LIFE

Η μεθυσμένη βραδιά που θέλω να ξεχάσω

Όλοι μας έχουμε υπερβεί κάποια στιγμή στο ζωή μας τα όρια του αλκοόλ στο αίμα μας. Αυτό δε σημαίνει, όμως, πως θέλουμε να το θυμόμαστε.

Υπάρχουν στιγμές στη ζωή που τα πράγματα δεν έρχονται έτσι ακριβώς όπως τα έχεις προγραμματίσει. Λίγο το γεγονός ότι είσαι νέος και επιπόλαιος, λίγο ότι νομίζεις πως δεν σε ‘πιάνει’ το αλκοόλ και κάπως έτσι καταλήγεις να έχεις πιει ότι υπάρχει σε ένα μαγαζί και η καλύτερη βραδιά σου, να μετατρέπεται σε σκέτο εφιάλτη.

Σε όλους μας έχει συμβεί να μεθύσουμε κάποια στιγμή και να έχουμε κάνει χαζομάρες. Να έχουμε πει μια ατάκα για την οποία μέχρι σήμερα ντρεπόμαστε ή να έχουμε πάθει ολικό black out και να μαθαίνουμε τι έγινε εκείνο το βράδυ από τις διηγήσεις φίλων μας.

Προσπαθήσαμε, λοιπόν, να ανακαλέσουμε στη μνήμη μας εκείνες τις στιγμές που ήπιαμε τόσο πολύ που ξεφύγαμε και αν μπορούσαμε να τις διαγράψουμε εντελώς από το μυαλό μας θα το κάναμε δίχως δεύτερη σκέψη.

Ποτέ ξανά Μαυροδάφνη για τον Γιάννη Μπαϊρακτάρη

carnival Eurokinissi

Δεν έχω χειρότερο μεθύσι από ένα που έκανα σε καρναβάλι της Πάτρας πριν από περίπου μια δεκαετία. Είχα κλείσει τα 18 λίγους μήνες νωρίτερα, οπότε το συγκεκριμένο καρναβάλι ήθελα να το ζήσω στα άκρα. Κάτι που στο τότε μυαλό μου σήμαινε να πιω σαν να μην υπάρχει αύριο. Ήταν Σάββατο απόγευμα και με την παρέα μου μόλις είχαμε κατέβει προς το κέντρο της Πάτρας, που γινόταν ήδη χαμός. Η βραδινή παρέλαση αργούσε ακόμα (ήταν γύρω στις 21.00), οπότε είχαμε χρόνο να πιούμε μια Μαυροδάφνη και να κάνουμε μερικές βόλτες. Κι ενώ όλοι μπήκαν στα μαγαζάκια και αγόρασαν μικρές, ατομικές Μαυροδάφνες, εγώ θεώρησα σωστό τότε να αγοράσω ένα μεγάλο, μπουκάλι των 750 ml για να μην τρέχω να ξαναπαίρνω. Μέχρι να φτάσουμε στην πλατεία Γεωργίου στο κέντρο της πόλης, την είχα ήδη πιει, αλλά δεν είχα ακόμη καταλάβει πόσο με είχε χτυπήσει.

Η ώρα είχε πάει 20.00, η παρέλαση δεν είχε ξεκινήσει ακόμα και εγώ ήμουν σε άλλο κόσμο από τη Μαυροδάφνη. Τρέχαμε πάνω κάτω θυμάμαι, συστηνόμουν με άλλο όνομα (για κάποιο λόγο με ‘έλεγαν’ Ιάσωνα), χορεύαμε, όλα οκ, μέχρι που λίγο πριν τις 21.00, βρέθηκα να κάθομαι σε ένα παγκάκι ανήμπορος να σηκωθώ ή να κάνω το οτιδήποτε (σε κάποια φάση πέρασε και ο Ερυθρός Σταυρός να δει αν είμαι καλά – και είπα ΟΛΑ ΟΚ ΠΑΙΔΙΑ). Κάπου εκεί υπάρχει ένα black out στο μυαλό μου. Κάπως με κάποιο τρόπο, οι φίλοι μου με είχαν γυρίσει σπίτι , έπεσα για ύπνο και εκείνοι συνέχισαν το πάρτι μέχρι το πρωί. Όταν τελικά γύρισαν, άρχισα να συνέρχομαι και να αναρωτιέμαι πώς στο διάολο έφτασα σπίτι, αλλά και πόσο μ@λ@κ@ς ήμουν που έχασα την καλύτερη βραδιά του καρναβαλιού. Από τότε δεν ξαναέβαλα στο στόμα μου Μαυροδάφνη. Μακριά κι αγαπημένοι.

