Eurokinissi
ΕΓΚΛΗΜΑ

Η δολοφονία στην Παλλήνη που θα μπορούσε να είναι ταινία τρόμου στο Netflix

Η δολοφονία ενός άντρα από τη γυναίκα του έγινε γνωστή ως το «έγκλημα στο χοιροστάσιο» και είχε συγκλονίσει την Ελλάδα του 1979.

Οι στριγκλιές των γουρουνιών λίγο πριν τους αφαιρέσουν τη ζωή, είναι αποτέλεσμα του φόβου τους. Στις 25 Μαρτίου του 1979, όμως, οι πιθανότητες να σίγησαν για πρώτη φορά μετά από χρόνια είναι αυξημένες καθώς τη θέση τους, πήρε ένας άνθρωπος. Η μεγάλη τους διαφορά, ωστόσο, είναι πως ο Δ. Κ. δεν πέθανε για να ενεργοποιήσει τους γευστικούς κάλυκες κάποιου, αλλά γιατί η γυναίκα του «δεν είχε δει άσπρη μέρα».

Η Σ. Α., αδερφή του Δ. Κ., υποστήριξε ότι ο αδερφός της αναγκάστηκε να παντρευτεί την Κ. μετά από πιέσεις του πατέρα της και αυτό γιατί την είχε αφήσει έγκυο.

Το παντρεμένο ζευγάρι έζησε αρχικά σε ένα χωριό στα Τρίκαλα και τότε ήταν που η γυναίκα του Δ. Κ. επιχείρησε να τον δολοφονήσει για πρώτη φορά με ένα τσεκούρι την ώρα που αυτός κοιμόταν. Δεν τα κατάφερε. Τέσσερα χρόνια αργότερα, τα τρία τους παιδιά θα μείνουν ορφανά από πατέρα.

Η πρώτη απόπειρα δολοφονίας του Δ. Κ. το 1975 και η μετακόμιση

Ο λόγος που η Κ. Κ. επιτέθηκε στον σύζυγό της με τσεκούρι όσο αυτός κοιμόταν, ήταν επειδή «είχε σχέσεις με μια συγγενή του και όταν του έλεγα να διακόψει με έδερνε». Αυτό, τουλάχιστον, ισχυρίστηκε στη δίκη για να δικαιολογήσει την πράξη της, λίγους μήνες αργότερα. Τελικά, καταδικάστηκε σε φυλάκιση τριών χρόνων με αναστολή αφού το δικαστήριο έκρινε ότι βρισκόταν «σε πλήρη σύγχυση».

Το 1976, το ζευγάρι μετακόμισε στην Αθήνα και βρέθηκε να δουλεύει στο χοιροστάσιο του Δ. Τ. στο Κάτω Χαρβάτι της Παλλήνης. Ο ιδιοκτήτης, μάλιστα, τους παρείχε και ένα σπίτι πάνω από την αποθήκη των ζωοτροφών. Όπως είπε ο ίδιος στην κατάθεσή του στο Μικτό Ορκωτό Κακουργιοδικείο Αθηνών «τους προσλάβαμε (σ.σ.: μαζί με τον αδελφό του) ύστερα από μία αγγελία στις εφημερίδες. Οι απολαβές που είχαν ήταν ικανοποιητικές 30.000 δρχ. τον μήνα και σπίτι, πουλερικά και γάλα δωρεάν.

Στην αρχή δούλεψαν σωστά, χωρίς προστριβές, με μοναδικά προβλήματά τους τα παιδιά. Κατόπιν άρχισαν οι ομηρικοί καβγάδες. Παραμελούσαν την εργασία τους, τους έκανα παρατηρήσεις. Ο μακαρίτης έπινε συνεχώς και ήταν μεθυσμένος. Έφευγε από τη δουλειά. Τη γυναίκα την έδερνε αλύπητα. Κατ΄ επανάληψη την είχα δει κτυπημένη από το ξύλο που της έδινε».

Οι συγγενείς του Κ., από την άλλη, αν και παραδέχτηκαν ότι έπινε, υποστήριξαν ότι έκανε τα πάντα για την οικογένειά του. Πιο συγκεκριμένα, όπως είπαν, μετανάστευσε στη Γερμανία, τη Λιβύη και άλλες αραβικές χώρες με σκοπό να προσφέρει μια καλύτερη ζωή στα παιδιά του. Σύμφωνα με τον γείτονα του ζεύγους, πάντως, το θύμα «είχε δημιουργήσει κάτι προβλήματα στην περιοχή. Σύχναζε στην ταβέρνα, όπου είχε κάνει μία φασαρία, του είχανε πάρει κι ένα μαχαίρι», ενώ η Κ. «ήταν εργατική, όλη τη μέρα την έβλεπες με ένα παντελόνι τζιν, λερωμένη από πάνω μέχρι κάτω γιατί ήταν συνεχώς μέσα στο χοιροτροφείο. Ήταν μια γυναίκα κανονικού αναστήματος, αλλά ήταν δυναμική, δεν ήταν καμιά “ψόφια”, είχε σωματική δύναμη».

