ΤΑΞΙΔΙ

Ο Μάραθος, το δικό μου χωριό

Ένας συντάκτης του ΟΝΕΜΑΝ σας ξεναγεί στη Μαραθόπολη, που δεν είναι πόλη αλλά χωριό. Το δικό του χωριό!

“Γεια σου Θανασάκη! Ήρθατε μάνα μου;” Αυτή τη φράση την ακούω εδώ και πάνω από τέσσερις δεκαετίες. Από όταν ήμουν μικρός, τεσσάρων-πέντε χρονών, μέχρι και σήμερα, κάθε φορά που πηγαίνω στο χωριό μου, όλοι με χαιρετάνε με αυτά τα λόγια. Μπορεί να μεγάλωσα, σχεδόν να πενηντάρισα, αλλά για τους Μαραθοπολίτες για έναν παράξενο λόγο, ήμουν και παραμένω “Θανασάκης”. Το οποίο ομολογώ είναι πολύ γλυκό και αν και όταν φτάσει η στιγμή που θα γίνω Θανάσης ή ακόμα χειρότερα κύριος Θανάσης, θα μου κακοφανεί πολύ. Καλά το υποψιαστήκατε. Σήμερα θα γράψω για το πιο αγαπημένο μου μέρος σε τούτον τον κόσμο. Γεννήθηκα, μεγάλωσα, συνεχίζω να ζω στην Αθήνα, ξενιτεύτηκα για αρκετά χρόνια στην Ισπανία, την οποία θεωρώ δεύτερη πατρίδα μου, όμως τίποτα δεν μπορεί να συγκριθεί με την απέραντη αγάπη που νιώθω για τον Μάραθο. Το χωριό κανονικά λέγεται Μαραθόπολις και βρίσκεται στη δυτική Μεσσηνία, ανάμεσα στα Φιλιατρά και την Πύλο, για να σας τοποθετήσω γεωγραφικά. Είναι παραθαλάσσιο, έχει ένα μικρό λιμάνι και απέναντι ένα υπέροχο νησί, την Πρώτη.

Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Από τον Μάραθο ήταν ο πατέρας μου, το πατρικό του σώζεται ακόμα, στον κεντρικό δρόμο λίγο πριν την “αγορά”. Ήταν το μεγάλο του μαράζι ότι εκείνο το σπίτι “χάθηκε” από την οικογένεια και κάθε φορά που περνούσε απ’ έξω, το κοίταζε πότε με μελαγχολία και πότε με οργή κατεβάζοντας μερικές κατάρες για τον πατέρα του “που δεν είχε μυαλό και το χάρισε ή το πούλησε για ένα κομμάτι ψωμί”. Όταν πρωτοπάτησα το πόδι μου στο χωριό, ήταν στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’70 και πήρα εκεί το βάπτισμα. Όχι του πυρός, αλλά το κυριολεκτικό. Με βάφτισε ο συγχωρεμένος ο παπα-Γιώργης ο Σκανδάμης (αν θυμάμαι καλά το επίθετό του) στην εκκλησία που είναι αφιερωμένη στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος και γιορτάζει κάθε 6 Αυγούστου, τότε που έχουμε και το πανηγύρι στο χωριό.

Το λιμάνι του Μαράθου και η Πρώτη

Ήταν μια αποκάλυψη για μένα ο Μάραθος από την πρώτη στιγμή. Ένα φτωχό χωριό τότε, με παλιά σπίτια, πάντα όμως ασπρισμένα με ασβέστη, το ίδιο και τα πεζοδρόμια. Αυτό που προκαλούσε μεγάλη εντύπωση ήταν η ρυμοτομία του. Τεράστιοι σε πλάτος δρόμοι, που σπάνια βρίσκεις σε χωριό. Βέβαια τότε άσφαλτο είχε μόνο ο κεντρικός δρόμος, αυτός που ερχόταν από τους Γαργαλιάνους, μια κωμόπολη επτά χιλιόμετρα προς την ενδοχώρα, χτισμένη αμφιθεατρικά πάνω σε έναν εντυπωσιακό βράχο που δέσποζε στον κάμπο ή πιο σωστά, στον ελαιώνα. Να ανοίξω εδώ μια μικρή παρένθεση, λέγοντας ότι με το πέρασμα των χρόνων για μένα Μάραθος και Γαργαλιάνοι είναι πλέον ένα και το αυτό. Δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω και δεν υπάρχει λόγος να το κάνω. Νιώθω το ίδιο Μαραθιώτης και Γαργαλιανιώτης, είναι σαν το ένα να είναι φυσική συνέχεια του άλλου.