Μια Πρωτοχρονιά στο Black Light για τον Πάνο Κοκκίνη

Unsplash

Προτιμάω, ας αρχή, να τρώω τα συναισθήματά μου, παρά να τα πίνω. Εξ ου και οι δικές μου κραιπάλες δεν περιλαμβάνουν συνήθως ξεράσματα από ποτό αλλά από υπερβολική κατανάλωση π.χ. από τάρτες με φρούτα. Όπως μου συνέβη στα γενέθλιά μου την 1η γυμνασίου. Λαμπρή εξαίρεση η συγκεκριμένη πρωτοχρονιά στο τιμημένο Black Light στον Πειραιά, λίγο καιρό αφού πήρα το απολυτήριό μου από το Ναυτικό. Η τότε κοπέλα μου μόλις με είχε χωρίσει. Η μάνα μου με έπρηζε ή να τελειώσω την σχολή μου (κάτι που ποτέ δεν συνέβη) ή να βρω μια δουλειά. Και γενικώς οι προοπτικές μου ήταν από μαύρες ως ανύπαρκτες. Αυτό, σε συνδυασμό με την bisexual go go dancer με την κολλητή φόρμα, που με κάποιον μαγικό τρόπο βρέθηκα να την κερνάω τεκίλες, έφεραν ένα αναπάντεχο αποτέλεσμα.

Πρώτα ξέρασα στο τραπέζι του μαγαζιού. Μετά στο αυτοκίνητο του κολλητού μου. Και, στο τέλος, στην μικρή πλατεία δίπλα στο σπίτι μου, με τους φίλους μου να προσπαθούν να με συνεφέρουν μπας και καταφέρουν να με βάλουν να ξαπλώσω στο κρεβάτι αντί να με τρέχουν για πλύση στομάχου. Εννοείται πως, μετά από αυτό, τεκίλα δεν ήπια ποτέ ξανά. Επίσης εννοείται πως, ανάμεσα στα ξεράσματα, τους πρότεινα για να πάμε για κρέπα στην Φράουλα στο Μικρολίμανο ή για βρώμικο στην πλατεία της Καλλιθέας.

Ταπείνωση και ετεροντροπή στην μαγευτική Καλαμπάκα για τον Γιάννη Δημητρέλλο

Δεν ήμουν καν 16, δεν είχαν βγει ακόμα τα ‘Φτηνά Τσιγάρα’, αλλά εκείνο το βράδυ είχα καταφέρει με ένα μοναδικό τρόπο να γίνω η teen εκδοχή του χαρακτήρα του Μιχάλη Ιατρόπουλου, που φώναζε ‘ΒΑΣΟΥΛΑ’ θυμίζοντας κάτι ανάμεσα σε πληγωμένο κουτάβι και χαρακτήρα του Reservoir Dogs. Με την Κ. είχαμε πραγματώσει μια παρωδία σχέσης για ένα διάστημα 20 ημερών και είχαμε χωρίσει στο φινάλε μιας ταινίας-κακέκτυπο του ‘Ξέρω τι Έκανες Πέρυσι το Καλοκαίρι’, στην αυλή του ιστορικού Village Centre στο Μαρούσι. Πίστευα πως η τριήμερη εκδρομή του σχολείου στην μαγευτική (μπορεί και όχι) Καλαμπάκα θα έκανε το πάθος μεταξύ μας να φουντώσει, περίπου όπως συνέβαινε στο ‘Dawson’s Creek’ και σε άλλα προϊόντα pop κουλτούρας που επηρέαζαν τότε το αθώο μου μυαλό. Η Κ. είχε διαφορετική γνώμη όμως.

Το Plan b περιλάμβανε τον εαυτό μου σε ρόλο κωμικού μπάρμαν σε αυτοσχέδιο πάρτι στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, όπου διαμέναμε, να αναμιγνύει ποσότητες αλκοόλ από μπουκάλια που είχαν αγοραστεί από αθηναϊκές κάβες, με κόκα κόλα και σπράητ. Για κάθε ποτό που χάριζα σε συμμαθητή/συμμαθήτρια, έφτιαχνα δυο αντίστοιχα για τον εαυτό μου. Δεν θυμάμαι πολλά από εκείνο το βράδυ, μόνο ότι μου είχαν πει πως η Κ. ήταν στο απέναντι δωμάτιο και εγώ είχα βγει στο μπαλκόνι φωναζοντας ‘ΒΓΕΣ ΕΞΩ ΝΑ ΤΟ ΣΥΖΗΤΗΣΟΥΜΕ” και κάτι άλλα που μέχρι σήμερα δεν θυμάμαι. Ξέρασα στο μπαλκόνι, στην τουαλέτα, στο κρεβάτι μου και νομίζω και στα μαλλιά ενός φίλου. Το επόμενο πρωί ρωτούσα τους συμμαθητές μου τι είχα πει σε εκείνο το μπαλκόνι και κανείς δεν ήθελε να μου πει. Δεν ξαναήπια ποτέ μου αλκοόλ σε συνδυασμό με αναψυκτικό.

