Peter Morrison / AP
ΚΟΣΜΟΣ

Η γυναίκα που πέθανε στην Ιρλανδία επειδή δεν της επετράπη η άμβλωση

Ο θάνατος της 31χρονης Savita Halappanavar έφερε την επανάσταση σε μία από τις πιο συντηρητικές χώρες στην Ευρώπη.

Στις 21 Οκτωβρίου 2012, η Savita Halappanavar, οδοντίατρος ινδικής καταγωγής και έγκυος 17 εβδομάδων, εισήχθη στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο Galway καθώς αισθανόταν έντονους πόνους στην πλάτη. Μερικές ώρες, όμως, αργότερα πήρε εξιτήριο χωρίς διάγνωση.

Την ίδια μέρα, η Savita Halappanavar επέστρεψε και πάλι στο νοσοκομείο, αυτή τη φορά υποστηρίζοντας πως έχει χαμηλή πίεση και μια αίσθηση ότι «κάτι έπεφτε» στην κοιλιά της. Ύστερα από μια εξέταση, παρατηρήθηκε ότι ο αμνιακός σάκος προεξείχε του σώματός της. Εισήχθη αμέσως στο νοσοκομείο καθώς η αποβολή ήταν δεδομένη.

Τα μεσάνυχτα της 22ης Οκτωβρίου τα νερά της έσπασαν, χωρίς, όμως, να βγάλουν τον έμβρυο από την κοιλιά της. Την επόμενη μέρα, εκείνη συζήτησε με τον θεράποντα ιατρό της το ενδεχόμενο της άμβλωσης, ωστόσο, το αίτημά της απορρίφθηκε από το νοσοκομείο καθώς στην Ιρλανδία εκείνη την περίοδο δεν επιτρεπόταν βάσει νομοθεσίας η έκτρωση σε έμβρυο που είχε καρδιακό παλμό.

Τις επόμενες μέρες, η 31χρονη οδοντίατρος έπαθε σήψη και παρά τις προσπάθειες των γιατρών τελικά πέθανε από καρδιακή ανακοπή τα ξημερώματα της 28ης Οκτωβρίου. Ύστερα από έρευνα, διαπιστώθηκε ότι υπήρξε ιατρική αμέλεια. Μόνο που το πρόβλημα δεν ήταν μόνο εκεί.

Ο θάνατος της Savita Halappanavar που σόκαρε την Ιρλανδία

Ο θάνατος της 31χρονης έγινε γνωστός μερικές εβδομάδες αργότερα και προκάλεσε μαζικές αντιδράσεις στη χώρα, με χιλιάδες γυναικών και αντρών να βγαίνουν στους δρόμους, απαιτώντας την αλλαγή της νομοθεσίας του ιρλανδικού συντάγματος που δεν επέτρεπε την άμβλωση.

Χαρακτηριστικό είναι πως στις 14 Νοεμβρίου 2012, περισσότεροι από 2.000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν έξω από το κοινοβούλιο της χώρας στο Δουβλίνο για να διαμαρτυρηθούν για τη νομοθεσία της χώρας. Οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν τις επόμενες μέρες σε όλη την Ιρλανδία, ενώ συνέβαιναν ακόμη και αγρυπνίες στη μνήμη του θύματος έξω από το σπίτι της.

Ένας από τους ανθρώπους που βγήκαν μπροστά άμεσα ήταν ο σύζυγος της Savita Halappanavar, ο οποίος αποκάλυψε πως εκείνος και η γυναίκα του είχαν ζητήσει αρκετές φορές την έκτρωση, ωστόσο, η απάντηση που πάντα λάμβαναν ήταν αρνητική καθώς «δεν μπορούσε να συμβεί κάτι τέτοιο σε μια χώρα καθολικών».

Την ίδια ώρα, στον αντίποδα η καθολική εκκλησία και οι συντηρητικοί της χώρας απέδιδαν τον θάνατο της νεαρής Ινδής σε ιατρικό λάθος και υποστήριζαν ότι η νομοθεσία δε θα έπρεπε να αλλάξει. Τελικά, η νομοθεσία άλλαξε, όμως, έπρεπε να περάσουν έξι ολόκληρα χρόνια.

Το δημοψήφισμα που ολοκλήρωσε την επανάσταση

Το ζήτημα συνέχιζε να απασχολεί τον δημόσιο διάλογο της Ιρλανδίας για αρκετά χρόνια. Οι συζητήσεις, όμως, εντάθηκαν το 2016, όταν η ιρλανδική κυβέρνηση σχημάτισε σώμα πολιτών προκειμένου να υπάρξουν διαβουλεύσεις και να αποφασιστεί το αν θα πρέπει να επιτρέπονται οι αμβλώσεις στη χώρα.

Δύο χρόνια αργότερα και έξι χρόνια από τον θάνατο της Savita Halappanavar, το 2018, το παραπάνω ερώτημα τέθηκε προς δημοψήφισμα. Η αλλαγή της ιρλανδικής νομοθεσίας πέρασε με το πανηγυρικό 66,4%. Έτσι, οποιαδήποτε γυναίκα – πολίτης της χώρας θα μπορούσε από την πρώτη έως τη 12η εβδομάδα κύησης να προχωρήσει σε άμβλωση.

Από τις 12 έως τις 24 εβδομάδες ψηφίστηκε να επιτρέπεται η έκτρωση μόνο εάν διαπιστωθεί γενετική ανωμαλία του εμβρύου ή κίνδυνος για τη ζωή της εγκύου, ενώ από τις 24 εβδομάδες και έπειτα θα επιτρεπόταν η διακοπή της κύησης μόνο εάν βρίσκονταν γενετικά προβλήματα στο έμβρυο.

Η νίκη υπέρ του «ναι» γιορτάστηκε στους δρόμους των μεγάλων πόλεων της χώρας, με χιλιάδες γυναίκες να πανηγυρίζουν και να τραγουδούν συγκινημένες για τη νέα εποχή. Ένας από τους υποστηρικτές του κινήματος ήταν και ο πρωθυπουργός της χώρας, Leo Varadkar, ο οποίος τάχθηκε υπέρ των διαδηλωτών από την πρώτη στιγμή.

«Ο λαός μίλησε. Δήλωσε ότι χρειαζόμαστε ένα σύγχρονο σύνταγμα για ένα σύγχρονο κράτος. Δηλώσαμε ότι εμπιστευόμαστε τις γυναίκες να πάρουν τις σωστές αποφάσεις για την υγεία τους» σημείωσε. Από την άλλη πλευρά, οι υποστηρικτές του «όχι» δήλωσαν: «Το αγέννητο παιδί δε θα έχει πλέον το δικαίωμα στη ζωή, αναγνωρισμένο πια από το ίδιο κράτος» σημείωσε εκπρόσωπός τους, John McGuirk, ισχυριζόμενος πως έτσι θα οδηγηθεί η χώρα σε μείωση του πληθυσμού της.