ΤΑΞΙΔΙ

Ο γύρος τση Κρήτης

Ένας συντάκτης του Oneman βασιζόμενος στο προσωπικό του ημερολόγιο, περιορίζεται σε 7.965 λέξεις για να περιγράψει τον γύρο της Κρήτης που έκανε πέρυσι με την παρέα του

Καθώς θα αρχίζεις να διαβάζεις τις παρακάτω γραμμές βάλε να παίζει αυτό:

 

Διακοπές στην Κρήτη χωρίς την απαραίτητη «ταλαιπωρία» του ταξιδιού με το καράβι από τον Πειραιά σε ένα κρητικό λιμάνι δεν λογίζονται ως διακοπές. Με γνώμονα την παραπάνω φράση και για λόγους οικονομίας έχω κάνει τουλάχιστον 20 φορές στην ζωή μου –λόγω καταγωγής από την μητέρα μου- την διαδρομή Πειραιάς-Σούδα με καράβι. Τα ταξίδια μου έχουν φιλοξενήσει κατά περιόδους το «Κνωσσός», το «Άπτερα», το «Λισσός» και άλλα καράβια.

Οι καλύτερες, όμως, διακοπές μου στην Κρήτη έμελλε να ξεκινήσουν πέρυσι επάνω στο  «Έλυρος» παρέα με τον Δημήτρη και την Αθανασία. Μιας και θα αναφέρω πολλές φορές τα παιδιά θα σας τους συστήσω:

«Από εδώ ο Μήτσος (αριστερά) η Αθανασία και η αφεντιά μου (δεξιά)»

 

Μιας και εντυπωσιαστήκαμε όλοι ας συνεχίσω την αφήγηση.

25.07.2014, Πειραιας-Παλιόχωρα

Μπήκαμε στο Έλυρος και αν και ήμασταν τρία άτομα πιάσαμε 5-6 θέσεις στο σαλόνι του πλοίου, όπως κάθε Έλληνας ταξιδιώτης που σέβεται τον εαυτό του και παραμείναμε εκεί για το μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού. Πέρα από τις βαλίτσες, τα sleeping-bags και τα υποστρώματα είχαμε μαζί μας και μια θήκη κιθάρας, χωρίς κάποιος από τους τρεις μας να ξέρει να παίζει κιθάρα. Δεν είμαστε τρελοί. Κάντε λίγη υπομονή και θα μάθετε το γιατί.

Μετά από 8-9 ώρες ταξίδι, όταν άρχισε να ξημερώνει φτάσαμε στη Σούδα. Πήραμε λεωφορείο για τα Χανιά και από εκεί ΚΤΕΛ για την Παλιόχωρα. Για όσους δεν ξέρουν την Παλιόχωρα, πρόκειται, για ένα παραλιακό μέρος στα νότια του νομού Χανίων περίπου 80 χλμ. από την πρωτεύουσα του νομού, από το οποίο φεύγει το καραβάκι για την Γαύδο. Όταν έπιασαν την “17 Νοέμβρη” σίγουρα θα είχες ακούσει για την Παλιόχωρα, από την οποία ο Κουφοντίνας με το σκάφος του περνούσε στη Γαύδο.

 

Η Παλιόχωρα έχει μια τεράστια ακτογραμμή για όλα τα γούστα. Περιλαμβάνει παραλία με άμμο, την γνωστή ως «Παχιά άμμο», παραλία για γυμνιστές, παραλία με βοτσαλάκι, με βότσαλο, με βράχια για βουτιές. Δεν υπάρχει περίπτωση να μην βρεις εκεί αυτό που ψάχνεις.

Στην Παλιόχωρα μας περίμενε το σπίτι του θείου μου, ο οποίος μας το είχε παραχωρήσει για διακοπές. Το σπίτι απέχει μετά βίας 30 μέτρα από τη θάλασσα. Για να σας το κάνω λιανά, όταν δεν έκαιγε η άσφαλτος, λόγω ζέστης, δεν φοράγαμε ούτε σιαγιονάρες για να πάμε στην παραλία. Το σπίτι αυτό, με τα δύο δωμάτια και την αυλή θα αποτελούσε το ορμητήριό μας για τον γύρω της Κρήτης τις επόμενες 16 μέρες.

Μετά από έναν ύπνο δίχως αύριο, εξαιτίας της κούρασης από το ταξίδι και από το καθάρισμα του σπιτιού, πήγαμε σε ένα κοντινό σούπερ μάρκετ και αγοράσαμε, μεταξύ άλλων, ό,τι πρέπει να χει στην κουζίνα του όποιος κατεβαίνει για διακοπές στην Κρήτη: γραβιέρα, μυζήθρα, χαρουποπαξίμαδα, τσικουδιά και λάδι.

Ξέχασα να πω πως ο μόνος λόγος που ξυπνήσαμε ήταν ότι η πείνα μας είχε φάει τα σωθικά. Εκεί που άρχιζα να προτείνω ταβέρνες -ως γνώστης της περιοχής- ο Μήτσος είπε «δεν πάμε πουθενά» και έφερε την θήκη από την κιθάρα του. Άνοιξε το φερμουάρ της και ξεπρόβαλε μια ψησταριά. Λίγο αργότερα εμφανίστηκε και ο θείος μου και μόλις είδε την ψησταριά μας έφερε μερικά κομμάτια τόνο που είχε ψαρέψει το πρωί. Είχαμε αποφασίσει να το ζήσουμε από κάθε άποψη. Παρ’ όλη την απειρία μας στο ψήσιμο καταφέραμε ύστερα από κάμποση ώρα και ανοιχτή ακρόαση με την Αθήνα να φάμε.

(ο Μήτσος επί τω έργω)

28.07.2014, Ελαφονήσι

Αφού γεμίσαμε τις μπαταρίες μας για δυο μέρες στην Παλιόχωρα, ήμασταν έτοιμοι για την πρώτη εξόρμηση. Πρώτη στάση: Ελαφονήσι. Το Ελαφονήσι είναι μέσα στις 10 καλύτερες παραλίες του πλανήτη -όταν μιλάμε για την Κρήτη, τίποτα δεν είναι υπερβολή- αρκεί λίγα λεπτά πριν φτάσεις στην παραλία να σε έχουν προλάβει μια αρμάδα ζόμπι από το «Walking Dead» και να έχουν εξαφανίσει κάθε άνθρωπο.

Πρόκειται για μια από τις πιο ξακουστές παραλίες της Κρήτης στην δυτική πλευρά του νησιού σε ίση περίπου απόσταση από τα Χανιά και την Παλιόχωρα. Το τοπίο της είναι μοναδικό. Διάφανα νερά που στο πιο μεγάλο βάθος τους φτάνουν μέχρι το στήθος ενός ανθρώπου μετρίου αναστήματος, ενώ η άμμος είναι ροζ. Αν ο Ντάνι Μπόιλ είχε περάσει από εκεί πριν πάει στην Ταϋλάνδη, προφανώς και «Η παραλία» με τον Ντι Κάπριο θα χε γυριστεί σε αυτή τη γωνιά των Χανίων.

 

Φτάσαμε κατά τις 11.00 στο Ελαφονήσι και δεν υπήρχε ξαπλώστρα ούτε για δείγμα. Για σκιά από δέντρο, ούτε λόγος. Πιο πιθανό είναι να βρεις πλάτανο στη Νεβάδα παρά αρμυρίκι στο Ελαφονήσι. Παρόλα αυτά, μας είχε συνεπάρει η φυσική ομορφιά και πλατσουρίζαμε στα νερά σαν 5χρονα, βάζοντας κάθε μια ώρα αντηλιακό μιας και νιώθαμε πως η πλάτη μας είχε αρχίσει να παίρνει το χρώμα του Ομπράντοβιτς όταν νευριάζει. Ο κόσμος, όμως, ήταν τόσος πολύς που προλάβαινε να αμαυρώσει το τοπίο με τα σκουπίδια και το αλόγιστο «τάκα τούκα» του. Μετά από περίπου πέντε ώρες, όσο είναι και ο μέσος όρος χρόνου που μπορεί να επιβιώσει ένας άνθρωπος τέλη Ιούλη με ντάλα ήλιο χωρίς σκιά στο συγκεκριμένο μέρος, κινήσαμε πίσω για την Παλιόχωρα.

Την επόμενη μέρα ξυπνήσαμε με χρώμα που θα ζήλευαν και οι ερυθρόδερμοι Ίνκας. Είχαμε καεί σε σημεία που δεν μπορεί να φανταστείς ότι μπορείς να καείς, όπως το κουντουπιέ και η κοιλιά. Κάπου εκεί σαν “από μηχανής θεός” εμφανίστηκε μια θεία μου που μόλις μας είδε μας έδωσε κάμποσα φύλα αλόης, με τα οποία αλειβόμασταν για 3-4 μέρες και σωθήκαμε από τον καρκίνο.

Ελαφονήσι θα ξαναπήγαινα μόνο πριν τις εννιά το πρωί ή μετά τις εφτά το απόγευμα που λόγω έλλειψης συγκοινωνίας εκείνες τις ώρες η παραλία θα ήταν άδεια και κατάλληλη για να την απολαύσεις.

Στα πλην της περιοχής το γεγονός πως ο δήμος είχε βάλει δημόσιες τουαλέτες, στις οποίες υπήρχε εισιτήριο 0,50 ευρώ και η ουρά τους έμοιαζε με ουρά στα ΑΤΜ την επόμενη μέρα της ανακοίνωσης του δημοψηφίσματος. Δεν υπήρχε επιλογή για τσισάκια στη θάλασσα μιας και τα νερά ήταν πιο διάφανα κι από πισίνα.

