OPINIONS

Η κωμωδία του Μάρκου Σεφερλή είναι η κωμωδία που μας αξίζει

Το χιούμορ είναι κάτι παραπάνω από 'αυτό που σε κάνει να γελάς'.

To κλισέ που λέμε όλοι αναφερόμενοι στη σημασία του χιούμορ είναι πως το χιούμορ είναι πολύ σημαντικό για τη ζωή ενός ανθρώπου, γιατί τον κάνει να ξεχνιέται, βελτιώνει τη διάθεσή του, κτλ. Με αυτόν τον τρόπο όμως είναι σαν να μπερδεύουμε το χιούμορ με το άμεσο αποτέλεσμά του, το γέλιο. Στην πραγματικότητα, το χιούμορ είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο από το ‘πράγμα που σε κάνει να γελάς’. Έχει συγκεκριμένο πολιτισμικο context, δημιουργείται υπό συγκεκριμένες κοινωνικές και ιστορικές περιστάσεις, αλλάζει με την πορεία των χρόνων, πολιτικολογεί και κοινωνικοποιεί. Συνήθως, αυτοί που μοιράζονται μια κοινή αίσθηση του χιούμορ, μοιράζονται γενικότερα και μια κοινή αισθητική. Κοινό χιούμορ πολλές φορές σημαίνει και κοινή υποκουλτούρα.

Αν υπάρχει ένα πρόσωπο που να συμβολίζει όλα όσα σημαίνει το mainstream χιούμορ στην Ελλάδα των τελευταίων δεκαετιών, αυτός είναι ο Μάρκος Σεφερλής. Πρωτοεμφανίζεται στην κρατική τηλεόραση το 1988. Η πρώτη του επιτυχία έρχεται τον χειμώνα του 1997-1998 στην κωμωδία ‘ΣΟΥΙΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΩΝ’. Έκτοτε συνεχίζει να γεμίζει θέατρα, να δουλεύει ασταμάτητα αναλαμβάνοντας, από ένα σημείο και μετά, τα πάντα στις παραστάσεις του. To περίεργο με την υπόθεση του Μάρκου Σεφερλή είναι ότι συνεχίζει να είναι relevant μετά από δύο δεκαετίες χωρίς να έχει αλλάξει καθόλου τη δομή του χιούμορ που παρουσιάζει.

Έτσι, σε μια εποχή που νέες μορφές χιούμορ αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους με πολύ δειλά βήματα στην Ελλάδα (youtubers, stand-up comedians, awkward humor, memes), o Σεφερλής συνεχίζει να έχει επιτυχία ακολουθώντας ένα αν μη τι άλλο παλαιού τύπου χιούμορ, όντας ουσιαστικά ο τελευταίος εν ενεργεία Έλληνας που κάνει επιθεώρηση πετυχημένα. Θεωρητικά, το είδος κωμωδίας που κάνει ο Σεφερλής είναι η κωμωδία χαρακτήρων. Σατιρίζει γνωστές περσόνες και μετά από λίγο ανθρωπότυπους της ελληνικής κοινωνίας.

Στις παραστάσεις του Σεφερλή, που κρατάνε πραγματικά πολλή ώρα, υπάρχουν συνήθως 4-5 νούμερα, τα οποία ουσιαστικά αποτελούν απλά ένα διαφορετικό σκηνικό για την παραγωγή ακριβώς του ίδιου τύπου χιούμορ.  Ο Σεφερλής συνήθως παριστάνει τους ανθρώπους ουσιαστικά του κοινού του, τραβηγμένους στην υπερβολή, προκειμένου να επιτευχθεί το κωμικό αποτέλεσμα. Το χιουμοριστικό μήνυμα, άλλωστε, έχει πάντα μέσα του έναν ενδείκτη ότι είναι κωμικό, κάτι δηλαδή που δείχνει ότι η πρόθεση του μηνύματος είναι χιουμοριστική. Η περούκα, το μουστάκι, το λαδωμένο φανελάκι του χαρακτήρα του τού δίνουν, λοιπόν, την ευκαιρία για την παραγωγή ενός χιούμορ που δεν είναι απλά ‘γυμνασιακό’ όπως συνηθίζαμε να λέμε, αλλά τελικά έντονα σεξιστικό και  πολλές φορές ρατσιστικό.