Η δήλωση εξαφάνισης

Σύμφωνα με τον Δ. Τ., τον ιδιοκτήτη του χοιροστασίου, «Την Τρίτη το πρωί πήρε τηλέφωνο η γυναίκα του στο μαγαζί του αδελφού μου και άφησε παραγγελία να πάω στο χοιροστάσιο “γιατί άντρας μου μας άφησε και έφυγε και δεν ξέρω να χειριστώ τα μηχανήματα”. Όταν ήλθα εδώ (σ.σ. στο χοιροστάσιο) τη βρήκα αναστατωμένη κι αλλαγμένη, αλλά ψυχρή. “Τι συμβαίνει;” της λέω. “Ήλθαν δύο κακοποιοί, τον πήραν και φύγανε” μ’ απάντησε. Δεν πίστεψα ότι “έφυγε” γιατί την Κυριακή (σ.σ.: την παραμονή του φόνου) είχα δουλέψει για τρεις ώρες με τον Χ. στο χοιροστάσιο […] και δεν φαινόταν να τον απασχολεί τίποτα. Ήξερα ότι είχαν καυγάδες γιατί τον τελευταίο καιρό ο Χ. μεθούσε, έπινε πολύ. Της είπα να πάει στην αστυνομία να καταγγείλει την εξαφάνιση. “Καλά” μου λέει. “Αύριο”. Την άλλη μέρα τη ρώτησα αν πήγε και μου απάντησε: “Όχι, και δεν θέλω να πάω στην αστυνομία. Τι δουλειά έχω εγώ;” Της είπα ότι θα πάω εγώ, γιατί αύριο μπορεί να γυρίσει ο άντρας της. “Όχι”, μ’ έκοψε “Δεν θα γυρίσει”. Τελικά, τηλεφώνησα στην αστυνομία κι έτσι αναγκάστηκε να καταγγείλει την εξαφάνιση».

Τελικά, η η δήλωση εξαφάνισης έγινε από την Κ. στον Σταθμό Χωροφυλακής Παλλήνης στις 30 Μαρτίου, ενώ λίγες μέρες μετά, την εξαφάνιση δήλωσαν στο Παράρτημα Ασφαλείας Αγίας Παρασκευής και τα αδέλφια του θύματος.

Τι πραγματικά είχε συμβεί

Στις 25 Μαρτίου του 1979, λίγες μέρες πριν δηλωθεί η εξαφάνισή του, ο Δ. Κ. δολοφονήθηκε. Πώς φτάσαμε σε αυτό το σημείο; Σύμφωνα με την απολογία της κατηγορούμενης, «του πήγα το κρασί, αλλά το έσπασε το μπουκάλι. Με σακάτεψε στο ξύλο μπροστά στη μεγάλη μας κόρη, που με λυπήθηκε και φώναξε: “Μαμά μου, σε σκότωσε”. Ανάλγητος εκείνος με έβριζε: “Σκύλα! Βρώμα! Πουτάνα!” Είδα και έπαθα να του ξεφύγω. Έτρεξα και κρύφτηκα στα στάχυα. Λίγο αργότερα, ζήτησα βοήθεια από τον μπάρμπα-Β. (σ.σ. γείτονας). Μετά γύρισα σπίτι.

Ετοίμασα δύο καφέδες του μπάρμπα-Β. και του Χ.. Εκείνος μου πέταξε το φλιτζάνι στο πρόσωπο και μου είπε: “Αι σιχτίρ, πουτάνα!” Ύστερα, όταν ο μπάρμπα-Β. έφυγε, ο Χ. φώναξε: “Θα σφάξω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου απόψε” […]. Έβαλα τα παιδιά να κοιμηθούν κάτω από το κρεβάτι και εκείνος κρατώντας μαχαίρι φώναζε: “Πού είσαι βρε πουτάνα; Πού έχεις βάλει τα παιδιά;” Ό,τι έκανα, για τα παιδιά μου το ‘κανα. Θα του ‘φευγα κι ας με αναζητούσε. Πίστεψα πως δεν θα γλίτωνα εγώ και τα παιδάκια μου… Ούρλιαζε εκείνος πως δεν θα του γλιτώναμε. Ζαλισμένη από τα κτυπήματα, ούτε ήξερα τι έκανα. Άρπαξα μια σωλήνα και ενώ εκείνος ανέβαινε τη σκάλα, τον κτύπησα. Τη σωλήνα τη βρήκα στη βεράντα. […] Του έδωσα δύο κτυπήματα, ζαλίστηκε και έπεσε με το κεφάλι προς τα κάτω.