29.07.2014, Φαράγγι Αγίας Ειρήνης- Σούγια

Το φαράγγι της Αγίας Ειρήνης έχει ένα καλό και ένα κακό. Το κακό είναι πως δεν το ξέρει σχεδόν κανείς. Το καλό είναι πως δεν το ξέρει σχεδόν κανείς.

Το λεωφορείο από την Παλιόχωρα για το φαράγγι ξεκινάει στις 06.15, όπερ έπρεπε να ξυπνήσουμε τουλάχιστον μία ώρα νωρίτερα. Σηκωθήκαμε νύχτα και περπατήσαμε μέχρι  τα ΚΤΕΛ (500 μέτρα απόσταση από το σπίτι). Το λεωφορείο γέμισε, καθώς η διαδρομή του περιλάμβανε εκτός από το φαράγγι της Αγίας Ειρήνης και το φαράγγι της Σαμαριάς. Μετά από περίπου μία ώρα φτάσαμε στην Αγία Ειρήνη. Στη στάση κατεβήκαμε εμείς οι τρεις και μία κοπέλα. «Το κακό με το φαράγγι της Αγίας Ειρήνης είναι πως δεν το ξέρει σχεδόν κανείς».

(πριν με κρίνεις, σκέψου ότι ήταν δεν ήταν 07.00)

Κατεβαίνοντας από το λεωφορείο νιώσαμε μια απίστευτη δροσιά που δεν μπορείς να συνατήσεις σε μια πόλη. Μια δροσιά προερχόμενη από τα βουνά (ήμασταν σε μεγάλο υψόμετρο), από το ξημέρωμα και από τα νερά που έτρεχαν γύρω μας. Ξεκινήσαμε να κατεβαίνουμε το φαράγγι και λίγα μέτρα παρακάτω σταματήσαμε σε ένα ξύλινο σπιτάκι, όπου έπρεπε να κόψουμε το εισιτήριο για την είσοδό μας στο φαράγγι . Ο άνθρωπος που έκοβε τα εισιτήρια, ήταν η κοπέλα που είχε κατέβει μαζί μας λίγα λεπτά νωρίτερα από το λεωφορείο. Επομένως στο φαράγγι το οποίο έχει μήκος περίπου 7.5 χιλιόμετρα ήμασταν απολύτως μόνοι. «Το καλό με το φαράγγι της Αγίας Ειρήνης είναι πως δεν το ξέρει σχεδόν κανείς».

 

Στην κατάβαση του φαραγγιού συναντήσαμε μόνο τρεις ανθρώπους. Το φαράγγι της Αγίας Ειρήνης υστερεί σε λίγα πράγματα από αυτό της Σαμαριάς όσον αφορά την μοναδικότητα της φύσης που κρύβει το δεύτερο και την οργάνωση (βλ. τουαλέτες, βρύσες, χώροι ανάπαυσης). Από την άλλη, το γεγονός πως το επισκέπτονται λίγοι άνθρωποι και δεν έχει «τουριστικοποιηθεί» βοηθάει τον επισκέπτη να το απολαύσει περισσότερο.

Στο τέλος της διαδρομής η οποία δεν μας βρήκε εξουθενωμένους, μιας και το μονοπάτι είναι σχετικά βατό, ενώ λόγω της ώρας που πήγαμε και της ψηλής βλάστησης στο μεγαλύτερο μέρος της κατάβασης καλυπτόμασταν από σκιά, δεν υπάρχει απολύτως τίποτα. Ή μάλλον υπάρχει ένας ασφαλτωμένος δρόμος ο οποίος μετά από 3-4 χιλιόμετρα οδηγεί στη Σούγια, μία από τις πιο ξακουστές παραλίες των Χανίων, κυρίως για το ελεύθερο κάμπινγκ που γίνεται στην περιοχή.

 

Βλέποντας πως η διαδρομή προς τη Σούγια δεν θα μας επιφύλασσε κάποιο ιδιαίτερο αξιοθέατο, αποφασίσαμε να κάνουμε οτοστόπ. Σταθήκαμε πολύ τυχεροί μιας και στην πρώτη μας προσπάθεια πέρασε ένα βανάκι, το οποίο σταμάτησε κατευθείαν στο σήμα μας. Κάναμε στον οδηγό να μας ανοίξει να μπούμε πίσω, αλλά όταν πλησιάσαμε καταλάβαμε πως επρόκειτο για ψυγείο που μετέφερε κατεψυγμένα. Έτσι στριμωχτήκαμε στις δύο μπροστινές θέσεις με τα δύο παλικάρια που βρισκόντουσαν ήδη στο βανάκι. Δηλαδή σε θέσεις δύο ατόμων, καθόμασταν πλέον πέντε άτομα.

«Το μόνο που μας μένει είναι να μας την πέσει καμιά αστυνομία», σκεφτήκαμε και μετά από πέντε λεπτά δρόμο φτάσαμε στη Σούγια, όπου τα παιδιά μας άφησαν μπροστά στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής (!). Περπατήσαμε λίγα μέτρα μέχρι την παραλία που κάνουν ελεύθερο κάμπινγκ, στρώσαμε τις πετσέτες κάτω από τη σκιά και ο χρόνος σταμάτησε.

Βουτήξαμε στη θάλασσα, κοιμηθήκαμε, ξυπνήσαμε. Βουτήξαμε στη θάλασσα, κοιμηθήκαμε, ξυπνήσαμε. Επαναλάβαμε σε λούπα τις προηγούμενες «δράσεις» για κάμποσες φορές ενώ δίπλα μας κάποια κορίτσια κολυμπούσαν γυμνά. Μας είχαν καταλάβει ότι τις κοιτάζαμε και δεν ενοχλούνταν, ενώ είχαμε ήδη αρχίσει να μυρίζουμε τα οιστρογόνα τους στην ατμόσφαιρα. Άλλη μια απόδειξη πως η φύση-εντός και εκτός εισαγωγικών- είναι το μεγαλύτερο διεγερτικό.

Κάπου εκεί η παρέα μας έσπασε κι εγώ άρχισα να κόβω βόλτες στην παραλία και να ανακαλύπτω πάρα πολλές ταμπέλες. Όλες έγραφαν το ίδιο πράγμα εκτός από μία, η οποία έδινε κατεύθυνση για το ευρωπαϊκό μονοπάτι Ε4, το οποίο περνάει από εκεί. Όλες οι υπόλοιπες έγραφαν «απαγορεύεται η αφόδευση- κατοικημένη περιοχή». Εκείνη τη στιγμή αποφάσισα αυτόματα δύο πράγματα. Πρώτον: την επόμενη χρονιά -δηλαδή φέτος- θα περπατήσω τη διαδρομή του Ε4 από την Παλιόχωρα μέχρι τη Σούγια και δεύτερον πως θα έκανα αυτό που απαγόρευαν οι πινακίδες. Απομακρύνθηκα κάμποσα μέτρα από την παραλία και έφτασα σε ένα χωράφι που δεν με έβλεπε κανείς πέρα από έναν τράγο και κάμποσες κατσίκες.

Γδύθηκα και χάρισα ένα περισσευούμενο κομμάτι του εαυτού μου στη φύση. Όσοι λένε πως η καλύτερη αφόδευση είναι καπνίζοντας ή διαβάζοντας περιοδικό ή οτιδήποτε άλλο, απλά δεν το έχουν κάνει στη φύση. Η πιο κοντινή λέξη που μπορώ να βρω για να περιγράψω εκείνη την αίσθηση είναι η «κάθαρση» με την αριστοτελική σημασία της λέξης.

Πίτα σφακιανή, γιαούρτι με μέλι, τσικουδιά και επιστροφή με πλοίο στην Παλιόχωρα είναι τα μόνο πράγματα που θυμάμαι από την υπόλοιπη ημέρα.

30.07.204, Μπάλος-Θέρισσος

Ο Μπάλος μαζί με το Ελαφονήσι είναι μέσα στις 10 κορυφαίες παραλίες του πλανήτη. Όπως έχουμε ήδη πει, όταν μιλάμε για την Κρήτη τίποτα δεν είναι υπερβολή. Έχοντας αυτή την γνώση ως μπούσουλα νοικιάσαμε ένα αυτοκίνητο και ξεκινήσαμε κούτσα κούτσα- μιας και είχα να οδηγήσω ενάμιση χρόνο- για τον Μπάλο. Κατευθυνόμενοι προς το βορειοδυτικότερο μέρος του νομού Χανίων άρχισα να παίρνω τον αέρα του αυτοκινήτου. Ενώ βρισκόμουν ένα βήμα πριν αρχίσω να κάνω “κωλιές”, φτάσαμε στον Μπάλο. Τρόπος του λέγειν δηλαδή. Φτάσαμε στην αρχή ενός χωματόδρομου, ο οποίος μετά από 5 χλμ. κατέληγε -λέμε τώρα- στην παραλία του Μπάλου. Οδηγούσα με μάξιμουμ ταχύτητα τα 20χλμ μιας και φοβόμουν για το ξένο αμάξι και μετά από ώρα που ούτε καν θυμάμαι και κάμποσα λίτρα ιδρώτα φτάσαμε σε ένα «πάρκινγκ» στο οποίο έπρεπε να αφήσουμε το αμάξι και να συνεχίσουμε περπατώντας. Υπήρχε και η εναλλακτική του «γαϊδουροταξί».

(η ηρεμία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό μου)

Μασάνε ωρέ τα παλικάρια; Αναφέρομαι και στην Αθανασία ως παλικάρι αν και είναι γυναίκα, γιατί αυτά που τράβηξε εκείνες τις μέρες χωρίς να διαμαρτυρηθεί ούτε μια στιγμή δεν τα τραβάνε ούτε οι αθλήτριες στο τρίαθλο.

