. Αυτή η μειωμένη συνδεσιμότητα εξηγεί γιατί ενώ οι ίδιοι νιώθουν το σωματικό πόνο, δεν συγκινούνται από τη λύπη και τα αισθήματα του άλλου ανθρώπου που υποφέρει από τον πόνο στα χέρια τους. Ίσως οι πράξεις τους ξεκινούν, μάλιστα, ως προσωπικά πειράματα πάνω σε αυτή την απουσία ενσυναίσθησης.

θα εξηγήσει ο δρ. Παπαδημητριάδης και συνεχίζει τη σκιαγράφηση του σκοτεινού προφίλ τέτοιων ανθρώπων:

Οι κατά συρροή δολοφόνοι δεν είναι ασφαλώς ο μέσος άνθρωπος που διαπράττει ένα έγκλημα ή ασκεί βία για μεμονωμένο σκοπό. Είναι ιδιαίτεροι χαρακτήρες που μοιράζονται κορεσμένες αποχρώσεις της αντικοινωνικής και ναρκισσιστικής διαταραχής προσωπικότητας. Οφείλω να σας διευκρινίσω ότι αυτός ο ορισμός επιφυλάσσεται για εκείνους τους ανθρώπους που παρουσιάζουν έναν πολύ σκοτεινό – και ευτυχώς όχι συχνό – συνδυασμό σφοδρά χειριστικής, μακιαβελικής και παρορμητικής συμπεριφοράς, ελάχιστης ενσυναίσθησης για τα αισθήματα των άλλων, αδυναμίας επεξεργασίας ενοχής ή τύψεων, και πίστης μόνο σε πολύ προσωπικούς κανόνες όπου κυριαρχεί η προσωπική τους αξία. Ως τέτοιοι, είναι εξαιρετικά απομακρυσμένοι από οποιοδήποτε κοινό πλαίσιο αρχών, αλλά την ίδια στιγμή δυνητικά πολύ γοητευτικοί. Ακριβώς γιατί είναι τόσο χειριστικοί νάρκισσοι και την ίδια στιγμή ‘επαναστάτες’, με έναν πολύ στρεβλό τρόπο.

Το παρήγορο είναι πως παρά την εν δυνάμει γοητεία τους και την φήμη που νομοτελειακά αποκτούν, ακριβώς λόγω των παραπάνω ξεχωριστών χαρακτηριστικών τους, καθίσταται εξαιρετικά δύσκολο να βρουν μιμητές.

Είναι αρκετά απίθανο ότι η προβολή στα ΜΜΕ δημιουργεί μιμητές στο ευρύτερο κοινό, αν και μπορεί – ελάχιστες φορές  – να λειτουργήσει ως κίνητρο για εκείνους που μοιράζονται την ίδια βλάβη και χρειάζονται σενάρια για τους δικούς τους πειραματισμούς

Οι δολοφόνοι ως celebrities

Εντάξει, η προβολή στα ΜΜΕ και η ένταξη των serial killers στην μυθοπλασία και την ποπ κουλτούρα δεν δημιουργεί εύκολα μιμητές, τουλάχιστον αυτό το λύσαμε. Δημιουργεί όμως φαν, εξιδανικεύει κάπως αποτρόπαιες πράξεις και σε κάθε περίπτωση, τους δίνει χώρο και χρόνο να διαδοθούν. Πριν εξηγήσουμε γιατί όλοι μας ελκόμαστε τόσο από τέτοιες προσωπικότητες και από πράξεις που στάζουν αίμα, ας σταθούμε λίγο στην διάσταση διασημότητας που αυτές λαμβάνουν, φτάνοντας έτσι στα μάτια του κοινού ώστε αυτό να τις καταναλώσει με διάφορους τρόπους. Όπως γράφει ο Ευθύμιος Σαββάκης:

