ΠΟΤΟ

8 χρόνια Dybbuk: Η ιστορία του τελευταίου μεγάλου κλαμπ της Αθήνας

Η Έφη Μωράκη αφηγείται το έπος του κλαμπ που γράφει αποκλειστική ιστορία στην dance σκηνή της Ελλάδας.

Το Dybbuk συμπληρώνει φέτος οκτώ χρόνια ζωής. Είναι το μοναδικό μεγάλο dance club της Αθήνας και βρίσκει τον τρόπο να γίνεται κάθε χρόνο και καλύτερο. Φέτος άλλαξε χώρο για τρίτη φορά, παραμένοντας, φυσικά, στο κέντρο της πόλης. Πώς ξεκίνησε, όμως, και πώς συνεχίζει να λειτουργεί με τόση επιτυχία στην εποχή της κρίσης; Μας τα εξήγησε όλα ο άνθρωπος που κρύβεται (κυριολεκτικά, όπως θα διαπιστώσεις) πίσω από το κόνσεπτ του τελευταίου μεγάλου αθηναϊκού κλαμπ.

Η Έφη Μωράκη, ‘μαμά’ και ιδιοκτήτρια του Dybbuk, με τον CJ Jeff.

Για την Έφη Μωράκη, το Dybbuk είναι το ‘παιδί’ της. Έτσι το αποκαλεί και ταυτοχρόνως έτσι το διαχωρίζει από τις νεαρές κόρες της. Η συζήτηση μαζί της έχει πολύ ενδιαφέρον – κατ’ αρχάς γιατί σπανίως μιλάει σε δημοσιογράφους. Δεν γουστάρει τις κάμερες, τα φώτα της δημοσιότητας και τα σχετικά, παρά μόνο να βλέπει τον κόσμο να κουνιέται, όπως λέει χαρακτηριστικά. Τόσο αυτή όσο και ο Γιάννης, ο αδερφός της (που τρέχει καμιά 40αρια μαγαζιά με μικρό και μεγάλα ποσοστά και εκατοντάδες εργαζόμενους – η Έφη ‘τρέχει’ κυρίως τη Μύκονο) προτιμούν να δουλεύουν παρά να αναλίσκονται σε μπλα μπλα και μόστρα.

“Μια μέρα, η Πατριάρχου Ιωακείμ θα κλείσει από τον κόσμο”

Οι παλιοί λένε ότι οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις ξεκίνησαν από μια μικρή ιδέα που έπεσε στο τραπέζι σε ανύποπτη στιγμή. Κάτι ανάλογο συνέβη και με το Dybbuk. Αλλά ας αφήσουμε την ιδιοκτήτριά του να αφηγηθεί την ιστορία.