Εκεί, αμέσως τον ξανακτύπησα δύο, τρεις, τέσσερις φορές ακόμη. Τον κτύπησα και στο τσιμέντο. […] Τα παιδιά δεν ξύπνησαν με τον θόρυβο. Τα αγγελούδια μου κοιμόντουσαν… Φοβήθηκα, τότε, τα αδέλφια μου και κοίταξα να εξαφανίσω το πτώμα. Έκανα κουράγιο κ. Πρόεδρε γιατί είχα παιδί στα σπλάχνα μου. Αχ, η άμοιρη… Καλύτερα να με είχε σκοτώσει. Την απόφαση να τον σκοτώσω την πήρα εκείνο το βράδυ. […] Μάρτυράς μου ο θεός πως δεν ήξερα τι έκανα. Δεν θέλω να λυπηθείτε εμένα, τα παιδιά μου να λυπηθείτε».

Ένα κόκαλο στον βόθρο του χοιροστασίου

Eurokinissi

Οι συγγενείς του Δ. Κ., από την πρώτη στιγμή της εμφάνισής του, υποστήριζαν ότι είχε δολοφονηθεί και ότι το πτώμα του, βρίσκεται κάπου στο χοιροστάσιο. Η πρόβλεψή τους ήταν σωστή ενώ τις ίδιες υποψίες είχε και ο Δ. Τ. Το μόνο στοιχείο που είχε η αστυνομία στα χέρια της, ωστόσο, ήταν μια κηλίδα αίματος στη βάση της σκάλας που οδηγούσε στο σπίτι, χωρίς να είναι σε θέση να αποδείξουν αν ανήκει σε εκείνον ή σε γουρούνι.

Περίπου ένα μήνα μετά την εξαφάνισή του και πιο συγκεκριμένα στις 24 Απριλίου του 1979, βρέθηκε ένα κόκαλο στα φρεάτια του χοιροστασίου από το συνεργείο εκκένωσης. Η Κ. Κ. μεταφέρθηκε αμέσως στην Υποδιεύθυνση Ασφαλείας Προαστίων και μετά από πολλές ώρες ανάκρισης, ομολόγησε πως δολοφόνησε τον σύζυγό της και ύστερα τον έκαψε ρίχνοντας ό,τι είχε απομείνει από το σώμα του στον βόθρο.

Η απόφαση του εισαγγελέα

Eurokinissi

Η δίκη της Κ. Κ. πραγματοποιήθηκε στο Μικτό Ορκωτό Κακουργιοδικείο Αθηνών στις 14 και 15 Φεβρουαρίου του 1980 και η απολογία της διήρκεσε περίπου τρεις ώρες. Σε αυτή, εκτός από το να εξηγήσει ξανά πώς έγινε η δολοφονία του άντρα της, μίλησε αρκετά για το πώς της συμπεριφερόταν από την πρώτη ημέρα του γάμου τους, εστιάζοντας στις απειλές και τη βία που είχε υποστεί.

Ο εισαγγελέας δεν πείστηκε σε καμία περίπτωση από τα επιχειρήματα της κατηγορούμενης και της υπεράσπισής της και στην αγόρευσή του πρότεινε να κηρυχθεί η Κ. ένοχη χωρίς κανένα ελαφρυντικό. «Έχομεν ανθρωποκτονία εκ προθέσεως που ετελέσθη με ήρεμον φυσικήν κατάστασιν» σημείωσε χαρακτηριστικά προσθέτοντας ότι η Κ. «είναι μια ψυχρή γυναίκα που σκέπτεται και πράττει», η οποία επιπλέον «σπίλωσε τη μνήμη του νεκρού θύματός της κατά τον ελεεινότερον τρόπο».

Το απόγευμα της 15ης Φεβρουαρίου, το Δικαστήριο με ψήφους 4-3 την έκρινε ένοχη για ανθρωποκτονία από πρόθεση, ιδιαζόντως απεχθή, και την καταδίκασε στην ποινή των ισοβίων δεσμών. Όπως διαβάζουμε στο ρεπορτάζ των εφημερίδων, η Κ. άκουσε την απόφαση με ψυχραιμία και έδειξε ανακούφιση καθώς πίστευε ότι θα καταδικαστεί σε θάνατο.