LONGREADS

“Το όνειρό μου πάντα ήταν να χορεύουν με τη μουσική μου”

Περάσαμε ένα σαββατιάτικο απόγευμα στο σπίτι της Λένας Πλάτωνος όπου μιλήσαμε για τη ζωή της, τη μουσική και τους έρωτες.

Ήταν ένα σαββατιάτικο απόγευμα, όταν πήγα στο σπίτι της Λένας Πλάτωνος στον Χολαργό. Ως συνήθως εγώ, που υπολογίζω ότι ως δια μαγείας θα σταματήσω να είμαι αγχωμένος στην 2345ή συνέντευξη της ζωής μου, είχα φτάσει κανένα τέταρτο πριν. Ήταν μια ήσυχη γειτονιά και καμιά φορά οι ήσυχες γειτονιές είναι που αυξάνουν ακόμα περισσότερο το άγχος σου. Έκανα μια φορά το τετράγωνο. Ο Χολαργός είναι μια περιοχή που γράφω ως τόπο γέννησης στην ταυτότητά μου αλλά που νομίζω ότι πρώτη φορά τον περπάτησα τώρα, στα 29 μου.

Όταν μπήκα, βρήκα ένα πολύ ζεστό σπίτι ντυμένο με τη μουσική που είχε επιλέξει η Λένα Πλάτωνος. Με υποδέχτηκε η Μαρία, μια φίλη της προηγούμενης οικιακής της βοηθού, της Βικτώριας, μιας γυναίκας στην οποία αφιέρωσε την τελευταία της δουλειά, λίγο αφότου εκείνη έφυγε από τη ζωή. Περιττό να πω ότι κάθε επικοινωνία μας για την πραγματοποίηση αυτής της συνέντευξης είχε ντυθεί με μουσική.

Η Λένα Πλάτωνος είναι ούτως ή άλλως μια γυναίκα που γεννήθηκε μέσα σε αυτή έχοντας και πατέρα, τον Γιώργο Πλάτωνα, γνωστό συνθέτη και πρώτο πιανίστα στην Εθνική Λυρική σκηνή. Συμμετείχε ήδη από πολύ νέα στη Λιλιπούπολη του Χατζηδάκι. Στη συνέχεια και ιδίως τη δεκαετία του 1980, έβγαλε δουλειές οι οποίες ήταν ιδιαίτερα πρωτοποριακές -και εδώ τον εννοούμε τον όρο, δεν το χρησιμοποιούμε καταχρηστικά- για την εποχή που βγήκαν. Πρώτο ήταν το ‘Σαμποτάζ’ (1981) με συνεργασία με τη Μαριανίνα Κριεζή (στίχοι), τη Σαβίνα Γιαννάτου και τον Γιάννη Παλαμίδα στην εκτέλεση.

Τα τελευταία χρόνια, αυτές οι μουσικές της Λένας Πλάτωνος γνωρίζουν μια δεύτερη νιότη, ακούγονται από νέους ανθρώπους που ούτως ή άλλως σε μια απόγνωση της δύσκολης εποχής στην οποία ζουν, γυρνάνε προς τα πίσω ψάχνοντας στο παρελθόν κάτι καλό για να πιαστούν. Και τα άλμπουμ της Λένας Πλάτωνος (το ‘Σαμποτάζ’, το ‘Γκάλοπ’, η ‘Μάσκα του Ήλιου’, τα ‘Λεπιδόπτερα’ κτλ) είναι πράγματι ένα κομμάτι του παρελθόντος στο οποίο μπορεί να πιαστεί κανείς.

Αυτή η συνομιλία μου, λοιπόν, έγινε με αφορμή τις 3 εμφανίσεις που θα κάνει η Λένα Πλάτωνος στο ΑΛΣΟΣ, όπου θα παρουσιάσει κομμάτια από όλη τη δισκογραφική της πορεία μαζί με τους Γιάννη Παλαμίδα, Αθηνά Ρούτση και ενορχήστρωση Στέργιου Τσιρλιάγκου. Από την Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου στις 12 Δεκεμβρίου και μετά στις 19 του μήνα.

