Facebook
ΘΕΑΤΡΟ

Μια σπάνια συνέντευξη της Έλλης Λαμπέτη στον Λευτέρη Παπαδόπουλο

"Μου το χρωστάνε αυτό το χειροκρότημα. Είναι σαν να κάνεις το τραπέζι σ’ ένα φίλο, να ‘χεις κάψει τα χέρια σου για να του μαγειρέψεις κι αυτός  να μη σου πει ούτε ένα 'ευχαριστώ'...".

Την Πέμπτη συμπληρώθηκαν 37 χρόνια απ’ τη μέρα που η Έλλη Λαμπέτη, χτυπημένη από τον καρκίνο, πέθανε στο νοσοκομείο Mount Sinai Hospital των ΗΠΑ. Δύο χρόνια πριν, το 1981 δηλαδή και ενώ ήδη πάλευε με την επάρατη νόσο, ανέβασε την τελευταία της παράσταση. Ήταν ‘Τα παιδιά ενός κατώτερου Θεού’, με την ίδια να μαγεύει σύμφωνα με τα δημοσιεύματα της εποχής, στον ρόλο της κωφάλαλης Σάρας.

Η παράσταση αυτή έδωσε την αφορμή στον Λευτέρη Παπαδόπουλο, δημοσιογράφο τότε των ‘Νέων’, φίλο της και παλιό συνεργάτη της, να τη συναντήσει στο σπίτι της για μία μικρή συζήτηση, η οποία θα δημοσιευόταν στις 14 Μαρτίου του 1981. Όπως είναι αναμενόμενο, το μεγαλύτερο μέρος της κουβέντας κινήθηκε γύρω από το έργο του Μαρκ Μέντοφ. Υπήρξαν όμως και σημεία ανάμεσα στις ερωταπαντήσεις, όπου αναδεικνυόταν κάτι περισσότερο από το εφήμερο. Αναδεικνυόταν ο τρόπος με τον οποίο έβλεπε τη ζωή και τη δουλειά της εν τω συνόλω.

Για παράδειγμα, στο σημείο όπου ο Λευτέρης Παπαδόπουλος θα τη ρωτήσει πώς κατάφερε τόσο γρήγορα να μάθει τη γλώσσα των κωφαλάλων, εκείνη μεταξύ άλλων θα του εξηγήσει για τη φύση της δουλειάς της:

“Ξέρεις πόσο εύκολο πράγμα είναι να είσαι καλός ηθοποιός; Παίρνεις ένα κείμενο και το μελετάς Γνωρίζεις και τι συμβαίνει γύρω σου, στο έργο. Κάποια στιγμή απευθύνεις τον λόγο σου σε κάποιο πρόσωπο. Αυτό το πρόσωπο πρέπει να σου απαντήσει σαν να ‘χει πρωτακούσει αυτήν τη φράση που του λες, σαν να μην την ξέρει απ’το κείμενο. Αν αντιδράσει έτσι, σαν να ‘ναι απροετοίμαστος, σαν να διαλέγει τα λόγια που θα πει, αυτόματα, εξαιτίας όλου αυτού του μηχανισμού, παίζει καλά. Είναι καλός ηθοποιός.”

Όταν θα της επισημάνει ότι μελετά σε βάθος ένα ρόλο και θα τη ρωτήσει “έτσι κάνεις πάντα;”, θα του πει:

“Ναι. Αλλά οι περισσότεροι Έλληνες ηθοποιοί σπάνια μελετούν με τον τρόπο αυτό και σπάνια εμβαθύνουν. Γι’ αυτό είναι μετριότητες. Εδώ τα μεγάλα ταλέντα ασκούνται συνεχώς και ο ατάλαντος αρκείται στην ατάκα του και τελείωσε”.

Και οι ταλαντούχοι ηθοποιοί των αρχών των ’80s, ποιοι ήταν;

“Ο Άρης Ρέτσος, που παίζει στη Σάρα, είναι είκοσι τριών ετών, αλλά μεγάλος ηθοποιός. Είναι φτιαγμένος από σπάνιο θεατρικό υλικό. Και από σπάνιο υλικό ατόμου. Επίσης, ο Αντώνης ο Καφετζόπουλος. Μοσκοβολάει ταλέντο”.

“Να τα γράψω αυτά ή θα πάρω τα παιδιά στον λαιμό μου”; τη ρωτάει ο Παπαδόπουλος.

“Γράψ’ τα. Όταν έλεγε η Μαρίκα Κοτοπούλη για μένα πώς είμαι μεγάλη ηθοποιός, μπορεί να φοβόμουνα πως ίσως δεν ανταποκριθώ, αλλά συγχρόνως αγωνιζόμουνα για να μην εκθέσω”.

Την περίοδο που έδινε τη συνέντευξη συζητούταν έντονα η κατάργηση της ειδικής άδειας ασκήσεως επαγγέλματος ηθοποιού, κάτι που είχε φέρει αντιδράσεις στους κόλπους των ηθοποιών. Πράγματι, δυο μήνες μετά, τον Μάιο του 1981 η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και ο υπουργός Πολιτισμού και Επιστημών, Ανδρέα Ανδριανόπουλο, θα την καταργήσουν.

Όταν θα τη ρωτήσει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος γιατί απέχει απ’ τις τότε κινητοποιήσεις του κλάδου, θα του πει:

“Είναι αλήθεια… Αλλ’ αυτό το θέμα της άδειας, ας πούμε, δεν το μπορώ. Κάποτε πρέπει να παραδεχτούμε πώς είμαστε καλλιτέχνες και όχι επιστήμονες ή τεχνοκράτες. Καλλιτέχνες που η τέχνη γεννιέται, συχνά, μέσα τους. Σκέψου να δίνεις άδεια στον Ντοστογιέφσκι για να γράψει.

Υπάρχει ένα γράμμα του Σούμπερτ λίγο προτού πεθάνει. Ξέρεις τι έλεγε; “Ευτυχώς αρχίζω να κάνω, επιτέλους, μαθήματα σύνθεσης…”.

Ενδιαφέρον έχει και πώς έβλεπε τη σχέση της με το κοινό.

“Από τον Νοέμβρη του 1943 (σ.σ. είναι στο θέατρο). Τριάντα οχτώ χρόνια! Κι έχω μάθει πολλά πράγματα. Κι όλο μαθαίνω καινούργια. Και θα μάθω κι άλλα. Σκαλίζω και μαθαίνω. Και παλεύω στη σκηνή. Γι’ αυτό και δεν νιώθω καμιά συγκίνηση όταν με χειροκροτούν. Μου το χρωστάνε αυτό το χειροκρότημα. Είναι σαν να κάνεις το τραπέζι σ’ ένα φίλο, να ‘χεις κάψει τα χέρια σου για να του μαγειρέψεις κι αυτός, αφού φάει και ευχαριστηθεί, να μη σου πει ούτε ένα ‘ευχαριστώ’…”.

Και λίγο πριν τελειώσουν, θα τη ρωτήσει “όταν δεν παίζεις, τι κάνεις;” και εκείνη θα του απαντήσει απλά:

“Διαβάζω. Ακούω μουσική. Και ζω. Και υπάρχει πιο σημαντικό πράγμα από το να ζεις;”.