Να μην ξεχάσω να σας πω, πως ξεκινήσαμε για τον Μπάλο έχοντας δει φωτογραφίες σαν αυτή:

αλλά χωρίς να μας έχει ενημερώσει παράλληλα κάποιος πως η πρόσβαση στην συγκεκριμένη παραλία μοιάζει σε δυσκολία με την αναζήτηση του Άγιου Δισκοπότηρου.

Παρόλα αυτά, μετά από κάμποση ώρα οδήγησης και έναν τεράστιο χωματόδρομο, όχι μόνο δεν είχαμε αντικρίσει την παραλία, αλλά ούτε καν την είχαμε φανταστεί, μιας και από το σημείο που ξεκινήσαμε το περπάτημα, το τοπίο έμοιαζε πιο πολύ με τις φωτογραφίες που μας δείχνει η NASA από τον Άρη, παρά με παράκτιο κρητικό έδαφος. Μετά από ένα τέταρτο περπάτημα φτάσαμε εδώ:

(ο Μήτσος δεν τρελάθηκε κιόλας)

Υποσημείωση: Αν δεν έχεις πάει στον Μπάλο, σε συμβουλεύω μόλις φτάσεις σε αυτό το σημείο να βγάλεις τις απαραίτητες σέλφι σου, να απολαύσεις το τοπίο και να πάρεις το δρόμο της επιστροφής. Είναι ό,τι καλύτερο θα δεις σε σχέση με τον Μπάλο. Αν παρόλα αυτά συνεχίσεις μιας και έκανες τόσο δρόμο, θα σου περιγράψω πως έχει η συνέχεια.

Περπατήσαμε για περίπου ακόμα ένα τέταρτο και φτάσαμε σε μια παραλία βγαλμένη από τα καλύτερα εξώφυλλα τουριστικών περιοδικών. Ξαπλώστρα, όμως, ούτε για δείγμα και εμείς μόλις είχαμε γλιτώσει από τον καρκίνο του δέρματος. Με τα πολλά καταφέραμε να εξασφαλίσουμε μια σκέτη ομπρέλα.

Από κοντά ο Μπάλος άρχισε να χάνει τη μαγεία του. Αν και τα νερά μοιάζαν με αυτά του Ελαφονησίου, είχαν βρομίσει, η θάλασσα ήταν πολύ ρηχή με αποτέλεσμα να μην μπορείς να κολυμπήσεις, ενώ αναδυόταν και μια δυσωδία που δεν μπορούσες να καταλάβεις την προέλευση της. Μετά από τρεις ώρες πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Και όπως καταλαβαίνετε ό,τι είχαμε κατέβει έπρεπε αυτή τη φορά να το ανεβούμε. Βάλαμε το υπόλοιπο αντηλιακό και αρχίσαμε την «Μπάλου Ανάβαση». Στο «πάρκιγνκ» υπάρχει ένα μαγαζί με τοπικά προϊόντα. Σταματήσαμε για νερό και εκεί μας πρόσφερε ο ιδιοκτήτης να δοκιμάσουμε ένα «απεριτίφ» μυστικής συνταγής που έφτιαχνε ο ίδιος. Δεν κατάλαβα ούτε ένα από τα συστατικά του, πάντως με μια γουλιά μου ήρθε η εικόνα ότι ήμουν στον πάτο μιας λίμνης και γύρω μου βοτάνια και άλλα χόρτα κουνιόντουσαν στο ρυθμό του ρεύματος του νερού.

(τοπίο που θυμίζει τον “κόκκινο” πλανήτη)

Ως εναλλακτικός τρόπος πρόσβασης του Μπάλου, υπάρχει και ένα πλοίο που φεύγει από κάποιο άλλο σημείο των Χανίων και σε αφήνει στην συγκεκριμένη παραλία. Τρόπος που ελλείψει περιπέτειας δεν μας κίνησε καθόλου το ενδιαφέρον.

Από τον Μπάλο φύγαμε κατά τις 16.00, οπότε είχαμε όλη τη μέρα μπροστά μας να επισκεφθούμε τουλάχιστον ακόμα ένα μέρος. Επόμενος στόχος: Θέρισσος. Το χωριό απέχει λίγα χιλιόμετρα από τα Χανιά. Από τα μέσα και μετά της διαδρομής προς το χωριό, ο δρόμος περνάει μέσα από ένα καταπληκτικό φαράγγι γεμάτο από πλατάνια. Αν δεν ήμασταν πτώματα και δεν “σκυλοπεινούσαμε” θα κάναμε μια στάση. Συνεχίσαμε όμως, και φτάσαμε στο χωριό. Μόλις παρκάραμε το αμάξι, περπατήσαμε για να αποφασίσουμε σε ποια ταβέρνα θα κάτσουμε, αναζητώντας το πιο μερακλίδικο και παραδοσιακό μέρος.

Περνώντας έξω από το καφενείο του χωριού είδαμε καμιά εικοσαριά πενηντάρηδες να κάθονται αναψοκοκκινισμένοι από τη ρακή και να τραγουδάνε ριζίτικα. Σκέφτηκα ότι επρόκειτο για κάποιο μνημόσυνο, γιατί ο τόνος τους ήταν αρκετά μελαγχολικός, ενώ έκανα μια ακόμα σκέψη. Ότι θα μας καλούσαν να πιούμε. Εγώ δεν θα έπινα λόγω φαρμάκων που έπαιρνα εκείνη την περίοδο και θα μου έβγαζαν κανένα όπλο ζητώντας μου ξανά «ευγενικά» να πιω.

 

Η παραπάνω σκέψη δεν μου ήρθε ήρθε τελείως στο ξεκούδουνο. Απλώς, θυμήθηκα την ιστορία ενός φιλικού ζευγαριού που είχε πάει στην Κρήτη, την οποία και γύριζε όπως εμείς. Ένα μεσημέρι πήγε σε ένα καφενέ ενός απόμερου χωριού και εκεί ένας ντόπιος αφού τους έπιασε την κουβέντα τους κάλεσε το βράδυ στο γάμο της κόρης του. Το ζευγάρι αφού τον ευχαρίστησε αρνήθηκε ευγενικά, αφού το ίδιο βράδυ ταξίδευε για Πειραιά. Χωρίς πολλά «μα, μου, σου, του» ο ντόπιος άντρας έβγαλε ένα όπλο, το ακούμπησε στο τραπέζι και τους είπε πως θα ταν προσβολή για κείνον να μην παρευρεθούν στο συγκεκριμένο γάμο. Προφανώς το ζευγάρι ακύρωσε το ταξίδι του, πήγε στο γάμο, έφαγε, ήπιε και χόρεψε με την ψυχή του μην μπορώντας να ξεχάσει ποτέ το συγκεκριμένο συμβάν.

Ευτυχώς, δεν συνέβη κάτι αντίστοιχο σε εμάς και κάτσαμε στη διπλανή από το καφενείο ταβέρνα, όπου βρισκόταν ακόμα μόνο ένα ζευγάρι. Ξυπόλητοι μελετούσαμε τον κατάλογο του μαγαζιού που είχε όλα κι όλα 8-9 πράγματα. Όσα δηλαδή έπρεπε. Τα μαγαζιά που έχουν καλό φαΐ δεν έχουν ποτέ πολλά πράγματα στον κατάλογο. Εκεί που καθόμασταν αμέριμνοι και σκεφτόμασταν τι να παραγγείλουμε ακούσαμε 3-4 απανωτές μπαλωθιές. Σαστίσαμε και μετά από λίγο συνειδητοποιήσαμε ότι προέρχονταν από την παρέα στο καφενείο. Εν τω μεταξύ απτόητοι, παραγγείλαμε σφακιανό γιαχνί, τσιγαριαστό, αυγά με στάκα, καλτσούνια και παϊδάκια. Με μια λέξη αμβροσία.

Φάγαμε σαν λιμασμένοι με «μουσική» υπόκρουση από μπαλωθιές. Ρωτήσαμε τον σερβιτόρο για ποιο λόγο έριχναν μπαλωθιές και εκείνος μας απάντησε πως έριξαν μια οικοδομή και το έκανα για το καλό. Μάλιστα. Έτσι κυλά η ζωή στην Κρήτη. Τα μπετά μιας οικοδομής αποτελούν λόγω εορτασμού.

Αυτή ήταν η πρώτη φορά στην Κρήτη που σκέφτηκα ότι σε ένα μέρος σαν τον Θέρισσο θα θελα να ζήσω για αρκετό καιρό. Η έστω να κατέβω για διακοπές ακόμα και μοναχός μου. Πέρασε η ώρα. Μας κέρασαν τις ρακές μας και πήραμε το δρόμο τη επιστροφής.

31.07.2014, Πρέβελη, Ρέθυμνο

Ξεκινήσαμε το πρωί από την Παλιόχωρα και το μεσημέρι φτάσαμε στην Πρέβελη. Έχοντας κατέβει το φαράγγι της Αγίας Ειρήνης και κάνει την διαδρομή για το Μπάλο, η κατάβαση στην Πρέβελη μας φάνηκε αστεία. Φτάσαμε σε μια αδιάφορη παραλία, στην οποία κατέληγε ένα ποτάμι. Για όσους ξέρουν αλλά και για αυτούς που δεν ξέρουν, όλη η ουσία στην Πρέβελη είναι το ποτάμι και ό,τι το περιβάλλει.

Θεωρητικά υπάρχουν δύο τρόποι για να ακολουθήσεις την πορεία του ποταμιού. Ο πρώτος είναι να ακολουθήσεις το  μονοπάτι που έχει δημιουργηθεί παράλληλα του ποταμιού και ο δεύτερος να πας μέσα από το ποτάμι. Εμείς ως όχι και οι πλέον κλασικοί τουρίστες επιλέξαμε το ποτάμι. Ανοίγω παρένθεση και κάνω δεύτερη φορά επίκληση σε σκηνοθέτη μετά τον Ντάνι Μπόιλ στο Ελαφονήσι. Αν ο Κόπολα είχε πάει στην Πρέβελη πριν του έρθει η ιδέα για το «Αποκάλυψη τώρα», η ταινία αντί για το Βιετνάμ θα είχε γυριστεί στο Ρέθυμνο.