Όταν πρωτοβγήκε η μουσική μου ήταν περιθωριακή

Όταν έκανα τη μουσική μου τη δεκαετία του 1980 εγώ ήμουν περιθωριακή. Όπως λες πολύ σωστά ζούσα στη σκιά του λαϊκού τραγουδιού. Υπήρχε όμως ένας σεβασμός στο κοινό. Καταλάβαινε ότι γίνεται κάτι. Υπήρχε και κάποια αποδοχή από κάποιους μουσικοκριτικούς που είχαν γνωρίσει το έργο μου και το είχαν αγαπήσει. Ο Γιώργος ο Νοταράς, ο Αργύρης ο Ζήλος στον ‘Ήχο’. Άνθρωποι με τρομερό και φλογερό γράψιμο“.

“Νιώθω ότι ήταν σαν να είχα μια προόραση, όταν έφτιαχνα αυτά τα κομμάτια τη δεκαετία του ‘80. Είχα την προόραση του 21ου αιώνα και αυτό δεν μπορούσε να σταματήσει. Ήταν και κάπως παιχνιδιάρικο μέσα μου. Ήταν σαν παιχνίδι. Μου έρχονταν ιδέες επιστημονικής φαντασίας και εγώ έλεγα ‘προχωράμε, έτσι θα το κάνω’. Δεν είχα όμως ιδέα ότι θα συμβεί μετά από 30 χρόνια αυτό που συμβαίνει, να μιλήσω στην ψυχή και στα μυαλά των νέων ανθρώπων. Αυτό δεν το σκεφτόμουν καθόλου τότε. Ήταν δηλαδή περισσότερο παιχνίδι παρά πρωτοπορία”.

“Ομολογώ ότι τότε, όταν έκανα αυτή τη μουσική της δεκαετίας του 1980, έβλεπα λίγο τον εαυτό μου ως ελίτ. Είναι ίσως μέρος της πρωτοπορίας. Το ίδιο συνέβαινε και με το κοινό”

“Ξέρεις καμιά φορά το έργο το καλλιτεχνικό ξεφεύγει από τον δημιουργό του ή ξεφεύγει από μια τάση που του έδινε ο δημιουργός του και περνάει σε ένα άλλο επίπεδο που ακόμα ανήκει στον καλλιτέχνη του πάντα αλλά φαινομενικά αλλάζει προσωπεία. Γίνεται κάτι διαφορετικό”.

Η σχέση μου με τη λαϊκή μουσική είναι πολύ καλή. Όχι τόσο με τη λαϊκοπόπ. Δεν τη σνομπάρω αλλά δεν μου τη δίνει, δεν τη νιώθω. Με τη γνήσια λαϊκή μουσική όμως πάντα είχα μια πολύ καλή σχέση. Έχω παίξει κάποτε, πολύ παλιά, σε μια εκπομπή, στην ‘Πρόβα’ της Λυκιαρδοπούλου το ‘Όνειρο Απατηλό’ του Καλδάρα και νομίζω μου είχε πετύχει“.

Τα ακούσματα που είχα όταν έκανα αυτή τη μουσική

Όλη μου η διαμονή στο εξωτερικό υπήρξε καθοριστική για τη ζωή μου. Πριν γράψω το ‘Σαμποτάζ’ μπορώ να σου πω ότι υπήρχαν τέτοια ακούσματα στην Ευρώπη και την Αμερική. Στην Αμερική τότε πρωτοέβγαινε η Laurie Anderson, o Brian Eno ήταν επίσης ένας πρωτοπόρος.Αν μου μιλάς συγκεκριμένα για τη Βιέννη θα σου πω ότι άκουσα έναν δίσκο και είδα και ένα κονσέρτο που μου άλλαξαν όλη μου τη ζωή“.

“Πρώτα, ήταν το κονσέρτο των Jethro Tull οι οποίοι παρουσίασαν το ‘Aqualung’ σε μια περιοδεία. Εγώ πήγα από μόνη μου, θαρρείς και είχα κάποια διαίσθηση. Πήγα στο μέρος που γινόταν η συναυλία στη Βιέννη, ένα χρυσοποίκιλτο πανέμορφο κτίριο και βλέπω εκεί μέσα να μπαίνουν και να ξεσκίζονται και να παίζουν αυτή τη μουσική με τις ηλεκτρικές κιθάρες, το φαζάρισμα, και είχαν και πιάνο σε εκείνον τον δίσκο. Δεν φαντάζεσαι πόσο με επηρέασε αυτό. Γύρισα σπίτι μου και ήταν ένας φίλος, ζωγράφος και μου λέει ‘τι θέλεις;’. Και του απαντάω ότι θέλω να κάνω τέτοια κονσέρτα, σαν και αυτό που μόλις είχα παρακολουθήσει. Αν γινόταν και σε τέτοιες αίθουσες. Να υπάρχει αυτή η σύγκρουση του ροκοκό με τον ξεσκισμένο νεανικό ήχο”.