> Το όλο σκηνικό ξεκίνησε από τον Τζεφ. Ήταν μια περίοδος κατά την οποία εγώ δεν έβγαινα καθόλου. Ήμουν στο Lalu του ομίλου μας και περνούσα εκεί 15 ώρες τη μέρα – ήμασταν στο ξεκίνημα τότε με τα μαγαζιά, το 2008-09 και είχα άγχος. Δεν ήμουν και καθόλου καλά ψυχολογικά, ήταν λίγο ο καιρός που είχα χάσει τον αδερφό μου τον Θοδωρή. Ένας άλλος Θοδωρής, μπάρμαν, που δούλευε σε μας μου ανακοίνωσε “Σήμερα θα πάμε στο Mamaca’s, στο Γκάζι. Θα πάμε όλοι μαζί και θα έρθεις κι εσύ”. Μέχρι τότε δεν είχα πάει ποτέ στο Γκάζι (σ.σ. γέλια). Τελικά με έπεισε. Καθόμουν στο μπαρ και είχα το μυαλό μου στα παιδιά και στο τι είχα να κάνω την επόμενη μέρα, αλλά έβλεπα έναν DJ να παίζει μουσική και να χορεύει. Φοβερή ενέργεια, χαρούμενος άνθρωπος, φαινόταν να παίζει και για την πάρτη του κι αυτό σε έκανε να τον προσέξεις. Εμείς είχαμε μόλις είχαμε πάρει το ‘Ρεμέτζο’ στη Μύκονο και σκέφτηκα ότι θα ήταν ιδανικός για το νησί. Ρωτάω τι παίζει με τον τύπο, μου λένε “Μίλα με τον Μπαβέλη”. Παίρνω τηλέφωνο τον Γιάννη την άλλη μέρα και του λέω: ”Τζεφ. Τσίμπα τον”. Δεν ξανασχολήθηκα, έκανε ραντεβού ο Γιάννης μέχρι που ανοίξαμε και τον είδα στο μαγαζί. Δεν τον αναγνώρισα μάλιστα – με κοίταξε και μου είπε “Εγώ είμαι στην αφίσα…”. Δεν τον θυμόμουν καν, αιώνιο πρόβλημα (σ.σ γέλια). Όλα αυτά το 2009 – από τότε είμαστε αχώριστοι συνεργάτες και φίλοι. Στη Μύκονο, λοιπόν, έπεσε η ιδέα να συνεργαστούμε και το χειμώνα. Να πάρουμε το υπόγειο, το παλιό ‘Plus Χ’ στην Πατριάρχου Ιωακείμ και να το τρέξουμε με τον Μπαβέλη. Ήμουν σίγουρη από το πρώτο λεπτό πως θα μας βγει. Το λέω στον αδελφό μου, μου λέει “Είσαι τρελή, θες να πας φυλακή!”. Ήξερα, όμως, πως θα έκανε ό,τι χρειαζόταν για να το κάνουμε. Του είπα “μην ανησυχείς, μια μέρα η Πατριάρχου Ιωακείμ θα κλείσει από τον κόσμο”. Στην πορεία ήρθε αυτή η μέρα. Η ουρά ήταν μέχρι τη γωνία!

> Ο Γιάννης έχει αποδείξει ότι δίνει ευκαιρίες. Παίρνει ρίσκα με δικό του κόστος, αλλά αυτό είναι και η επιτυχία του, ότι μοιράζει την τράπουλα. Έτσι έγινε και με μένα. Ήταν το πρώτο μαγαζί μου, το πίστευα και ταυτοχρόνως δεν ήθελα να προδώσω την εμπιστοσύνη του – όλοι τότε του έλεγαν ότι αυτό το μαγαζί δεν μπορεί να το πάει γυναίκα. Ποτέ, όμως, δεν με φόβισε. Έφυγε από τη Μύκονο, ήρθε στην Αθήνα να δει το χώρο και μου είπε “Ρε, έχει κάτι άσπρα αεροπλανάκια στους τοίχους και είναι χάλια”. Μιλήσαμε, λοιπόν, με τον Αντώνη τον Καλογρίδη και κανονίσαμε τα πάντα. Στις 11/11/2009 έγιναν τα πρώτα εγκαίνια του Dybbuk. Με Τζεφ κάθε Πέμπτη και άλλους DJs τις υπόλοιπες μέρες. Ξεκινήσαμε πολύ δυνατά. Ο κόσμος ήταν ενθουσιασμένος από την αρχή.

> Πάντα είχαμε όλοι καλά vibes. Ασφαλώς και είχαμε και κακές στιγμές, κυρίως εγώ. Όταν δεν μου αρέσει κάτι, ‘φλέβα στο μέτωπο’, που λέει και ο Agent Greg, που στην αρχή δεν ήθελε να μου μιλήσει, γιατί του είχαν πει ότι είμαι περίεργη. Θυμάμαι ότι ήρθε, έπαιξε το πρώτο βράδυ και δεν με πλησίασε καν. Ήταν πολύ στραβωμένος. Τώρα πλέον, έχει κλείσει πέντε χρόνια στο Dybbuk.