 

Πάμε παρακάτω. Μπήκαμε στο ποτάμι το οποίο περπατιόταν χωρίς να γίνεται άπατο. Λιβελούλες, τεράστια κουνούπια, νερόφιδα, βράχοι και κόντρα ρεύματα προσπαθούσαν να μας σπάσουν το ηθικό, ενώ εμείς συνεχίζαμε να περπατάμε πάνω σε κάτι που με κάμποση φαντασία μπορούσες να πεις πως ήταν σάπια κόκκαλα προϊστορικών ζώων. Σε κάθε μας βήμα, αυτό που πατούσαμε υποχωρούσε 5-6 εκατοστά, δίνοντας μας την αίσθηση πως δεν το είχε σε τίποτα να μας ρουφήξει το πόδι. Μας περιέβαλλαν φοίνικες, ενώ εμείς περνούσαμε από μικρούς καταρράκτες και σκαρφαλώναμε σε βράχια κάνοντας κάμποσα «leaps of faith», όπως τα χαρακτήριζε ο Μήτσος. Κοινώς, αν κάτι δεν πήγαινε καλά σε αυτά τα «άλματα», σήμερα δεν θα χα χέρια να γράψω αυτό το κείμενο. Αφού φτάσαμε σε ένα σημείο που σενάρια αντίστοιχα με το «127 ώρες» αρχίσαν να μας μπαίνουν στο μυαλό κάναμε μεταβολή και επιστρέψαμε στην παραλία, όπου λιαστήκαμε και ξεκουραστήκαμε σαν φυσιολογικοί αυτή τη φορά τουρίστες. Στην επιστροφή προς Χανιά κάναμε μια στάση στην πόλη του Ρεθύμνου και στον «Χάρη» για κρέπες. Τα burgers που τρώει κατά καιρούς ο Τριαντάφυλλος μοιάζουν με μπριοζάκια μπροστά στην κρέπα του «Χάρη».

«Την κάνουμε ταράτσα» όπως θα λεγε και ο Γαρδέλης  σε ταινία των 80’s και πήραμε το δρόμο της επιστροφής μέσω της Εθνικής Ρεθύμνου-Χανίων. Αν υπήρχε κάποιος από το Υπουργείο Μεταφορών στο αμάξι μας κείνη την ώρα, θα έπρεπε από ερασιτεχνικό να μου κάνει αυτόματα επαγγελματικό το δίπλωμα. Μιλάμε για ένα δρόμο χωρίς φώτα στο μεγαλύτερο μέρος του και χωρίς ουσιαστικό διαχωριστικό ανάμεσα στα δύο ρεύματα. Ήταν σαν να οδηγούσα στο “Need for speed” χωρίς να έχω δικαίωμα για restart.

 

01.08.2014, Κάντανος-Χανιά

Η Κάντανος είναι το χωριό της μητέρας μου. Στο παρακάτω εγκαταλελειμμένο πλέον σπίτι έκανα διακοπές μέχρι τα 15 μου. Αν έχεις πάει Παλιόχωρα έχεις περάσει σίγουρα από αυτό, καθώς από μπροστά του περνάει ο μοναδικός δρόμος για Παλιόχωρα. Απέχει 17 χιλιόμετρα από τη θάλασσα και το χαρακτηριστικό του είναι ένας τεράστιος πλάτανος ηλικίας περίπου 80 χρόνων που στέκεται περήφανα στην αυλή του.

 

Τώρα δυστυχώς στη γειτονιά που βρίσκεται το σπίτι μας δεν ζει σχεδόν κανείς. Από την Κάντανο, βέβαια, απέχουμε μόλις 1 χιλιόμετρο. Η Κάντανος είναι κωμόπολη με ιστορία στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όπου οι Γερμανοί την είχαν κάψει ολοσχερώς σαν αντίποινα για το θάνατο κάποιου αξιωματικού τους από Καντανιώτες.

Πέρα από την ιστορία της και ένα ζαχαροπλαστείο που έχει τα πιο ωραία αμυγδαλωτά και πάστες του κόσμου ή έτσι τουλάχιστον φαίνονται σε εμένα, είναι ένα κλασικό κρητικό χωριό.

Αφού κάναμε μα δύωρη στάση στην Κάντανο πήγαμε στα Χανιά. Είχαμε αποφασίσει πως θα χαμε μια ήρεμη μέρα, χωρίς σκαρφαλώματα και «κασκαντεριλίκια».

Στα Χανιά κάναμε βόλτα στο παλιό λιμάνι που είναι από τα πιο γραφικά –με την καλή έννοια του όρου-σημεία της Κρήτης. Κάναμε μια βόλτα στα «μαχαιράδικα», ένα δρόμο όπου μπορείς να αγοράσεις μαχαίρια που κατασκευάζονται εκεί με χαραγμένες μαντινάδες πάνω στις λάμες τους. Σκέφτηκα σοβαρά να αγοράσω ένα και να ζητήσω να μου χαράξουν πάνω το «Valar Morgulis», αλλά τελικά κατέληξα σε μια κλασική κρητική μαντινάδα.

Μετά τη σύντομη βόλτα στην καρδιά των Χανιών ανηφορίσαμε προς τους τάφους των Βενιζέλων. Όχι για να δούμε τους τάφους, μιας και ήταν πλέον 10.00 το βράδυ, αλλά για να πάμε στην περίφημη «Κουκουβάγια». Η Κουκουβάγια είναι για τα Χανιά ό,τι το Zeppelin για το Γαλάτσι. Από το μπαλκόνι της έχεις την καλύτερη θέα στο νομό, ενώ τα γλυκά της με μασκότ το «ζουμερό», ένας είδος σοκολατόπιτας, μπορεί να μην είναι παραδοσιακά, αλλά σου κάνουν το ζάχαρο να χορεύει πεντοζάλη χωρίς να το μετανιώνεις.

Ξέχασα να πω, πως 1-2 μέρες νωρίτερα έχοντας κουραστεί σε αρκετές συζητήσεις να αναφέρουμε τη λέξη «Αθήνα», κάναμε μια συμφωνία με τα παιδιά με βάση την οποία κάθε φορά που κάποιος από τους τρεις μας θα έλεγε τη συγκεκριμένη λέξη θα έβαζε ένα ευρώ σε ένα κοινό κουμπαρά που μόλις γυρνούσαμε στην Αθήνα θα πηγαίναμε με αυτά τα λεφτά σε ένα κρητικό εστιατόριο. Για την ιστορία της υπόθεσης εγώ κατέθεσα 20 ευρώ, η Αθανασία 20 και ο Μήτσος 7.

02.08.2014, Φραγκοκάστελο-Σφακιά-Ανώπολη

Κανένας Κόλιν Μακρέι, κανένας Σεμπάστιαν Φέτελ. Μόνο Γιώργος Μυλωνάς. Ο δρόμος από τη μέση του νομού Ρεθύμνου μέχρι τη διχάλα που χωρίζει το δρόμο προς Σφακιά και προς Φραγκοκάστελο είναι βγαλμένος από τα πιο υγρά όνειρα των δημιουργών του «Nascar». Ο Μήτσος έβλεπε το χάρτη στο GPS του κινητού του και γελούσε, αφού από ό,τι φαινόταν για να κατάφερνα να κατέβω τον δρόμο θα χρειαζόμουν οδηγίες συνοδηγού. Στη διχάλα στρίψαμε προς Φραγκοκάστελο, εκεί που τα βράδια βγαίνουν οι «δροσουλίτες». Κάναμε το μπανάκι μας, χωρίς να τρελαθούμε από την παραλία. Δεν ήταν κακή, αλλά σίγουρα δεν άξιζε όλα αυτά τα χιλιόμετρα από την Παλιόχωρα για να κολυμπήσουμε εκεί.

Με αυτά και με αυτά που είδαμε σε Ελαφόνησσο, Μπάλο, Πρέβελη και Φραγκοκάστελο αρχίσαμε να πιστεύουμε ότι η Παλιόχωρα υπερτερούσε όλων των παραλιών που είχαμε δει μέχρι στιγμής. Μία υπόθεση που με την πάροδο των διακοπών μας έγινε πεποίθηση.

(τυπικό τοπίο από την επαρχία Σφακίων)

Αφού κάνανε το μπανάκι μας, πήγαμε προς Σφακιά στην Χώρα των οποίων δεν σταματήσαμε, γιατί είναι αρκετά τουριστική και κατευθυνθήκαμε προς Ανώπολη. Ο δρόμος προς Ανώπολη είναι ό,τι πιο άγριο από πλευράς φύσης έχω δει στην Ελλάδα. Στο οπτικό μας πεδίο υπήρχε μόνο ένα δέντρο, χωρίς υπερβολή, ενώ το τοπίο ήταν γεμάτο βράχια και χώμα που σου έδινε την αίσθηση ότι μόνο κάκτοι μπορούσαν να φυτρώσουν εκεί. Είδαμε και μερικές κατσίκες, αλλά δεν καταλάβαμε ποτέ με τι τρέφονταν, ενώ ο δρόμος είχε βράχια από πρόσφατες κατολισθήσεις. Μετά από μιας διαδρομή «Far West» με μόνη διαφορά την έλλειψη αλόγων και καουμπόιδων φτάσαμε στην Ανώπολη, η οποία είναι κεφαλοχώρι της επαρχίας Σφακίων.

