AP Photo/Yorgos Karahalis
ΙΣΤΟΡΙΑ

Η σφαγή στο Δίστομο: Ένα από τα χειρότερα εγκλήματα των Ναζί έγινε στη Βοιωτία

Στις 10 Ιουνίου του 1944, οι Γερμανοί μπήκαν στην κωμόπολη του Διστόμου και προχώρησαν στη μαζική δολοφονία 228 κατοίκων.

Πρόκειται για ένα ανεπούλωτο τραύμα της Ιστορίας, από αυτά που, ακόμα κι αν έχουν περάσει 81 χρόνια, είναι εκεί, ανοιχτά, να μας υπενθυμίζουν ότι η ζωή μας μπορεί να αλλάξει από στιγμή σε στιγμή.

Ήταν Σάββατο, στις 10 Ιουνίου του όχι και τόσο μακρινού 1944 όταν οι Γερμανοί μπήκαν στην κωμόπολη του Διστόμου, του νομού Βοιωτίας και προχώρησαν στη μαζική δολοφονία 228 κατοίκων. Δικαίως χαρακτηρίστηκε ως μία από τις πιο ειδεχθείς σφαγές αμάχων από τις Γερμανικές δυνάμεις στην κατεχόμενη Ευρώπη.

Σύμφωνα με την 12χρονη τότε Ελένη Σφουντούρη, που επέζησε γιατί δεν έγινε αντιληπτή από τους στρατιώτες, «τους έβγαλαν όλους έξω από το σπίτι, με αυτόματα τους σκότωσαν, το μυαλό της μητέρας μου πιτσίλισε τον δρόμο, τη βρήκε η γιαγιά μου».

Πώς ξεκίνησαν όλα

H 2η Διμοιρία του Ι/7 Τάγματος των SS, υπό τη διοίκηση του ταγματάρχη Kurt Ricker, που ήταν εγκατεστημένη στη Λιβαδειά, έλαβε εντολή να πραγματοποιήσει να κατευθυνθεί στην ευρύτερη περιοχή του Διστόμου, η οποία θεωρούνταν «εχθρική ζώνη» λόγω των ανταρτών του ΕΛΑΣ, ένας ΕΛΑΣ που τους δημιουργούσε συνεχώς προβλήματα.

Για να χρησιμοποιηθούν ως δόλωμα, μια μονάδα της Μυστικής Στρατιωτικής Αστυνομίας (GFP), ντυμένοι με διαφορετικά ρούχα, ξεκίνησε περιπολία με δύο ελληνικά φορτηγά, ακολουθούμενα από άλλα πέντε φορτηγά που μετέφεραν στρατιώτες από την Άμφισσα.

Οι δύο φάλαγγες συναντήθηκαν στη διασταύρωση Διστόμου–Αράχωβας, συνέχισαν την πορεία τους και συνέλαβαν 12 ανυποψίαστους ανθρώπους που απλά θέριζαν τα χωράφια τους.

Καθώς πλησίαζαν στο Δίστομο, άρχισαν να πυροβολούν αδιακρίτως ό,τι κινούνταν, χωρίς καν να κατέβουν από τα οχήματα. Δολοφόνησαν έξι ανθρώπους και έφτασαν στο χωριό λίγο πριν το μεσημέρι.

Ο διοικητής της 2ης Διμοιρίας, υπολοχαγός Fritz Lautenbach, εγκατέστησε φυλάκια και ζήτησε πληροφορίες για τις ενέργειες των ανταρτών. Ο ιερέας Σωτήρης Ζήσης και ο δήμαρχος του χωριού, Χαράλαμπος Κινιάς, αρνήθηκαν ότι είχαν δει πρόσφατα αντάρτες – αν και μονάδες του ΕΛΑΣ δρούσαν στην περιοχή.

Στις 12:30 τα επιταγμένα φορτηγά-δόλωμα και ακόμη τρία οχήματα κατευθύνθηκαν προς το Στείρι, χωρίς να γνωρίζουν ότι ο 11ος Λόχος του ΙΙΙ/34 Τάγματος του ΕΛΑΣ, υπό τη διοίκηση του ανθυπολοχαγού Χριστόφορου Τσιγαρίδα (Γερακοβούνης), βρισκόταν στο ξωκκλήσι της Αγίας Ειρήνης. Οι 90 αντάρτες, παρατεταγμένοι σε σχηματισμό μάχης και με δύο βαριά πολυβόλα, έστησαν επιτυχημένη ενέδρα.

H αιματηρή συνέχεια και το δεύτερο «Δίστομο»

Δίστομο AP Photo/Yorgos Karahalis

Ο θόρυβος της μάχης ακούστηκε στο Δίστομο, απ’ όπου στάλθηκαν ενισχύσεις για να απωθήσουν τους αντάρτες. Τρεις στρατιώτες σκοτώθηκαν και 18 τραυματίστηκαν. Στις 16:00 εξοργισμένοι άνδρες των SS επέστρεψαν στο Δίστομο. Στο χωριό των 1.800 κατοίκων είχαν απομείνει μόνο 300 κάτοικοι, καθώς οι περισσότεροι είχαν φύγει φοβούμενοι αντίποινα.

Οι Γερμανοί διέταξαν τους κατοίκους να παραμείνουν στα σπίτια τους, εκτέλεσαν μπροστά στο δημοτικό σχολείο 12 αιχμαλώτους που είχαν μεταφέρει με τα οχήματά τους και στη συνέχεια ξεκίνησαν απερίγραπτες σφαγές από σπίτι σε σπίτι, δολοφονώντας άντρες, γυναίκες, παιδιά όλων των ηλικιών και ζώα. Η αγριότητα ήταν πρωτοφανής ακόμη και για τα SS.

Την επόμενη μέρα, ένα φορτηγό των Γερμανών δέχθηκε επίθεση από αντάρτες κοντά στην Κορώνεια. Λίγο μετά τις 18:00, ένα απόσπασμα της 4ης Διμοιρίας του Τάγματος I/7 με δύο φορτηγά ξεκίνησε από την Αλίαρτο με διαταγή να εξοντώσει οτιδήποτε και οποιονδήποτε ζούσε στον δημόσιο δρόμο Αλιάρτου–Λιβαδειάς, καθ’ οδόν προς το σημείο της ενέδρας.


Άλλα τρία φορτηγά και δύο μοτοσυκλέτες ξεκίνησαν την ίδια ώρα από τη Λιβαδειά και έφτασαν αργά το βράδυ στο Καλάμι, έναν μικρό οικισμό, κρατώντας τρεις περαστικούς ως ομήρους. Κανείς δεν εξαιρέθηκε από το ανθρωποκυνηγητό που ακολούθησε – ούτε τα βρέφη. Οι μόνοι τρεις άνδρες κάτοικοι απομονώθηκαν από τις γυναίκες και τα παιδιά και εκτελέστηκαν στην είσοδο του χωριού μαζί με τους ομήρους.

Εκείνη τη νύχτα, έξι άντρες και δεκαέξι γυναίκες και παιδιά σφαγιάστηκαν. To χωριό Καλάμι δεν κατοικήθηκε ποτέ ξανά από τότε.

Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.