Τις τελευταίες δεκαετίες όλο και περισσότεροι εγκληματίες και serial killers αντιμετωπίζονται ως celebrities στην ποπ κουλτούρα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Timothy McVeigh, ο οποίος ανατίναξε το 1995 το Ομοσπονδιακό κτήριο Alfred P. Murrah στο κέντρο της Οκλαχόμα, προκαλώντας το θάνατο σε 168 ανθρώπους και τραυματίζοντας τουλάχιστον άλλους 680. Επίθεση που αποτελεί τη σοβαρότερη εγχώρια τρομοκρατική επίθεση στην ιστορία και την πιο θανατηφόρα πριν από την επίθεση στους Δίδυμους Πύργους. Την ίδια χρονιά, ο Timothy McVeigh πόζαρε στο εξώφυλλο του Newsweek, ενός από τα πιο γνωστά αμερικανικά περιοδικά. ‘Η κάλυψη του θέματος από το περιοδικό δε διέφερε καθόλου από την κάλυψη ενός celebrity’, αναφέρουν οι Hesmondhalgh και Evans στο βιβλίο τους ‘Understanding Media – Inside Celebrity’ (2005).

Ακόμα και η φυλακή είχε μετατραπεί σε σκηνικό φωτογράφισης, μην έχοντας να ζηλέψει σε τίποτα ακριβές παραγωγές εξωφύλλων. Ήδη πριν το εξώφυλλο ήταν πασίγνωστος τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, επειδή υπήρχε τεράστιο ενδιαφέρον για το έγκλημα που είχε διαπράξει. Έτσι, το κοινό άρχισε να τον αντιμετωπίζει με προσοχή, όπως θα έκανε με έναν αστέρα του κινηματογράφου, επιθυμώντας να μάθει περισσότερα για αυτόν, το παρελθόν του, τα μυστικά του, να ρίξει μία διεισδυτική ματιά στις βαθύτερες σκέψεις του. Παράλληλα, είναι τέτοιο το στήσιμο της παρουσίασης, που μόνο από τον τίτλο καταλαβαίνεις ότι ο συγκεκριμένος είναι εγκληματίας (εκτός αν τον γνώριζες φυσιογνωμικά). Η ίδια τακτική ακολουθείται και στο εσωτερικό της συνέντευξης, όπου ο McVeigh δίνει μία αναλυτική συνέντευξη για το διαζύγιο των γονιών του, τα παιδικά του χρόνια, τις κοπέλες του και τη ζωή στον στρατό (ερωτήσεις που είναι πιθανό να απαντούσε ο κάθε ερωτώμενος Celebrity)’, προσθέτουν οι Hesmondhalgh & Evans, καταλήγοντας στο ότι το παράδειγμα αυτό αποτελεί μία από τις πιο απίθανες και ακατάλληλες μορφές που μπορεί να πάρει ο ορισμός του Celebrity.

Εξίσου προβληματική όμως είναι και η παρουσίαση ενός serial killer στο περιβάλλον της μυθοπλασίας.

Στο ίδιο πλαίσιο, η Yara Kass – Gergi στέκεται σε έρευνά της με τίτλο ‘Killer Personalities: Serial Killers as Celebrities in Contemporary American Culture’ (2012) και στη σημασία της παραγωγής σειρών μυθοπλασίας γύρω από τη ζωή ενός serial killer. ‘Το πρόβλημα με τον serial killer της μυθοπλασίας εντοπίζεται στο ότι εμφανίζεται πολύ καλός και πολύ ελκυστικός για τις αποτρόπαιες πράξεις του. Ο Hannibal Lecter παρουσιάζεται ως ένα γοητευτικός, όμορφος και εκλεπτυσμένος άνθρωπος που τυχαίνει να είναι και κανίβαλος. Ο serial killer της μυθοπλασίας εμφανίζεται σαν τον ‘σκοτεινό ιππότη’, ο οποίος λειτουργεί εκτός του νόμου, αλλά συνεργάζεται με τον πρωταγωνιστή για να κατανοήσει τη μεγαλύτερη απειλή για την κοινωνία. Ποιο είναι το μήνυμα όλων αυτών; Σίγουρα όχι θετικό αν σκεφτούμε τα παραδείγματα της ιστορίας. Η κάλυψη της δολοφονίας του John Lennon από τον Mark David Chapman ήταν σαν να έλεγε ‘αν δεν μπορείς να γίνεις ροκ σταρ, σκότωσε έναν’. Το τελικό αποτέλεσμα είναι το ίδιο: αν σκοτώσεις μία δημόσια φιγούρα απολαμβάνεις τον ίδιο βαθμό προσοχής αν ήσουν πραγματικά δημόσια φιγούρα. Το να σκοτώνεις έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων, διάσημων και μη, εγγυάται το ίδιο αποτέλεσμα. Όπως συνέβη και στις περιπτώσεις των Ted Bundy, Jeffrey Dahmer και David Berkowitz’.