Λένε πως επί τουρκοκρατίας τα Σφακιά είναι ένα από τα 2-3 μέρη που δεν πάτησαν Τούρκοι τα 400 χρόνια της σκλαβιάς μας. Μόλις βγάλαμε το πόδι μας από το αμάξι, σιγουρευτήκαμε για αυτό. Το χωριό είχε τα απολύτως απαραίτητα. Σχολείο, πλατεία, εκκλησία και μια ταβέρνα. Την ταβέρνα της κυρίας Πόπης. Αν έχεις σκεφτεί ό,τι παίζει να φας πόρτα σε κάποιο κλαμπ της παραλιακής, στην ταβέρνα της κυρίας Πόπης- όπως μας συστήθηκε στη συνέχεια η ιδιοκτήτρια-νιώθεις πως την έχει σίγουρη. Όχι προφανώς λόγω γκλαμουριάς, αλλά γιατί όσο πλησιάζαμε βλέπαμε ποιοι κάθονταν εκεί. Ο παππάς, ένας τύπος με μούσια-δεν θα τα λεγα τριμαρισμένα- μέχρι τον μπέτη (μπέτης=στήθος στα κρητικά) και στρατιωτικό παντελόνι και κάνα δυο ακόμα χωρικοί που η λαλιά τους και η στάση του σώματος έδειχναν πως το μέρος δεν ήταν για τουρίστες και παιχνιδάκια.

Κάτσαμε σε ένα τραπέζι και περιμέναμε το σερβιτόρο. Πέρασαν 10 λεπτά, πέρασαν 20, σημασία δεν μας έδωσε. Ποιος έχει όμως τα “κάκαλα” να κάνει εκεί φασαρία. Περιμέναμε καρτερικά, κοιτώντας διστακτικά προς το εσωτερικό του μαγαζιού και ακούγοντας τον διάλογο του παπά με τον τύπο με το στρατιωτικό χωρίς να καταλαβαίνουμε Χριστό από ό,τι  λέγανε. Το χαρακτηριστικό της λαλιάς τους ήταν ότι ανατικαθιστούσαν το «λ» με το «ρ». Π.χ  Όρα καλά;=Όλα καλά;.

 

 

 

Οπότε μετά από λίγο εμφανίστηκε η κυρα Πόπη μέτρ/ιδιοκτήτρια του καταστήματος. Δεν έσωσε την εντύπωση ότι ήταν ντόπια ούτε από την αμφίεση, ούτε από τη λαλιά. Ο τρόπος που μιλούσε έβγαζε μεγάλη εμπιστοσύνη και ζεστασιά με αποτέλεσμα να παραγγείλουμε όλα όσα πρότεινε, μεταξύ των οποίων χοχλιούς μπουρμπουριστούς και κουνέλι στιφάδο.

Ανάμεσα στο κρασιά και στο στιφάδο ο Χάρης είπε την καλύτερη μαντινάδα που ακούσαμε όσο ήμασταν στην Κρήτη:

 

Μεθυσμένη επιστροφή στην Παλιόχωρα και παράδοση του αυτοκινήτου, το κοντέρ του οποίου σε τέσσερις μόλις μέρες έγραψε 1066 χλμ.

03.08.2014, Φαράγγι Σαμαριάς

 

Εγερτήριο στις 5. Είχαμε να πάμε Φαράγγι εκείνη τη μέρα. Στο ορίτζιναλ. Μετά από έναν άβολο ύπνο στο λεωφορείο σταματήσαμε στο Ξυλόσκαλο στην είσοδο του Φαραγγιού για να φάμε αυτά που είχαμε φέρει μαζί μας και ξεκινήσαμε τη διαδρομή. Αυτή ήταν η δεύτερη φορά που κατέβαινα το φαράγγι σε 3 χρόνια. Δεν έχω πολλά να πω. Είναι κάτι που πρέπει να κάνει τουλάχιστον μια φορά ένας Έλληνας και όχι μόνο στη ζωή του. Εκεί είδαμε κρι-κρι και φύση που δύσκολα συναντάς σε άλλα σημεία του πλανήτη. Με δύο στάσεις για φαγητό και τουαλέτα το διανύσαμε σε 4.5 ώρες.

 

Για να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα όσον αφορά το μέγεθος του φαραγγιού, γιατί κάθε φορά ακούω ότι έχει έκταση από 13 ως 18 χλμ. Το φαράγγι, λοιπόν, είναι 14 χλμ. +2 χλμ. ασφαλτωμένος δρόμος από το τέλος του φαραγγιού μέχρι την Αγ. Ρουμέλη από όπου φεύγει το πλοίο της επιστροφής για Παλιόχωρα. Έλα που μία και κάτι ήμασταν Αγ. Ρουμέλη και το πλοίο έφευγε 17.30. Πώς θα περνούσε η ώρα μας;

 

Να σημειωθεί επίσης, πως στο τέλος του φαραγγιού και πριν ξεκινήσει ο δρόμος για την Αγ. Ρουμέλη, υπάρχουν δύο καντίνες οι οποίες στην ουσία προσφέρουν μόνο χυμό πορτοκάλι και μπίρα για τους κουρασμένους ταξιδιώτες, πολύ από τους οποίος αποκοιμιούνται πάνω στα τραπέζια.

Βρισκόμασταν σε αναζήτηση σκιάς. Το μόνο μέρος που εντοπίσαμε με σκιά ήταν στο τέρμα της παραλίας. Κάτ που από μακρυά έμοιαζε με σπηλιά. Πλησιάσαμε και είδαμε όντως μια σπηλιά διαστάσεων ένα επί ένα. Στρώσαμε τις τρεις πετσέτες κολλητά και αφού κάναμε μπάνιο γυρίσαμε να πέσουμε. Ξαπλώσαμε στη σπηλιά σε στάση που ξέραμε ότι δεν επρόκειτο να αλλάξει μέχρι να ξυπνήσουμε. «Ξεραθήκαμε» σε χρόνο dt και ευτυχώς είχαμε βάλει ξυπνητήρι για τις 17.00, διαφορετικά δεν υπήρχε περίπτωση να ξυπνήσουμε για κανένα λόγο. Κοιμηθήκαμε γλυκά. Από τους πιο γλυκούς ύπνους που είχαμε κάνει στη ζωής μας. Ακίνητοι σε ακριβώς την ίδια θέση που θέσαμε (ξαπλώσαμε στα κρητικά). Ξυπνήσαμε και πήγαμε προς το καράβι της επιστροφής.

Τις επόμενες δύο μέρες τα παιδιά έφυγαν για Γαύδο, αλλά εγώ λόγω ψυχολογικών που μπορείς να βρεις εδώ, δεν τους ακολούθησα και άραξα στην Παλιόχωρα. Τα ψυχολογικά μου έγιναν πιο έντονα από την ατάκα ενός θείου μου που μόλις τον ρώτησα αν υπήρχε περίπτωση να αποκλειστούμε στη Γαύδο μου απάντησε «ουουου μια και δυο φορές νομίζεις ότι αποκλείονται»

Ορίστε και δυο φωτογραφίες των παιδιών από το διήμερο τους στη Γαύδο:

(η Αθανασία στο νοτιότερο σημείο της Ευρώπης)

 

07.08.2014, Ηράκλειο-Ανώγεια-Ζωνιανά

Εκείνη τη μέρα ερχόταν η ξαδέρφη μου και ιδιοκτήτρια του σπιτιού για διακοπές. Οπότε έπρεπε σιγά σιγά να ξεκουμπιστούμε. Ο στόχος ήταν να πάμε στο Ηράκλειο με ΚΤΕΛ και να νοικιάσουμε ένα αυτοκίνητο, ώστε να γυρίσουμε και την ανατολική Κρήτη, το Ηράκλειο δηλαδή και το Λασίθι. Το μόνο πρόβλημα ήταν ότι στην ουσία δεν είχαμε κανονίσει πως θα το κάνουμε όλο αυτό, αφού ούτε αμάξι είχαμε κλείσει ούτε μέρος για να κοιμηθούμε για τις επόμενες τρεις μέρες, που θα μέναμε Κρήτη, είχαμε.

Μετά από κάμποσες ώρες μέσα σε λεωφορεία φτάσαμε το απόγευμα με όλα μας τα μπαγκάζια από την Παλιόχωρα στο ΚΤΕΛ Ηρακλείου, όπου ήταν μικρό, αποπνικτικό και βρώμικο. Όπως δηλαδή ήταν το ΚΤΕΛ Χανίων πριν δέκα χρόνια. Το σχέδιο ήταν να πάμε στα “λιοντάρια”, τη διάσημη πλατεία του Ηρακλείου και να αρχίσουμε να ψάχνουμε για αυτοκίνητο. Στην πλατεία υπήρχαν 7-8 μαγαζιά ενοικίασης αυτοκινήτων. Στο πρώτο βρήκαμε ένα κόκκινο κάμπριο τζιπάκι για 70 ευρώ τη μέρα. Μας φάνηκε πάρα πολύ ακριβό και συνεχίσαμε το ψάξιμο. Μετά από εφτά «χυλόπιτες» στα υπόλοιπα εφτά μαγαζιά επιστρέψαμε γονυπετής στο πρώτο για να νοικιάσουμε το κόκκινο τζιπάκι.

