OPINIONS

Στο μυαλό ενός ανθρώπου που μοιράζει ψόφους στο ίντερνετ

Γιατί αυτή τη στιγμή το μίσος πουλάει στα social media περισσότερο από την πορνογραφία;

Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, χιλιάδες χρήστες του Facebook και του Τwitter εύχονται σε άλλους χρήστες του Facebook και του Twitter ανεργία, πόνο, βρομόξυλό ή αργό και βασανιστικό θάνατο. Πολύ πιθανό το ίδιο να συμβεί και στο κείμενο που διαβάζετε.  Μια κλιμάκωση μίσους ανάλογα με το θέμα, τον αποδέκτη των σχολίων και τη διάθεση του σχολιαστή. Όλο το ίντερνετ έχει κατακλυστεί σχεδόν σε κάθε γωνιά του με σχολιασμό μίσους και αυτό δεν είναι καθόλου υπερβολή.

Σε ένα πρώτο επίπεδο θα το ρίξουμε στον εκδημοκρατισμό του σχολιασμού που έχει φέρει το internet και τα social media. Αυτός που τη δεκαετία του ’80 και του ’90 έβριζε μπροστά από ένα κουτί ξαναζεσταμένης πίτσας την οθόνη του, την ώρα που έπινε μπίρα και ρευόταν, βρήκε στο ίντερνετ μια δίοδο να εισακουστεί, να εκφραστεί. Ο παρουσιαστής που έβριζαν στην τηλεόραση μπορεί πλέον να τους ακούσει. Και αυτό αν μη τι άλλο δημιουργεί έναν ενθουσιασμό. Το να βρίζεις δίνει μια αίσθηση συμμετοχής στα πράγματα. Όσο πιο καλά το κάνεις, τόσο πιο μεγάλη θα είναι και η επιρροή σου.

Η σφοδρότητα των σχολίων, οι κατάρες για καρκίνους στα κόκκαλα έρχεται όχι τόσο, όπως συχνά λέγεται, επειδή νιώθουν μια απεριόριστη ελευθερία πίσω από την οθόνη τους. Η ίδια η επικοινωνία μέσω των social media έχει έναν χαρακτήρα συνομιλίας μεταξύ avatars και όχι ανθρώπων. Σε αυτή την ενδιάμεση περίοδο που ζούμε, τα προφίλ και οι άνθρωποι που κρύβονται πίσω από τα προφίλ δεν είναι ούτε κάτι απόλυτα διακριτό ούτε όμως και κάτι που ταυτίζεται. Συνήθως, όταν εύχονται σε έναν άνθρωπο να ψοφήσει ουσιαστικά απευθύνονται στη διαδικτυακή του περσόνα, στο προφίλ του. Τον φαντάζονται εξαφανισμένο από το ίντερνετ, όχι νεκρό να τον κλαίει η μανούλα του. Αυτός που λαμβάνει όμως το μήνυμα δεν είναι το προφίλ του. Είναι ένας άνθρωπος.

Και προφανώς αυτοί που υποφέρουν περισσότερο από το διαδικτυακό hate speech είναι οι ομάδες που υφίστανται ούτως ή άλλως κακοποιητικό λόγο: τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ, οι μετανάστες, οι γυναίκες. Οι ομάδες εκείνες που διεκδικούν περισσότερο χώρο στον δημόσιο λόγο και όταν το κάνουν δέχονται απειλές, προκειμένου να συνέλθουν, να κάτσουν στο περιθώριο, να τα κάνουν στην κρεβατοκάμαρα τους κατά το κοινώς λεγόμενο. Ταυτόχρονα, σε ένα τελείως διαφορετικό επίπεδο και για τελείως διαφορετικούς λόγους, είναι τα μεγάλα MME και οι δημοσιολογούντες.

Οι πλατφόρμες σχολίων στα social media και στα μεγάλα sites γίνονται τόποι ιδεολογικής σύγκρουσης. Και συνήθως αυτός καλύπτεται από ιδεολογίες μίσους. Η στρατηγική είναι η κλασική: ‘πάμε να κάνουμε θόρυβο’. Και κατά βάση έχουν ένα μοτίβο.