> Κοιτώ την κάθε μέρα ξεχωριστά. Δεν έχει κανείς συμβόλαιο για τι θα γίνει στο μέλλον. Ο κόσμος θα αποφασίσει αν θα υπάρξει Dybbuk ή οποιοδήποτε μαγαζί του χρόνου ή αν θα συνεχίσει να υπάρχει σ’ ένα μήνα.

“Εδώ μπαίνεις και δεν ξέρεις τι ώρα θα βγεις”

Αν ζητήσεις από την Έφη Μωράκη να σου πει μία και μόνη ατάκα για το Dybbuk, θα σου επαναλάβει κάτι που της είχε εξομολογηθεί ένας πελάτης του κλαμπ πριν από κάποια χρόνια: “Στο Dybbuk είναι παράδοση και must το ότι πας νύχτα και φεύγεις στην καλύτερη ξημέρωμα και στην ακόμα καλύτερη κανονικό πρωινό. Σαν το καζίνο”. Μια άλλη αλήθεια για το Dybbuk είναι ότι έχει συνήθως Έλληνες residents. Όπως μας εξηγεί η ιδιοκτήτριά του, αυτό είναι μια συνειδητή επιλογή.

> Το Dybbuk πάντα στηρίζει τους Έλληνες DJs. Γιατί όσα παιδιά παίξανε εδώ, κάνανε τον κόσμο να χορέψει. δεν υπάρχει μέρα χωρίς πάρτι. Πολλές φορές έτυχε να φέρω ξένους παραγωγούς και δεν μπόρεσαν να κάνουν τον κόσμο να χορέψει όσο οι Έλληνες που έχουν το feeling του Έλληνα. Μπορεί να πας, πχ, στο Βερολίνο και να πάθεις πλάκα με τις μουσικάρες που παίζουν και όταν τις παίξουμε εδώ να μαρμαρώσει το μαγαζί. Τα παιδιά σε εμάς ξέρουν να ‘ξεκλειδώνουν’ τον κόσμο. Υπάρχουν παιδιά που είναι χρόνια στο μαγαζί, όπως οι George R, Steve Kis, Lefty D, Free Spirit, Theo Zaniotis και στην πορεία ήρθαν και έρχονται και άλλα, όπως ο Frunkie Dexx, o Junior M, o Pissitelis Music in Dispair, oι Club kid, o Chris Child, o Pappa, o Damike. Στο Dybbuk στην Λουκιανού ξεκίνησε και ο Angelo μαζί μας, που και αυτός έχει δώσει στο μαγαζί κάτι με το στυλ του και τις μουσικές του.

Οκτώ χρόνια μοναξιά

Το Dybbuk μοιάζει να έχει το μαγικό ραβδί. Ό,τι κάνει, ό,τι αλλάζει κάθε χρόνο πιάνει. Συγκεντρώνει πάντα όλον τον καλό κόσμο. Και ενώ πολλοί προσπαθούν να το αντιγράψουν, κανείς ως τώρα δεν τα έχει καταφέρει. Ποιο είναι το μυστικό; Η Έφη Μωράκη το ξέρει καλύτερα απ’ τον καθένα:

> Έχουν προσπαθήσει πολλά μαγαζιά να κάνουν ένα Dybbuk, αλλά εμένα δεν μ’ ενδιαφέρει τι κάνουν οι άλλοι. Εγώ κοιτάζω τι γίνεται μέσα στο μαγαζί, τι γίνεται σπίτι μου. Όταν εγώ δω ότι όλα είναι σωστά – τα φώτα, η μουσική, η υποδοχή – δεν έχω να φοβηθώ κάτι. Γιατί μπορείς να κάνεις ένα μαγαζί και να έρθουν όλοι οι φίλοι σου, αλλά αν δεν τους αρέσει, απλό δεν θα ξαναέρθουν. Γι’ αυτό είμαι και λίγο ‘περίεργη’, τελειομανής (σ.σ γέλια). Πουλάμε διασκέδαση και υπηρεσίες. Γι’ αυτό πάνω απ’ όλα σε όσα παιδιά θα δουλέψουν εδώ μ’ ενδιαφέρει ο χαρακτήρας. Αν κάποιος μου κάνει σαν άτομο, θα βρω τρόπο να τον εκπαιδεύσω στο δικό μου σκεπτικό δουλειάς.

