AP Photos
ΙΣΤΟΡΙΑ

Εισέβαλε ο Παπαϊωάννου όντως στο γραφείο του Μεταξά όταν «απαγόρευσε» τα ρεμπέτικα;

Κατάφερε πράγματι ο μεγάλος ρεμπέτης να αλλάξει τη γνώμη του δικτάτορα παίζοντας μπαγλαμαδάκι μπροστά του; Μία ιστορία-θρύλος από τον κόσμο του ρεμπέτικου για την οποία όμως, ακόμα και ο ίδιος ο συνθέτης, τα έλεγε πολύ μπερδεμένα.

Το ρεμπέτικο δεν υπήρξε σε καμία περίοδο της ιστορίας του απαγορευμένο. Κυνηγημένο, ναι. Κακόφημο και παρεξηγημένο, επίσης. Αλλά απαγορευμένο, ποτέ. Απόδειξη οι εκατοντάδες δίσκοι που ηχογραφήθηκαν προπολεμικά. Ακόμα και το ότι ο «Μεταξάς απαγόρευσε τα ρεμπέτικα» είναι ένας μύθος ή μάλλον μία υπερβολή, μια δικαιολογημένη παρεξήγηση. Ούτε εκείνος τα απαγόρευσε.

Επέβαλε όμως τόσο μεγάλη προληπτική λογοκρισία και στον στίχο αλλά και στη μουσική, μέσω μίας Επιτροπής Λογοκρισίας που αποτελούταν από τρανταχτά ονόματα της διανόησης εκείνης της εποχής, που ουσιαστικά του επέβαλλε σημαντικούς περιορισμούς. Η ιστορία θέλει αυτοί οι περιορισμοί να είναι και ένας απ’ τους λόγους που το οδήγησαν να αλλάξει οριστικά η μορφή του.

Σύμφωνα με τον Τσιτσάνη και τον Βαμβακάρη, ο Μεταξάς απαγόρευσε τα μπεμόλια, έναν πιο «ανατολίτικο» ας τον πούμε για χάρη συντομίας, τρόπο για να εκφέρεις κάποιες νότες, μια πιο «τουρκομερίτικη» -όπως την έλεγαν τότε υποτιμητικά- χρωματική κλίμακα. Αλλά κυρίως απαγόρευσε τις αναφορές στο χασίς, στην ηρωίνη, και σε όλες αυτές τις συνήθειες του τότε υποκόσμου. Στόχος, ο εξευρωπαϊσμός αυτού του τραγουδιού.

Αυτά πολύ συνοπτικά για τη λογοκρισία, προκειμένου να περάσουμε σε μία από τις πλέον αγαπημένες ιστορίες που προέρχονται απ’ τον κόσμο του ρεμπέτικου. Εκείνη που θέλει τον 22χρονο τότε και τεράστιο συνθέτη Γιάννη Παπαϊωάννου, να εισβάλει στο γραφείο του Μεταξά, μόλις έμαθε πως «απαγόρευσαν το μπουζούκι», προκειμένου να του αλλάξει γνώμη.

Ορίστε, πώς περιγράφει την ιστορία ο ίδιος στην αυτοβιογραφία του με τίτλο Ντόμπρα και Σταράτα:

«Αρχίσαμε με όλα αυτά που είπα να τη πληρώνουμε κι εμείς. Τέρμα, είπε ο Μεταξάς. (…) Ούτε μπουζούκια ούτε δίσκοι. Αποφάσισα και πήγα στο γραφείο του Μεταξά. Αποφάσισα και μπήκα στο γραφείο του. Με το ζόρι μπήκα μέσα κι έγινε τσαμπουκάς εκεί με τους γραμματικούς. Ήρθε και ο Μανιαδάκης και ο Νικολούδης (…) Ο Μανιαδάκης μου ‘κανε τον μάγκα (…) δεν μ’ άφηνε να μπω. Ο Νικολούδης καθάρισε και είδα τον Μεταξά. Μόλις μπήκα στο γραφείο στάθηκα όρθιος και περίμενα να μου μιλήσει. Δίπλα μου στεκόντουσαν ο Νικολούδης και ο Μανιαδάκης. Αυτοί δεν μίλαγαν, μέχρι που ο Μεταξάς με ρώτησε ποιος είμαι και τι θέλω.

-Θα πεθάνουμε, του λέω, κύριε Πρόεδρε, αυτή είναι η δουλειά μας.

-Βγάζετε χασικλίδικα γι’ αυτό δεν σας αφήνω, λέει ο Μεταξάς.

-Εγώ δεν βγάζω χασικλίδικα, να σας παίξω να δείτε.

-Βγάζουν οι άλλοι, μου λέει αυτός.

-Ούτε κι αυτοί του λέω βγάζουν πια, σταματήσανε, όλα τα τραγούδια μας είναι ωραία. Να, να σας παίξω να δείτε ξαναλέω και βγάζω τον μπαγλαμά μέσα από το παλτό μου, γιατί τον είχα πάρει μαζί. Και του ‘παιξα την Βαγγελίτσα. Με άκουγε ο Μεταξάς και δεν μίλαγε και είχα πάρει θάρρος. Του πούλαγα παραμύθι, στο τέλος τον κατάφερα.

Ο Μεταξάς άρχισε να γελάει. Έδωσε εντολή να τα επιτρέψουνε, χωρίς όμως χασικλίδικα λόγια. Τι να κάνουμε; Δικτατορία, βλέπεις…».

