ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Πόσο θυμόμαστε τους νεκρούς: μερικές σκέψεις για τον θάνατο, τη μνήμη και τη λήθη

Ένας δημοσιογράφος του Oneman, με αφορμή τη συμπλήρωση είκοσι χρόνων από τον θάνατο του πατέρα του, προσπαθεί να προσεγγίσει τη στάση αυτών που μένουν πίσω, στη 'μάχη' της μνήμης με τη λήθη.

“Μαμά, ο μπαμπάς πέθανε”. Μάλλον ήταν το πιο δύσκολο τηλεφώνημα της ζωής μου. Ένα ξημέρωμα του Γενάρη, σαν σήμερα, ακριβώς πριν είκοσι χρόνια, στο ΝΙΜΤΣ. Λίγο πριν, μετά τις τελευταίες προσπάθειες των γιατρών να τον κρατήσουν στη ζωή με τον εξωτερικό απινιδωτή, αφού είχαν προηγηθεί 23 μέρες στο κρεβάτι του νοσοκομείου ύστερα από ένα βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο, ο πατέρας μου είχε ξεψυχήσει μπροστά μου, δίνοντάς μου για πρώτη φορά τόσο ξεκάθαρα την εικόνα του θανάτου. Εκείνο που με είχε σοκάρει ακόμα περισσότερο, ήταν ότι ο ίδιος ο θάνατος είχε χωρέσει σαν είδηση σε τέσσερις μόνο λέξεις: “Μαμά, ο μπαμπάς πέθανε”…

Λίγους μήνες αργότερα, πάλι μέσα στο 1999, ήμουν εγώ που σήκωσα το τηλέφωνο για να ακούσω από την άλλη άκρη της γραμμής τις ίδιες τέσσερις λέξεις: “Θανάση, ο Νίκος πέθανε”. Ο Νίκος ήταν ο καλύτερος φίλος μου, το alter ego μου, το άλλο μου μισό, ο σύντροφος στα εύκολα και στα δύσκολα, στα αστεία και στα σοβαρά, στα πάντα. Ο δικός του θάνατος είχε βάλει σκληρό τέλος μέσα μου σ’ αυτό που ονομάζουμε ‘νιάτα’, με είχε διαλύσει τόσο βίαια, που για τους επόμενους τρεις μήνες ‘δραπέτευσα’ από την πραγματικότητα, αναζητώντας ανύπαρκτες απαντήσεις σε αδιέξοδα ερωτήματα, μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι η άσκοπη φυγή ούτε θα έφερνε πίσω τον Νίκο, ούτε θα αφαιρούσε το παραμικρό από τον ανεξέλεγκτο πόνο που ένιωθα λόγω της απώλειάς του.

Αμέσως μετά τον θάνατο του πατέρα μου είχα φύγει από την Αθήνα και είχα μείνει ένα χρόνο στο χωριό μου, τον Μάραθο. Το κεφάλι μου είχε πάρει ανάποδες, κάθε μέρα πήγαινα στο νεκροταφείο και του μιλούσα, τις νύχτες ανέβαινα στην ταράτσα του σπιτιού και άρχιζα ατελείωτες συζητήσεις μαζί του, προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου ότι με κάποιο μεταφυσικό τρόπο οι σκέψεις μου θα έφταναν σε αυτόν. Ήταν η πρώτη φορά που έκανα τη γνωριμία μου τόσο άμεσα με την έννοια της απουσίας, ένιωθα το κενό να μαστιγώνει τα μέσα μου τόσο αλύπητα που δεν μπορούσα να βρω πουθενά παρηγοριά. Τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο δύσκολα όταν έφυγε και ο Νίκος. Θυμάμαι, τις νύχτες, μέσα στον χειμώνα, έπαιρνα το παπί και πήγαινα στη θάλασσα, όπου κολυμπούσα με τις ώρες, αιμορραγώντας θλίψη. Θλίψη, απελπισία και μοναξιά.