“Το δεύτερο ήταν, όταν άκουσα τον δίσκο ‘An Electric Storm’ του David Vorhaus και της Delia Derbyshire. Αυτή ήταν που έκανε πρώτη ηλεκτρονική μουσική στην Ευρώπη με κάτι κουμπιά και κάτι μοχλούς και ο Vorhaus ήταν και μουσικός και ηλεκτρολόγος μηχανικός. Έφτιαξαν τους White Noise. Αυτό τον δίσκο, λοιπόν, τον άκουσα πολύ μικρή και μέσα σε αυτά τα τραγούδια είδα ότι εκεί ήταν το μέλλον”.

“Θυμάμαι ότι ο Tim Wilson στο ‘Rasnom Note’ είχε πάρει τον δίσκο μου το ‘Gallop’ και έκανε ανάλυση σε κάθε κομμάτι και με είχε παρομοιάσει με την Delia Derbyshire. Ήταν πραγματικά από τις στιγμές της ζωής μου που είπα ‘ρε γαμώτο, κάτι έκανα’. Ήμουν τόσο υπερήφανη“.

“Το φαζάρισμα των Jethro Tull που θέλουν ένα σπάσιμο των ορίων, έναν θόρυβο που έχει η νιότη σε όλη της την επαναστατικότητα. Μαζί είδα μέσα σε αυτή τη μουσική των White Noise ότι ερχόταν το μέλλον. Αυτά τα δύο βασικότερα ακόυσματα”.

“Μετά ήταν και άλλα. Ήταν οι Pink Floyd, oι Black Sabbath (μου άρεσε πολύ το heavy metal), οι Led Zeppelin που τους λατρεύω πραγματικά, οι Uriah Heep. Και μετά τραγουδοποιοί με πολύ ωραίο στίχο όπως ο Bob Dylan, o Leonard Cohen”.

“Φυσικά και οι Beatles. Mη το συζητάς. Οι Beatles είναι ο πυλώνας (που λένε και οι εξουσιαστές). Ένα γεφύρωμα της κλασικής μουσικής και της folk μουσικής με το pop και με το rock. Ένα συμπύκνωμα τάσεων και εποχών της ανθρωπότητας και το πέρασμα σε μια άλλη κατάσταση. Δεν είναι τυχαίο ότι ακούγονται ακόμα και σήμερα πολύ εύκολα”.

Δύο σημαντικοί άνθρωποι στη ζωή μου

“Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο πατέρας μου ήταν ο μεγαλύτερος μέντοράς μου. Μου έμαθε από μικρή τη μουσική. Στη συνέχεια έγινε από μέντορας ο μεγαλύτερος θαυμαστής μου. Ακόμα και με τις ‘Μάσκες Ηλίου’ που ήταν από τις τομές της καριέρας μου, ο πατέρας μου τις κατάλαβε, τις βίωσε”.

“Ο πατέρας μου ασχολούνταν πολύ με την κλασική μουσική αλλά είχε και νέα ακούσματα μέσω εμού. Η νέα γενιά, βλέπεις, μάθαινε την προηγούμενη για τη νέα μουσική. Άκουγε βέβαια και ποπ μουσική της γενιάς του. Όταν τον έχασα το 1993 κλείστηκα. Ήταν κάτι που σκεφτόμουν και φοβόμουν όλη μου τη ζωή, ότι θα χάσω τους γονείς μου. Και τους έχασα και τους δύο σε πολύ σύντομο διάστημα”.