Οι γυναίκες στις παραστάσεις του Σεφερλή είναι δύο ειδών: α)αυτές που εμείς οι λευκοί straight άντρες παίρνουμε μάτι, οι ‘σεξουαλικά ενεργές’, και β) εκείνες που κακομεταχειριζόμαστε, ακριβώς επειδή έχουν παραπανίσια κιλά ή μεγαλύτερη ηλικία. Σε μια σειρά παραστάσεων ο Σεφερλής δείχνει αυτή την αντίθεση. Οι χαρακτήρες του Σεφερλή, όταν βλέπουν όμορφες γυναίκες, τις παρενοχλούν -συχνά όχι μόνο λεκτικά- κάνοντας συνεχώς σχόλια για το πόσους έχουν πάρει ή πώς θα τις πάρει ο ίδιος μετά, γιατί αν μια γυναίκα είναι σεξουαλικά ενεργή, ε, είναι ενεργή για όλους σύμφωνα με το γνωστό σκεπτικό-βάση τoυ rape-culture.

Θυμάμαι μάλιστα και τηλεοπτικά ότι, στη σειρά ‘Κορίτσια ο Μάρκουλης’, ο Σεφερλής ως Μάρκουλης, σε ζώνη prime-time ενός μεγάλου καναλιού της ελληνικής τηλεόρασης, απλά στρίμωχνε μια ηθοποιό της σειράς την οποία είχε αποκλείσει στο ασανσέρ αλλάζοντας ορόφους, προκειμένου να τη χαϊδεύει και να τη φιλάει. Προφανώς, για να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά του χαρακτήρα του, φόρεσε στην ηθοποιό mini φόρεμα και τιραντάκι. Σκεφτείτε στο σημείο αυτό αν θα υπήρχε κωμικό αποτέλεσμα σε περίπτωση που η ηθοποιός φορούσε οτιδήποτε ‘σεμνό’.  Άλλοι καιροί θα πει κανείς, τότενές που κοιμόμαστάνε με ανοιχτά παράθυρα και στριμώχναμε στο ασανσέρ γυναίκες και δεν μας έλεγε τίποτα και κανείς. Αθώα χρόνια για να είσαι άντρας. Πριν τα #me_too και όλα αυτά τα μαραφέτια.

Τα αστεία στις επιθεωρήσεις του Σεφερλή δεν είναι φυσικά μόνο σεξιστικά. Ο ίδιος έχει υπάρξει άπειρες φορές ρατσιστής απέναντι σε μετανάστες, ομοφοβικός, ενώ συνηθίζει να κοροϊδεύει ανθρώπους για την ηλικία τους, τη μύτη τους, το ύψος τους, τα κιλά τους. Αυτή, άλλωστε, είναι η βάση οποιασδήποτε από τις παραστάσεις του. Σε ένα από τα σκετς του στην παράσταση ‘Μάγος του Ροζ’, στο οποίο παρουσιάζεται ο διάλογος μιας δημοσιογράφου με έναν μετανάστη ονόματι Ραφίκ, υπάρχει το εξής κομμάτι:

“-Και πως τα βγάζεις πέρα;

-Δουλειά, πολλή δουλειά. Από τότε που ήρθα στο Ελλάδα όλο δουλειά. Θυμάμαι πρώτο μου δουλειά ταχυδακτυλουργό.

-Δηλαδή τι έκανες;

-Εξαφάνιζα σήμερα κασετόφωνο από ένα αυτοκίνητο στην Κυψέλη και το εμφάνιζα δυό μέρες μετά σε πάγκο στο Μοναστηράκι”

Πρόκειται για ένα πραγματικά ελάχιστο δείγμα του τρόπου με τον οποίο κάνει κωμωδία ο Σεφερλής. Με τους χαρακτήρες του στήνει ένα ‘Εμείς’, το οποίο κανονικοποιεί, το παρουσιάζει ως νορμάλ. Την ίδια στιγμή, θέτει στο στόχαστρό του οτιδήποτε δεν χωράει σε αυτό: οι γυναίκες, οι ομοφυλόφιλοι, οι μετανάστες. Ο ίδιος ο Σεφερλής και οι περισσότεροι από τους χαρακτήρες του είναι οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι, οι νορμάλ, αυτοί που, ντάξει, μπορείς να κοροϊδέψεις και λίγο, αλλά πάντα ανέξοδα. Εκείνοι που πραγματικά θα υποφέρουν είναι όσοι τους περιτριγυρίζουν. Το χιούμορ είπαμε στην αρχή πως δεν λειτουργεί απλά ως πρόκληση γέλιου. Είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο. Το συγκεκριμένο χιούμορ αναπαράγει στερεότυπα και προκαταλήψεις χτισμένες πάνω στην αρνητική αξιολόγηση.