(η αμαξάρα μας και ένα “ποζέρι” που βρήκαμε στο δρόμο)

Πριν ξεκινήσουμε το δεύτερο μέρος του ταξιδιού καθίσαμε σε ένα σουβλατζίδικο για να γεμίσουμε τις μπαταρίες μας. ήρθε ο σερβιτόρος και του ζήτησα μια πίτα-καλαμάκι. Με κοίταξε περίεργα. Οπότε του ζήτησα μια πίτα-σουβλάκι- σκεφτόμενος ότι θα ίσχυε και εκεί το σύστημα της Θεσσαλονίκης- και μου απάντησε “μια σουβλακόπιτα δηλαδή”

Φορτώσαμε το αμάξι σαν γαϊδούρι. Εγώ στη θέση του οδηγού, ο Μήτσος συνοδηγός για να δίνει κατευθύνσεις από το GPS και πίσω η Αθανασία, η οποία χωρούσε τσίμα τσίμα αγκαλιά με τις βαλίτσες. Το «τρελό θηριοτροφείο» ξεκίνησε από το Ηράκλειο με στόχο τα Ανώγεια και τα Ζωνιανά. Γιατί; Επειδή μπορούσε. Στο δρόμο προσπαθούσαμε να σκεφτούμε το πού θα κοιμηθούμε και η καλύτερη λύση που βρήκαμε ήταν δυο -τρεις παρακάμψεις του κεντρικού δρόμου στη διαδρομή, όπου θα μπορούσαμε να παρκάρουμε το αμάξι και να κοιμηθούμε μέσα. Φτάσαμε στα Ανώγεια τα οποία στις 22.00 το βράδυ ήταν αρκετά creepy και ψάξαμε για κάποια ταβέρνα. Κόψαμε 1-2 βόλτες με τα αμάξι και αποφασίσαμε να πάμε μέχρι και τα Ζωνιανά, αφού απελιχαν μόλις εφτά χιλιόμετρα και στη συνέχεια θα αποφασίζαμε πού θα καθόμασταν.

Μιας και το τραγούδι που σας είχα ζητήσει στην αρχή να βάλετε έχει τελειώσει, συνεχίστε με αυτό για να μπαίνετε στο κλίμα της συνέχειας της ιστορίας:

 

Φτάσαμε στα Ζωνιανά. Αν τα Ανώγεια είναι creepy, τα Ζωνιανά είναι προάστιο της κολάσεως. Είναι ένα χωριό έκτασης όση η μισή Πανόρμου και εμείς 23.00 το βράδυ κόβαμε πάνω κάτω βόλτες με ένα κόκκινο κάμπριο τζιπ. Ανοιχτά φαινόντουσαν μόνο δύο μαγαζιά σαν καφενεία, όπου είχαν δύο παρέες 4-5 ατόμων το καθένα και προφανώς μας κοιτούσαν. Δεν γινόταν να περάσουμε απαρατήρητοι και δεν το προσπαθούσαμε κιόλας. Αφού κάναμε την περιήγηση μας και έχοντας δει τουλάχιστον 3-4 καρότσες πολυτελείας με φιμέ τζάμια, από μια από αυτές μας φωνάζει μάλιστα κάποιος «εεεε», όπως κάνει αργότερα και ένα ούτε καν 10χρονο παιδί στο δρόμο βγαλμένο από της αλητοσυμμορίες του «city of god». Παρκάραμε το «διακριτικό» μας αυτοκίνητο στην αρχή του χωριού και συζητούσμε για το τι θα κάναμε στη συνέχεια. Ο Μήτσος έβαλε την μαύρη του μπλούζα -ναι είχε ειδική έτοιμη «κρητική» αμφίεση για την περίσταση ο αθεόφοβος- και ετοιμαζόταν να κατέβει από το αυτοκίνητο, ενώ εμένα δεν με είχε προϊδεάσει θετικά η όλη ατμόσφαιρα. Πριν βγάλουμε άκρη, σταμάτησε πλάι μας μια καρότσα με δύο τυπάκια γύρω στα 22-23 και μας έπιασαν την κουβέντα. Ο ένας φορούσε αμάνικο παραλλαγή. «Τι έγινε παλικάρια από πού είστε», «τι ψάχνετε» «όλα καλά»; Τους είπε ο Δημήτρης ότι θέλαμε να πάμε για φαγητό. Μας έδειξαν πού βρίσκόταν ένα σουβλατζίδικο και μια ταβέρνα και μας είπαν όλο νόημα και ταυτόχρονο κλείσιμο ματιού να πάμε εκεί για να κάνουμε και καλές γνωριμίες. Έκλεισαν τον διάλογο μας, λέγοντας μας πως τους φαινόμασταν πολύ αλάνια…

 

Τα παλικάρια έφυγαν και εμείς συνεχίσαμε να κουβεντιάζουμε στο αυτοκίνητο για το πώς θα πορευόμασταν. Είχα σιγουρευτεί ότι δεν ήθελα να κατέβω, αφού η κατάσταση είχε αρχίσει να μου μυρίζει κίνδυνο, με το καλύτερο που μπορούσε να μας συμβεί να είναι να πέσουμε θύματα κρητικού bullying. Η συζήτηση στο αμάξι γινόταν όλο και πιο έντονη. Ο Δημήτρης ήθελε περιπέτεια και πίστευε ότι δεν θα παθαίναμε τίποτα, ενώ η Αθανασία δεν έπαιρνε σαφή θέση. Ενώ, το κουβεντιάζαμε φωναχτά, η Αθανασία μας προειδοποίησε να χαμηλώσουμε την ένταση της φωνής μας μιας και κάποιος μας παρακολουθούσε.

Μας έδωσε και εκείνος τις ίδιες οδηγίες με τους προηγούμενους με πιο σοβαρή έκφραση και αφότου κατάλαβε πως ήμασταν ακίνδυνοι, χαζοί τουρίστες που πήγαμε στα Ζωνιανά τα μεσάνυχτα χωρίς λόγο, πήγε προς το σημείο από όπου μας παρακολουθούσε. Δεν ξέραμε αν έχει φύγει ή στεκόταν ακόμα εκεί, πάντως ξέραμε πλέον τι επρόκειτο να κάνουμε εμείς. Με συνοπτικές διαδικασίες οδηγηθήκαμε σε ομόφωνη απόφαση πως θα οδεύαμε προς τα Ανώγεια και δεν μετανιώσαμε ποτέ από τότε πως δεν κατεβήκαμε στα Ζωνιανά. Ήμασταν τυχεροί που είχαμε και την Αθανασία μαζί μας γιατί, αν ήμασταν μόνο άντρες θα χαμε κακά ξεμπερδέματα.

Φτάσαμε ξανά στα Ανώγεια και αφού κάναμε μια βόλτα για να ηρεμήσουμε από το σοκ, καθίσαμε στην κεντρική πλατεία του χωριού, σε ένα παραδοσιακό καφενείο των Ανωγείων που είχε τα απολύτως απαραίτητα να προσφέρει. Φάγαμε το πιο χοντρό σε κρέμα και λεπτό σε φύλλο γαλακτομπούρεκο που έχουμε φάει και ήπιαμε γκαζόζα με νερό, όπως έγραφε η ετικέτα της, από τον Ψηλορείτη. Το καφενείο είχε επίσης και παγωτό. Μόνο κρέμα και σοκολάτα. Όλα είναι πιο απλά όταν δεν έχεις πολλές επιλογές. Και η ποιότητα πολύ υψηλότερη. Ρωτήσαμε τη σερβιτόρα για το αν είχε πουθενά να μείνουμε, καθώς είχαμε δει 2-3 ξενοδοχεία στο χωριό. Έκανε ένα τηλέφωνο στη «Μαρίνα» (ξενοδοχείο) και μας είπε πως υπήρχε διαθέσιμο δωμάτιο. Πήγαμε, ο ιδιοκτήτριας μας περίμενε στην είσοδο και μας ρώτησε αν ήμασταν οι του ζαχαροπλαστείου. Ρωτήσαμε τιμή και του εξηγήσαμε ότι το θέλαμε μόνο για έναν ύπνο. Μας είπε 45 ευρώ και κλείσαμε τη συμφωνία.

08.08.2014, Σπιναλόγκα-Βάι-Κάτω Ζάκρος

 

(στο καραβάκι για τη Σπιναλόγκα)

Τις τελευταίες μέρες είχαμε μάθει να καταπίνουμε τα χιλιόμετρα σαν πασατέμπους και δεν ήμασταν διατεθειμένοι να αλλάξουμε την τακτική μας. Οδήγησα σερί μέχρι την Πλάκα με σκοπό να περάσουμε απέναντι στη Σπιναλόγκα. Ο κόσμος ήταν πάρα πολύς με βάρκες να πηγαινοέρχονται κάθε τέταρτο. Να ναι καλά η Hislop. Περπατώντας στην Σπιναλόγκα μου ερχόντουσαν εικόνες από το “Νησί”, Είναι μια εμπειρία που αξίζει να ζήσει κάποιος ακόμα και αν δεν έχει ιδέα για το τι έχει υπάρξει η Σπιναλόγκα, έτσι και αλλιώς το νησί διαθέτει διάφορα σημεία που ενημερώνει τον επισκέπτη για το παρελθόν του. Όσο περπατούσα στα σοκάκια αρκετά εκ των οποίων μαζί με κάποια σπίτια διατηρούνται σε καλή κατάσταση, σκεφτόμουν πόσο ενδιαφέρον θα ήταν να μέναμε ένα βράδυ εκεί χωρίς κανένα άλλο άνθρωπο. Αλλά το σενάριο αυτό περιλάμβανε πιθανότητα κρίσης πανικού πάνω από 90%.

(επάνω στο νησί)

Από κει συνεχίσαμε σερί για το φοινικόδασος στο Βάι. Στην ουσία μέσα σε μια μέρα κάναμε τα ¾ της Κρήτης, αφού από τα Ανώγεια πήγαμε σε ένα από τα ανατολικότερα σημεία του Λασιθίου. Φτάσαμε στο Βάι, το οποίο ήταν κατώτερο των προσδοκιών. Ήταν πάρα πολύ τουριστικό όπως και η Σπιναλόγκα, αλλά επειδή φτάσαμε εκεί μετά τις 19.00 γλιτώσαμε κάπως την τουριστική πλέμπα. Η παραλία είχε φοίνικες, αλλά περιφραγμένους με αποτέλεσμα να μην μπορείς να τους χαρείς, ενώ η παραλία ήταν πολύ μέτρια. Αφού κάναμε το μπάνιο μας, κάναμε ντουζ σε ντουζιέρες που τους έριχνες ένα ευρώ και σου ρίχναν νερό για ένα χρονομετρημένο λεπτό.