“Υπάρχει και ένας άλλος θάνατος που θρηνώ κάθε μέρα. Ο θάνατος της Βικτώριας, της βοηθού μου. Αυτόν τον θάνατο τον αντιμετώπισα αλλάζοντας όλο το σπίτι. Δεν ξέρω τι έγινε μέσα μου, έγινε μια αναστροφή. Όλη η θλίψη βγήκε σε μια τέτοια δημιουργικότητα. Όταν τη θρηνώ τώρα, τη θρηνώ βουβά μέσα μου. Θρηνώ γι’αυτό που έχασα εγώ. Δεν αισθάνομαι τον εφιάλτη του θανάτου, όταν τη θρηνώ. Δεν έχει απόγνωση αυτός ο θρήνος. Έχει βαθύ πένθος”.

“Αυτή η γυναίκα με βοήθησε απίστευτα στη ζωή μου. Ήταν ένας απίστευτος άνθρωπος. Είχε αρρωστήσει και πήγαινε στους γιατρούς και τους έδινε κουράγιο η ίδια. Πολύ συχνά συζητάμε γι’αυτή. Όταν έχασα τους γονείς μου, έφυγα από τη μουσική για πολλά χρόνια. Θεώρησα ότι αυτή φταίει για τη δυστυχία μου. Μου βγήκε όλο αυτό σε οργή. Η Βικτώρια ήταν εκεί να με βοηθήσει. Χάρη σε εκείνη επέστρεψα και πάλι στη μουσική”.

Πώς ξεκίνησα να γράφω στίχους

eurokinissi

“Με τη Μαριανίνα (σ.σ. Κριεζή) γράφαμε στίχους. Τη θεωρούσα μεγάλο αστέρι. Ήμουν μεγάλη θαυμάστριά της και μου άρεσε η γλώσσα της, η φαντασία της. Με εκείνη ήρθαμε σε μια σύγκρουση το 1981, κατά τη διάρκεια που φτιάχναμε το ‘Σαμποτάζ’. Εγώ είχα πάθει ένα σοκ και έκλαιγα επί ώρες. Σκεφτόμουν ότι δεν θα έβρισκα πουθενά άλλη σαν τη Μαριανίνα. Τότε τα είχα με ένα πολύ καλό παιδί, όχι μεγάλος έρωτας αλλά πολύ βοηθητικός”.

“Ένα πρωί ξυπνάω με τρομερό άγχος και έχοντας μια εσωτερική αναταραχή και ξαφνικά ξελαμπικάρεται αυτό το άγχος και λέω ‘θα γράψω στίχους εγώ’. Λέω του παιδιού, ‘ξύπνα, θα σου φτιάξω ένα καφεδάκι και σε παρακαλώ πάρα πολύ, να πάμε στο κέντρο της Αθήνας και να αγοράσω μια γραφομηχανή΄. Την είχα δει σε άλλη στιγμή. Μια κόκκινη γραφομηχανή. Ήθελα να γράψω εκεί, να βλέπω τυπωμένα όσα γράφω, να μην είναι με την ψυχική γραφή του χειρόγραφου με τα τρεμουλιαστά χέρια. Να τη βλέπω έτσι ουδέτερη και να την κρίνω εγώ η ίδια με μια αντικειμενικότητα και να προχωρήσω σιγά-σιγά. Και μου λέει εκείνος ‘πάμε’. Το πόσο τον αγαπώ δεν λέγεται”.

“Όταν την πήρα, έπεσα με τα μούτρα. Ενώ έγραφα, ξαναγυρνάει η Μαριανίνα και αρχίζουμε ξανά το ‘Σαμποτάζ’. Ήμασταν μαζί από το πρωί ως το βράδυ αλλά εγώ συνέχιζα να γράφω. Και σε μια φάση της διάβασα τους στίχους ενός τραγουδιού που είχα γράψει. Και εκείνη τη στιγμή στάθηκε σε ένα ύψος απίθανο και μου λέει ‘αυτά που γράφεις θα είναι ο επόμενός σου δίσκος’. Και της είχα τρομερή εμπιστοσύνη. Ο Ελύτης να ερχόταν στο δωμάτιό μου και να μου έλεγε ‘γράφεις πολύ ωραία’ δεν θα με ένοιαζε τόσο όσο με ένοιαζε η γνώμη της Μαριανίνας”.