> Πολύς κόσμος δεν πιστεύει στη δύναμη της μουσικής. Αυτή όμως είναι η ταυτότητα ενός κλαμπ και πρέπει να τη στηρίξεις. Η δύναμη της μουσικής είναι πολύ μεγάλη και αν την πιστέψεις, θα σε δικαιώσει. Για μένα, το κριτήριο για να καταλάβω αν όλα πάνε καλά στο μαγαζί είναι να χορεύουν όλοι. Μόνο αυτό.

> Πολλοί με ρωτάνε γιατί δεν ανοίγουμε καλοκαιρινό Dybbuk. Θα μπορούσαμε, ασφαλώς, να έχουμε τον χώρο μας – όταν έχεις αδελφό τον Γιάννη Μωράκη βρίσκεις χώρους. Ο λόγος είναι ότι το καλοκαίρι είμαι στη Μύκονο, οπότε δεν θα μπορώ να είμαι από πάνω κάθε μέρα. Πιστεύω ότι σε κάθε μαγαζί πρέπει να υπάρχει ένας που δίνει τη γραμμή – αν δεν είμαι εκεί αυτοπροσώπως δεν θα είναι Dybbuk – έτσι νιώθω. Γενικά, σπάνια λείπω. Μπορεί μερικές φορές να μην πηγαίνω νωρίς επειδή το μαγαζί το κλείνω εγώ, αλλά κάθε μέρα, ακόμα και όταν δεν είμαστε ανοιχτά, ασχολούμαι με αυτό. Έχουμε πολλά πράγματα να κάνουμε για το αποτέλεσμα που βλέπετε.

Το άβατον του Dybbuk

Το Dybbuk από την πρώτη του μέρα είχε ένα πριβέ χαρακτήρα. Πολύ δύσκολη πόρτα. γι’ αυτό απορούσαν όλοι όταν στις πέντε και στις έξι το πρωί γινόταν πανικός από τα ακριβά αυτοκίνητα, από ανθρώπους ασφαλείας των καλών πελατών του και από τις ουρές 100 και 200 ατόμων! Όλοι τον πρώτο χρόνο απορούσαν με το φαινόμενο. “Η πόρτα του ήταν και είναι πολύ επιλεκτική” εξηγεί η Έφη Μωράκη, “γιατί θέλαμε όσοι μπουν να περάσουν καλά και – κυρίως – να χορέψουν. Ποτέ, λοιπόν, δεν χωρούσαν όλοι. Αν καταφέρεις να μπεις, πάντως, μέσα στο μαγαζί μπορεί να δεις έναν απλό clubber να χορεύει ασταμάτητα δίπλα σε κάποιον επώνυμο που έρχεται για πάρτη του”.

Όλοι ήθελαν να μπουν στο Dybbuk. Ειδικό στις πέντε και έξι το πρωί έσκαγαν οι ‘καλές’ παρέες, ακόμα και μετά τα μπουζούκια, με αποτέλεσμα να φρακάρουν τα πάντα. Δεν μπορούσες ούτε τις σκάλες να κατέβεις. Κι αυτό κρατούσε μέχρι τις οκτώ το πρωί. Έβλεπες κόσμο να χορεύει ακατάπαυστα. Πώς το εξηγεί αυτό η Έφη Μωράκη;

> Το Dybbuk θέλαμε να είναι ένα ιδιαίτερο μαγαζί. Να έχει το πριβέ του, που λέμε, και γι αυτό είχαμε δύσκολη πόρτα και δεν υπήρχαν φωτογράφοι. Να, τώρα, μου ζητάς φωτογραφίες και δεν έχω! Ούτε CD βγάλαμε, παρότι μας το ζητούσαν επίμονα. Δεν είχε καν σήμα το μαγαζί – αυτό το κόνσεπτ θέλαμε. Εννοείται ότι δεν αλλάξαμε ποτέ και το στυλ της μουσικής μας. Παίζουμε όλα τα είδη House και έχουμε ένα ιδιαίτερο ύφος. δεν θέλουμε να ‘σκληραίνει’ ο ήχος. Θέλω μια ωραία αλητεία, όπως λέμε, να χορεύει ο κόσμος.

