© TRANS EAST/AFP
ΕΓΚΛΗΜΑ

Max Merten, ο Ναζί που υπέγραψε τον θάνατο 50.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης

Αποκαλούσε τον εαυτό του «Βασιλιά της Θεσσαλονίκης», η ιστορία όμως τον κατέγραψε αλλιώς: ο Δήμιος της Θεσσαλονίκης. Αυτή είναι η ιστορία πίσω από μία δίκη που τάραξε τις σχέσεις Ελλάδας-Δυτικής Γερμανίας, έκανε βουλευτές να πιαστούν στα χέρια και επιβεβαίωσε ότι πολλοί εγκληματίες πολέμου έμειναν ατιμώρητοι μετά την Κατοχή.

«Πες του να καθίση καλύτερα, διότι εις τα ελληνικά δικαστήρια δεν συνηθίζεται να κάθωνται έτσι» διαβάζουμε με την αντίστοιχη ορθογραφία σε λεζάντα εφημερίδας του 1959. Οι λέξεις βρίσκονται δίπλα στη φωτογραφία ενός άντρα με μακρύ μαύρο παλτό, ο οποίος κάθεται επιδεικτικά σταυροπόδι μέσα στη δικαστική αίθουσα. Το ύφος, η στάση αλλά και τα όσα έλεγε ο Max Merten εκείνη την περίοδο προκαλούσαν απίστευτες αντιδράσεις στον ελληνικό λαό και το ελληνικό κοινοβούλιο. 

Η ίδια εφημερίδα, στους τίτλους της και με μεγάλα γράμματα, γράφει: «Ο διαβόητος Μαξ Μέρτεν δικάζεται από της χθες – Πλήθη λαού εγιουχάισαν τον κατηγορούμενον κατά την έξοδόν του εκ του δικαστηρίου». Η δίκη του αξιωματούχου του γερμανικού Υπουργείου Δικαιοσύνης είχε ξεκινήσει στο ειδικό στρατοδικείο εγκλημάτων πολέμου της Αθήνας στις 11 Φεβρουαρίου του 1959. Η «Υπόθεση Merten» όπως έμεινε γνωστή αποτέλεσε πρώτη είδηση για τις ελληνικές εφημερίδες – πριν αρχίσει η δίκη αλλά και πολύ αφότου ολοκληρώθηκε.

Εκείνος είχε έρθει για διακοπές στην «αγαπημένη» του Θεσσαλονίκη το 1957. Οι φήμες αργότερα θα έλεγαν ότι επέστρεψε για να βρει τον θησαυρό που είχε κρύψει. Σε κάθε περίπτωση πάντως η επιστροφή του αποτελούσε το λιγότερο πρόκληση. Μπορεί να αυτοσυστηνόταν την περίοδο της γερμανικής Κατοχής ως «βασιλιάς της Θεσσαλονίκης», η ιστορία όμως τον κατέγραψε με ένα άλλον πολύ πιο σκοτεινό χαρακτηρισμό: «ο Δήμιος της Θεσσαλονίκης».

Αυτή είναι η ιστορία πίσω από μία δίκη που έμπλεξε την Ελλάδα και τη Γερμανία σε ένα πολύπλοκο διπλωματικό παιχνίδι, υπενθύμισε την αόρατη αμνηστία που περιέβαλλε πολλούς Ναζί μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και άφησε μία διάχυτη αίσθηση ατιμωρησίας από την Αθήνα μέχρι τη Βόννη.

Υπόθεση Merten, ένα ψυχροπολεμικό θρίλερ

«Ήταν ένα θέμα πολιτικής και όχι δικαιοσύνης, σύμφωνα με το Υπουργείο Εξωτερικών της Δυτικής Γερμανίας» διαβάζουμε στο βιβλίο Μετά τον πόλεμο (εκδ. Αλεξάνδρεια) του διάσημου ιστορικού Mark Mazower. «Έτσι χαρακτήρισαν οι γερμανικές αρχές τη σύλληψη και δίωξη του Γερμανού πολίτη, Maximilian Merten».

Ποια όμως ήταν η σχέση του Merten με την Ελλάδα; Πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν ανώτατος εισαγγελέας, την περίοδο του πολέμου είχε τον βαθμό του λοχαγού ενώ στη Θεσσαλονίκη βρέθηκε ως  δικαστικός σύμβουλος της Κομαντατούρ (Γερμανική στρατιωτική διοίκηση). Εκεί κατάφερε να συνδεθεί με τους σωστούς ανθρώπους, να κάνει τις κατάλληλες συμμαχίες, να φτιάξει έναν θρόνο για τον εαυτό του, να εκμεταλλευτεί στυγνά πρόσωπα και καταστάσεις συγκεντρώνοντας έναν αμύθητο θησαυρό στα χέρια του. Η μέθοδός του ήταν απλή: πατούσε επί πτωμάτων.

