Eurokinissi
ΕΓΚΛΗΜΑ

Η Ελληνίδα ηγουμένη που σκότωνε καλόγριες και τους έκλεβε τις περιουσίες

Η φρικιαστική ιστορία της Μαριάμ Σουλακιώτη της μονής της Κερατέας που βασάνισε και σκότωσε δεκάδες ανθρώπους προτού πέσει στα χέρια της αστυνομίας.

Η μοναχή Θεοδότη ξυλοκοπήθηκε μέχρι θανάτου. Mία άλλη γυναίκα, φυματική, η οποία προσπάθησε να αποδράσει, κλείστηκε σε μία τρώγλη για έξι μήνες με ελάχιστο φαγητό, και πέθανε. Ένα ζευγάρι παραχώρησε όλη την περιουσία του στη Μονή και λίγο καιρό μετά πέθανε κι αυτό από ασιτία.

Αυτές είναι μόνο τρεις από τις ιστορίες που ήρθαν στο φως με τη σύλληψη της ηγουμένης του μοναστηριού της Παναγίας της Πευκοβουνογιάτρισσας στην Κερατέα, της Μαριάμ Σουλακιώτη το 1950.

Το Δεκέμβριο εκείνου του έτους, όταν 80 αστυνομικοί μαζί με τον αρμόδιο αντιεισαγγελέα και τον ιατροδικαστή εισέβαλαν στη Μονή, ήρθαν αντιμέτωποι με δεκάδες λιπόσαρκες ηλικιωμένες, αλλά και παιδιά, όλοι τους σε άθλια κατάσταση.

Κάτω από τις βρισιές και τα αναθέματα των καλογριών, πήραν τα 36(!) παιδιά, τα έβαλαν μέσα σε λεωφορεία και τα έστειλαν στον παιδικό σταθμό του Λαυρίου. Στη συνέχεια συνέλαβαν αυτούς που θεωρούσαν υπεύθυνους για αυτήν την κατάσταση. Αρκετές μοναχές, τον επίσκοπο των παλαιοημερολογιτισσών αλλά και την εγκέφαλο πίσω από όλα αυτά, τη Μαριάμ Σουλακιώτη, πιο γνωστή από εκεί και πέρα χάρη στις εφημερίδες, ως ‘γυναικείο σατανά’.

Οι ανακρίσεις και οι καταθέσεις που θα ακολουθήσουν θα επιβεβαιώσουν τις φήμες που κυκλοφορούσαν εδώ και χρόνια. Η μονή προσηλύτιζε ανθρώπους για να οικειοποιηθεί τις περιουσίες τους. Οι ιστορίες που έρχονται στο φως θα συγκλόνιζαν την μεταπολεμική Ελλάδα και για μήνες θα φιγουράριζαν στα εξώφυλλα των μεγαλύτερων εφημερίδων.

Μια γυναίκα θα πει ότι την άφησαν για σχεδόν έξι μήνες νηστική, δίνοντάς της να τρώει τα κουκούτσια από ελιές και φλούδες κρεμμυδιών. Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, την ανάγκαζαν να πίνει και τα ούρα της.

Ένας άλλος ο οποίος κατάφερε να δραπετεύσει, θα καταθέσει ότι όσο βρισκόταν εντός της μονής του έδιναν βρασμένες παπαρούνες ώστε να τον κρατούν ναρκωμένο -περιείχαν όπιο. Όταν παρουσιάστηκε για να βάλει το ράσο, του έκαναν σωματικό έλεγχο και του απέσπασαν ένα σακουλάκι με χρήματα και χρυσά δαχτυλίδια που είχε ράψει μέσα στα ρούχα του.

Μία άλλη γυναίκα θα καταθέσει ότι στα 15 της ακολούθησε τη μητέρα της, η οποία ήταν ήδη μοναχή, αλλά δεν πρόλαβε να ζήσει για πολύ μαζί της. Πέθανε από τα βασανιστήρια και τις στερήσεις που επέβαλε η ηγεσία της μονής. Για την ίδια θα πει ότι την έβαζαν το πρωί να κουβαλάει πέτρες και το βράδυ να ξανοίγεται στη θάλασσα πάνω σε μία τράτα και να ψαρεύει. Της κάρφωναν με καρφίτσες στα πόδια και τις έριχναν ιώδιο στα γεννητικά όργανα.

Μια γυναίκα θα καταγγείλει ότι μέσα στο μοναστήρι ζούσε ως έγκλειστη η μητέρα της και ότι της απαγόρευαν να έχεις σχέσεις με άλλους ανθρώπους εκτός της μονής. Και η ίδια με το ζόρι την έβλεπε. Μάλιστα, κάτω από μεγάλες ψυχολογικές πιέσεις θα κατάφερναν να της αρπάξουν τα 10.000 δολάρια, ποσό τεράστιο για την εποχή, το οποίο είχε κληρονομήσει από τον αδερφό της.