> Το κλειδί της επιτυχίας δεν ήταν ο χώρος, όλες οι συγκυρίες λειτούργησαν ιδανικά. Πολλές φορές πας σε τοπ χώρο και δεν σου βγαίνει. Το σημαντικό είναι ο χώρος να συνδυάζεται με τις προσωπικότητες, με το στυλ του καθενός που εργάζεται εκεί. Όλα πρέπει να ‘κολλάνε’ σε ένα μαγαζί. Εμείς είμαστε σαν οικογένεια, γίνεται ένας χαμός μεταξύ μας. Οι χορευτές μας, για παράδειγμα, είναι κι αυτοί πολύ σημαντικοί. Έχουμε από την πρώτη μέρα την Αγγελική, που είναι η μασκώτ του μαγαζιού μας, αφού ήταν η πρώτη που έκανε κούνια στο υπόγειο. η Νάυλα, φοβερή κι αυτή, δεν λείπει ποτέ. Η Μαρία Χρυσά, η μικρή μας, το ίδιο. Τα αγόρια, όλοι.

Η πρώτη αλλαγή χώρου και οι εφιάλτες

Μετά από τέσσερα χρόνια επιτυχίας στην Πατριάρχου Ιωακείμ, το Dybbuk μετακόμισε. Άφησε το υπόγειο και πολλοί έβαζαν στοίχημα ότι το τέλος του δεν θα αργούσε. Εν τω μεταξύ, άνοιξαν αρκετά αντίστοιχα και ανταγωνιστικά μαγαζιά. Η Έφη Μωράκη θυμάται εκείνες τις μέρες:

> Είχα εφιάλτες από τον Μάρτη την τελευταία μας σεζόν στην Πατριάρχου Ιωακείμ. Έβλεπα ότι πέφτει η Αγγλική από την κούνια κι άλλα τέτοια. Είπα “τέλος, δεν θέλω να μείνουμε άλλο εδώ”. Το τελευταίο μας βράδυ δεν είχα πιει ούτε νερό από το άγχος. Κλείνει το μαγαζί, κάνω τον σταυρό μου και λέω “Παναγιά μου, ευχαριστώ πολύ που πήγαν όλα καλά αυτά τα τέσσερα χρόνια”. Σε λίγες ώρες θα μαζεύαμε τα πράγματά μας, αλλά το μαγαζί μας εκδικήθηκε. Σάββατο πρωί, είχα κανονίσει να φύγουν όλα κι εγώ ετοιμαζόμουν για Μύκονο. Μπήκα στο μαγαζί και το είδα πλημμυρισμένο μέχρι το πρώτο σκαλοπάτι. Πισίνα το μαγαζί! Αναγκαστήκαμε να φέρουμε την πυροσβεστική. Ένιωσα ότι το μαγαζί μας εκδικήθηκε που φύγαμε.

> Το ίδιο καλοκαίρι, στη Μύκονο, έπεσε στο τραπέζι η Λουκιανού. Κλείσαμε τελικό τον χώρο του παλιού ‘Rock’. Δεν φοβήθηκα που φύγαμε από το υπόγειο. Το συζήτησα με τον Τζεφ και είχα εμπιστοσύνη και στο πείσμα μου. Θέλαμε το μαγαζί να γίνει πιο κλαμπ, πιο μεγάλο. εκεί άλλωστε, στη Λουκιανού, στο ‘Rock’ ήμουν 14 χρόνια. Εκεί δούλευα από 18 ετών. Σερβιτόρα, σε όρθιους παρακαλώ – όχι τραπέζια! εκεί οι Πιτσιλήδες, που ήταν φοβεροί δάσκαλοι, μου έδειξαν πώς είναι το βράδυ. Αυτοί μου δίδαξαν ότι όταν είσαι δίκαιος και αληθινός δεν έχεις να φοβηθείς κάτι. Όταν έβαλα την ταμπέλα μου, με τους ανθρώπους που με έμαθαν συνεταίρους πια, αισθάνθηκα δικαίωση. Δικαιώθηκαν τα χιλιόμετρα που είχα ρίξει στον χώρο (σ.σ. δικαιωματικά γέλια).