Περπατώντας λίγο πιο πέρα από την πρώτη παραλία στο Βάι και πηδώντας κάμποσα βράχια -κατσίκια κοντεύαμε να γίνουμε- ανακαλύψαμε μια άλλη παραλία, ήσυχη και εντελώς ανεκμετάλλευτη τουριστικά, στην οποία βρισκόταν μόνο ένα ζευγάρι. Πάνω που είχαμε αρχίσει να σκεφτόμαστε σοβαρά να διανυκτερεύσουμε εκεί, ο άντρας του ζευγαριού μόλις μας είδε να περπατάμε αντίθετα από την ακτή μας φώναξε: «Μην πάτε προς τα εκεί, γιατί είχε πάει κι ένας Γάλλος και γύρισε ελαφρύτερος, αν καταλαβαίνετε τι εννοώ». Δεν καταλάβαμε αλλά μας είχε σπείρει ήδη τον σπόρο της ανησυχίας. Κόντρα στα λόγια του περπατήσαμε αρκετά και βρήκαμε μια σπονδυλική στήλη από ένα ζώο, μάλλον κατσίκα με βάση το μέγεθος, η οποία μας αγρίεψε λίγο και σε συνδυασμό με τα λόγια του τύπου που είχαμε συναντήσαμε νωρίτερα αποφασίσαμε να φύγουμε από εκεί.

(μόνο κατευθύνσεις για ΑΤΜ δεν δίνουν οι συγκεκριμένες ταμπέλες)

Η ώρα περνούσε και δεν ξέραμε πού θα κοιμηθούμε. Κατευθυνθήκαμε προς το Παλαίκαστρο (κωμόπολη του Λασιθίου) που δεν μας άρεσε και τελικά πήγαμε στην Κάτω Ζάκρο, σε ένα από τα ανατολικότερα μέρη της Κρήτης, όπου διανυκτερεύσαμε. Στην παραλία, η οποία είχε το πολύ πέντε μαγαζιά έπαιζε ένα γκρουπ ροκ μουσική μέχρι τις 03.00 το πρωί. Παρόλα αυτά, εμείς απλώσαμε τα sleeping-bags μας και κοιμηθήκαμε μέχρι το πρώτο φως του ήλιου.

09.08.2014, Ιεράπετρα-Χρυσή-Καβούσι

Δεν είχε περάσει ούτε ένα λεπτό από όταν άνοιξα τα μάτια μου και βούτηξα στη θάλασσα. Το πιο πρωινό μπάνιο που έχω κάνει στη ζωή μου. Η Αθανασία βρήκε τυχαία την τουαλέτα μιας καφετέριας ανοιχτή. Πήγαμε, κάναμε την ανάγκη μας, πλυθήκαμε και ξεκινήσαμε για Ιεράπετρα για να προλάβουμε το καραβάκι για Χρυσή-Γαϊδουρονήσι. Η διαδρομή προς το Βάι, αλλά και από Βάι προς Ιεράπετρα ήταν απλώς φανταστική και δεν είχε καμία σχέση με την υπόλοιπη Κρήτη. Δρόμοι μεγάλοι, καινούργιοι και ανοιχτοί και φύση εντελώς διαφορετική από το υπόλοιπο νησί. Πιο τροπική. Ένιωσα πως στο Λασίθι θα μπορούσα να μείνω μόνιμα και ειδικά στην Ιεράπετρα, τα προάστια της οποίας μου φάνηκαν φανταστικά.

Για να μην ξεχάσω, περνώντας τη Σητεία και πηγαίνοντας προς Βάι, είδαμε από μακριά στη μέση του πουθενά, κάποια άσπρα κτίρια μαζεμένα και κτισμένα με τέτοια αρμονία που έμοιαζαν με οικισμό βγαλμένο από simulation video game. Πλησιάσαμε και μπήκαμε. Ο οικισμός φαινόταν εγκαταλελειμμένος και σε κατάσταση «αποσύνθεσης» αλλά είχε λίγα αμάξια παρκαρισμένα. Το μόνο «ζωντανό» που είχε ήταν ένα μπαρ με πισίνα στο οποίο βρισκόντουσαν κάποιες οικογένειες. Η κατάσταση ήταν πολύ spooky μιας και τα πάντα ήταν άδεια και ημικατεστραμμένα. Τόσο άδεια που άκουγες τη φωνή σου σε αντίλαλο. Παρότι διαβάσαμε αρκετές σημειώσεις στους τοίχους του οικισμού δεν βγάλαμε ασφαλή συμπέρασμα για το τι είχε συμβεί. Αποκλείοντας -όχι εντελώς- τις πιθανότητες εισβολής εξωγήινων και την πανούκλα, κλίναμε προς την άποψη πως επρόκειτο για κάποια αποτυχημένη επιχειρηματική ενέργεια. Ο οικισμός ονομάζεται «Διόνυσος» και αποτελεί ιδανικό σετ για τα γυρίσματα του “Κακό 3”.

Φτάσαμε στην Ιεράπετρα και αρχίσαμε να ψάχνουμε διέξοδο προς το λιμάνι, από όπου θέλουμε να πάρουμε εισιτήρια για τη Χρυσή. Πράγμα όχι ιδιαίτερα δύσκολο, αφού η μισή Ιεράπετρα έχει ταμπέλες και μαγαζιά που έδιναν οδηγίες ή πουλούσαν εισιτήρια για το νησί. Αγοράσαμε εισιτήρια αξίας 25 ευρώ με επιστροφή. Πρόκειται για την χειρότερη μας εμπειρία στην Κρήτη. Με εφόδιο τις άπειρες καλές κριτικές από παντού πήγαμε έτοιμοι να συναντήσουμε έναν επίγειο παράδεισο, αλλά μάταια.

Φτάνοντας στο Γαϊδουρονήσι συναντάς μια παραλία δίπλα στο «λιμάνι», όπου νοικιάζουν δέκα ευρώ την ομπρέλα. Η ίδια τιμή ισχύει για τις ομπρέλες και στην πίσω πλευρά του νησιού. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να το κάνει κάποιος αυτό, αφού αν πάρει εκεί ομπρέλα θα έχει για θέα τα ιδιωτικά σκάφη που χουν αράξει οι ντόπιοι αντί για τη θάλασσα. Ενώ φυσική σκιά, δεν υπάρχει σχεδόν πουθενά. Όσο για τη θάλασσα … τέλεια. Πηγαίναμε χέρι χέρι με την Αθανασία, ο Μήτσος δεν μπήκε καν, και ήταν τίγκα στις πέτρες και στα βράχια από τα πρώτα μέτρα. Για να γλιτώσουμε την ταλαιπωρία στο έβγα –μην φανταστείς ότι κάτσαμε πάνω από τρία λεπτά- βγήκαμε γονατιστοί με αποτέλεσμα να ματώσει το ένα μου γόνατο και να χτυπήσει κάπου και η Αθανασία. Κυλιόμουν στην άμμο και στις πέτρες σαν φώκια προκειμένου να μην χτυπήσω ξανά μέχρι να βγω εντελώς έξω.

 

Βέβαια σε αυτή την παραλία πήγαμε στο τέλος της παραμονής μας στο νησί. Νωρίτερα είχαμε πάει στην καλή πλευρά όπως μας είχαν συστήσει οι άνθρωποι του πλοίου που μας είχε φέρει. Μας είχαν πει επίσης ότι κυνηγούσαν τους κάμπερς με πρόστιμα από 200 έως 500 ευρώ, γιατί προφανώς οι ομπρέλες, τα εστιατόρια και ό, τι άλλο φέρνει λεφτά στο νησί ανήκει σε κάποιους ντόπιους οι οποίοι δεν ήθελαν ευρώ να πάει χαμένο. Η Χρυσή φημίζεται για την γεμάτη κοχύλια παραλία της. Κοχύλια, βέβαια, με βάση τις πινακίδες απαγορεύεται να μαζέψεις. Άσε που εγώ δεν είδα ούτε ένα κοχύλι, αφού τα χουν μαζέψει όλα κάτι τυπάδες στην είσοδο του λιμανιού και τα πουλάνε στους δύσμοιρους τουρίστες. Ακόμα και η “καλή” παραλία του νησιού ήταν μέτρια με αποτέλεσμα να κάνει αθηναϊκές παραλίες-τις οποίες απεχθάνομαι- όπως το Καβούρι να μοιάζουν μπροστά της Μαϊάμι. Το μόνο που μπορεί να μου ανατρέψει την άποψή μου για την Χρυσή είναι μια διανυκτέρευση εκεί, αφού όσοι το χουν κάνει μου χουν πει τα καλύτερα.

(κοχύλια δεν είδαμε ούτε με μεγεθυντικό φακό)

Μισή ώρα πριν την προβλεπόμενη αναχώρηση το πλοίο της επιστροφής ήταν φουλ αφού οι άνθρωποι είχαμε απηυδύσει από το άσχημο περιβάλλον και την κάκιστη οργάνωση. Κρίμα για ένα μέρος που αν δεν γινόταν χώρος εκμετάλλευσης των τουριστών θα μπορούσε να αποτελεί ένα αξιόλογο μέρος για επίσκεψη.

