Eurokinissi
ΕΙΔΩΛΟ

Ο Αλέκος Φασιανός ήταν ο πιο αναγνωρίσιμος όλων

Θυμόμαστε τον σπουδαίο Έλληνα ζωγράφο με την εμβληματική τεχνοτροπία και την ανθρωποκεντρική θεματική που έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα.

Σαν σήμερα το 2022, ο Αλέκος Φασιανός άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι του, έχοντας στο πλευρό του τη σύζυγό του, Μαρίζα και τα δύο τους παιδιά.

Άφησε πίσω του ένα κενό δυσαναπλήρωτο, καθώς υπήρξε όχι μόνο ένας σπουδαίος ζωγράφος που σφράγισε με το έργο του μία ολόκληρη εποχή και την εικαστική τέχνη εντός και εκτός συνόρων, αλλά ίσως ο πιο αναγνωρίσιμος στη χώρα μας. Δεν υπάρχει Έλληνας -φιλότεχνος ή μη- που να μην έχει δει έστω και έναν πίνακα ή ένα σχέδιο του Αλέκου Φασιανού.

Δεν υπάρχει επίσης Έλληνας που να του δείξεις ένα έργο του και να μην αναγνωρίσει αμέσως ότι πρόκειται για δημιουργία του ζωγράφου που φιλοτεχνούσε για τις μάζες, που παρέμεινε λαϊκός και πιστός στην παραστατική ζωγραφική και στις ελληνικές καταβολές του από την αρχή μέχρι το τέλος. 

Ποιος ήταν ο Αλέκος Φασιανός

Ο Αλέκος Φασιανός γεννήθηκε στην Αθήνα το 1935 και μεγάλωσε στην Πλάκα, κάτω από τον ιερό βράχο της Ακρόπολης. Ο πατέρας του Επαμεινώνδας ήταν καθηγητής μουσικής και η μητέρα του, Ελένη φιλόλογος. Ξεκίνησε να ζωγραφίζει από τα 5 του κιόλας χρόνια, μιμούμενος τον ιερέα παππού του που είχε τη ζωγραφική για χόμπι. 

Αρχικά σπούδασε βιολί στο Ωδείο Αθηνών (καλλιτεχνική επιρροή του μουσικού πατέρα του) και στη συνέχεια, ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών μεταξύ 1956 και 1960 στο εργαστήριο του Γιάννη Μόραλη, που υπήρξε ο μεγάλος του δάσκαλος και μέντορας και εκείνος ένας από τους πιο άξιους μαθητές του. Όπως είχε δηλώσει στο παρελθόν: «Ο δάσκαλος μας ο Μόραλης είχε μια επιρροή επάνω μας τόσο σαν καλλιτέχνης, όσο και σαν άνθρωπος. Μάθαμε να βλέπουμε τις επιδράσεις του σκότους επί του φωτός και τανάπαλιν καθώς και τις αλλοιώσεις των σχημάτων των αντικειμένων εξ αιτίας του φωτός. Μάθαμε να συγκρίνουμε και τα πράγματα».

Μελέτησε την αρχαία ελληνική αγγειογραφία και τη βυζαντινή εικονογραφία, τις οποίες αγάπησε μέσα από τα μάτια της μητέρας του. «Η μητέρα μου ήταν φιλόλογος και είχε μανία με τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Αυτή με πήγαινε συγχρόνως στα Μουσεία η την Ακρόπολη και παντού όπου μπορούσε να συναντήσει αρχαία πράγματα», είχε εξομολογηθεί. 

Παρακολούθησε μαθήματα λιθογραφίας στην Ecole des beaux-arts του Παρισιού, με υποτροφία της γαλλικής κυβέρνησης (1962-1964) και το 1966 εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου έζησε επί 35 χρόνια. Διατήρησε όμως μία στενή και τακτική σχέση με την Αθήνα, μοιράζοντας τον προσωπικό και επαγγελματικό του χρόνο μεταξύ των δύο πόλεων.

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της τέχνης του διαμορφώθηκαν βαθμιαία, στη διάρκεια της διαμονής του στο Παρίσι, όπου είχε την ευκαιρία να εξοικειωθεί, μεταξύ άλλων, με τις μοντέρνες τάσεις της δεκαετίας του 1960. Ωστόσο, σε αντίθεση με άλλους Έλληνες καλλιτέχνες της γενιάς του, δεν συντάχθηκε εμφανώς με τα ευρωπαϊκά πρωτοποριακά ρεύματα της εποχής. Παρέμεινε πιστός στην παραστατική ζωγραφική και στις ελληνικές καταβολές του, διατηρώντας μέχρι τέλους την αγάπη του για την ελληνική τέχνη (αρχαία, βυζαντινή, λαϊκή) και τους ισχυρούς δεσμούς του με τη βιωμένη εμπειρία του ελληνικού χώρου.

Η τεχνοτροπία σήμα κατατεθέν

Η τέχνη του Αλέκου Φασιανού ήταν ανθρωποκεντρική. Η ανθρώπινη φιγούρα που της έδινε σχήμα με λιτά και καθαρά περιγράμματα και ζωή με έντονα χρώματα -το μπλε και το κόκκινο ήταν από τα αγαπημένα του- ήταν ο ένας από τους τρεις βασικούς άξονες της εργογραφίας του που έμειναν αναλλοίωτοι στη διάρκεια της πορείας του. Οι άλλοι δύο ήταν η φύση και το περιβάλλον. 