“Δεν ξέρω πώς κάνει κάποιος γνήσια μουσική. Ξέρω ποια είναι η γνήσια μουσική. Δεν ξέρω όμως καθόλου πώς την κάνεις και το ότι με ρωτάς δείχνει ότι είσαι ένας πολύ εγκεφαλικός τύπος. Δεν υπάρχει κάποιος ειδικός μηχανισμός του πώς παράγεται αυτή η γνήσια μουσική. Αν υπάρχει είναι άγνωστος σε μένα με την έννοια του ασυνείδητου ή έστω αυτού που βρίσκεται στα όρια του ασυνείδητου”.

Η ιδεολογία μου και ο μεγαλύτερός μου φόβος

“Έχω ασχοληθεί με την πολιτική πολύ. Έχω ζήσει ως έφηβη τη Χούντα. Έχω ζήσει και τη Μεταπολίτευση. Θυμάμαι ακόμα το χαρμόσυνο γεγονός ότι απελευθερωνόμαστε από τους στρατοκράτες και τον φασισμό και βγαίνουν όλοι στον δρόμο και πανηγυρίζουν. Αυτή η αίσθηση του συνανήκειν, ότι αισθάνεσαι με όλους ένα.Yπήρχε μια έξαρση συναισθηματική απερίγραπτη”.

“Βέβαια, αν θα έπρεπε να ανήκω κάπου, θα ήταν στην αριστερά. Όχι τόσο στενά όσο κάποτε. Είμαι όμως κομμουνίστρια στην ιδεολογία με την έννοια που είχε δώσει ο Μαρξ στον κομμουνισμό, αυτόν της πιο προχωρημένης κοινωνικής κατάστασης. Να είναι ελεύθεροι οι άνθρωποι να αγαπάνε, να σέβονται ο ένας τον άλλον. Να υπάρχει και αυτοσεβασμός και σεβασμός απέναντι στη διαφορετικότητα του άλλου. Ακόμα και απέναντι στη διαφορετικότητα του εαυτού. Με αυτή την έννοια είμαι κομμουνίστρια”.

“Κάτι που φοβήθηκα μη γίνω ήταν να μη γίνω εξαρτημένη. Είναι κάτι το οποίο φοβήθηκα και φοβάμαι. Πάει πάρα πολύ και με την ιδεολογία μου. Μου αρέσει πολύ η ανεξαρτησία και ο αυτοπεριορισμός. Όταν υπάρχει περιορισμός τον ανέχομαι, μόνο όταν με οδηγεί σε δημιουργικότητα. Η εξάρτηση έχει παίξει ρόλο στη ζωή μου τρικλοποδιάς. Αυτός ο φόβος με έχει κάνει να κάνω λάθος κινήσεις στη ζωή μου. Ειδικά σε σχέσεις ερωτικές”.

“Αυτό που φοβήθηκα πιο πολύ στη ζωή μου ήταν ο θάνατος, όπως τον έχω ζήσει μέσα από τον πανικό. Όχι ο θάνατος όπως τον έχω ζήσει βιωματικά μέσω των θανάτων άλλων δικών μου ανθρώπων. Αυτό είναι από τα πράγματα που έχω φοβηθεί στη ζωή μου πάρα πολύ. Έχω φοβηθεί τον θάνατο σε στιγμή πανικού που είναι ένα τρομερό, ασύγκριτο συναίσθημα”.

Η σχέση μου με τον Θεό

“Στα 17 μου και τα 18 μου έκοψα κάθε σχέση με τον Θεό και τον ξαναβρήκα μέσω διαφόρων διαδικασιών και με τη βοήθεια ενός σημαντικού ανθρώπου που είχα δίπλα μου. Ήμουν εντελώς ελεύθερη αλλά βρήκα τελικά τον Θεό χωρίς καμία πίεση από τον ανθρώπινο παράγοντα. Αυτό έγινε το 1989 και το 1990”.

“Τον ξανάχασα τον Θεό, όταν πέθανε ο πατέρας μου ξαφνικά από ανακοπή. Ήταν τελείως σοκαριστικό. Ο πατέρας μου είχε φύγει και πολύ σύντομα η μητέρα μου έπαθε εγκεφαλικό και σύντομα έμαθα ότι έχει όγκο στον εγκέφαλο. Εκεί έσπασα. Όταν το έμαθα, το πρώτο πράγμα που ρώτησα τον γιατρό ήταν πού υπάρχει εκκλησία στο νοσοκομείο”.

