ΠΟΛΗ

Νύχτα, στάσου: Έλληνες DJs θυμούνται το τελευταίο ξέφρενο πάρτι τους

Τότε που τα bars ήταν ακόμη ανοιχτά και διασκεδάζαμε ελεύθεροι.

Αν ένα πράγμα μάς έχει λείψει όσο τίποτα άλλο μέσα στην πανδημία του κορονοϊού, που έχει χτυπήσει τον πλανήτη τον τελευταίο χρόνο, είναι αυτό το συναίσθημα της απόλυτης ελευθερίας, που νιώθαμε κάθε φορά που επισκεπτόμασταν κάποιο μπαρ. Το ποτό σε μια μπάρα παρέα με γνωστούς και αγνώστους, υπό τους ήχους της αγαπημένης μας μουσικής.

Η νυχτερινή διασκέδαση «έσβησε» στην περίοδο της καραντίνας. Το αγαπημένο μας μαγαζί, το στέκι, για κάποιους ακόμη και το δεύτερο σπίτι τους, το οποίο επισκέπτονταν κάθε βδομάδα, κατέβασε ρολά και κάπως έτσι μείναμε στον καναπέ του σαλονιού μας, να αναπολούμε όλες εκείνες τις στιγμές του ένδοξου παρελθόντος. Στιγμές, που σήμερα μοιάζουν τόσο μακρινές, αλλά και που περιμένουμε με ανυπομονησία να ξανάρθουν.

Τόσο εμείς, όσο και οι άνθρωποι που εδώ και χρόνια βρίσκονται πίσω από τα decks μαγαζιών της πόλης και μάς έχουν κάνει κατά καιρούς να βγούμε από το σώμα μας, διασκεδάζοντας σαν να μην υπάρχει αύριο. Μέχρι να διασκεδάσουμε ξανά, λοιπόν, ζητήσαμε από 4 γνωστούς Έλληνες DJs να θυμηθούν το τελευταίο μεγάλο πάρτι τους, που έκανε την Αθήνα να χορεύει.

Το βράδυ που δεν ήθελε να τελειώσει με τίποτα o ClubKid

«Ήταν λίγο νωρίτερα από το πρώτο lockdown, αλλά είναι αυτό που έχει μείνει πιο ζωντανό στη μνήμη μου. Πρόκειται για το τελευταίο Slam! vol.5 που διοργανώσαμε στο gig space του six d.o.g.s. Μία πολύ έντονη βραδιά από όλες τις απόψεις. Μεγάλη κινητικότητα από νωρίς, εξαιρετικά dj set από όλους μας κι ένα μαγικό μιξ κόσμου που συντέλεσε στη δημιουργία μιας νύχτας γεμάτη χορό, ιδρώτα, αγκαλιές, φιλιά, χαμόγελα, φλερτ και πολλά άλλα! Τελείωμα με αρκετά κόσμο ακόμα στο dancefloor παρά το φως του ημέρας έξω. Από αυτά που δεν ήθελες να τελειώσουν.

Το πάρτι, όμως, τέλειωσε. Δυστυχώς, με τη γενικότερη έννοια. Η διασκέδαση έχει δεχθεί ένα τεράστιο χτύπημα, για να μην πω έχει πληγεί ανεπανόρθωτα. Τα πάρτι μοιάζουν μακρινά και η ελπίδα για τα επόμενα ισχνή. Αλλά επειδή η φύση μας δεν αλλάζει, η ανάγκη και η δίψα για ψυχαγωγία και διασκέδαση δε σβήνουν, ας κρατήσουμε ζωντανές τις όμορφες μνήμες και ας παραμείνουμε ψύχραιμοι και δυνατοί μέχρι να έρθει και πάλι η ώρα που θα βρεθούμε, θα αγκαλιαστούμε, θα χορέψουμε, θα τα πιούμε και θα φιληθούμε ξανά, όπως ακριβώς θέλουμε».

Με το ρολόι να μετράει αντίστροφα oι Street Outdoors

«Η τελευταία μας ανάμνηση από Street Outdoors Party είναι στο rooftop του ξενοδοχείου Selina στην Αθήνα στις αρχές του προηγούμενου Σεπτέμβρη. Το ωράριο ήδη ήταν σε εφαρμογή και το ρολόι μετρούσε αντίστροφα ως τις 12 το βράδυ. Περιορισμένος αριθμός ατόμων, περίπου 200, ήδη γεμάτοι από τις 18.00, και με μια μόνιμη ουρά να υπάρχει στην είσοδο 8 ορόφους πιο κάτω.

Ο παλμός εκείνου του απογεύματος σίγουρα έχει χαραχτεί στη μνήμη μας, διακρίναμε την έντονη διάθεση του κοινού για πάρτι όσο ανέβαινε η ένταση και ο ρυθμός της μουσικής τόσο αυξανόταν ο χορός αλλά και οι φωνές χαράς. Γενικά υπήρχε μια φοβερή δίψα για χαρά και μουσική, και σίγουρα θα μπορούσαμε να συνεχίζουμε για πολλές ώρες μετά την απαγόρευση.

Έχοντας συνηθίσει σε έντονους ρυθμούς πάρτι τα τελευταία χρόνια νιώθουμε έντονα πως  πλέον μας λείπει πολύ. Σαν εμπειρία δε μας φαίνεται τόσο μακρινή όσο διαφορετική και ίσως ξένη με την πραγματικότητα του σήμερα. Οι σκέψεις μας δεν αφορούν μόνο το πότε θα ξαναγίνει το επόμενο πάρτι αλλά κυρίως εάν το ζεστό κλίμα, ο χορός, το άγγιγμα μεταξύ του κοινού, το φλερτ και γενικά το αίσθημα ελευθερίας που προσφέρει το dance-floor θα επανέλθει. Εμείς σχεδιάζουμε ήδη τα event για το φετινό καλοκαίρι, και παρόλο που δεν ξέρουμε πόσα από αυτά και σε τι μέγεθος θα μπορέσουμε να τα πραγματοποιήσουμε, ξέρουμε πως ανυπομονούμε ήδη».