«Την άνοιξη του 1943, συνεργαζόμενος με τους ειδικούς απεσταλμένους του Adolf Eichmann, Dieter Wisliceny και Alois Brunner, ο Merten δρομολόγησε την απέλαση των Εβραίων της Θεσσαλονίκης» διαβάζουμε στο βιβλίο του Mark Mazower. «Αυτές οι εξελίξεις λάμβαναν χώρα στο πλαίσιο αυτού που ονομάστηκε από τους Ναζί ως Τελική Λύση απέναντι στο εβραϊκό πρόβλημα». 

Η ιστορική αφήγηση είναι πολύ συγκεκριμένη για το τι έκανε ο Merten: «Υπέγραψε χαρτιά για την  κατάσχεση της εβραϊκής περιουσίας, για τον στιγματισμό των Ελλήνων Εβραίων, αλλά και τον περιορισμό τους στα γκέτο. Υπάρχουν αποδείξεις ότι επωφελήθηκε από τις παράνομες κατασχέσεις και τον πλούτο που άφηναν πίσω τους όσοι υποχρεώνονταν σε απέλαση. Πέρα από αυτό, ήταν απόλυτος στα αντικομουνιστικά του ιδεώδη, και υποστήριζε από το 1943 και μετά ακροδεξιές οργανώσεις όπως η Πανελλήνια Απελευθερωτική Οργάνωση».

Καραμανλής Yπόθεση Max Merten Η Υπόθεση Merten ταλαιπώρησε την ΕΡΕ και τον τότε Πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή / © ΑP

Πριν τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Θεσσαλονίκη ήταν μία πόλη όπου το εβραϊκό στοιχείο τη χαρακτήριζε – σε κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό επίπεδο. Μετά τις μεθοδεύσεις του Max Merten εξαφανίστηκε σχεδόν ολοσχερώς. Ο τραγικός απολογισμός κάνει λόγο για 50 χιλιάδες Εβραίους της πόλης που έχασαν τη ζωή τους στα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εκείνος στο ενδιάμεσο συγκέντρωνε αμύθητο πλούτο στα χέρια του. (Σε τέτοιον βαθμό ώστε να κυκλοφορούν μέχρι το 2000 φήμες πως ο θησαυρός του είναι κρυμμένος στη θάλασσα νοτίου της Πελοποννήσου).

Ήταν, λοιπόν, το λιγότερο λογικό να συλληφθεί ο Γερμανός αξιωματούχος όταν επέστρεψε στον τόπο του εγκλήματος για διακοπές το 1957. Άλλωστε, εκκρεμούσε εις βάρος ένταλμα για εγκλήματα πολέμου από το 1947. Από τη σύλληψή του όμως και ύστερα, ξεκίνησε ένα πολιτικό θρίλερ διακρατικών διαστάσεων. Οι συνθήκες ήταν παράξενες και ξεκάθαρα ψυχροπολεμικές.

Από την πρώτη στιγμή της προφυλάκισής του η δυτικογερμανική κυβέρνηση πίεζε την αντίστοιχη ελληνική να τον απελευθερώσει. Τα πράγματα γίνονταν ακόμα πιο περίπλοκα, καθώς η πρώτη είχε το πάνω χέρι: εκείνη την περίοδο η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή βρισκόταν με διαπραγματεύσεις με τη Βόννη για δάνειο αξίας 200 εκ. μάρκων, ενώ παράλληλα δεν ήθελε να δημιουργεί τριβές εντός ΝΑΤΟ, όπως και να δυσαρεστεί ένα άλλο μέλος του, το οποίο μάλιστα δεχόταν χιλιάδες Έλληνες μετανάστες στο έδαφός του.

Οι πιέσεις γίνονταν με τον καιρό πιο έντονες, μέχρι τη στιγμή που η κυβέρνηση Καραμανλή λύγισε. Τον Ιανουάριο του 1959 ψήφισε νόμο για την αναστολή των διώξεων των εγκληματιών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με την επίσημη δικαιολογία ότι δεν πρέπει να διαταραχθούν οι σχέσεις με τη Δυτική Γερμανία για κανέναν λόγο. Οι αντιδράσεις ήταν σφοδρές σε εσωτερικό και εξωτερικό: σύσσωμη η αντιπολίτευση (Κόμμα Φιλελευθέρων, ΕΔΑ, Ένωση Κέντρου) κατήγγειλε τις μεθοδεύσεις τις ΕΡΕ ενώ τα ξένα Μέσα έγραφαν χαρακτηριστικά ότι «η Ελλάδα δίνει αμνηστεία στους σφαγείς της».