Ήταν τότε, εκείνους τους μήνες, που άρχισα να σκέφτομαι για πρώτη φορά την παγωμένη πραγματικότητα του θανάτου. Μέχρι τότε δεν είχε περάσει ιδιαίτερα από το μυαλό μου, ότι πρόκειται για τη μοναδική βεβαιότητα – πόσο ειρωνικό ακούγεται – της ζωής. Από τη στιγμή που θα γεννηθείς, το μόνο σίγουρο είναι ότι κάποια στιγμή θα πεθάνεις. Οι παράμετροι μπορεί να είναι διαφορετικές για κάθε άνθρωπο, όμως η κατάληξη δεν αλλάζει ποτέ. Τα αίτια διαφέρουν, το ίδιο και η ηλικία, αλλά μέχρι εκεί. Κάτι άλλο που επίσης διαφέρει, είναι η διαχείριση του θανάτου από τους ζωντανούς. Προφανώς και εξαρτάται από το πόσο κοντά μας ήταν ο πεθαμένος, πόσο δικός μας άνθρωπος, πόσο αγαπημένος, αν και αυτό περισσότερο ‘αποσαφηνίζεται’ από τον χρόνο. Τι εννοώ; Η συγκίνηση μπορεί να έρθει με οποιονδήποτε θάνατο, ακόμα και αν αυτός δε μας ‘αφορά’, ακόμα και αν αυτός έχει συμβεί στην άλλη άκρη του κόσμου.

Αν περιγράψουμε τους διαφορετικούς θανάτους ως ομόκεντρους κύκλους, όπου στο κέντρο βρίσκονται οι ‘δικοί’ μας άνθρωποι και όσο μεγαλώνει η διάμετρος και η περιφέρεια απομακρύνεται από αυτό, μεγαλώνει και η δική μας ‘απόσταση’ από τους εκάστοτε νεκρούς, τότε εκείνο που δημιουργεί την πραγματική διαφορά στον προσωπικό πόνο, είναι η διάρκεια της θλίψης σε συνάρτηση με τον χρόνο που απαιτείται ώστε η μνήμη να δώσει τη θέση της στη λήθη. Δε νομίζω – για να δώσω ένα παράδειγμα – να υπάρχει έστω και ένας από εσάς που διαβάζετε αυτό το κείμενο, που δε συγκινήθηκε από την καλοκαιρινή τραγωδία με τις φωτιές και την εκατόμβη των άτυχων θυμάτων. Σχεδόν μισό χρόνο μετά, πόσοι είναι αυτοί που το σκέφτονται ακόμα;

Η δραματική συχνότητα με την οποία συμβαίνουν τραγωδίες είναι τέτοια, που με τον τρόπο της ‘επιβάλλει’ μια συνεχή αλληλουχία πόνου και λήθης, κατ’ επανάληψη και δίχως το παραμικρό περιθώριο ‘παραμονής’ στο ίδιο γεγονός

Προφανώς υπάρχει ο ‘ουδέτερος’ πόνος, εκείνος που δε μας αφορά άμεσα, αλλά μας ‘παρασύρει’ για λίγο, αφού όπως είναι φυσικό, το συναίσθημα δύσκολα ελέγχεται. Αν κάτι ξεχωρίζει αυτόν τον ‘ουδέτερο’ πόνο, από τον άλλο, εκείνον δηλαδή που για τον καθένα είναι πολύ πιο προσωπικός και δύσκολος, αφού αφορά δικά του πρόσωπα, νομίζω ότι είναι αυτό που βρίσκεται ανάμεσα στον πόνο και στη λήθη: η μνήμη. Όσο πιο κοντά στο κέντρο των ομόκεντρων κύκλων βρίσκεται ο νεκρός, τόσο πιο δύσκολη είναι η διαχείριση, αφού η μνήμη ‘κερδίζει’ εύκολα τη λήθη. Από εκεί και μετά, εξαρτάται από την αντίδραση κάθε ανθρώπου, το πόσο θα διαρκέσει η μνήμη και – κυρίως – η συχνότητα και η έντασή της. Η μητέρα μου, ας πούμε, δε σταμάτησε να θρηνεί τον πατέρα μου ούτε στιγμή, σε τέτοιο σημείο που η συνολική της άρνηση για ζωή μετά το θάνατό του, να την οδηγήσει στην άνοια.

Εγώ από τη μεριά μου, ταίριαξα πολύ περισσότερο σε αυτό που λέμε ‘ο χρόνος τα γιατρεύει όλα’, με την έννοια ότι όσο περνούσαν οι μήνες και τα χρόνια, ‘συμφιλιώθηκα’ και με το θάνατό του αλλά και με την απουσία του. Η συχνότητα και η ένταση της ‘παρουσίας’ του σε μένα – όπως και του Νίκου – είναι κάτι που το διαχειρίζεται πλέον από μόνη της η καθημερινότητα. Δεν έχει να κάνει τόσο με τις φωτογραφίες τους που έχω μέσα στο δωμάτιό μου, αλλά πολύ περισσότερο με τις αναμνήσεις και τις εξωτερικές ή εσωτερικές αναφορές που προκύπτουν. Με εντυπωσιάζει το γεγονός ότι μπορεί να περάσουν πολλές μέρες δίχως να σκεφτώ κανέναν από τους δυο, χωρίς όμως αυτό να με αγχώνει. Πιστεύω απλά ότι είναι φυσιολογικό. Η ζωή προχωράει, οι ζωντανοί είναι οι πραγματικοί ‘παρόντες’ και τα κενά που δημιουργεί η κάθε απώλεια, μοιάζουν με πληγές που επουλώνονται.