> Νοέμβρη ξεκινήσαμε κι εκεί. Το 2013 και όλα πήγαν καλά. Το μαγαζί έδειξε από το πρώτο τριήμερο τη βάση και τη δυναμική του. Εκεί καταφέραμε να βάλουμε κόσμο που δεν ακούει χάουζ μουσική, αλλά τους άρεσε η ατμόσφαιρα. Ουσιαστικά, αποκτήσαμε και νέα πελατεία. Εκείνο το διάστημα, όταν ανοίξαμε τον δεύτερο χώρο, έφυγαν κάποιοι από το προσωπικό μας και πήγαν στον παλιό χώρο του Dybbuk να κάνουν κάτι αντίστοιχο μόνοι τους. Αυτό ήταν μια απογοήτευση, με κάποιους ήμασταν φίλοι πλέον.

> Στον όμιλο έχουμε καλά παιδιά, καλή πάστα ανθρώπων. Όσοι δεν είναι φεύγουν από μόνοι τους, γιατί αισθάνονται ότι δεν κολλάνε. Αν δεν σέβεσαι το χώρο που εργάζεσαι, ο χώρος σε αποβάλλει. Το μαγαζί είναι σαν κήπος, θέλει περιποίηση, φροντίδα. Εμείς κρατάμε πάντα την βάση μας και προσπαθούμε να την μπολιάζουμε με νέα καλά παιδιά. Όπως πχ έχουμε την Έλλη μας, που είναι
από την αρχή. Φέτος ήρθε ο Σταμάτης ο Πιζανί που τρέχει για το μαγαζί, εχει ορεξη. Βρέθηκε ένας τρελός σαν εμένα!

Η τρίτη μετακόμιση

New Season, new location. Το ανανεωμένο Dybbuk κατέβηκε ήδη με επιτυχία στη στοά της Σταδίου 7, σε ένα νέο μέρος που υπενθυμίζει τον πριβέ του χαρακτήρα. Το θρυλικό Dybbuk άνοιξε τις πόρτες τη για την 8η σεζόν στο κέντρο της Αθήνας, στο πρώην Kitty Cat, που μεταμορφώθηκε από τον Γιώργο Παντελούκα και εξοπλίστηκε με τον καλύτερο ήχο και φωτισμό της Αθήνας, με το ηχοσύστημα Function One.

Γενικά, το νέο Dybbuk δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα διεθνή μεγάλα πριβέ κλαμπ. Στους χώρους του κυριαρχεί το ροζ, το χρυσό και το σκούρο πράσινο χρώμα, ο εντυπωσιακός φωτισμός που διαχέεται ακόμα και μέσα από πολυελαίους της εποχώς του ’50(!) και – φυσικά – το σκηνικό ολοκληρώνεται με την παρουσία των καλύτερων resident DJs της dance σκηνής (Cj Jeff, Agent Greg, Dj Angelo, Alex Pm) που εκτοξεύουν τη λίμπιντο κόθε Πέμπτη, Παρασκευή και Σάββατο. Από φέτος, μάλιστα, το Dybbuk ανεβάζει ρυθμούς πολύ νωρίτερα από το συνηθισμένο timing. Το σύνθημα δίνεται από τις 00:30. Οι ομορφότερες παρουσίες της πόλης κλέβουν την παράσταση, ενώ τα πριβέ τραπέζια δίνουν την δυνατότητα για πιο προσωπικές στιγμές. Το πρώτο μπαρ του νέου Dybbuk είναι το κεντρικό και λειτουργεί σαν Meeting Point (βρίσκεται ακριβώς απέναντι από την κονσόλα), το δεύτερο θυμίζει κάτι από βόλτα στα πριβέ clubs του εξωτερικού, όπου αλλάζεις δωμάτια, φωτισμό και location και προσφέρεται για πιο inside καταστάσεις. τα υπόλοιπα μας τα αφηγείται η Έφη Μωράκη:

