eurokinissi
ΠΟΤΟ

Στη νυχτερινή Αθήνα, οι 30άρηδες διασκεδάζουν ακούγοντας Μητροπάνο και Καζαντζίδη

Είναι και αυτό μια προσομοίωση της ενηλικίωσης.

Πάνω από 100 άτομα, οι περισσότεροι γύρω στα 30, τραγουδούν ενώνοντας τη φωνή τους Βίκυ Μοσχολιού, Στέλιο Καζαντζίδη και Δημήτρη Μητροπάνο. Με ένα ενοχικό γελάκι, ένα τζιν τόνικ στο χέρι, ένα μπέρδεμα να θυμηθούν ακριβώς τους στίχους αλλά και με μια τεράστια ανάγκη να μοιραστούν. Αυτή είναι περίπου η ιστορία ενός μεγάλου κομματιού της μεταμεσονύχτιας Αθήνας: βγαίνουν, μιλούν για τα προβλήματά τους και σβήνουν ακούγοντας μουσικές που πάντα ήξεραν αλλά ποτέ δεν εκτιμούσαν πραγματικά. Και οι λόγοι για το τελευταίο είναι πολλοί.

Αν υπάρχει ένα είδος μουσικής που στον κυρίαρχο λόγο της κρίσης δέχτηκε τα περισσότερα πυρά από κάθε άλλο, ως ένας αποδιοπομπαίος τράγος πάνω στον οποίο έπρεπε να φορτώσουμε όλες τις αμαρτίες μας και να ζητήσουμε τη συγχώρεση των δυνάμεων της αγοράς, αυτό είναι το παλιό λαϊκό τραγούδι, η θεωρούμενη μήτρα των σκυλάδικων της δεκαετίας του 1980. Όλη γενιά μου, η γενιά των ανθρώπων που μπήκαν στην παραγωγική της ηλικία μέσα σε μια κατεστραμμένη οικονομία το βίωσε αυτό ως μια κοινή παραδοχή, ως ένα πολιτισμικά παραδεδομένο ταμπού: τα μπουζούκια φταίνε για την κατάστασή σου. Και μετά, αφού το βίωσε, άρχισε να κατασκευάζει μια ολόκληρη μυθολογία. Τι ήταν τέλος πάντων όλες αυτές οι ιστορίες για τις οποίες καθόμαστε με το χέρι στο μάγουλο και το στόμα ανοιχτό προσπαθώντας να καταλάβουμε; Τι τόσο τρομερό έκαναν οι προηγούμενοι ακούγοντας το “Άνθρωποι Μονάχοι’, που παρεμπιπτόντως, όπως εξηγήσαμε και αλλού, είναι κομματάρα.

Σε διάφορες σημαντικές περιστάσεις της ζωής μας ακούγαμε, κατά το σύνηθες κλισέ, ότι η κρίση που περνάγαμε και περνάμε δεν ήταν κρίση μόνο οικονομική αλλά ήταν κρίση αξιών και ότι φταίμε και εμείς. Με μια λογική, λοιπόν, αυτομαστιγώματος,  το λαϊκό τραγούδι, το παλιό λαϊκό τραγούδι, συνδέθηκε με την ‘ανατολίτικη’ ιδιοσυγκρασία μας και το φορτώθηκε όλες εκείνες τις κακές συνήθειες που δήθεν απορρέουν από αυτή. Ταυτίστηκε επίσης με τη Μεταπολίτευση και τους κακούς γονείς μας που ζούσαν πάνω από τις δυνατότητές τους. Ένας τελικά επιτυχημένος υπεραπλουστευτικός συντηρητικός λόγος που έτεινε τα βέλη του προς το λαϊκό τραγούδι. Και μαντέψτε όμως. Αυτό είναι που του ξανάδωσε πνοή, του ξανάδωσε λόγο να υπάρχει ως κάτι απαγορευμένο και ξεπεσμένο για τις καθώς πρέπει ελίτ.

Oneman.gr / Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου – Watkinson

Μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια, τα νυχτερινά μαγαζιά που έπαιζαν αυτά τα λαϊκά τραγούδια, ας τα πούμε ‘λαϊκά της Μεταπολίτευσης’ ήταν ασφυκτικά γεμάτα με όλο και νεότερο κόσμο. Το ‘Μπάτμαν’ στον Νέο Κόσμο, ο ‘Αρχάγγελος’ στο Μεταξουργείο, ο ‘Άγιος’ στα Εξάρχεια, οι ‘Αισθηματίες’ στον Πειραιά. Όλα αυτά τα μαγαζιά υπακούουν σε μια μεταμοντέρνα συνθήκη: απαρτίζονται από ανθρώπους, μεγαλύτερης συνήθως ηλικίας, που ακούνε λαϊκό τραγούδι από τότε που θυμούνται τον εαυτό τους και δίπλα τους νεότερουςι που διαβάζουν αυτή τη μουσική ως μια προσομοίωση μιας φουλ ενοχοποιητικής περιόδου που οι κυρίαρχοι λόγοι προσπάθησαν να τους πείσουν ότι είναι η πηγή κάθε αδιεξόδου τους.