Από την άλλη, για να είμαι ειλικρινής, κάθε φορά που θα θυμηθώ τον μπαμπά, τη μαμά, τον Νίκο ή άλλα αγαπημένα πρόσωπα που έχουν φύγει, η νοσταλγία κάνει την εμφάνισή της, τις περισσότερες φορές – ευτυχώς – με έναν γλυκό τρόπο, που οδηγεί σχεδόν πάντα σε ένα χαμόγελο. Ξέρετε, μια υπέροχη ιδιότητα όσων αγαπημένων έχουν φύγει, είναι ότι δεν πρόκειται να προστεθεί τίποτα το αρνητικό στη σχέση σου μαζί τους. Ό,τι έγινε, έγινε.

Έτσι κι αλλιώς, η συνολική μνήμη είναι κάτι που νομοτελειακά κάποτε θα εξαφανιστεί

Αν θεωρήσουμε ότι κάθε άνθρωπος δημιουργεί χιλιάδες αναμνήσεις στη ζωή του, τότε, αν ενώσουμε όλες τις αναμνήσεις όλων των ανθρώπων που έχουν περάσει από τον πλανήτη, φτιάχνουμε κάτι αντίστοιχο με το σύμπαν και τα ουράνια σώματα. Αυτό το ‘σύμπαν’ αναμνήσεων, αν και τεράστιο, χάνει συνεχώς παλιό περιεχόμενο και το αναπληρώνει επίσης συνεχώς με καινούργιο.

Αν εξαιρέσουμε από την εξίσωση τόσο τους ‘μεγάλους’, που έχουν κερδίσει το δικαίωμα της αθανασίας, όσο και τα σημαντικά γεγονότα, που θα μνημονεύονται ακόμα και για αιώνες και χιλιετηρίδες, και ασχοληθούμε με τους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους, φτάνουμε εύκολα στο συμπέρασμα της προηγούμενης παραγράφου. Να σας δώσω ένα παράδειγμα. Πριν είκοσι χρόνια, όταν πέθανε ο πατέρας μου, τον ήξεραν όλοι στο χωριό. Σήμερα, είκοσι χρόνια αργότερα, δεν τον θυμούνται ούτε οι μισοί. Σε άλλα είκοσι χρόνια, θα είναι ελάχιστοι και σε ακόμα είκοσι, λογικά ούτε ένας. Το ίδιο θα συμβεί και με εμένα και με όλους εσάς. Το ίδιο θα συμβεί και με τις δικές μου αναμνήσεις, αλλά και με τις δικές σας. Κάποιοι θα συντηρήσουν για λίγο καιρό τη θύμησή μας (φαντάζομαι φίλοι και συγγενείς) και στην πορεία θα ‘εξαφανιστούμε’ τελείως, τόσο εμείς, όσο και οι αναμνήσεις που είτε φτιάξαμε είτε αφήσαμε πίσω μας.

Δεν είναι κακό, δεν είναι τρομακτικό, δεν είναι καν άξιο λόγου. Αν και εδώ θα μου επιτρέψετε να ανοίξω μια μικρή παρένθεση για να σας εκμυστηρευτώ κάτι. Πριν λίγα χρόνια, τελείως τυχαία και χωρίς συγκεκριμένο λόγο, γκουγκλάρισα το όνομά μου. Ήταν η πρώτη φορά που το έκανα και ομολογώ ότι έπαθα ένα μικρό σοκ, συνειδητοποιώντας πως υπήρχαν αρκετές σελίδες στο google με δικά μου κείμενα. Σκέφτηκα ότι κάποια από αυτά, θα συνεχίσουν να εμφανίζονται στο ίντερνετ και μετά το θάνατό μου. Δεν ένιωσα ότι αυτό θα αποτελούσε κάποιου είδους ‘μετά θάνατον δικαίωση’, γνωρίζοντας μάλιστα ότι όποτε ψάχνουμε κάποιο κείμενο για να βρούμε πληροφορίες για κάτι που πρέπει να γράψουμε, σχεδόν ποτέ δεν κοιτάμε το όνομα του συντάκτη ή του συγγραφέα. Παίρνουμε αυτό που θέλουμε και συνεχίζουμε.

