LIFE

Η επιστροφή του Σώτου

Ο Σωτήρης πακετάρει τη βαλίτσα του με συναισθήματα ανάμικτα.

«Κάθε νίκη επιφέρει ευθύνη,
μην πιαστείς απροετοίμαστος για ό,τι καλό σου γίνει.
Όσο κι αν ταξιδέψεις και να κατακτήσεις τόπους,
καμιά χαρά κατάκτησης δεν θα ‘χεις αν δεν έχεις
στο λιμάνι της επιστροφής σου ανθρώπους.
Μέτρα τα βέλη στη φαρέτρα σου για πόσους φτάνουν στόχους.»

Ο Σωτήρης πακετάρει τη βαλίτσα του με συναισθήματα ανάμικτα. Με φόβο μα και ανυπομονησία. 25 χρόνια μετά ετοιμάζεται να γυρίσει πίσω. Και πατάει το play ξανά. Αυτό είναι σίγουρα το soundtrack της μεγάλης επιστροφής του. Αυτό το τραγούδι από τη μουσική συλλογή-ορόσημο 200 χρόνια δημοτικό τραγούδι, θα μπορούσε να είναι και η ιστορία του.

Ήταν δεν ήταν 23 χρόνων ο Σωτήρης όταν έφυγε για τα …ξένα. Δεν ήταν βέβαια τα ασπρόμαυρα και αφιλόξενα ξένα των γκασταρμπάιτερ της ελληνικής δεκαετίας του ‘60, αλλά τα καλοζωισμένα και πολλά υποσχόμενα ξένα των τελών της δεκαετίας του ‘90. Μια υποτροφία για ένα από τα πιο σπουδαία πανεπιστήμια της Αμερικής και το όνειρο μιας ακριβοθώρητης επιστημονικής καριέρας, πασπαλισμένης με την αστερόσκονη του American dream. Αυτά του έδωσαν την ώθηση να κάνει το υπερατλαντικό ταξίδι.

Μυαλό από τα λίγα, πάντα ξεχώριζε στο σχολείο, στα διαγωνίσματα, στις παρέες. Όταν πέρασε πρώτος στο Πολυτεχνείο, είχε βουίξει ο τόπος στη λαϊκή γειτονιά όπου μεγάλωσε. Βγήκε μέχρι και στο τοπικό κανάλι! Και οι γονείς του, άνθρωποι εργατικοί και τίμιοι, που η ανάγκη για βιοπορισμό τούς στέρησε τις προσωπικές φιλοδοξίες, κορδώνονταν όταν συναντούσαν τους γείτονες, που το βλαστάρι τους τα είχε τόσο καλά καταφέρει. Και όταν πάλι ετοίμαζε μπαγκάζια για Αμερική, έγινε σούσουρο στα σπίτια γύρω από τις αλάνες που έπαιζε μπάλα σαν παιδί. Ήταν από τότε προφανές ότι έτρωγε τα βιβλία με μεγαλύτερη ευχαρίστηση ακόμη και από τις φετούλες με λάδι και ζάχαρη, δημοφιλές σνακ των παιδικών του χρόνων, που όταν τις ετοίμαζε η γιαγιά του για τον χαϊδεμένο… Σώτο της, είχαν όλη τη νοστιμιά του κόσμου.

Έφυγε ο Σώτος, λοιπόν, ένα πρωινό του Σεπτέμβρη, με τις αποσκευές γεμάτες όνειρα και πυξίδα τη φιλοδοξία να γίνει τρανός. Και τα κατάφερε. Τον αντάμειψε ο νέος κόσμος για τα νοητικά του ταλέντα. Σπούδασε, κατέκτησε στόχους, αναρριχήθηκε. Και εξαργύρωσε την ευφυΐα του σε παχυλές αποταμιεύσεις. Μια δουλειά με στάτους και έναν βαρύγδουπο επαγγελματικό τίτλο, με περισσότερες από πέντε λέξεις αραδιασμένες στη σειρά. Αληθινή σπαζοκεφαλιά για τους ηλικιωμένους γείτονες στην Ελλάδα, αν τύχαινε να σκοντάψει πάνω σε κάποιον, όταν ήταν στη χώρα για διακοπές και τον ρωτούσε αφελώς «Τι δουλειά κάνεις»;

Στα χρόνια που ακολούθησαν παντρεύτηκε τον έρωτα της ζωής του, την Έλενα, σύντροφο και συνοδοιπόρο ζωής. Δεν έκαναν παιδιά, αλλά έκαναν όλα τα άλλα. Εγκαταστάθηκαν σε ένα όμορφο προάστιο του Σαν Φρανσίσκο και έφτιαξαν ένα αξιοζήλευτο σπιτικό. Όλα προμήνυαν μια ζωή με αιώνια λιακάδα. Ώσπου άρχισαν οι σκέψεις να αλλάζουν ρώτα και ο ουρανός να σκοτεινιάζει.

Ο θάνατος της λατρεμένης του γιαγιάς που δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να αποχαιρετήσει- δεν πρόλαβε ούτε στην κηδεία να πάει. Και εκείνη η παιδική ανάμνηση της φέτας με ζάχαρη που ξαφνικά απέκτησε γεύση πικρή. Οι γονείς, πίσω στην πατρίδα, που γερνούσαν κάθε μέρα και λίγο περισσότερο. Η σκέψη των δεκαετιών που πέρασε μακριά τους. Του κόσμου που άφησε πίσω. Του κόσμου που άλλαζε.

Όλα όσα συνέβησαν κατά την απουσία του. Η γέννηση των ανιψιών του, η συνταξιοδότηση του πατέρα, η ανακαίνιση του σπιτιού στο χωριό, τα αγγουράκια και οι ντομάτες από τον μπαξέ που φρόντιζε με ευλάβεια, η αυλή με τη φιλόξενη κληματαριά, όπου στρώνονταν το τραπέζι με τις ταπεινές νοστιμιές της μαμάς του, τα τηγανητά κεφτεδάκια και τη χωριάτικη σαλάτα που ξάφνου επισκίασαν όλα τα gourmet πιάτα των ακριβών εστιατορίων όπου σύχναζε. Οι παλιοί φίλοι που με τα χρόνια ξεμάκρυναν και έγιναν θολές φιγούρες. Το κυνηγητό στις αλάνες που με τον καιρό έγινε ένα ατέρμονο κυνήγι στόχων. Οι μικρές στιγμές που έχασε, όσο συνέχιζε ξαναμμένος από την έξαψη της φιλοδοξίας, να τρέχει πίσω από τα μεγάλα πλάνα. Οι μικρές στιγμές που μέσα τους συμπυκνώνουν το άπειρο της ζωής.

Τέτοια σκεφτόταν ο Σωτήρης μήνες τώρα. «Όσο κι αν ταξιδέψεις και αν κατακτήσεις τόπους, καμιά χαρά κατάκτησης δεν θα ‘χεις, αν δεν έχεις στο λιμάνι της επιστροφής σου ανθρώπους» στοίχειωναν τη σκέψη του οι στίχοι  του Ταφ Λάθος, που είχαν διασχίσει τον ωκεανό και είχαν μιλήσει απευθείας στην καρδιά του, χάρη σε μα πρωτοβουλία της Lidl Ελλάς. Και κάπως έτσι έριξε την τρελή ιδέα στην Έλενα. Και εκείνη, επιβεβαιώνοντας για μια ακόμη φορά ότι ήταν το άλλο του μισό, έγνευσε καταφατικά.

Τα φετινά εισιτήρια για την Ελλάδα θα ήταν χωρίς επιστροφή.