ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

“Δεν μπορεί να περάσει ένα 24ωρο δίχως να σκεφτείς τη μάνα σου”

Ενα κείμενο για την απώλεια που δεν μετριέται με μέρες και δεν παλεύεται με δάκρυα.

Σε συνήθως ‘άκυρες’ στιγμές έρχεται στο μυαλό μια εικόνα της από το παρελθόν. Γι’ αυτήν έτσι και αλλιώς υπάρχει μόνο αυτή η διάσταση του χρόνου, η παρελθοντική. Συμβαίνει με όλους τους ανθρώπους που ‘έχουν φύγει’ Ηταν εδώ. Δεν είναι, δεν θα είναι.

Η στιγμή αυτή ποικίλλει ως προς τη χρονική περίοδο που αναφέρεται. Τις περισσότερες φορές βουτά μέσα στην παιδική ηλικία, που δεν είναι τίποτα άλλο πια από μία μακρινή ανάμνηση, για να φέρει στο νου πράγματα εντελώς καθημερινά. Ένα χάδι ή έναν καυγά (πολλές φορές και τα δύο μαζί, διότι μετά τους καυγάδες ερχόταν ένα χάδι και ένα δάκρυ), ένα θορυβώδες γέλιο την ώρα που γάζωνε-μεροδούλι-μεροφάι-στη ραπτομηχανή, ένα τραγούδι, κατά προτίμηση ένα παλιό λαϊκό του Καλδάρα ή του Μουσαφίρη. Είναι πάντως μία στιγμή. Που φέρνει το πολύ-πολύ άλλη μία, στο ίδιο ακριβώς λεπτό.

Τούτες οι στιγμές συνιστούν τη σχέση με τη μάνα (που έφυγε έναν Απρίλιο πριν κάποια χρόνια), τούτες οι στιγμές αποτελούν και τον τρόπο που αναπληρώνεται η απώλεια. Λάθος ρήμα.

Καμία απώλεια δεν αναπληρώνεται. Ίσως το ρήμα ‘τιθασεύεται’ να το θεωρήσετε πιο κατάλληλο, αν και δεν έχει καμία ιδιαίτερη σημασία

Από την αρχή δεν υπήρχε ούτε καν σαν σκέψη το σύνηθες τελετουργικό. Νεκροταφείο, λουλούδια, άναμμα καντηλιού, μερικά λόγια πάνω από το μνήμα, πολύ κοντά στη φωτογραφία έτσι ώστε “να σε ακούει”. Μα να μιλάς σε αντικείμενα, μάρμαρα εν προκειμένω; Για να σε ακούσει ποιος; Για ποιο λόγο να το κάνεις;

Ήταν, λοιπόν, πολύ αραιές οι επισκέψεις. Κάποιες από αυτές επιβλήθηκαν από τα θρησκευτικά πρέπει που σε συνοδεύουν σ’ αυτές τις περιπτώσεις. Το  ‘σαράντα’, τον ‘χρόνο’ και ότι άλλο έχει σκαρφιστεί η Εκκλησία για να τα παίρνει ακόμα ο άνθρωπός σου βρίσκεται ήδη κάτω από το χώμα. Στη συνέχεια απλώς ‘κόπηκαν’. Και παιζόταν, σαν έργο, μόνο το μονόπρακτο των αναμνήσεων. Όποτε ήθελες, αν ήθελες, που ήθελες. Και ήθελες κάθε μέρα!

Κάθε μέρα; Αναμφισβήτητα ναι. Δεν μπορεί να περάσει ένα 24ωρο δίχως να σκεφτείς τη μάνα σου. Δοκιμάστε το αν η δική σας βρίσκεται εν ζωή. Αν το έχετε ήδη δοκιμάσει, θα έχετε διαπιστώσει πόσο δύσκολο είναι. Και εδώ που τα λέμε ίσως δεν σας αφήνει και η ίδια να το ξεχάσετε. Το ίδιο όμως θα γίνει όταν συμβεί το μοιραίο. Δεν θα υπάρχουν πια τα ενοχλητικά τηλέφωνα, τα συνεχόμενα ‘τι κάνεις, τι έφαγες’ και η συνήθης προτροπή να ‘βάλεις κάτι επάνω σου γιατί έχει χαλάσει ο καιρός’. Αλλά θα υπάρχουν οι αναμνήσεις των στιγμών, πιο δύσκολα διαχειρίσιμες, στην αρχή πράγματι οδυνηρές, με το πέρασμα του χρόνου όμως θεραπευτικές, πηγές θετικής ενέργειας πια.

