©2011/AP Photo/Lefteris Pitarakis
PROFILE

Ο Γιάννης Μπεχράκης έζησε 58.624 ζωές σε μία

Ο πολεμικός φωτογράφος με τις κινηματογραφικές ιστορίες και τις δεκάδες βραβεύσεις έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα πριν τέσσερα χρόνια.

Ακόμα και αν δεν γνώριζες το όνομα του κορυφαίου και πολυβραβευμένου Γιάννη Μπεχράκη, που μεταξύ άλλων υπήρξε επικεφαλής του φωτογραφικού τμήματος του Reuters στην Ελλάδα, σίγουρα θα είχες δει κάποια από τις εικόνες του. Μπορώ με σιγουριά να στοιχηματίσω πως σε κάποια από τις περιηγήσεις σου στο διαδίκτυο έπεσες πάνω στις φωτογραφίες του από την προσφυγική κρίση, για τις οποίες άλλωστε βραβεύτηκε το 2015 με βραβείο Πούλιτζερ.

Εικάζω πως μεταξύ άλλων το βλέμμα σου το αιχμαλώτισε η εμβληματική φιγούρα του πατέρα που κρατάει στην αγκαλιά του την κόρη του. Ο ίδιος είχε δηλώσει πως «Όταν είδα αυτή την εικόνα πέρυσι, στις 10 του Σεπτέμβρη, αυτό τον άντρα να κρατά την κόρη του, μου φάνηκε σαν τον Σούπερμαν. Έχει σκεπαστεί με αυτή τη σακούλα σκουπιδιών που μοιάζει με μπέρτα του Σούπερμαν. Είναι Σύρος. Φιλάει την κόρη του και μου δημιούργησε την αίσθηση του οποιουδήποτε πατέρα που προστατεύει το παιδί του. Περπατώντας στη θύελλα για να φτάσει στο όνειρο».

REUTERS

Φωτογραφίες: Αρχείο Reuters

Όταν λοιπόν η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας έμοιαζε μουδιασμένη απέναντι στα προσφυγικά ρεύματα, οι εικόνες του Μπεχράκη όχι μόνο εκπλήρωσαν τον σκοπό του «να μην πει κανείς πως δεν ήξερε», όπως ο ίδιος συνήθιζε να λέει, αλλά ανέδειξαν και την απόσταση μεταξύ της ταύτισης και της φοβίας. Κοινώς, εύκολα μπορούμε να ταυτιστούμε με μία φιγούρα φωτογραφίας, αλλά τι συμβαίνει όταν αυτός ο άνθρωπος βρίσκεται έξω από την πόρτα μας;

Το ξεχωριστό λοιπόν στην περίπτωση του Μπεχράκη είναι πως δεν αρκέστηκε στη φωτογραφική αποτύπωση, αλλά πως πήρε και ξεκάθαρη θέση μέσω δηλώσεων όπως η παρακάτω: «Εγώ, όπως και πάρα πολλοί άλλοι άνθρωποι, έχω μέσα μου αίμα προσφυγικό. Η γιαγιά μου ήταν πρόσφυγας από τη Σμύρνη και μου διηγούνταν τι είχε ζήσει η οικογένειά της. Οπότε καταλαβαίνω πολύ καλά τι περνούν σήμερα οι πρόσφυγες».

«Προφανώς και φοβάμαι»

REUTERS

Η κάλυψη της προσφυγικής κρίσης στην Ευρώπη βέβαια, αποτελεί απλά και μόνο μια ψηφίδα της καριέρας του, μιας καριέρας που απλώνεται σαν μωσαϊκό και καλύπτει πολέμους, φτώχεια και βία, σε μέρη του πλανήτη που οι περισσότεροι από εμάς θα αρνούμασταν ακόμα και να επισκεφτούμε: Κόσοβο, Τσετσενία, Ιράκ, Αφγανιστάν, Λωρίδα της Γάζας, Συρία, Σιέρα Λεόνε, Σομαλία… «Μα δεν φοβάσαι;» η εύλογη ερώτηση στις συνεντεύξεις. Με αφοπλιστική ειλικρίνεια απαντούσε «Προφανώς και φοβάμαι, αλλά θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που βρίσκομαι εκεί».

Αυτή του η ειλικρίνεια ήταν που με σήκωσε από τη θέση μου το 2013, προκειμένου να τον χειροκροτήσω όρθια, ενώ ο ίδιος εμφανώς συγκινημένος μας κοιτούσε από τη σκηνή του TEDx Athens. Είχε μόλις διηγηθεί το πώς, όταν βρέθηκε τον Μάιο του 2000 στη Σιέρα Λεόνε για να καλύψει τις αναταραχές στο εσωτερικό της χώρας, έπεσε σε μια ενέδρα ανταρτών με τους συντρόφους του να σκοτώνονται μπροστά στα μάτια του: «Ο φίλος μου, Κερτ Σορκ, δέχτηκε 4 – 5 σφαίρες κι έπεσε νεκρός: κάποιες σταμάτησαν σε αυτόν πριν φτάσουν σε μένα…».