Όταν επιστρέψαμε στην Ιεράπετρα ήμουν κομμάτια από την οδήγηση των ημερών. Τα παιδιά ήθελαν να πάνε σε ένα κρητικό γλέντι, το οποίο τους είχα τάξει από την Αθήνα. Το πιο κοντινό, όμως, που είχαμε βρει γινόταν  σε ένα χωριό που το λένε «Αχλάδι» και βρισκόταν 60 χιλιόμετρα μακριά μας. Δεν μπορούσα να οδηγήσω μπρος πίσω όλο αυτό με ύπνο στην παραλία και την επόμενη να πήγαινα και Ηράκλειο από όπου θα αναχωρούσαμε για Πειραιά. Έψαχνα να βρω κάποιο άλλο γλέντι σε κοντινότερη στην Ιεράπετρα περιοχή. Να ναι καλά το glentia.gr (ιστοσελίδα με κρητικά γλέντια) που μας έλυσε τα χέρια. Εντοπίσαμε μέσω αυτού δύο γλέντια. Ένα στις Ρίζες που έπαιζε ο Αλεξάκης, κάπου 25 χλμ μακριά και ένα στο Καβούσι 19 χλμ έξω από την Ιεράπετρα. Ψηφίσαμε λόγω απόστασης το δεύτερο και ξεκινήσαμε για Καβούσι, ενώ είχαμε κλείσει ένα δωμάτιο στο χωριό για 45 ευρώ τηλεφωνικά στο ξενοδοχείο “Θόλος”.

 

Μετά από λίγη ώρα φτάσαμε στο «Θόλο». Μπήκα πρώτος να κανονίσω τα διαδικαστικά χωρίς μπλούζα, με μακρύ μαλλί, μαγιό, με τα τατουάζ να φαίνονται και είπα στην κυρία που καθόταν εκεί και έδειχνε να είναι η ιδιοκτήτρια πως εγώ ήμουν εκείνος που μιλήσαμε στο τηλέφωνο και έκλεισα το δωμάτιο. Εκείνη είπε «ετούτος ες είναι» στο γιο της ο οποίος ξενέρωσε με το που με είδε και έκαναν κάποιες εσωτερικές διαπραγματεύσεις για το ποιο δωμάτιο θα μας δώσουν. Τελικά, παρά την αρχικά κακή εντύπωση που έδωσα, το δωμάτιο ήταν μια χαρά με θέα σε κάμπο-θάλασσα και αφού ξεκουραστήκαμε και κάναμε ένα ντουζ κατεβήκαμε στο εστιατόριο του ξενοδοχείου για φαγητό. Ενώ τρώγαμε μας κέρασαν δύο καραφάκια ρακή και στο τέλος μας πρόσφεραν ένα πιάτο γεμάτο με σταφύλια από την κληματαριά τους και σύκα. Ανθρώπους σαν τους Κρητικούς δεν συναντάς εύκολα ούτε στα καλά ούτε στα κακά τους.

Ήμασταν κουρασμένοι, αλλά και αποφασισμένοι να πάμε στο γλέντι που γινόταν στο ελαιοτριβείο του χωριού, κάπου 500 μέτρα από το ξενοδοχείο. Γυρίσαμε στο δωμάτιο, ετοιμαστήκαμε και ξεκινήσαμε. Φτάσαμε στο ελαιοτριβείο το οποίο είχε πολλά πλαστικά τραπέζια και καρέκλες, όπως κάθε σωστό κρητικό και μη γλέντι. Καθίσαμε στην άκρη ενός μεγάλου άδειου -αρχικά- τραπεζιού και η ορχήστρα ξεκίνησε σχεδόν αμέσως. Τόσο εμείς όσο και η ορχήστρα είχαμε αργήσει μια ώρα.

Το γλέντι άναψε γρήγορα και σηκωθήκαμε 2-3 φορές για χορό. Δεν θυμόμουν τα βήματα από κανένα χορό, παρά τα μαθήματα τριών μηνών που είχα κάνει πρόπερσι σε κρητικό σύλλογο. Η Αθανασία το κατείχε το άθλημα, ενώ ο Μήτσος το βρήκε εύκολα. Μέσα σε ένα βράδυ έμαθε πεντοζάλη που εμένα μου πήρε τρία μαθήματα. Έσερνα και εγώ τα πόδια μου και έκανα πως χόρευα. Παράλληλα, το τραπέζι μας είχε γεμίσει με Γάλλους όλων των ηλικιών με τους οποίους συνεννοούμασταν με αγγλικά και με νοήματα. Βασικό θέμα “συζήτησης” πως εκείνοι μας θύμιζαν κάποιους χαρακτήρες από το GOT, ενώ εμείς τος θυμίζαμε παίκτες ράγκμπι. Μάλλον είχαμε πιει όλοι μπόλικη ρακή.

10.08.2014, Ηράκλειο

Την επόμενη μέρα δεν ξέραμε τι να κάνουμε με το δωμάτιο. Είπαμε να μείνουμε μέχρι τις 17.00 και ας μας χρέωναν μισή διαμονή. Δεν είχαμε να πάμε κάπου αλλού πέρα από το Ηράκλειο που θα παίρναμε στις 22.00 το πλοίο και έπρεπε στις 20.00 να επιστρέψουμε το τζιπ.

Το μεσημέρι κατεβήκαμε για φαγητό. ήρθε ο πατέρας του ιδιοκτήτη, ο οποίος μας σέρβιρε μπάμιες με κρεμμυδάκι στο τηγάνι που είχε μαγειρέψει για τον ίδιο, ενώ παραγγείλαμε αυγά, στιφάδο, και σαλάτα. Μας κέρασε ένα μπουκάλι κρασί και μας εμφάνισε στο τέλος και μια πιατέλα με φρούτα.

Αφού φάγαμε και μαζέψαμε το δωμάτιο, ρωτήσαμε τι χρωστούσαμε. Μας χρέωσαν μόνο το πρώτο βράδυ, άλλη μια ένδειξη ότι η Κρήτη είναι άλλος τόπος. Άλλοι άνθρωποι. Ξεκινήσαμε το δρόμο προς Ηράκλειο με μια μαντινάδα που μας είπε ο παππούς στο μεσημεριανό στα χείλη:

 

Αφού αφήσαμε το αμάξι κατευθυνθήκαμε προς το πλοίο της MINOAN. Μπήκαμε σε ένα παλάτι. Καρακίτς μεν, παλάτι δε και εμείς εμφανισιακά είχαμε τα χάλια μας από τα ταξίδια των τελευταίων ημερών. Στο λόμπι, υπήρχε παντού μάρμαρο με επιχρυσωμένα έπιπλα. Το πλοίο ήταν πελώριο και οι χάρτες του μας έταζαν πισίνα, σινεμά και ντίσκο. Αρχίσαμε να τριγυρνάμε για να περάσει η ώρα. Πρώτη μας στάση τα μαγαζιά για τα ψώνια-δώρα.

Διαβάζαμε ένα τυχαίο απόσπασμα από βιβλίο της Δημουλίδου, ενώ μια κυρία μπροστά μας αγόραζε Λένα Μαντά. Στην τυχαία σελίδα που διάλεξε η Αθανασία η συγγραφέας έγραφε «χώνει το τεράστιο παλούκι του μέσα της και της ξεσκίζει τα σωθικά». Μάλιστα. Δεν μπορείς να μιλήσεις, όμως, όταν το συγκεκριμένο βιβλίο έχει για πρώτη έκδοση 70.000 αντίτυπα.

Είχαμε περάσει 16 μέρες φανταστικές και δεν θέλαμε να το κρατήσουμε μόνο για μας. Οπότε ήρθε στον Μήτσο η ιδέα να γράφαμε ένα γράμμα, να το βάζαμε σε ένα μπουκάλι και να το πετούσαμε στη θάλασσα. Όπως και έγινε. Το γράμμα περιλάμβανε ένα χάρτη της Κρήτης με τα μέρη που επισκεφθήκαμε, συμβουλές για το κάθε μέρος, μερικές μαντινάδες και τα στοιχεία μας. Το πετάξαμε στη θάλασσα ελπίζοντας κάπως, κάπου, κάποιος να το ανοίξει. Το κάναμε μάλιστα εικόνα και αρχίσαμε να χαμογελάμε. Νιώθαμε και ήμασταν παιδιά.

 

(η αρχή από το γράμμα που βάλαμε στο μπουκάλι)

Στη συνέχεια πήγαμε στη ντίσκο του καραβιού. Στο μπαρ βρισκόταν ο μπάρμαν και μερικοί φίλοι του. Όλο το υπόλοιπο μαγαζί ήταν δικό μας. Καθίσαμε για καμιά δεκαριά τραγούδια. Αναγνώρισα 1-2 το πολύ με πιο γνωστό καλλιτέχνη την Πάολα, αφού το ρεπερτόριο του ήταν πιο σκληρό και από την Β’ Παθολογική. Αφού ολοκληρώσαμε την περιήγηση μας στο πλοίο, πέσαμε στα αεροπορικά για ύπνο. Κουτσοκοιμηθήκαμε και κατά τη διάρκεια της νύχτας μου ερχόντουσαν τα πόδια του Δημήτρη στο κεφάλι, το κεφάλι της Αθανασίας και διάφορα άλλα άκρα στο στομάχι, αλλά καταφέραμε και κοιμηθήκαμε μέχρι τον Πειραιά.

11.08.2015, Ηράκλειο-Πειραιάς

Φτάσαμε στο λιμάνι του Πειραιά και με την πρώτη εισπνοή καυσαερίου και μπόχας λιμανίσιας έδωσα υπόσχεση στον εαυτό μου πως θα κατέβω με την ίδια παρέα και του χρόνου-δηλαδή φέτος-, ενώ αρχίζω να σιγοψιθυρίζω τους στίχους του παρακάτω τραγουδιού καταφέρνοντας με δυσκολία να μην με πάρουν τα ζουμιά:

 

Για περισσότερες μπαλωθιές στο @gemil84