> Πριν κλείσει το Dybbuk ερχόταν ο Αντρέας ο Πιτσιλής στο νέο μας χώρο και του άρεσε. Και μια μέρα έρχεται και μου λέει “Πήραμε το μαγαζί αυτό στην Σταδίου, να πάμε αν θες το Dybbuk”. Πάμε να το δούμε, μπαίνω μέσα – ήταν το Kitty Cat, σκέψου εκεί στο ενυδρείο – είδα τον κόσμο και του λέω “το παίρνουμε”. Κλείνουμε τη Λουκιανού, ξεκινάμε τις αλλαγές και συνειδητοποιώ Σεπτέμβρη μήνα ότι το μαγαζί είναι διαφορετικό απ’ ό,τι περίμενα. Παίρνω τον Γιάννη και του λέω “Έκανα μαλακία, είναι μικρό”. Ο Θεούλης, όμως, με αγαπάει, οπότε καθάρισε ο Γιώργος ο Πιτσιλής: πήρε το διπλανό μαγαζί που ήταν ξενοίκιαστο, μεγαλώσαμε τον συνολικό χώρο και είμαστε πάνω – κάτω στο περσινό επίπεδο από πλευράς χωρητικότητας. Ίσως και λίγο πιο άνετοι.

> Πάντα ανησυχώ, αλλά πάντα πιστεύω ότι όλα θα πάνε καλά, γιατί όταν κάνεις κάτι που γουστάρεις πολύ και ασχολείσαι, θα σου βγει. Το μόνιμο άγχος μου είναι να περνά καλά ο κόσμος, να πληρώνω τις υποχρεώσεις μου, να είναι όλα Ok. Δεν ξεκινώ με το τι θα βγάλω εγώ από το μαγαζί. Αν βάλεις σωστές ρίζες, θα πάρεις κι εσύ κάτι. Αν πας να κάνεις αρπαχτή, δεν πρόκειται να σου μείνει τίποτα. Ο κόσμος καταλαβαίνει τα πάντα και κρίνει. Εμείς, άλλωστε, στη δουλειά αυτή φιλοξενία προσφέρουμε. Φέτος βλέπω και χαίρομαι ότι έρχονται πολλοί ξένοι. Έχει αρχίσει η Αθήνα κι έχει τουριστική κίνηση και το χειμώνα. Η κρίση είναι ένα πρόβλημα για όλους, αλλά όταν κάνεις κάτι καλό ο κόσμος θα σε τιμήσει.

> Συνήθως το κλείνουμε 6.30 -7. 00, αλλά όταν χορεύουν δεν θέλω να τους το χαλάω. Είναι τόσο ωραίο ο κόσμος να διασκεδάζει, το έχει ανάγκη. Το ίδιο θέμα έχω και στη Μύκονο, γι’ αυτό μου λένε “και καφετέρια να σου δώσουμε, άφτερ θα την κάνεις”.

> Η house είναι μια σκηνή που σαφώς έχει μέλλον στην Ελλάδα. Στη Μύκονο είναι όλα πιο εύκολα, γιατί απευθύνεσαι κυρίως σε ξένους. Στην Αθήνα έχει γίνει πιο λαϊκό το σκηνικό. Τα ακούνε όλα. Πολλά μπουζούκια από τη μια, Dybbuk από την άλλη. Μια φορά είδα στο Facebook γραμμένο το “Έλληνας είναι αυτός που τα σπάει τα Σάββατα στο Dybbuk και την Κυριακή κλαίει στον Βέρτη”.