Για παράδειγμα, γράφεις ένα κείμενο για δικαιωματισμό. Σιγά-σιγά αρχίζουν να έρχονται εκατοντάδες account, πολύ συχνά fake προφίλ, που βρίζουν και επιτίθενται. Όσο μαζεύονται τα account, τόσο πιο ακραία γίνονται τα σχόλια σε μια λογική όχλου που παίρνει τις ψηφιακές του τσουγκράνες και έρχεται στην πλατεία του χωριού, για να απαιτήσει να καεί ο αιρετικός. Δεν είναι όμως απλά ότι ο καθένας βγάζει τα απωθημένα του. Πολύ συχνά οι επιθέσεις είναι ενορχηστρωμένες, ακόμα και αν δεν το καταλαβαίνουν όλοι όσοι συμμετέχουν σε αυτές.

AP Photo/Josh Edelson

(AP Photo/Josh Edelson)

Η ύπαρξη εκατοντάδων σχολίων που βρίζουν ένα κείμενο ενός μέσου -συνήθως mainstream, με μαζική απεύθυνση- γίνεται στρατηγική. Ουσιαστικά, οι σχολιαστές που εύχονται ψόφο στους εχθρούς τους καταλαμβάνουν διαδικτυακό χώρο, δημιουργούν την ψευδαίσθηση ότι μιλούν εξ ονόματος μιας μεγάλης κοινότητας που είναι πολυπληθής και διαφωνεί με τα πόιντς του εκπροσώπου της δημοσιογραφικής ελίτ. Αν είχαμε ένα ευρώ για κάθε φορά που διαβάσαμε “oneman, δεν βρέχει σε φτύνουν”, θα γράφαμε μέσα από ολόχρυσες μπανιέρες. Επίσης, τα άρθρα αυτά, μέσα στην κανονικοποίηση που επιχειρείται, αποδίδονται σε σκοτεινά συμφέροντα διαφόρων σκιωδών επιχειρηματιών. Αν είχαμε ένα ευρώ για κάθε φορά που ακούγαμε ότι “είμαστε πράκτορας του George Soros”, ο George Soros θα ήταν πράκτορας δικός μας.

 Όλα αυτά τα σχόλια, λοιπόν, δημιουργούν μια στρεβλωμένη -ακόμα και στατιστικά να το δεις- εντύπωση ότι η κοινωνία εκεί έξω, έξω από το echo chamber μας και τους φίλους μας, είναι έτσι. Και αυτό δημιουργεί αντανακλαστικά μια παραίτηση. Δεν είναι μόνο ακραίοι, είναι και μπετοναρισμένοι, τι νόημα έχει να συζητήσω μαζί τους; “Μνημόνια μέχρι να σβήσει ο ήλιος”. Και αυτή η παραίτηση δημιουργεί ακόμα περισσότερο χώρο να παίξουν οι ιδεολογίες του μίσους το παιχνίδι τους ακριβώς όπως θέλουν. Το μίσος κανονικοποιείται.

Το θέμα τελικά όμως είναι να διακρίνουμε αυτή τη στρατηγική και να καταλάβουμε ότι, όσο χάλια και αν είναι ο πλανήτης, υπάρχει ακόμα χώρος για να αναπνεύσουμε. Τον βρίσκουμε στους Αιγύπτιους ψαράδες που έσωζαν ανθρώπινες ζωές. Αλλά δεν τον βρίσκουμε μόνο στους ήρωες. Τον βρίσκουμε στους χώρους της συνύπαρξης, στα γέλια του Ινδού μετανάστη που πιάνει την κουβέντα με τη γιαγιά που πριν λίγο γκρίνιαζε για το μετρό που άργησε λίγο πριν η ίδια δώσει συμβουλές σε μια μητέρα από την Αφρική για τον βήχα του παιδιού της. Τον βρίσκουμε σε όλες αυτές τις εικόνες που ο κυνισμός μάς έχει κάνει να τις βρίσκουμε κλισέ και χιλιοπαιγμένες, την ώρα που το να μοιράζεις ψόφους μοιάζει φρέσκο και ειλικρινές.

Τουλάχιστον, λοιπόν, να θυμόμαστε και αυτό. Όσον θόρυβο και να κάνουν, όσον κακοποιητικό λόγο και αν γεννήσουν, είναι λιγότεροι.