Η αλήθεια είναι ότι από μόνο του ακούγεται υπερβολικό όλο αυτό. Θα μπορούσε ποτέ κάποιος να «μπουκάρει» έτσι εύκολα στο γραφείο ενός δικτάτορα; Και πώς έφτασε ως εκεί; Πού ήταν η ασφάλεια; Θα άφηναν κάποιον να μπει κατ’ αυτόν τον τρόπο, χωρίς να τον ψάξουν, με εκείνον να έχει κρυμμένα αντικείμενα κάτω απ’ το σακάκι του σε μέγεθος μπαγλαμά; Αυτές είναι λογικοφανείς απορίες, για τις οποίες όμως θα μπορούσε να πει κάποιος και το αφοπλιστικά απλό «ναι, γιατί όχι; Όλα γίνονται». Όλα γίνονται, συμφωνώ, αλλά έλα που σε μία μετέπειτα συνέντευξή του για αυτό το θέμα ο μπαρμπα-Γιάννης ουσιαστικά διέψευσε τον εαυτό του.

Τον Μάιο του 1972, τρεις μήνες σχεδόν πριν σκοτωθεί σε δυστύχημα με το αυτοκίνητό του, τον επισκέφτηκε στο σπίτι του, κοντά στις Τζιτζιφιές, ο στιχουργός και δημοσιογράφος, Λευτέρης Παπαδόπουλος. Στη συνέντευξη που ακολούθησε -και που σήμερα τη βρίσκει κάποιος στο βιβλίο του δεύτερου, Να συλληφθεί το ντουμάνι!– ο Γιάννης Παπαϊωάννου ρωτήθηκε γι’ αυτό το περιστατικό που έχει προσλάβει διαστάσεις θρύλου.

Εντούτοις, αρνήθηκε ότι συνέβη κατ’ αυτόν τον τρόπο, αρνήθηκε ότι συνάντησε ποτέ τον Μεταξά κρατώντας τον μπαγλαμά ανά χείρας. Δες πώς περιέγραψε το περιστατικό στον Λευτέρη Παπαδόπουλο:

«(…)Αυτά που μου λες γίνονταν επί Μεταξά. Ο Μεταξάς δεν είχε απαγορεύσει το μπουζούκι;

Ο Μεταξάς απαγόρευσε τη γραμμοφώνηση. Έβαλε αυστηρή λογοκρισία, κάποιον Ψαρούδα, έναν γέρο με μούσι. Απαγόρευσε το λαϊκό από τον δίσκο, όχι σαν δουλειά. Ας πούμε, το Βαδίζω και παραμιλώ μου το κόψανε.

Αυτό πόσον καιρό κράτησε;

Κάνα χρόνο. Μετά πήγαμε και τους συναντήσαμε. Άμα ζούσε ο συχωρεμένος ο Μίνως Μάτσας, θα σου έλεγε… Πήγα εγώ εκεί, μ’ ένα μπουζούκι που το είχαν γεμίσει φίλντισι. Είχα δώσει 4.500! Πολλά λεφτά, τα μάζευα καιρό.

Κάπου διάβασα ότι πήγες εσύ στον Μεταξά.

Εγώ πήγα, αλλά όχι στον Μεταξά. Αυτά είναι παραμύθια. Πήγα στη λογοκρισία. Αυτοί νομίσανε ότι θα δουν τίποτα ζωνάρια, φούντες και τέτοια. Φόρεσα ένα μπλε κοστούμι, πήρα κι ένα φίλο μου και πήγα με το μπουζούκι στο χέρι. Ο φίλος μου ήταν ο Κωνσταντινίδης. Πέθανε. Τον είχα και μου ʼκανε σεγόντα σε κάτι πλάκες. Είχα το μπουζούκι σε μια πάνινη θήκη. Μόλις το ʼβγαλα, καταλαβαίνεις, άστραψε ο κόσμος! Γιατί το φίλντισι δεν ήταν πάστα -ήταν αληθινό. Σκέψου ότι δεν μπορούσε να βρει ο μάστορας άλλο. Και όλο ασήμι τα κλαριά, δίπλα. Ήταν πολύ όμορφο μπουζούκι, αλλά δεν φώναζε. Κι εμείς, τότε, θέλαμε να φωνάζουν τα μπουζούκια.

Και τι του είπες του Ψαρούδα;

Λέει: αυτό είναι το μπουζούκι; Λέω: Mάλιστα. Το κοίταξε. Ύστερα τού ʼπαιξα. Έπιασε ο Κωνσταντινίδης την κιθάρα, πλακώσαμε κάτι ντουετάκια, γούσταρε ο άνθρωπος, κι εκεί τελείωσε η ιστορία. Ο Μάρκος τώρα… Αν πήγαινε ο Μάρκος, με το «α!» που θα ʼκανε, θα μας κλείνανε μέσα! Εμείς είπαμε κάτι ντουετάκια, το παράπονό μας, δηλαδή, με γλύκα…»

 

Η αλήθεια είναι ότι η δεύτερη περιγραφή του περιστατικού, φαίνεται να ακουμπάει πιο πολύ στη λογική, από την πρώτη που τον ήθελε να παίζει μπαγλαμά μπροστά στον φασίστα δικτάτορα. Όποια και να είναι η αλήθεια, ο Παπαϊωάννου, δεν θα έμενε στην ιστορία γι’ αυτό το περιστατικό. Η συμμετοχή του στην αναμόρφωση του αστικού λαϊκού τραγουδιού είναι ασύγκριτα σημαντικότερος λόγος για να μνημονεύεται για πάντα.