Αυτό το ενδιαφέρον, μάλιστα, στους serial killers μπορεί κατά την Yara Kass – Gergi να έχει υψηλό τίμημα, καθώς αγνοούμε ή εξομαλύνουμε τη βία και κατευθύνουμε την προσοχή αποκλειστικά στο πρόσωπο του δράση, περιθωριοποιώντας τα θύματα της επίθεσης και τις συνέπειές της

Σύμφωνα με τον δρ. Παπαδημητριάδη πάντως, η ανάγκη για προβολή σπάνια μπορεί να αποτελέσει επαρκή λόγο για την τέλεση τέτοιων πράξεων.

Η σύνθεση αυτής της υπέρβασης των κανόνων και του μεγέθους των πράξεών τους, συγκεντρώνει πάνω τους πράγματι μεγάλη δημοσιότητα και έτσι μετατρέπονται σε επώνυμα τέρατα, προσβάσιμα στη φαντασία μας για πολλά χρόνια μετά. Ωστόσο, εκτιμώ ότι οι ίδιοι δε ξεκινούν τη δράση τους με αυτό το σκοπό, αλλά μάλλον προς ικανοποίηση των περισσότερο ενδογενών βασικών αναγκών τους. Οπωσδήποτε, όμως, κάποιοι κατά συρροή δολοφόνοι με υψηλό ναρκισσιστικό ίχνος φέρονται – ιστορικά – να απολαμβάνουν τη δημοσιότητά τους. Αλλά αυτό χαρακτηρίζει πολλά ακόμη μέλη της, έτσι κι αλλιώς, ναρκισσιστικής παγκόσμιας κοινωνίας μας σήμερα, που ευτυχώς δεν είναι κατά συρροή δολοφόνοι – τουλάχιστον με τον κυριολεκτικό ορισμό.

Γιατί ελκόμαστε από δολοφόνους

Θεωρητικά, πράξεις ακραίας βίας και παράλογου θανάτου, θα έπρεπε να μας τρομάζουν και να μας απομακρύνουν. Στην πράξη, όπως διαβάσαμε και πιο πάνω, βλέπουμε ότι το κοινό που λατρεύει να διαβάζει και να παρακολουθεί φρικιαστικές ιστορίες, είναι όλο και περισσότερο. Ο δρ. Παπαδημητριάδης, έχει μία εξήγηση.

Η βία είναι ενστικτώδης στον άνθρωπο. Είναι συνυφασμένη με την επιβίωσή μας στο ατομικό αλλά και στο κοινωνικό επίπεδο. Βέβαια, κάθε άνθρωπος καλλιεργείται στον αυτοέλεγχο και στη διάκριση μεταξύ του καλού και του κακού. Και κρίνεται, από το κοινό στο οποίο συμμετέχει, για την ικανότητά του να αναγνωρίζει τα όρια μεταξύ του καλού και του κακού και τα όρια της βίας, όπως αυτά προσδιορίζονται από την ιδεολογία, τη θρησκεία και το νόμο της ομάδας του. Παρ’ όλα αυτά, ενίοτε χρησιμοποιούμε τη βία όταν απειλούμαστε με οποιονδήποτε τρόπο, είτε ως άτομα ή ομάδες. Επομένως, η σχέση μας με τη βία και με το φόβο απέναντι στη βία, είναι διαρκής και η ίδια βία δεν μας ούτε άγνωστη, ούτε ξένη.