REUTERS

Η φωτογραφία που έβγαλε τον εαυτό του, κάνοντας τη σκέψη πως ίσως είναι το τελευταίο ρεπορτάζ του και πως αν κάποιος βρει τον εξοπλισμό του θα μπορέσει να καταλάβει τι είχε συμβεί.

Ο ίδιος για να γλιτώσει μπήκε μέσα στη ζούγκλα, όπου περιπλανήθηκε για ώρες, ενώ κατά διαστήματα άκουγε τις σφαίρες να περνάνε σχεδόν ξυστά δίπλα του.

Δεν ήταν όμως μόνο η συγκλονιστική, άκρως κινηματογραφική ιστορία του που μας έκανε πρώτα να ανατριχιάσουμε και μετά να συνειδητοποιήσουμε πως μπροστά μας στέκεται όχι μόνο ένας θρύλος του φωτορεπορτάζ, αλλά και ένας σπάνιος άνθρωπος. Η στάση ζωής, το θάρρος και ο αξιακός κώδικας του Γιάννη Μπεχράκη του υπαγόρευσαν μέσα στη ζούγκλα τις πιο τρελές σκέψεις.

«Κάποια στιγμή σκέφτομαι πως αν με πιάσουν θα με κάνουν να υποφέρω. Θα με βιάσουν, θα μου κόψουν τα γενετικά όργανα, τα χέρια, τα πόδια. Θα βάλω τα κλάματα και θα αρχίσω να τους παρακαλώ, θα γίνω ρεζίλι στον εαυτό μου και μετά πώς θα γίνω εάν ζήσω έτσι; Πώς θα ζήσω εάν αισθάνομαι πως έχω γίνει ρεζίλι στον εαυτό μου; Οπότε λέω: θέλω να πεθάνω. […] Θα ορμήσω πάνω τους. Θα τους κάνω να με σκοτώσουν. Δε θα με πιάσουν ζωντανό. Θα αυτοκτονήσω. Πώς θα αυτοκτονήσω; Το μόνο που έχω είναι μια φωτογραφική μηχανή. Θα πάρω τη φωτογραφική μηχανή και θα την κοπανήσω στο κεφάλι μου. Και εκεί με πιάνουν τα γέλια.»

(Όπως άλλωστε μας είπε κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, είχε βάλει στοίχημα με τον εαυτό του να μας κάνει και εμάς να γελάσουμε και το κατάφερε αβίαστα περισσότερες από μία φορά.)

«Θέλω στην κηδεία μου, να χαρούμε τη ζωή και την ελπίδα»

Το Reuters μετά την επιστροφή του από τη Σιέρρα Λεόνε θέλησε να τον τραβήξει από τις εμπόλεμες ζώνες. Δε δέχτηκε. Πήρε άδεια για να ηρεμήσει, και σε έξι μήνες έφυγε για την Ιερουσαλήμ.

Πέθανε στις 2 Μαρτίου του 2019, σε ηλικία 58 ετών. Ο ίδιος στο παρελθόν είχε δηλώσει:

«Θέλω να με αποτεφρώσουν βάζοντας κάποια κομμάτια του George Harrison όπως το Here comes the sun. Θέλω στην κηδεία μου, να χαρούμε τη ζωή και την ελπίδα. Ελπίζω βεβαίως να επιτραπεί η αποτέφρωση νεκρών στην Ελλάδα, ειδάλλως θα αναγκαστεί η γυναίκα μου να με πάει στη Βουλγαρία».

Η ελπίδα του περί αποτέφρωσης νεκρών στην Ελλάδα δυστυχώς δεν εκπληρώθηκε έγκαιρα. Ο ήλιος όμως μας συντροφεύει λίγο πιο έντονα αυτές τις μέρες, όχι μόνο μέσα από τη φωνή του George Harrison, αλλά και μέσα από τα δικά του καρέ, που όσο ανθρώπινο σκοτάδι και αν υποχρεώθηκαν συχνά να εγκλωβίσουν, πάντα φρόντιζαν να κρατάνε μία θέση για το φως και την ελπίδα.

Αυτή άλλωστε ήταν όχι μόνο η φωτογραφική ματιά του Μπεχράκη, αλλά όπως φαίνεται και ο δικός του τρόπος να βλέπει τη ζωή. Και αυτό ίσως να ήταν και το μεγαλύτερο, το πιο αξιοθαύμαστο –αλλά και το πιο δύσκολό του- επίτευγμα.

Το κείμενο δημοσιεύτηκε αρχικά τον Μάρτιο του 2019, με αφορμή το θάνατο του Γιάννη Μπεχράκη.