 Ο Σεφερλής δεν είναι τόσο εύπεπτος μόνο επειδή κάνει χαζά λογοπαίγνια ή επειδή βάζει τον Καπετάνιο να κάνει το κόλπο με τη γλώσσα, είναι τόσο εύπεπτος και τόσο επιτυχημένος επειδή δεν χρειάζεται να εξηγήσει τίποτα από όσα λέει

Στηρίζεται σε στερεότυπα και προκαταλήψεις πολύ βαθιά χωμένες στην κυριαρχική κουλτούρα. Κανείς δε θα γέλαγε με το αστείο για τον Ραφίκ, αν δεν υπήρχε η προϋποθετημένη και σταθερή αναπαράσταση του μετανάστη ως εγκληματία. Κανείς δε θα γέλαγε με τα αστειάκια παρενόχλησης γυναικών, αν αυτές δεν ήταν ντυμένες με mini, οπότε κατά το κοινώς λεγόμενο “were asking for it”. Κάθε είδους χιούμορ προϋποθέτει και τον δέκτη, αυτόν που θα το αποκωδικοποιήσει με βάση προϋπάρχουσες γνώσεις και ένα κοινό πολιτισμικό συγκείμενο. Επομένως, όταν λέει κανείς ότι ‘ο Σεφερλής είναι ο κωμικός που μας ταιριάζει δεν πετάει κλισέ πυροτέχνημα. Είναι η αλήθεια ότι χιούμορ του είναι αυτό που θα ακούσεις πιο συχνά σε καφετέριες, ταξί, μπαρ, στο γραφείο.

Κάπου εδώ έρχεται το κρίσιμο ερώτημα περί ‘ελευθερίας στη σάτιρα’. Κανείς δεν θα αρνηθεί το δικαίωμα στον Σεφερλή να κάνει το χιούμορ που κάνει. Κανείς δε θα αφαιρέσει επίσης σε κανέναν το δικαίωμα να γελάει με ό,τι θέλει. Η ανάγνωση όμως μιας κωμωδίας με όρους χρήσης ρατσιστικού και σεξιστικού λόγου είναι απλά ένα κομμάτι κριτικής σε ένα έργο, κριτικής που μοιάζει καταπιεστική για κωμικούς που μέχρι σήμερα είχαν συνηθίσει να κάνουν κωμωδία βρίσκοντας εύκολους στόχους, συνομιλώντας με το κοινό τους με τον πιο ‘ασφαλη’ τρόπο, τα στερεότυπα. Το χιούμορ, λοιπόν, του Σεφερλή δεν είναι μόνο κακό επειδή είναι κιτς, είναι κακό επειδή αναπαράγει τα πιο συντηρητικά αντανακλαστικά της ελληνικής κοινωνίας. Και το κάνει ‘επιτυχημένα’, με δεδομένο ότι μιλάμε για έναν άνθρωπο που έχει όντως υποκριτικό ταλέντο.

Δεν πρέπει, λοιπόν, να του απαγορεύσει κανείς να κάνει παραστάσεις. Προφανώς. Παρόλα αυτά, εύχομαι ότι κάπου στο όχι τόσο μακρινό 2040 κάποιος Έλληνας φοιτητής σε μια έρευνα για την πολιτισμική πτυχή του χιούμορ θα ανοίξει βαριεστημένα κάποιο αρχειακό υλικό από παραστάσεις του Σεφερλή και θα μείνει έκπληκτος όταν δει το ‘2018’, ότι δηλαδή τόσο πρόσφατα σε αυτόν οι άνθρωποι στην Ελλάδα γελούσαν ακόμα με αυτά τα πράγματα.

Μέχρι τότε εμείς θα ζούμε με την απογοήτευση του ηττημένου. Πράγματι, ο Σεφερλής γεμίζει τα θέατρα στα οποία παίζει. Πράγματι, ήταν πολύ καλός ο νεαρός stand-up comedian που είδαμε ένα βράδυ Τρίτης στο υπόγειο της Crust, αλλά παραήταν καλός για να τον ξαναδούμε οπουδήποτε αλλού. Δεν κάνει και αστεία με πεθερές. Ποιος να ασχοληθεί μαζί του; Πράγματι, επίσης, ο Σεφερλής έχει κάθε δικαίωμα να απαντάει στην κριτική που του κάνουμε με ένα απλό ‘με αγαπάει ο κόσμος’. Εδώ που τα λέμε, δυστυχώς τον αγαπάει.