Sharp Ties, χώμα και Jack Daniel’s για τον Χρήστο Δεμέτη

Unsplash

Στην προσωπική μου ιστορία έχουν καταγραφεί μπόλικα μεθύσια και βραδιές που κατέληγα να παίζω το ίδιο κομμάτι του Peter Murphy τρεις φορές στα καπάκια πριν το ξημέρωμα, απλά επειδή (δεν) μπορούσα. Αλλά ας ανακαλέσω για χάρη του άρθρου, ένα περιστατικό καθόλου δροσερό. Ήταν καλοκαίρι κάποιας χρονιάς στο γραφικό (not) Λουτράκι. Ήμουν σε ηλικία περί τα 25 έτη και ήμασταν 4 μαντράχαλοι σε ένα σπίτι εξοχικό. Το πρόγραμμα των ημερών κυλούσε ανάμεσα σε μπύρες, pro, μπάνιο το απομεσήμερο και πάλι μπύρες μεταμεσονύκτιες. Ένα βράδυ από εκείνα, βρεθήκαμε σε ένα μπαρ που για κανένα λόγο δεν μπορώ να ανακαλέσω το όνομά του, πράγμα που δεν έχει και τόσο μεγάλη σημασία φυσικά. Το ένα ποτό έφερε το άλλο, οι μουσικές μιλούσαν στην καρδιά μας, και με τη σειρά τους έφεραν σφηνάκια. Σφηνάκια Jack Daniel’s από αυτά που έπινε ο Lemmy για πρωινό. Μην τα πολυλογώ, ενώ στεκόμουν ακόμη στα πόδια μου, αποφάσισα να βγω από το μπαρ “για να πάρω λίγο αέρα”.

Κουτρουβάλησα (μάλλον) μέχρι την παραλία, και ξάπλωσα δίπλα από μια ντάνα με ξαπλώστρες για να συνέλθω. Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι να ξυπνάω με γεύση Τζακ και χώματος στο στόμα. Πάλεψα με πόνο ψυχής για να ανοίξω τα μάτια μου και κοιτάζοντας στα δεξιά μου, είδα ένα παιδάκι που έπαιζε με τα κουβαδάκια του. Και πετούσε χώμα πάνω μου προσπαθώντας -μάλλον- να με θάψει ζωντανό. Πάλεψα να σηκωθώ και κυρίως, πάλεψα να εντοπίσω το σπίτι και να μην εκτοξεύσω ρουκέτες με καθαρό αλκοόλ στο περιστρεφόμενο διάβα μου μέχρι εκεί. Συνήλθα από το περιστατικό, τρεις μέρες μετά. Και θα θυμάμαι για πάντα το παιδάκι με το κουβαδάκι του να γελάει σαρκαστικά και να εκτοξεύει πάνω μου τη Θεία Τιμωρία του, καθώς και το Get That Beat των Sharp Ties που έμαθα εκείνο το βράδυ, πριν χάσω επαφή με την πραγματικότητα. Έκτοτε, έπαιζα σχεδόν κάθε φορά το Get That Beat στα dj set μου και δεν ήπια ποτέ ξανά Jack Daniel’s. Lemmy, ελπίζω να με συγχωρέσεις μια μέρα γι’ αυτό.

Σαν αμερικάνικη ταινία για τον Σταύρο Καραΐνδρο

Το κακό είναι ότι δεν παθαίνω black out στα μεθύσια. Θυμάμαι τα πάντα όσο χάλια κι αν έχω γίνει κι αυτό είναι το χειρότερο γιατί την επόμενη μέρα έρχεσαι αντιμέτωπος με το ερώτημα: μα καλά, τόσο μαλάκας ήμουν; Καλοκαίρι ’99 στη Νάξο, διακοπές πριν μπω φαντάρος. Προτελευταία μέρα, πίνουμε από το πρωί. Μπύρες, ούζο, κρασί, ξανά μπύρες, ξεγνοιασιά, η κλασική περίπτωση του 20χρονου που επειδή μπαίνει φαντάρος νομίζει ότι έρχεται το τέλος του κόσμου. Το βράδυ καταλήγουμε σε κλαμπάκι στο λιμάνι σε κατάσταση που προμηνύει ότι η μαλακία δεν θα αργήσει να έρθει. Και ήρθε. Εγώ σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης έχοντας υπερβεί κατά πολύ τα ποσοστά αλκοόλ στο αίμα μου, διακρίνω κοπέλα να μπαίνει στο κλαμπ. Κρατάω μία μπύρα στα χέρια και η αντίδρασή μου δεν έχει εξήγηση. Με το που με πλησιάζει, αδειάζω το μισό μπουκάλι πάνω της και με το που συνειδητοποιώ το μέγεθος της γκέλας και υπό το φόβο το μαγαζί να μετατραπεί σε ‘πεδίο μάχης’ με σκηνές βγαλμένες από αμερικάνικη ταινία, αδειάζω το υπόλοιπο περιεχόμενο του μπουκαλιού πάνω μου. Ο αιφνιδιασμός σε όλο του το μεγαλείο.