Ο Christos Aggelopoulos σαν να ήξερε τι θα ακολουθήσει 

«Ήταν πέρυσι κάπου στις αρχές του Φεβρουαρίου όταν συζητούσαμε με τον Παναγιώτη Μένεγο, πού θα κάνουμε το επόμενο Diskotekken. Η Cantina Social είναι τρόπον τινά η καλοκαιρινή μας έδρα στην πόλη, κάνουμε σίγουρα δύο events κάθε χρόνο, όμως ο Μάρτιος πάντα είναι απρόβλεπτος λόγω καιρού και το φοβόμασταν.

Τελικά, αποφασίσαμε να το προχωρήσουμε, ήταν μια υπέροχη ανοιξιάτικη νύχτα και το αποτέλεσμα ήταν ένα από τα πολύ καλά events μας των τελευταίων χρόνων, όπου πέρα από τον πάρα πολύ κόσμο, θυμάμαι χαρακτηριστικά και το πόσοι φίλοι μας και δικοί μας άνθρωποι βρέθηκαν στο μαγαζί, σα να ξέραμε όλοι τι θα ακολουθούσε μία βδομάδα μετά. Ήταν επίσης το πρώτο Diskotekken μετά τον αιφνίδιο θάνατο του ήρωα μας και ενός ανθρώπου που έχει καθορίσει τον ήχο μας, του Andrew Weatherall, και οι αντιδράσεις στις πρώτες νότες του Only Love Can Break Your Heart προς το τέλος της νύχτας είναι από τις εικόνες, που κουβαλά κανείς μαζί του για καιρό.

Η πραγματικότητα σήμερα είναι προφανώς τελείως διαφορετική. Ο πρώτος κλάδος που χτυπήθηκε (και ο τελευταίος που θα ανοίξει) είναι το clubbing και εικόνες σαν την παραπάνω μοιάζουν να έρχονται από ένα παράλληλο σύμπαν, όπου όλα λειτουργούν κανονικά και η ανθρώπινη επαφή δεν έχει σχεδόν ποινικοποιηθεί.

Η ευρύτερη καλλιτεχνική δημιουργία έχει γονατίσει, όσοι βιοπορίζονταν αποκλειστικά από την (οποιαδήποτε) Τέχνη τους ζουν πλέον με επιδόματα και μια ολόκληρη βιομηχανία παρακολουθεί μουδιασμένα τις εξελίξεις και την πολύ αργή -δυστυχώς- μετάβαση σε μία νέα πραγματικότητα που κανείς δεν ξέρει πως θα είναι. Πόσοι χώροι θα αντέξουν κλειστοί έναν και πλέον χρόνο, πως θα ανοίξουν, σε τι πλαίσιο και με τι περιορισμούς. Στο μεσοδιάστημα βέβαια, οι εργαζόμενοι στο χώρο έχουν βρεθεί χωρίς αντικείμενο και ζουν μέσα στην αβεβαιότητα, ενώ προσωπικά βρίσκω τα live streaming με dj sets κάπως άβολα».

Ο Κωνσταντίνος Μπόλας δε θέλει να θυμάται, θέλει να τα ξαναδεί

«Δε φτάνει που ένα, δύο (τρία; εφτά;) χρόνια τώρα έχω χάσει το μέτρημα, το κουράγιο και την ελπίδα ότι όλα θα γίνουν όπως πριν, δε φτάνει που από την τραυματική αυτή εμπειρία κρατιόμαστε στο τσακ να μην κόψουμε προς τα βουνά να τρώμε ρίζες ή προς τα Οινόφυτα να τρώμε πάλι μανιτάρια, έχουμε και τις μαχαιριές στα Inbox. «Θυμάσαι το τελευταίο σου σετ ή το τελευταίο live που πήγες προ Covid;»

13/3/20, ημέρα Παρασκευή, είχα ετοιμάσει μία θεματική βραδιά στο Barrett, βασισμένη στο τελευταίο μου κόλλημα, τη μουσική σελίδα Decade 77-87. Κατανοούσα το κάπως ανορθόδοξο επιχειρηματικά εγχείρημα και ετοιμαζόμουν ψυχολογικά για τις χειρονομίες του Μανώλη στην άλλη πλευρά της μπάρας και τις παραγγελιές της Χρύσας για Whitesnake και του Ιορδάνη για National, αλλά ζούσα για την ίντριγκα να γεμίσει ξανά το μπαρ και την αγωνία μήπως κάποιο κομμάτι κάνει κοιλιά και καταστρέψει την επική βράδια, που θα πέρναγε μπροστά στα μάτια μας αν πέφταμε ποτέ με αλεξίπτωτο στατικού ιμάντα από τα 12.000 πόδια πάνω από την Πάχη (έχω αρκετό ελεύθερο χρόνο). Το μπαρ έκλεισε το ίδιο βράδυ και δε μου δόθηκε η ευκαιρία να αλλάξω ζωές και το ρου της Αθηναϊκής νύχτας.

Τα τσουγκρίσματα, τα γέλια, το «συγγνώμη κύριε μου, πίνετε το ποτό μου», και οι φωνές το ξημέρωμα «παίξε άλλο ένα, χασάπη» τα μεθυσμένα κανονίσματα της επόμενης μέρας ήταν η βραδινή ρουτίνα μας. Δε θέλω να θυμάμαι, θέλω να τα ξαναδώ».