Φίλη λοιπόν η απώλεια; Μέγα λάθος. Πώς θα πιάσεις φίλο κάποιον που σε πόνεσε τόσο πολύ και σου στέρησε κάτι τόσο ‘ακριβό’ στην πορεία της ζωής σου;

Τι είναι λοιπόν; Η μόνιμη καταφυγή σου, εκεί που η συνείδηση αλλά και το ασυνείδητο σε οδηγούν όταν προκύψει το κενό είτε από βιολογικούς είτε ακόμα και από συναισθηματικούς λόγους. Ένα είδος αναπόφευκτου πεπρωμένου; Πείτε το και έτσι αν και δεν διαθέτει εσχατολογικά χαρακτηριστικά που συνήθως αποδίδονται σε έννοιες όπως είναι το πεπρωμένο. Πείτε το, σε τελική ανάλυση, απλά ζωή. Συνέβαινε, συμβαίνει, θα εξακολουθήσει να συμβαίνει στον αιώνα τον άπαντα ακόμα και αν κάποια στιγμή κυριαρχήσουν πλήρως τα ρομπότ και η τεχνητή νοημοσύνη.

Η απώλεια έχει αναφορές στην καρδιά και στην ψυχή όχι τόσο στον εγκέφαλο (αν και ένας φανατικός πραγματιστής θα σας έλεγε ότι εκεί εδράζονται όλα και δίκιο θα είχε). Χτυπά τις χορδές που συνηθίζουμε να χαρακτηρίζουμε ευαίσθητες, αν και όλες τέτοιες είναι οι ανθρώπινες. Σε βουτά στο πιο βαθύ ωκεανό για να σε βγάλει την ύστατη ώρα και να σε οδηγήσει, βρεγμένο και τρομαγμένο, σε κορυφές που δεν έχεις πατήσει ξανά. Αν συμβεί, είστε από τους τυχερούς. Υπάρχουν πολλοί που μένουν καρφωμένοι στον πάτο του ωκεανού και κάνουν μόνιμη παρέα με το έρεβος.

Δεν έδωσες, λοιπόν, στο χαμό την έννοια που το κοινωνικό κατεστημένο έχει δώσει; Μήπως δεν έκλαψες αρκετά την ώρα της κηδείας για να διαπιστώσει πόσο στ’ αλήθεια λυπημένος είσαι η ξαδέρφη της μάνας σου που έχει να σε δει από 7 ετών αλλά παρ’ όλα αυτά το μάτι της καρφώθηκε πάνω σου από την αρχή του μυστηρίου; Μάλλον είσαι στο σωστό δρόμο.

Manual διαχείρισης για τον τρόπο που θα νοσταλγήσεις, αν τον νοσταλγήσεις, τον άνθρωπο που σε έφερε στη ζωή και, υπό μία έννοια, σου χάρισε το φως της ύπαρξης δεν υπάρχουν και αυτό συνιστά μία ανείπωτη ευτυχία. Εγχειρίδια θρήνου και πένθους επίσης δεν πωλούν τα βιβλιοπωλεία. Άλλη ευτυχία αυτή. Φαντάσου να σου έκαναν ποτέ δώρο το ’10+1 τρόποι για να βιώσεις και να ξεπεράσεις το πένθος από το θάνατο της μάνας σου’. Ευτυχώς, ο καπιταλισμός δεν έχει φτάσει ακόμη στο σημείο να εκμεταλλευτεί τον πόνο για το θάνατο του δικού σου ανθρώπου και στα βιβλιοπωλεία ή στο Amazon. Ή όχι; Οι σιγουριές δεν μας κάνουν παρέα πια.

Μοναχικός δρόμος η απώλεια και ο καθένας τον πορεύεται όπως γουστάρει. Έτσι, χωρίς πρόγραμμα. Μονάχοι μας πονάμε, μονάχοι μας βλέπουμε τις πληγές να τρέχουν ολούθε αίμα, μονάχοι μας τις βάζουμε ιώδιο και προχωράμε μέχρι την επόμενη και μέχρι να συναντήσουμε το δικό μας αιώνιο τίποτα, την δική μας αδιάκοπη ανυπαρξία την οποία όλοι κάποτε αβίωτα θα ‘βιώσουμε;. Κλαίμε μα δεν φοβόμαστε. Και δεν φοβόμαστε να κλαίμε. Εκεί που θέλουμε και όχι εκεί που πρέπει. Και τώρα, μα την πίστη μου, θέλω τόσο πολύ να κλάψω…