Στην Εφημερίδα ‘Ελευθερία’ γράφτηκε και το παρακάτω περιστατικό:

“Η ηγουμένη Μαριάμ μετά τον θάνατο του επισκόπου Ματθαίου Καρπαθάκη διέδωσε επίτηδες ότι το πτώμα του ‘μυροβόλησε’! Διά του τρόπου αυτού προσέλκυσαν εκατοντάδες απλοϊκούς ανθρώπους, οι οποίοι έσπευσαν εκεί από πολλά μέρη της Ελλάδας για να δουν το θαύμα του Αγίου Ματθαίου… Στην πραγματικότητα, όμως, η πονηρή ηγουμένη είχε ραντίσει το πτώμα του με άρωμα για να παραπλανήσει τους ευσεβείς και να δημιουργήσει θρύλο πέριξ του ονόματος του Ματθαίου…”.

Ίδια πονηριά και εδώ:

“Παρόμοια περίπτωση είναι και μιας άλλης μοναχής της Μαρίας, η οποία χωρίς να γνωρίζει τι υπογράφει υπέγραψε εκχωρητήριο της περιουσίας της εις τη Μαριάμ και το περιβάλλον της και κατόπιν νομίζουσα ότι ήτο κυρία των κτημάτων της μετέβη εις αυτά για να μαζέψει ελιές. Οι άλλες μοναχές όμως επιτέθηκαν εναντίον της, την ξυλοκόπησαν αγριότατα και η μοναχή Μαρία μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο όπου και απέθανε”.

Ένας ακόμη μάρτυρας, ο οποίος είχε μέσα στη μονή την αδερφή του και τον γαμπρό του, φυματικοί και οι δύο τους, θα καταθέσει ότι βρήκαν τον θάνατο μέσα στο μοναστήρι της Κερατέας. Για τα τρία παιδιά τους θα πει υποβάλλονταν σε απάνθρωπα βασανιστήρια. Πιο συγκεκριμένα, για ένα απ’ αυτά θα πει ότι το κρεμούσαν ανάποδα και το έδερναν μέχρι να χάσει τις αισθήσεις του. Έτσι πίστευαν ότι θα έβγαινε το δαιμόνιο από μέσα του. Μάλιστα, όσο ζούσε ο πατέρας του οι καλόγριες τον πίεζαν να κολλήσει φυματίωση και το παιδί, γιατί υποτίθεται πώς αν δεν πέθαινε, θα εξελισσόταν σε διάβολο που θα έκαιγε το μοναστήρι.

“Έλεγαν ότι πρέπει να πεθάνουμε, να αδειάσουν τα κελιά να έρχονται άλλοι, για να πάμε στον παράδεισο”, θα πουν κάποια απ’ τα τα παιδιά. Την ίδια στιγμή η περιουσία των νεκρών φυματικών γονιών τους -65 στρέμματα και ένα σπίτι- πέρασε στα χέρια της μονής. Αυτή άλλωστε ήταν μια συνηθισμένη πρακτική για την Μαριάμ Σουλακιώτη. Σύμφωνα με τον εισαγγελέα είχε αποκτήσει περισσότερα από 150.000 δολάρια με αυτή τη μέθοδο, μια αδιανόητα μεγάλη περιουσία για εκείνα τα χρόνια.

Μια ακόμη γυναίκα θα περιγράψει στις αστυνομικές αρχές τα όσα αποτρόπαια πέρασε στα χέρια τους η μικρή της ανιψιά:

“Κάποτε το ανιψάκι μου, 10 χρόνων κοριτσάκι, το έβαλαν αγγαρεία στο μαγειρείο. Πεινούσε και έγλειψε μια πατάτα. Να η ποινή που του επέβαλαν: Το έδεσαν ολόγυμνο όλη τη νύχτα στο στάβλο και το πρωί το βρήκαν λιπόθυμο από το κρύο και το φόβο. Είχε καθαρίσει την ψυχή του και είχε υποστεί όλη την προεργασία για τον παράδεισο…”.

Ένας άλλος μάρτυρας θα καταθέσει ότι όσο έμενε στο ανδρικό μοναστήρι, το οποίο επίσης διοικούσε η Σουλακιώτη, είδε τον 6χρονο ανιψιό του να τον δέρνουν με μια τριχιά και στη συνέχεια να τον πετάνε μέσα σε μια στέρνα για τιμωρία.

“Η Κερατέα είναι αίσχος δια την Ελλάδα”, θα πει από την έδρα του ο εισαγγελέας στο Κακουργιοδικείο. “Σηκώνονται αι τρίχες της κεφαλής μου. Σκεφτείτε ότι εκεί πέθαναν 150 φυματικά κορίτσια”.

Η ηγουμένη θα αρνηθεί όλες τις κατηγορίες, θα αποδώσει όλες τις κατηγορίες στον Διάβολο. “Όλα αυτά είναι κατασκευάσματα του σατανά”, θα πει. Τον Φεβρουάριο του 1953 η Μαριάμ Σουλακιώτη θα καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη, τον Νοέμβριο του επόμενου χρόνου θα πεθάνει μέσα στις φυλακές Αβέρωφ.