Eurokinissi
ΕΓΚΛΗΜΑ

Η δολοφονία του εφοπλιστή Τεριάζου από έναν άλλον Έλληνα εφοπλιστή

Οι διαφορές που οδήγησαν τους δύο πάμπλουτους επιχειρηματίες στο φονικό.

Δεν ξέρω πόσο συχνό είναι ένας εφοπλιστής να σκοτώνει έναν άλλον εφοπλιστή και μάλιστα χωρίς να πληρώσει κάποιον για να κάνει τη βρόμικη δουλειά. Να προτιμά να το κάνει ο ίδιος. Να βγάζει το πιστόλι και να πυροβολεί.

Ρητορικό το ερώτημα και αρκετά αποτυχημένο. Ξέρω ότι δεν είναι συχνό γι’ αυτό και μου τράβηξε τόσο πολύ την προσοχή η παρακάτω ιστορία.

Το 1936, ο εφοπλιστής Σπύρος Τυπάλδος πυροβόλησε και σκότωσε τον Λεόντιο Τεριάζο, μέσα στο γραφείο του δεύτερου στον Πειραιά. Η είδηση, αν και κυκλοφόρησε λογοκριμένη λόγω του μεταξικού καθεστώτος, προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον ανάμεσα στα μέλη της τότε καλής κοινωνίας. Ας χρησιμοποιήσουμε τη λέξη “σόκαρε” για να είμαστε ακριβείς.

Πώς φτάσανε μέχρι εκεί, λοιπόν, οι δύο εφοπλιστές;

Ο Λεόντιος Τεριάζος, πέρα απ’ το όνομα που ήταν σαν να είχε βγει από ταινία, ήταν εφοπλιστής από την Κωνσταντινούπολη και σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής και τους ανθρώπους που τον θρήνησαν, ήταν ένας “καλός οικογενειάρχης”. Η εταιρεία του είχε την ονομασία ‘Πατριωτική Ατμοπλοΐα’ και έκανε εμπόριο γαιανθράκων -λειτουργούσε ως καύσιμο- για τον εφοδιασμό των πλοίων.

Ο μελλοντικός δολοφόνος του ήταν πελάτης του. Ο Κεφαλλονίτης εφοπλιστής Σπύρος Τυπάλδος, είχε μαζί με τον αδερφό το πλοίο ‘Αμβρακικός’. Αγόραζαν γαιάνθρακα από τον εφοπλιστή Τεριάζο, χωρίς να είναι και τόσο τυπικοί στις πληρωμές τους. Άρχισαν να του χρωστάνε και σε κάποια στιγμή το χρέος τους έφτασε στο απίστευτο για την εποχή ποσό του 1.400.000 δραχμές.

Τον Οκτώβριο του 1936, ο Τεριάζος θα προχωρήσει σε κατάσχεση του πλοίο ‘Αμβρακικός’, πράγμα που σήμαινε κι ότι το πλοίο δεν θα μπορούσε να εκτελεί δρομολόγια, μέχρι να βγει σε πλειστηριασμό.

Ο πλειστηριασμός είχε προγραμματιστεί για την Κυριακή 8 Νοεμβρίου του ίδιου έτους. Την προηγούμενη μέρα, το απόγευμα του Σαββάτου ο 45χρονος Σπύρος Τυπάλδος θα πάει στο γραφείο της ‘Πατριωτικής Ατμοπλοίας’, στο κτίριο Γιαννουλάτου, στην πλατεία Καραϊσκάκη στον Πειραιά. Θα ζητήσει να δει τον Τεριάζο, αλλά ο κλητήρας δεν θα τον αφήσει. Θα του πει ότι ο 55χρονος εφοπλιστής έχει δουλειά. Θα τον σπρώξει, θα τον προσπεράσει και θα μπει στο γραφείο, ζητώντας να αναβληθεί ο πλειστηριασμός. Οι δυο άντρες θα λογομαχήσουν.

“Ο Τεργιάζος τον παρεκάλεσε ν’ αναμένη”, θα γράψει εφημερίδα της εποχής. “Προς στιγμήν ο Τυπάλδος συνεμορφώθη με την παράκλησιν, αργότερον όμως εξήγαγε περίστροφον και πυροβόλησε δις τραυματίσας τον Τεργιάζον εις την κεφαλήν και την καρδιακήν χώραν”.

Οι δυο σφαίρες άφησαν στον τόπο τον εφοπλιστή. Ο κλητήρας έτρεξε μέσα στο γραφείο και προσπάθησε να συλλάβει τον δολοφόνο, χωρίς να τα καταφέρει. Ο Τυπάλδος γύρισε και τον πυροβόλησε μία φορά, χωρίς ευτυχώς να τον πετύχει. Στη συνέχεια έφυγε τρέχοντας προς άγνωστη κατεύθυνση.

Ο Τεριάζος θα μεταφερθεί στο νοσοκομείο όπου και διαπιστωθεί τυπικά ο θάνατός του. Ο δολοφόνος θα συλληφθεί και θα μείνει στη φυλακή μόλις για πέντε χρόνια. Το 1941 και κατά τη διάρκεια  του ελληνοϊταλικού πολέμου θα αφεθεί ελεύθερος.

Αυτή δυστυχώς δεν θα ήταν η τελευταία φορά που το όνομά του θα απασχολούσε αρνητικά την κοινή γνώμη. Το όνομά του έμελλε να συνδεθεί με μία από τις μεγαλύτερες ναυτικές τραγωδίες της χώρας μας, με το ναυάγιο του πλοίου ‘Ηράκλειον’ στη Φαλκονέρα. Συνέβη το 1966 και οδήγησε 277 ανθρώπους στον βυθό του Αιγαίου.