Οι άνθρωποι που ζωγράφιζε (ποδηλάτες, καπνιστές, ερωτικά ζευγάρια) ήταν άνθρωποι της καθημερινότητας, που κάπνιζαν, έκαναν ποδήλατο, ερωτεύονταν ή περπατούσαν. Στα χέρια του αποκτούσαν πάντα μία μυθική διάσταση, ειδικά όταν συσχετίζονταν με στοιχεία της ελληνικής μυθολογίας ή της Εκκλησίας. Από τους πιο χαρακτηριστικούς ήταν ο αξιωματικός -κυριάρχησε στις πρώτες συνθέσεις του- με τα φουσκωτά, κόκκινα μάγουλα, τα φανταχτερά σιρίτια στη στολή και το γελοιογραφικά υποβλητικό ύφος. 

Η θυσία, Τα πουλιά, Φτερουγίσματα, Χειρομάντης στο δωμάτιο του, είναι κάποια από τα πιο γνωστά του έργα που αποτελούν σπουδαία παρακαταθήκη πολιτιστικής κληρονομιάς.

Ο Αλέκος Φασιανός είχε δηλώσει ότι «με ό,τι πέφτει στα χέρια μου μπορώ να δημιουργήσω». «Δεν πρέπει να είσαι δούλος των υλικών, αλλά να τα κατακτάς. Γιατί το υλικό είναι μέσο με το οποίο μπορείς να δημιουργήσεις. Μπορεί να είναι πέτρα, ξύλο ή οτιδήποτε άλλο. Και για τη ζωγραφική χρειάζονται απλώς χρώματα. Τα υλικά τα φτιάχνω μόνος μου. Φτιάχνω χρώματα με κόλλα και σκόνη. Όταν μαγειρεύεις σπίτι σου, δεν μαγειρεύεις καλύτερα από αυτά τα εστιατόρια; Κάπως έτσι κάνω και εγώ. Το ατελιέ μου είναι σαν κουζίνα. Μαγειρεύω και φτιάχνω μοναδικές συνταγές».

Οι εκθέσεις και οι βραβεύσεις 

Από το 1959, χρονιά της πρώτης ατομικής του παρουσίασης στην Αθήνα, μέχρι σήμερα πραγματοποίησε περισσότερες από 70 ατομικές εκθέσεις στην Ελλάδα και σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις. Συμμετείχε επανειλημμένα σε ομαδικές εκθέσεις και γνωστές διεθνείς διοργανώσεις ανά την υφήλιο, όπως οι: Salon comparaisons (Παρίσι 1970), Biennale του Sao Paulo (1971) και Βενετίας (1972), Graphics Biennale του Baden-Baden (1985). Η τελευταία αναδρομική του έκθεση έγινε στην Εθνική Πινακοθήκη (2004), με τίτλο Φασιανός, Μυθολογίες του καθημερινού. Από τις τελευταίες του δημιουργίες ήταν τα έργα που φιλοτέχνησε το 2000 για το Σταθμό Μεταξουργείο του Μετρό στην Αθήνα. 

Ο Φασιανός ασχολήθηκε επίσης με τη χαρακτική, τον σχεδιασμό αφισών, καθώς και τη σκηνογραφία, συνεργαζόμενος κυρίως με το Εθνικό Θέατρο Αθηνών (Αμερική του Κάφκα, 1975, Ελένη του Ευριπίδη, 1976, Όρνιθες του Αριστοφάνη, 1978 κ.ά.). Ανέλαβε την εικονογράφηση αρκετών βιβλίων, στην Ελλάδα και το εξωτερικό, γνωστών ποιητών και συγγραφέων. Ξεχωρίζουν τα ονόματα των Ο. Ελύτη, L. Aragon, G. Apollinaire, Κ. Ταχτσή, Κ. Καβάφη, Α. Εμπειρίκου, Γ. Ρίτσου, Β. Βασιλικού κ.ά. Έργα του κοσμούν επίσης ειδικές εκδόσεις τέχνης, όπως λευκώματα με θέμα αρχιτεκτονικά τοπία, όψεις πόλεων κ.λπ. Είχε επίσης εκδώσει και δικά του κείμενα, πεζά και ποιητικά. Ως σκηνογράφος και ενδυματολόγος συνεργάστηκε με το Εθνικό Θέατρο, το Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν και άλλους θιάσους, σε παραστάσεις αρχαίου δράματος και σύγχρονων έργων. 

Για το έργο του Αλέκου Φασιανού έχουν γυριστεί τέσσερις ταινίες από την ελληνική και τη γαλλική τηλεόραση, ενώ κυκλοφορούν και αρκετές μονογραφίες του.

Το 1999 βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών και το 2010 τιμήθηκε από τη γαλλική κυβέρνηση με το παράσημο της Legion d’Honneur (Officier des Lettres et des Arts).

Το 2004 ήταν ένας από τους συμμετέχοντες στη Λαμπαδηδρομία για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Είχε χαρακτηρίσει «μοναδική» και «συγκινητική» τη στιγμή που έτρεξε, κρατώντας την Ολυμπιακή Φλόγα.

Μέχρι το τέλος της ζωής του, ο Αλέκος Φασιανός ζωγράφιζε. Στο πάτωμα, σαν μικρό παιδί, όπως είχε αναφέρει ο ίδιος. Η τέχνη του τού έδινε ζωή και ευτυχία. «Όταν δεν ζωγραφίζω είμαι δυστυχής».