ΚΑΡΙΕΡΑ

Κτηνοτρόφος για μια ημέρα: Σκούπα, σανό και άρμεγμα

Επισκεφτήκαμε μια φάρμα με αγελάδες λίγο έξω από την Αττική και μάθαμε από πρώτο χέρι πώς παράγεται το γάλα.

Προτού καν ο ήλιος ξεπροβάλλει πάνω από τον Αττικό ουρανού, χιλιάδες άνθρωποι ξυπνούν και ξεκινούν την ημέρα και την εργασία τους. Οι περισσότεροι από αυτούς, πίνουν καφέ, φορούν το πουκάμισό τους και μπαίνουν στο αυτοκίνητό τους με προορισμό κάποιο γραφείο. Δεν ισχύει, όμως, το ίδιο με τους ανθρώπους που έχουν επιλέξει να ασχοληθούν με τον πρωτογενή τομέα της παραγωγής. Εκείνοι θα σηκωθούν ακόμη πιο νωρίς, θα φορέσουν ρούχα εργασίας και θα κατευθυνθούν προς την φάρμα τους, για να ελέγξουν το κοπάδι και τα ζωντανά τους. Είναι οι κτηνοτρόφοι που παρά τις δυσκολίες της εποχής, συνεχίζουν να ασκούν ένα από τα παλαιότερα επαγγέλματα στην Ελλάδα.

Αν και στη χώρα μας η κτηνοτροφία αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παραγωγικούς τομείς, δεν είναι λίγοι οι κτηνοτρόφοι νέας γενιάς που επιλέγουν να πουλήσουν τη φάρμα ή τα ζωντανά τους και να ασχοληθούν με κάποια άλλη, πιο εύκολη ή εκλεπτυσμένη εργασία. Είναι οι δυσκολίες της συγκεκριμένης δουλειάς τέτοιες, που αποτρέπουν πολλούς από το να συνεχίσουν την οικογενειακή επιχείρηση.

(Φωτογραφίες: Φραντζέσκα Γιαϊτζόγλου-Watkinson)

Τα αδέρφια Βεζυριάννη αποτέλεσαν εξαίρεση. Έχοντας μεγαλώσει μέσα στη φάρμα που διατηρούσε ο πατέρας τους, αποφάσισαν να συνεχίσουν και να εξελίξουν το συγκεκριμένο επάγγελμα, διαγράφοντας μια πορεία 40 χρόνων ως κτηνοτρόφοι. Η φάρμα τους βρίσκεται περίπου τριάντα λεπτά έξω από το κέντρο της Αθήνας, σε μια καταπράσινη περιοχή του Ασπροπύργου και αποστολή μας ήταν να τους επισκεφτούμε, έτσι ώστε να δούμε από κοντά πώς είναι να εργάζεσαι ως κτηνοτρόφος, με τα θετικά, αλλά και τα αρνητικά που συνοδεύουν αυτό το επάγγελμα.

Ο κ. Μανώλης, ένας από τους ιδιοκτήτες, ανέλαβε την ξενάγησή μας στην οικογενειακή φάρμα που αποτελείται από συνολικά 250 αγελάδες. “Δεν είναι όλες οι αγελάδες σε κατάσταση να μας δώσουν γάλα, κάποιες βρίσκονται σε ξηρά περίοδο”, μας λέει αρχικά δείχνοντάς μας έναν χώρο όπου βρίσκονταν μόνο κάποιες από τις αγελάδες τις φάρμας. Προφανώς δεν είχα ιδέα τι σήμαινε αυτό.

“Τις αγελάδες που είναι έτοιμες να γεννήσουν δεν τις βάζουμε μαζί με τις υπόλοιπες. Βρίσκονται σε ξεχωριστό χώρο και δεν χρησιμοποιούνται αυτή την στιγμή στην παραγωγή του γάλακτος”, μου είπε δείχνοντας με το χέρι το χώρο που καμιά 40αριά αγελάδες μασουλούσαν ξέγνοιαστα την τροφή τους.