Τελικά, η κυβέρνηση Καραμανλή υποχρεώθηκε να εξαιρέσει τον Max Merten από την εφαρμογή του συγκεκριμένο νόμου. Ο Δυτικογερμανός αξιωματούχος οδηγήθηκε σε δίκη στις 11 Φεβρουαρίου του 1959. Εκεί οι μάρτυρες κατηγορίας περιέγραψαν με τα πιο αδρά χρώματα τα δολοφονικά έργα και ημέρες του «βασιλιά της Θεσσαλονίκης». Οι μάρτυρες υπεράσπισης ήταν ελάχιστοι. Τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα: ύστερα από μία δίκη που διήρκεσε λιγότερο από μήνα ο Merten καταδικάστηκε σε 25 χρόνια φυλάκισης.

Τελικά, δε θα εξέτιε ούτε μία μέρα από την ποινή του. Οι πιέσεις της Δυτικής Γερμανίας για αποφυλάκιση του Max Merten ήταν αφόρητες. Μάλιστα, αν η ΕΡΕ δε φοβόταν τις αντιδράσεις από το οξύμωρο του πράγματος -να αποφυλακίστει, δηλαδή, ο εγκληματίας πολέμου όσο ο ήρωας της Κατοχής, Μανώλης Γλέζος, ήταν πίσω από τα σίδερα- ίσως είχε πάρει πιο γρήγορα αποφάσεις. Το έκανε όταν βρήκε την ευκαιρία: πρώτα τροποποίησε έναν νόμο τον Αύγουστο του 1959 και στη συνέχεια, στις 5 Νοεμβρίου του ίδιου χρόνου, έδωσε διαταγή αποφυλάκισης για τον Δυτικογερμανό αξιωματούχο.

Υπήρχε, βέβαια, μία προϋπόθεση από την ελληνική πλευρά: όταν ο Merten έφτανε στη Γερμανία θα δικαζόταν εκεί για τα εγκλήματα του στη Θεσσαλονίκη. Τελικά, όντως, δικάστηκε. Μόνο που ελλείψει αποδεικτικών στοιχείων αφέθηκε ελεύθερος, για να ζήσει ελεύθερος μέχρι τον θάνατό του το 1976.

Το συγκεκριμένο πολιτικό θρίλερ θα περίμενε κανείς να τελειώσει εδώ. Αλλά υπήρχε άλλο ένα twist στη συγκεκριμένη ιστορία. O Max Merten όχι απλά δεν καταδικάστηκε για τα εγκλήματά του αλλά φρόντισε με δηλώσεις του σε γερμανικές εφημερίδες το 1960 να βάλει φωτιά στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό: κατηγόρησε τον τότε Πρωθυπουργό Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον Υπουργό Εσωτερικών Τάκη Μακρή καθώς και τον Υπουργό Εθνικής Άμυνας Γεώργιο Θέμελη για συνεργασία με τους Ναζί την περίοδο της Κατοχής.

Κι αν για τους δύο τελευταίους υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις για κάτι τέτοιο, για τον Καραμανλή ήταν απλά λασπολογία. Σε κάθε περίπτωση οι αποκαλύψεις του Merten οδήγησαν σε σύρραξη -κυριολεκτικά και όχι μεταφορικά- στην ελληνική Βουλή: στις 16 Οκτωβρίου του 1960 βουλευτές της δεξιάς ΕΡΕ και της αριστερής ΕΔΑ πιάστηκαν στα χέρια.

Το μόνο σίγουρο είναι ότι οι 50 χιλιάδες Εβραίοι που έχασαν τη ζωή τους από τις υπογραφές του «Δήμιου της Θεσσαλονίκης» δε δικαιώθηκαν ποτέ. Η αίσθηση ατιμωρησίας για τα ναζιστικά εγκλήματα πλανάται πάνω από την πόλη μέχρι σήμερα – μία αίσθηση ατιμωρησίας που ήταν κοινή τα Ψυχροπολεμικά Χρόνια σε όλη την Ευρώπη, ακόμα και στη Γερμανία, με τρομοκρατικές οργανώσεις αριστερής ιδεολογίας (όπως οι Baader-Meinhof) να κάνουν λόγο για αυτή στα μανιφέστα τους.