Ποτέ δεν θα ξεχάσω την αντίδρασή της στην -κυριολεκτικά- ψυχρολουσία που υπέστη. Δεν δικαιολογήθηκα, δεν της είπα κάτι, απομακρύνθηκα και λίγο αργότερα φύγαμε από το μαγαζί. Θα μπορούσα να πω το αμίμητο ‘ο Μπους φταίει για όλα πατέρα’ που είχα πει ένα ξημέρωμα στον πατέρα μου όταν ξερνούσα στο μπάνιο ό,τι είχα πιει. Μία απάντηση για όλες αυτές τις περιπτώσεις.

Όλα έξω στο αυτοκίνητο του Μένιου για τον Γιάννη Φιλέρη

Δεκαετία του ’80, μια παρέα φερέλπιδων νέων αθλητικών συντακτών, λίγο πιο πάνω από τα 20, διασκεδάζει τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα σε μαγαζί ονόματι Μοντέ. Κάπου στο Κολωνάκι, ένα ωραίο υπόγειο, όπου κάνει τα πρώτα του βήματα και ο Στέλιος Διονυσίου. Στο “ξεφυλλίζοντας κι απόψε τα όνειρά μου”, ανοίγουν μπουκάλια, ρέει ποτάμι το ουίσκι, νταλκαδιασμένος ο Βασίλης Σκουντής, μας τα γεμίζει, το ένα πίσω από το άλλο. “Ήρεμααα”, συμβουλεύει ο Μένιος Σακελλαρόπουλος. “Βάλε” επιμένω, εγώ. Η ίδια παρέα, λίγα χρόνια αργότερα είχε βρεθεί και στο Ρέθυμνο (μαζί μας και ο Αλέξης Σπυρόπουλος) όπου στο χωριό του Βασίλη, σε τραπέζι γάμου, μας ύψωναν το ποτήρι, οι Κρητίκαροι φωνάζοντας απειλητικά: “Πιέ ωρέ…” Τρομερά πράγματα. Πίσω στο Μοντέ, όμως. Βάζει ο Βασίλης, πίνω εγώ, παίζει άμυνα ο Μένιος. Αν δεν κάνω λάθος ήταν παρών και ο γίγας Στράτος Κωσταλάς, που εδώ και χρόνια είναι κορυφαίος GM της γυναικείας ομάδας της Σπαρτάκ Μόσχας.

Τότε ήταν ακόμη δημοσιογράφος, πάντα γελαστός και πάντα σπουδαίος στην παρέα. Ο Στέλιος κελαηδούσε. Τραγουδούσε τα τραγούδια του πατέρα Στράτου, με μοναδικό τρόπο. Ο Βασίλης σε έκσταση λες και μετέδιδε τον τελικό του ΝΒΑ, έβαζε. Λουλούδια φυσικά, από δω κι από κει. Στο τέλος χάσαμε το μέτρημα, ούτε και γω ξέρω τι πληρώσαμε, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι μπήκαμε στο αυτοκίνητο του Μένιου. Έκατσα μπροστά. Ήδη, όμως, γυρνούσε το κεφάλι μου λες και είχα μπει στο space jam της disneyland Paris. Μόλις που πρόλαβα να κατεβάσω το παράθυρο, ενώ ο Σακελλαρόπουλος ούρλιαζε “χοντρέ θα σε σκίσω…”, την ώρα που έβγαζα τα σωθικά μου έξω από το αυτοκίνητο. Όπως φύσαγε, ωστόσο, μερικά από τα υπολείμματα του εμετού, έμπαιναν από το άλλο παράθυρο της πίσω πόρτας. Πανικός! Ο Μένιος φρέναρε, σταμάτησε. Βγήκα έξω για τα περαιτέρω. Την άλλη μέρα ίσα που θυμόμουν ότι είχα πάει στο Μοντέ, ενώ ο Μένιος ακόμη καθάριζε το αυτοκίνητό του.