Η θρεπτική αξία που έχει το γάλα, τα πολλά και νόστιμα γαλακτοκομικά προϊόντα που απολαμβάνουν τόσοι άνθρωποι σε όλο τον κόσμο και η οικονομική σημασία που έχει αυτό για τις αγροτικές περιοχές και την τροφική αλυσίδα στο σύνολο της δεν πρέπει να ξεχνιέται. Παρόλα αυτά, σπάνια νέοι άνθρωποι θα ζητήσουν να εργαστούν σε μια φάρμα. Για την ακρίβεια, είναι ένα από τα τελευταία μέρη που θα αναζητήσουν μεροκάματο, παρά την ανάγκη πολλών κτηνοτρόφων από εργατικά χέρια.

“Το πρόγραμμά μας είναι πολύ αυστηρό. Σηκωνόμαστε στις τέσσερις κάθε πρωί και ετοιμάζουμε τις τροφές για τις αγελάδες. Περίπου στις έξι ξεκινάει το πρώτο άρμεγμα της ημέρας, το οποίο διαρκεί δυόμιση ώρες. Στη συνέχεια καθαρίζουμε τη φάρμα, ξεκουραζόμαστε το μεσημέρι και έχουμε το απογευματινό άρμεγμα από τις πεντέμιση μέχρι τις οκτώ. Τα ωράρια του αρμέγματος δεν αλλάζουν. Είναι ακριβώς τα ίδια κάθε μέρα”.

Σίγουρα, το πρόγραμμα του κ. Βεζυριάννη φαίνεται πολύ δύσκολο για κάποιον που δεν είναι μαθημένος στη συγκεκριμένη δουλειά. Όπως μας είπε, εκείνος μεγάλωσε μέσα στη φάρμα και έμαθε να αγαπάει από παιδάκι τα ζώα. Η δουλειά τον επέλεξε κι όχι εκείνος. Αν, όμως, του δινόταν επιλογή και πάλι με αυτό θα ασχολιόταν.

“Η σημασία του γάλακτος για τον άνθρωπο είναι σπουδαία, αποτελεί ένα είδος πρώτης ανάγκης. Βέβαια δεν μπορώ να πω ότι είμαστε ικανοποιημένοι από το σύνολο της δουλειάς. Η αύξηση του κόστους παραγωγής έχει δυσκολέψει πολύ το επάγγελμα. Έχει γίνει πολύ ακριβή η συντήρηση των ζωντανών. Πλέον δουλεύουμε, μόνο για να επιβιώσουμε. Φταίνε και οι κυβερνήσεις που δεν βοηθούν καθόλου τους Έλληνες παραγωγούς”, μου λέει στη συνέχεια.

Αν για κάτι είναι περήφανος ο κ. Μανώλης είναι για το αρμεκτήριο της φάρμας, μια επένδυση που έκανε η οικογένεια πριν περίπου δέκα χρόνια. Το παραδοσιακό άρμεγμα με το χέρι δεν υφίσταται πια, αφού όλα πλέον γίνονται αυτόματα με τη χρήση μηχανημάτων. Ομολογώ πως ούτε αυτό το γνώριζα και είχα την εντύπωση ότι πηγαίνοντας στη φάρμα θα μάθουμε και πώς να αρμέγουμε. Όπως γίνεται ευκόλως αντιληπτό, κάτι τέτοιο δεν συνέβη.

Οι αγελάδες, λοιπόν, χωρίζονται σε ομάδες των εικοσιτεσσάρων και παίρνουν τη θέση τους στη μηχανή αρμέγματος, η οποία αναλαμβάνει όλη τη δύσκολη δουλειά γλιτώνοντας κόπο, αλλά και χρόνο. “Μόλις το αρμέγουμε, το γάλα πηγαίνει κατευθείαν στη συντήρηση, στα μεγάλα ψυγεία που θα δεις από πίσω. Τα ψυγεία αυτά φτάνουν μέχρι τους 3 βαθμούς και μετά σταματούν. Εκεί ρίχνουμε το πρωινό και το απογευματινό γάλα και στη συνέχεια έρχεται ένα βυτίο και το φορτώνει. Ελέγχουν την οξύτητά του και αν έχει μικρόβια και το πηγαίνουν στο εργοστάσιο της εταιρείας που συνεργαζόμαστε, όπου γίνονται επισταμένοι έλεγχοι και στη συνέχεια το συσκευάζουν”, μας εξηγεί ο κ. Μανώλης.