“Πάντα πίστευα στο φώς. Είμαι ταγμένη στο φως. Και μέσω της δουλειάς μου. Θέλω η δουλειά μου να είναι φωτεινή, να έχει μέσα της αισιοδοξία, να σε βγάζει προς το φως και να είναι αληθινή. Πολύ αληθινή και ατόφια. Αυτό το νιώθω ότι το θέλω. Είναι μια επιλογή μου”.

Το Κοπερτί ήταν ένα τραγούδι που γεννήθηκε από δύο ερωτευμένες γυναίκες

“Το Κοπερτί είναι ένα παιχνίδι παιδικό στο οποίο είναι σε ένα κύκλο ορισμένα παιδιά και λένε ‘κοπερτί, το κόπερτι, τάπι τάπι ρούσι’ και ο τελευταίος που θα μείνει κάτι κάνει, είναι επιβαρυμένος να κάνει κάτι. Και μου έλεγε η Μαριανίνα ‘θα γράψω αυτό το κοπερτί, από καιρό μου περνάει από το μυαλό αυτό το πράγμα με τους έρωτες και με τους θανάτους’. Έτσι ξεκίνησε”.

“Πιο πολύ ήταν το ‘ένας ένας φεύγει’. Αυτό την ενέπνευσε. Η ιστορία του θανάτου και του έρωτα. Στο τέλος βάζει την αισιόδοξη δεσμίδα και λέει ότι και να χωρίσουμε, όταν θα γεράσουμε, θα πάρεις τηλέφωνο σε άλλο αριθμό και θα μου πεις ‘έλα να γεράσουμε μαζί’”.

“Τότε ήμουν ερωτευμένη με κάποιον που ήταν αδύνατο να συνυπάρξει ερωτικά μαζί μου. Ήταν ένας πολύ δυνατός έρωτας. Όχι βοηθητικός αυτός, δυνατός. Αυτός με τροφοδοτούσε εκείνη την εποχή και μουσικά. Αυτή η ιστορία ήταν γνωστή στη Μαριανίνα και συνέπασχε μαζί μου. Ήταν και αυτή πολύ ερωτευμένη με έναν άνθρωπό. Επίσης πολύ δυνατός έρωτας”.

“Η Μαριαννίνα υπέφερε από αυτή την ιστορία. Είχε ένα άγχος για το πώς θα πήγαινε εκείνη τη σχέση. Συνέδεσε τότε το άγχος της με το πώς θα πήγαινε μελλοντικά αυτή η σχέση, με τη δική μου κατάσταση την ερωτική της αδιέξοδης σχέσης μου”.

Έφτιαξε έτσι το ‘Κοπερτί’. Ταυτίστηκε με μένα απόλυτα και εγώ ταυτίστηκα με εκείνη.Ένας από τους στίχους είναι δικά μου λόγια. Θυμάμαι έφτιαχνε τους στίχους παίζοντας με τα δάχτυλά της στον αέρα και τότε της είπα αυτό: ‘Όλη η ζωή μου ένας χωρισμός’ και το πέρασε στους στίχους και μάλιστα στην κορύφωση του κομματιού”.

Το όνειρο μου ήταν να χορεύουν οι νέοι με τη μουσική μου

“Αυτή την αναγέννηση της μουσικής μου τη βλέπω από τις συναυλίες μου, στις οποίες έχω την ευτυχία να βλέπω πολύ νέο κόσμο. Αυτή τη στιγμή κάνω και καριέρα στο εξωτερικό και έχω και τα σημάδια από εκεί, όταν κάνω συναυλίες”.

“Παλιότερα άκουγαν τη μουσική μου με προσοχή και σεβασμό. Ως τελετή. Τώρα χορεύουν, ξέρουν απ’ έξω τους στίχους. Αυτό, το γεγονός ότι χορεύουν με τη μουσική μου, ήταν πάντα ένα όνειρο για μένα. Αγαπώ τον χορό από μικρό παιδί, βλέπεις. Πήγαινα και στο μπαλέτο και ήμουν νομίζω πολύ καλή. Χόρευα τα πάντα.