Ε, όσο αστείο και αν σας φανεί, από εκείνη την ημέρα και μετά, κάθε φορά που θα ψάξω κάτι, ρίχνω και μια ματιά στο όνομα του δημιουργού, όχι για να ‘εξαγοράσω’ αντίστοιχη ‘μεταχείριση’ στο μέλλον, αλλά για να ‘τιμήσω’ ανάλογες σκέψεις που μπορεί να είχαν κάνει στο παρελθόν οι συγκεκριμένοι συντάκτες! Κλείνω την παρένθεση και επανέρχομαι στο ‘σύμπαν’ των αναμνήσεων, οι οποίες χωρίζονται σε αυτές που δημιουργούμε εμείς και σε εκείνες που αφήνουμε στους άλλους. Εκεί πιστεύω ότι ‘παίζεται’ όλη η ‘μάχη’ της μνήμης με τη λήθη. Πάντα όμως ανάμεσα στους ζωντανούς, σε αυτούς που μένουν πίσω. Κρίνοντας από την προσωπική μου εμπειρία, ο χρόνος δεν εξαφανίζει την ανάμνηση των νεκρών (μιλώ περισσότερο για τους αγαπημένους εκλιπόντες), απλά την τοποθετεί στη ‘σωστή’ της διάσταση.

Αυτό νομίζω, εξαρτάται και από τη δύναμη της σχέσης που υπήρχε ανάμεσα σε αυτόν που πέθανε και σε εκείνον (ή εκείνους) που τον ‘θυμούνται’. Σκεφτείτε το ως εξής: ο καθένας μας γνωρίζει μερικές χιλιάδες ανθρώπων στη διάρκεια της ζωής του. Η πλειοψηφία δε μας θυμάται καν ενόσω ζούμε ακόμα. Κλείνοντας όλο και περισσότερο τον ‘κύκλο’, περνάμε από αυτούς που έχουν κάποια κοινή ανάμνηση με εμάς, σε εκείνους που έχουν ζήσει περισσότερα μαζί μας, για να καταλήξουμε κοντά στο κέντρο του και στο ίδιο το κέντρο, όπου υπάρχουν οι ‘δικοί’ μας άνθρωποι, οι καλοί φίλοι, οι συγγενείς, η οικογένειά μας. Η σχέση είναι – και θα είναι – πάντα αμφίδρομη.

Στον θάνατο, είτε αφορά εμάς, είτε τα πρόσωπα του κέντρου στον δικό μας κύκλο, οι αναμνήσεις – τόσο ποιοτικά όσο και ποσοτικά – θα είναι εκείνες που θα καθορίσουν το ‘μέγεθος’ της λύπης, του πόνου και της απουσίας

Από εκεί και μετά, είναι ο χαρακτήρας του καθενός που θα κληθεί να το διαχειριστεί. Όμως, ό,τι και αν κάνουμε, έχουμε να ‘αντιμετωπίσουμε’ ένα δέντρο που διακλαδώνεται προς τα επάνω. Όσο και αν απλώνει κλαδιά, κάποια στιγμή θα φτάσουμε στην κορυφή του, άρα στο τέλος του. Όσο δηλαδή και αν θυμάμαι τον πατέρα μου, όσο και αν η ανάμνησή του μείνει ζωντανή ανάμεσα σε κάποιους ακόμα – ελάχιστους – ανθρώπους μετά και τον δικό μου θάνατο, κάποια στιγμή θα ‘συναντηθεί’ με την κορφή του δέντρου, εκεί που δεν έχει παραπάνω. Νομοτελειακό φίλοι μου. Δεν έχετε παρά να γυρίσετε προς τα πίσω και να ‘αναζητήσετε’ την ανάμνηση του παππού σας, της γιαγιάς σας ή ακόμα και των προπαππούδων σας. Πόσα θυμάστε από εκείνους; Και το σημαντικότερο, πόσα έχουν να θυμούνται από εκείνους τα δικά σας τα παιδιά ή τα δικά σας εγγόνια; Η απάντηση σε αυτό το τελευταίο είναι σχεδόν σίγουρα “τίποτα”.