Η κάθε αγελάδα μπορεί να δώσει έως και 30 λίτρα γάλακτος την ημέρα. Κάτι που σημαίνει πως στη φάρμα παράγονται περίπου 7 τόνοι γάλακτος καθημερινά, αναλόγως και την περίοδο. Δεν το λες και λίγο. “Θέλει διαδικασία η αγελάδα, δεν είναι άντε την αρμέξαμε και τελείωσε”, μου λέει χαμογελώντας όταν πάνω στη συζήτηση του είπα πως δεν φαίνεται και πολύ δύσκολος ο αυτόματος τρόπος αρμέγματος. Σίγουρα, κάτι παραπάνω θα ξέρει.

Όταν οι αγελάδες δεν βρίσκονται μέσα στο αρμεκτήριο, τότε θα κάνουν βόλτες στο προαύλιο ή αν έχει ήλιο θα βρίσκονται μέσα στο σκεπασμένο χώρο και θα ξεκουράζονται. Εκεί πραγματικά τις ζήλεψα. Τροφή, δροσιά και ύπνο, τι άλλο θέλεις; Αν εξαιρέσεις τη μυρωδιά (η οποία οκ δεν ήταν και η καλύτερη, καταλαβαίνεις γιατί), τα υπόλοιπα ήταν μια χαρά. Υπήρχε μάλιστα και ένα μηχάνημα σαν αυτά που έχουν τα πλυντήρια αυτοκινήτων και στριφογυρνούν. Όπως μας εξήγησε ο κ. Μανώλης, αυτό το χρησιμοποιούν για να ξύνονται, αλλά και να καθαρίζονται.

Κάπου εκεί προσπάθησα να δοκιμάσω και εγώ για λίγο τη δουλειά του κτηνοτρόφου. Μπορεί να μην άρμεξα, όμως τάισα τις αγελάδες, σκούπισα -λέμε τώρα- τον χώρο και μπορείς να πεις ότι τις διασκέδασα και λίγο με την ασχετοσύνη μου.

Η τρίτη και τελευταία στάση μας ήταν στις αποθήκες της φάρμας, όπου φυλάσσεται όλο το χρόνο η τροφή που καταναλώνουν καθημερινά οι αγελάδες. Τρία τεράστια κτίρια, τα οποία γεμίζουν με σανό κάθε φθινόπωρο, έτσι ώστε να βγει όλη η χρονιά. “Την τροφή για τα ζωντανά τη φτιάχνουμε μόνοι μας. Αποτελείται από δημητριακά, διάφορες πρώτες ύλες όπως είναι το καλαμπόκι, το κριθάρι, η σόγια, το ηλιέλαιο. Όλα αυτά μαζί τα κάνουμε ένα μείγμα”. Τροφή υπάρχει πάντα μπροστά στις αγελάδες. Δεν υπάρχει συγκεκριμένη ποσότητα που μπορούν να καταναλώσουν καθημερινά. Είναι ελεύθερες να φάνε όποτε και όσο θέλουν.

Μετά από περίπου τρεις ώρες στη φάρμα των αδερφών Βεζυριάννη είχε φτάσει πλέον η ώρα να αναχωρήσουμε με προορισμό το γραφείο. Λίγο πριν επιστρέψουμε στον δικό μας κόσμο, ρώτησα τον συμπαθέστατο, αλλά και ακούραστο κ. Μανώλη, πώς καταφέρνει και συνεχίζει ακόμη και σήμερα να δουλεύει πάνω σε ένα τόσο δύσκολο αντικείμενο. “Εμείς μάθαμε από παιδάκια τη δουλειά. Την αγαπήσαμε παρά τις δυσκολίες της. Είναι η ζωή μας. Με τα πάνω και τα κάτω της. Δεν θα σταματούσα ποτέ να ασχολούμαι με την κτηνοτροφία”, μου απάντησε με χαμόγελο.