Ακόμα και την κλασική μουσική που έπαιζε ο πατέρας μου. Όταν ήμουνα μικρή, έβαζα μέσα στην κιλότα μου τα φουστάνια μου, να γίνουν σαν φουστίτσα χορεύτριας, και άρχιζα πάνω στο χαλί να κάνω διάφορα

“Τελευταία φορά χόρεψα πριν πάρα πολλά χρόνια. Είχα χορέψει τρομερά τα Χριστούγεννα του ‘93 σε ένα πάρτι αλλαγής χρόνου. Χόρευα με τα μικρά τα ανήψια μου. Χόρευα σαν τρελή. Από τότε δεν ξαναχόρεψα. Χορεύω όμως κάθε μέρα με το μυαλό μου”.

(Αντί Επιλόγου)

Όταν τέλειωσε η συνέντευξη είχε πάει πια περασμένες 6. Το μελαγχολικό φως που έχουν πάντα τα απογεύματα του Νοεμβρίου είχε γίνει σκοτάδι. Αποχαιρέτησα και τις δύο και προχώρησα στο αμάξι. Το τελευταίο πράγμα που άκουσα λίγο πριν κλείσει η πόρτα, μετά τις εγκάρδιες ευχές, ήταν νότες που έπαιζαν όμως στο κεφάλι μου και πολλή ώρα αφότου η πόρτα είχε κλείσει και τα ηχητικά κύματα σταμάτησαν να φτάνουν στα αυτιά μου. Αυτό το σαν άυλο που έχει η μουσική, όπως μου το είχε ονομάσει πριν από λίγο.

Δεν θα πω τα κλισέ. Πόσο χάρηκα που γνώρισα έναν τέτοιον άνθρωπο. Πόσο όμορφη εμπειρία ήταν για μένα. Εκτός από το ότι τα βαριέμαι και τα βαριέστε αφόρητα, έχουν χάσει και το νόημα τους από τη διαρκή χρήση. Έγιναν απλά γλωσσικά απολιθώματα. Θα μείνω σε ένα άλλο κομμάτι: Η γενιά μας έχει μεγαλώσει με τη λογική ότι αυτός ο κόσμος είναι άσχημος και ότι η ασχήμια του όλο και θα επεκτείνεται. Πόλεμοι, ανεργία, εξουσιαστές (όπως τους λέει συχνά), στροφή στον εαυτό, απουσία οποιουδήποτε οράματος, παρτάκηδες, τσάτσοι, διαπλοκή, φασίστες, ρατσισμός.

Υπάρχουν όμως κάποια δωμάτια, όπως είναι αυτό που επισκέφτηκα το Σάββατο. Και μέσα εκεί, σαν σε νησίδες φωτός, σε μάλλον προστατευμένα περιβάλλοντα, άνθρωποι που κατάφεραν κάποτε να ξεφύγουν από αυτή την ασχήμια κοιτώντας δεκαετίες μπροστά. Χορεύοντας μαζί και μόνοι. Βασανισμένοι αλλά πλήρεις.

Την επόμενη φορά, λοιπόν, που απογοητευμένοι θα χαζεύετε τις ατελείωτες πολυκατοικίες που περνούν η μια μετά την άλλη μπροστά σας, σκεφτείτε ότι ίσως ένα δωμάτιο από αυτές, είναι ντυμένο με νότες και μέσα σε αυτό ζει ένας άνθρωπος πήρε το μερίδιο της ασχήμιας αυτού του κόσμου που του αναλογεί και το μετέτρεψε σε κάτι όμορφο. Και, αν με ρωτάτε προσωπικά πια, αφού φτάσαμε στο τέλος, αυτή είναι μια σκέψη απίστευτα παρηγορητική.

 

***

Στοιχεία παραστάσεων.

Το Άλσος, Ευελπίδων 4

Ημερομηνίες: Από 5 Δεκεμβρίου 2019

Τηλέφωνο κρατήσεων: 210 883 1487

Προπώληση:
-www.ticketservices.gr & tickets.public.gr
-σε όλα τα καταστήματα PUBLIC
-εκδοτήριο: Πανεπιστημίου 39, Στοά Πεσμαζόγλου
– τηλεφωνικά: 2107234567