Από την άλλη, οι πράξεις των άλλων συνανθρώπων μας που αμφισβητούν το πολιτισμικό όριο και ο ρόλος τους ως θυτών και ως θυμάτων – σε οποιαδήποτε περίσταση που περιέχει τη βία – συγκλονίζουν πάντα τις αισθήσεις μας, γιατί εντελώς αυτόματα μπαίνουμε για λίγο στη θέση τους. Σκεφτείτε, για παράδειγμα, πόσοι άνθρωποι πλησιάζουν και κοντοστέκονται μπροστά σε ένα ατύχημα που λαμβάνει χώρα στην περίμετρό τους, ή παρακολουθούν με πραγματικό ενδιαφέρον την εξέλιξη σε μία αστυνομική υπόθεση από τα ΜΜΕ ή συμμετέχουν σχολιάζοντας στα κοινωνικά δίκτυα. Αλλά ακόμη κι αν αυτό δεν είναι αρκετό για να μας πείσει, αναλογιστείτε πόσο μεγάλο κοινό έχει η αστυνομική λογοτεχνία ή οι ταινίες τρόμου. 

Ειδικότερα στην περίπτωση του ενδιαφέροντός μας στους σειριακούς δολοφόνους, όπου αίρεται κατά συρροή η διάκριση μεταξύ του καλού και του κακού, λειτουργούν όλα τα παραπάνω. Και επιπρόσθετα, εξάπτεται η φαντασία μας από το μέγεθος της βίας, που σε πρώτη ανάγνωση είναι απρόκλητη, αδιάφορη για όλες τις δικές μας συμφωνημένες ηθικές αξίες και για αυτούς τους λόγους εντελώς αδιανόητη. Η ανάγκη μας να κατανοήσουμε αυτή τη βία και να τη μετρήσουμε με τους εσωτερικούς μηχανισμούς μας, γαργαλάει όλη την περιέργειά μας και παίζει με τα άλλα πρωταρχικά συναισθήματά μας, το φόβο, την επιθυμία και το θυμό.

Πολλοί ‘καλοί’ άνθρωποι, που εκδηλώνουν πραγματική συμπονετικότητα, προσπαθούν να εξανθρωπίζουν τέτοιους εγκληματίες. Αυτό συμβαίνει γιατί αφενός νιώθουν υποχρεωμένοι να τους μεταβολίσουν ως λιγότερο τρομακτικούς από όσο πραγματικά είναι και αφετέρου γιατί συγκινούνται από τις αφηγήσεις περί της δύσκολης παιδικής ή ενήλικης ζωής τους, που ενίοτε συνοδεύουν την ανάλυση στα ΜΜΕ. Βέβαια, επιτρέψτε μου να σημειώσω την αμφιβολία μας σήμερα ότι μία δύσκολη παιδική ηλικία αποτελεί ικανοποιητική απάντηση αιτιοπαθογένειας σε αυτές τις περιπτώσεις, καθώς οι περισσότεροι κατά συρροή δολοφόνοι δεν έχουν τέτοιο ιστορικό.

Τέλος, κάποιοι άνθρωποι, περισσότερο ‘αδύναμοι’, ή έστω υπερβολικά συμβατικοί και θα έλεγα λίγο ετερόφωτοι ή αρκετά εξαρτητικοί, έλκονται πανεύκολα από αυτούς και ακόμη – ακόμη τους στέλνουν γράμματα συμπαράστασης ή ερωτικές επιστολές στη φυλακή.

Υλικό για διάβασμα: https://crimereads.com/serial-killers-a-new-breed-of-celebrity