Αυτή την εκ νέου στροφή, με αναστοχαστική διάθεση, στο λαϊκό τραγούδι μπορούμε να τη δούμε και εκδοτικά αλλά και κινηματογραφικά. Περιμένουμε εξάλλου τη νέα ταινία του Αλέξη Καρδαρά ‘Φαντασία’, μια ταινία που κατά τα φαινόμενα θα έχει ως σκηνικό και μαζί ως πυρήνα τις μεγάλες λαϊκές σκηνές της δεκαετίας του ‘90. Ταυτόχρονα, διάφορες ταινίες  γυρισμένες τη δεκαετία του ‘80 και του ‘90 ξαναβρήκαν μέσα από το ίντερνετ μια ιστορική αναβίωση. Από το “Ηλία ρίχ’το” στο ‘Όλα είναι δρόμος’ μέχρι τα ‘Φτηνά Τσιγάρα’, το ‘Αυτή η νύχτα μένει’ και τους ‘Αισθηματίες’ και τις ταινίες του Τσιώλη. Ο λαϊκός τρόπος ομιλίας, απέκτησε και πάλι μια ποιητική διάσταση, κυνηγημένος από τους άπειρους και ακατανόητους όρους οικονομικών και διπλωματίας.

Ταυτόχρονα, όλα αυτά τα κομμάτια, ακριβώς επειδή ήταν κομμάτια που άκουγαν οι γονείς μας, ταυτίστηκαν με την ενηλικίωση. Και η γενιά μας έχει ανάγκη αυτές τις διαβατήριες τελετές ενηλικίωσης με δεδομένο ότι οι συνθήκες είναι τέτοιες, ώστε να μην μπορείς να βιώσεις πλήρη ανεξαρτητοποίηση ούτε στα 30 ούτε στα 35 σου. Τα ενηλικά προβλήματα όμως αρχίζουν να σου χτυπούν όλο και συχνότερα την πόρτα: “Για να είμαι ειλικρινής, ενώ τα ήξερα παλαιότερα, δεν με άγγιζαν καθόλου, δεν ένιωθα κάτι. Τώρα πια τα αναζητώ. Τώρα είμαι έτοιμη. Ίσως και να φταίει ότι πρέπει να βιώσεις πράγματα, να περάσεις κάποια στάδια. Για κάποιον λόγο, πάντως, παρότι τα περισσότερα από αυτά είναι καταθλιπτικά και μιλούν για πόνο, εγώ αισθάνομαι όμορφα, όταν τα ακούω”, μου λέει η Χρύσα Λ. που στα 29 της θα τη βρεις πολύ συχνά στον Αρχάγγελο. Μια γενιά γεμάτη ενήλικα προβλήματα αλλά καθόλου ενήλικο τρόπο ζωής.

Όταν είχα μιλήσει με τον ιδιοκτήτη του Μπάτμαν, μου είχε τονίσει με κάποιον τρόπο ένα από τα κυρίαρχα χαρακτηριστικά της μυσταγωγίας που μπορεί να νιώσει ένας νέος σε ένα μπαρ όπως το δικό του: “Φαίνεται πάρα πολύ παράξενο στον κόσμο ότι έρχονται εδώ άνθρωποι και τραγουδάνε. Τους φαίνεται περίεργο, μυθικό. Ο κόσμος θα έπρεπε να τραγουδάει να τσουγκρίζει. Να μη βγαίνει έξω για κουτσομπολιό και για καυγά. Αυτό θα έπρεπε να είναι το κανονικό, όχι μύθος. Εμείς από την αρχή αυτό κάνουμε εδώ και αυτό είναι που δημιουργεί για κάτι τελείως φυσιολογικό όλον αυτόν τον μύθο”.

Και αυτή η ανάγκη για συνύπαρξη, για το αίσθημα ότι ανήκεις κάπου, έρχεται μέσα από το λαϊκό τραγούδι, κοιτώντας δηλαδή προς τα πίσω. Όταν είσαι στον Αρχάγγελο και ακούς ένα intro ενός λαϊκού τραγουδιού, ξέρεις κάθε νότα του, ξέρεις τον κάθε στίχο του και τον ξέρεις ανεπεξέργαστα. Δεν θυμάσαι πού και πώς. Δεν έχεις καταβάλει προσπάθεια, για να τον μάθεις. Είναι σαν να βγαίνει από μέσα σου. Όπως το είπε και μια φίλη μου που της πήρε και λίγο χρόνο να προσαρμοστεί στο τι συνέβαινε στον Άγιο, στη θέα 30άρηδων που τραγουδούσαν Μοσχολιού: “αυτή είναι η μουσική ταξιδιού με τους γονείς σου για το χωριό”. Αυτή είναι μάλλον η διαφορά με άλλες προσπάθειες διανοουμένων ως προς τη μελέτη του λαϊκού τραγουδιού που έχουν προηγηθεί.  Εδώ πέρα δεν υπάρχει επεξεργασία και μελέτη. Εδώ πέρα υπάρχει ένα ξέσπασμα από ανθρώπους που στην πραγματικότητα δεν έχουν πραγματική γνώση γι’αυτό που ακούνε. Το ξέρουν, επειδή απλά υπήρχε στο περιβάλλον τους.

Σπάνια μια φράση όπως το κλισέ ‘τα τραγούδια που μας μεγάλωσαν’ έχει νόημα. Εδώ είναι μια από αυτές. Τα τραγούδια αυτά όντως μας μεγάλωσαν. Τα είχαμε βάλει απλά στο περιθώριο της μνήμης μας. Μουσική υπόκρουση των φαντασμάτων του παρελθόντος μας. Τώρα όμως αρχίζουμε να τα ακούμε ως μια τελετή ενηλικίωσης που καθυστέρησε πολύ και ακόμα την περιμένουμε. Έτσι, για να παίξουμε στη χώρα του 33% ανεργίας στους νέους, κάπως τους ενηλίκους την Παρασκευή και το Σάββατο το βραδύ. Αφού δεν μπορούμε να το κάνουμε τις υπόλοιπες μέρες της βδομάδας, ας το ζήσουμε όπως το έκαναν οι προηγούμενοι.

(Κεντρική Φωτογραφία: Eurokinissi)