Και αυτό το τίποτα, είναι που κάνει τόσο μάταιο, αυτό που συχνά είτε λέμε είτε ακούμε, το ότι δηλαδή “πρέπει να κρατήσουμε ζωντανή τη μνήμη” ενός αγαπημένου μας. Δεν θα έπρεπε να μας γεμίζει με κάποιου είδους ‘ευθύνη’, δεν έχει νόημα. Αυτό που μάλλον έχει νόημα, είναι όλα εκείνα που νιώθουμε ότι κουβαλάμε μέσα μας για κάθε έναν δικό μας άνθρωπο που πέθανε. Και οι αναφορές που κάνουμε σε αυτόν μπροστά σε άλλους, όχι επειδή πρέπει ντε και καλά να τις μοιραστούμε, αλλά γιατί βγαίνουν αυθόρμητα από μέσα μας. Πλέον, κάθε φορά που προκύπτουν σε μια συζήτηση ο μπαμπάς, η μαμά, ο Νίκος και διάφοροι άλλοι, ακόμα και αν η ανάμνηση που θα ‘κατατεθεί’ είναι άσχημη, αυτό γίνεται πάντα με μια εσωτερική ‘γλύκα’ και με ένα εξωτερικό χαμόγελο. Νιώθω πάντα ότι τους τιμώ όταν αναφέρομαι σε εκείνους, δεν πιέζω όμως ποτέ τον εαυτό μου, ούτε να τους θυμηθώ, ούτε να τους ‘παρουσιάσω’ σε μια κουβέντα.

Γι’ αυτό και δεν αγχώνομαι κάθε φορά που συνειδητοποιώ ότι έχουν περάσει πολλές μέρες χωρίς να τους σκεφτώ καθόλου, όπως έγραψα και στην αρχή του κειμένου. Με νοιάζει ότι είναι πάντα μέσα μου, ο καθένας στη δική του ‘θέση’, στην άκρη του μυαλού μου και βαθιά μέσα στην ψυχή μου. Αυτό ακριβώς θα ήθελα κι εγώ για τον εαυτό μου, όταν θα έρθει η ώρα μου. Να χωρέσω ως ανάμνηση μέσα σε εκείνους που θα μείνουν πίσω, για όσο διαρκέσει αυτή. Κι ας μην περάσει ποτέ σε δεύτερο ή τρίτο κλαδί. Κι ας μην ανέβει ποτέ μέχρι την κορυφή του δέντρου. Έτσι κι αλλιώς, κανείς δε θυμάται ολόκληρη την πορεία του άλλου, παρά μόνο στιγμές. Αυτές φέρνω κι εγώ στην επιφάνεια, κάθε φορά που κάτι σημερινό συνδέεται με κάτι περασμένο: “Θυμάσαι τότε που ο κυρ Μίμης ή η Ροδοπίτσα ή ο Νίκος…”.

Ναι, είναι πολύτιμο να κρατάς μέσα σου ένα μικρό κομμάτι, όσο απειροελάχιστο κι αν είναι αυτό, από τις αναμνήσεις του ‘σύμπαντος’. Ναι, είναι όμορφο να τις μεταφέρεις στους μικρότερους, όχι απαραίτητα για να εξασφαλίσεις μια συνέχεια συνειδητής μνήμης, αλλά απλά για να τις μοιραστείς, επειδή έτσι το νιώθεις και – προφανώς – επειδή εκείνοι στους οποίους αναφέρεσαι, το αξίζουν. Όλα τα υπόλοιπα είναι μάταια, αφού το ‘τέλος’ είναι προδιαγεγραμμένο, όσο μεγάλο ή ψηλό και αν είναι το δέντρο. Σίγουρα το πιο σημαντικό είναι να σκεφτόμαστε την πορεία μας μέσα στη ζωή και όχι τη μεταθανάτια ‘κληρονομιά’ που θα αφήσουμε πίσω μας. Σε μια αέναη σκυταλοδρομία ζωής και θανάτου, εκείνο που μετράει είναι να κρατήσεις γερά στα χέρια σου τη σκυτάλη και να πραγματοποιήσεις όσο πιο όμορφα τη δική σου κούρσα. Δε μετράει η ταχύτητα ούτε το ρεκόρ, αλλά να απολαύσεις το ταξίδι. Έτσι κι αλλιώς, στο τέλος, τη σκυτάλη θα την παραδώσουμε, θέλουμε δε θέλουμε. Οπότε ας φροντίσουμε η διαδρομή μας να αξίζει τον κόπο.

* Κεντρική φωτογραφία: “Η εμμονή της μνήμης”, πίνακας του Σαλβαδόρ Νταλί