Κάπου εδώ, η Έφη Μωράκη κλήθηκε να απαντήσει την ερώτηση του εκατομμυρίου. Πότε προλαβαίνει κάποιος να τα κάνει όλα αυτά όταν έχει οικογένεια; Η απάντησή της ήταν ξεκάθαρη:

> Δουλεύω σ’ αυτούς τους ρυθμούς από μικρή. Όταν κάποιος έχει δουλέψει τόσο πολύ, θα την βρει την άκρη. Με την κρίση θα ξεχωρίσει ο καλός, αρκεί να έχει υπομονή, να αντέξει. Εγώ είμαι μητέρα από τα 20 μου. Σήμερα η μία μου κόρη είναι στη Β’ Λυκείου και η άλλη τελειώνει το Πανεπιστήμιο στο Λονδίνο. Πάντα δούλευα και μετά είχαμε τα δικό μας μαγαζιά. Με ξέρουν όλοι στη νύχτα, αλλά μόνο από τη δουλειά, όχι επειδή βγαίνω και τα σπάω. Ο λόγος που ασχολήθηκα με το κλαμπ και όχι, πχ, με ένα εστιατόριο είναι επειδή στο κλαμπ μπορούσα να εργάζομαι τις ώρες που τα παιδιά κοιμούνταν. Και όταν γύριζα, τα έβλεπα, προλάβαινα τα σχολικό… (σ.σ γέλια). Δεν κοιμάμαι ποτέ το πρωί, γιατί μου αρέσει η μέρα. Όσο περίεργο κι αν σου φαίνεται, κοιμάμαι από τις οκτώ – εννιά το βράδυ ως τις δύο μετά τα μεσάνυχτα. Γι’ αυτό και δεν κυκλοφορώ. Αν πρέπει να βγω έξω για κάποιο λόγο εκείνες τις ώρες, είναι σαν να είμαι τιμωρία. Αν κοιμηθώ πρωί και ξυπνήσω μεσημέρι νομίζω ότι έχασα τη μέρα μου.

Ιστορίες του Dybbuk

> Δεν είχαμε ποτέ σοβαρά επεισόδια, ίσως γιατί δίνω μεγάλη σημασία στην ασφάλεια κι έχω παντού άτομα. Τα παιδιά στην πόρτα κάνουν σοβαρή δουλειά και ας μην ξεχνάμε ότι καλούνται να θυμούνται τους πάντες και να φιλτράρουν το μαγαζί για να μη γίνει κάτι άσχημο. Είναι μια ευθύνη αυτό, οπότε ας τους δίνουμε και λίγο δίκιο καμιά φορά.

> Θυμάμαι μια μέρα έρχεται ένας πελάτης και πάει στον DJ στη Λουκιανού και του λέει “Ένα τζιν τόνικ παρακαλώ!”. Ακόμα γελάμε. 

> Κάποτε είχα θυμώσει με έναν DJ γιατί χρησιμοποίησε το λογότυπο του Dybbuk σε ένα μαγαζί χωρίς να με ρωτήσει. Ένιωσα ότι δεν σέβεται το δικό μας μαγαζί, παρότι εγώ δεν είχα αρνηθεί σε κανέναν τίποτα. Κάποια στιγμή, πάνω στην ένταση, δεν άντεξα και του πέταξα μια σαμπανιέρα. Την επόμενη μέρα κατέβηκα τις σκάλες του μαγαζιού και είδα όλα τα παιδιά να με υποδέχονται φορώντας μια σαμπανιέρα στο κεφάλι!

> Μια μέρα ο Τζεφ έπρεπε να πάει στο αεροδρόμιο, οπότε έφυγε νωρίς το πρωί, ενώ το μαγαζί ήταν ακόμα ανοιχτό. Ο ταξιτζής τον ρώτησε: “Κλείσατε; Πώς σε άφησε η Έφη να φύγεις;”. Ο Τζεφ με πήρε τηλέφωνο και μου είπε: “Αυτό ήταν, έμπλεξα! Σε λίγο τα ταξί θα με γυρίζουν πίσω στο μαγαζί!”.