Ο Μάραθος πριν μισό αιώνα, τη δεκαετία του ’60. Το λεωφορείο τα “σπάει”!

Την αγάπη για το χωριό πρέπει μάλλον να την κληρονόμησα από τον πατέρα μου, ο οποίος κάποια στιγμή αποφάσισε να ξεπεράσει το προσωπικό του “μαρτύριο” με το πατρικό του και ξεκίνησε να χτίζει το δικό του σπίτι, έξω από τον οικισμό, προς το νεκροταφείο. Ήθελε, έλεγε, την ησυχία του. Έτσι λοιπόν, ο εργολάβος κύριος Αντωνιάδης, ο θείος μου ο Γιάννης (πρώτος μάστορας εκείνη την εποχή) και ο Νικολάκης της Βασίλως (στο σπίτι της οποίας μέναμε τα πρώτα καλοκαίρια), έφτιαξαν το καινούργιο σπίτι. Το σήκωσαν στον πρώτο όροφο, ανοίγοντας κάτι θεμέλια που θα τα ζήλευε κάθε μηχανικός. Ο μπαμπάς ήταν λάτρης της αρχαιοελληνικής κουλτούρας, έτσι λοιπόν πρόσθεσε μερικά κλασικά στοιχεία, όπως κολόνες, αέτωμα κλπ! Μάλιστα, ήθελε να βάλει και ανάγλυφες παραστάσεις από γύψο μέσα στο αέτωμα, αλλά τελικά τον φώτισε ο Θεός και δεν το έκανε, αλλιώς θα μας κρεμάγανε κουδούνια στο χωριό!

Το σπίτι στον Μάραθο όπως είναι σήμερα

Το σπίτι ολοκληρώθηκε το 1973 και κάναμε και εγκαίνια, όπου μαζεύτηκε όλος ο Μάραθος. Από τότε περνούσαμε εκεί τέσσερις μήνες κάθε χρόνο, τους τρεις του καλοκαιριού συν τον μισό Σεπτέμβριο και τις δυο εβδομάδες του Πάσχα. Αυτό με βοήθησε να χτίσω γερές σχέσεις με τους κατοίκους, κυρίως δε με την τότε νεολαία. Με πολλούς συνομήλικους είμαστε ακόμα φίλοι μέχρι σήμερα, μεγαλώσαμε μαζί και μαζί θα γεράσουμε κατά πώς το βλέπω το πράγμα. Το 1978 ο πατέρας μου είχε μια ακόμα από εκείνες τις φαεινές ιδέες που τον χαρακτήρισαν. Αποφάσισε να χτίσει και το ισόγειο, το οποίο χώρισε σε δυο μικρά διαμερίσματα και άρχισε να τα νοικιάζει για κάποια χρόνια. Ξενοδόχος στα γεράματα που λένε! Μάλιστα το καλοκαίρι του ’83 που κατέβηκα λίγο αργότερα από τους γονείς μου στο χωριό, αντίκρισα από τις δυο μεριές του δρόμου δυο μεγάλες ταμπέλες που έγραφαν το αχαρακτήριστο “Rooms to let, The White House”!!!! Κόντεψα να πάθω πίρπιρη, του λέω “άνθρωπε του Θεού, το έχεις χάσει τελείως; Λευκός Οίκος; Πρέπει να γελάνε και τα δυο καφενεία”. Και ευτυχώς με άκουσε και τις έβγαλε.

Ο Λαγκούβαρδος, η αγαπημένη μου παραλία στο χωριό

Το χωριό τότε, μια που το αναφέραμε, είχε δυο καφενεία. Κατεβαίνοντας τον δρόμο προς την αγορά, δεξιά ήταν το καφενείο του Νάσου και του μπάρμπα-Δημοσθένη και αριστερά εκείνο του Νίκου του Πουνέντε. Το δεξιά, του Νάσου, ήταν πιο μανιτζέβελο. Είχε τζουκ-μποξ μέσα και εκεί τα βράδια μπορούσες να φας τα κορυφαία καλαμάκια που έχουν φτιαχτεί ποτέ από καταβολής κόσμου, εις τους αιώνας των αιώνων αμήν για να είμαστε δίκαιοι. Εκεί μαζευόμασταν πιτσιρικάδες για να δούμε τα αθλητικά γεγονότα του καλοκαιριού στην έγχρωμη τηλεόραση, εκεί είχαμε δει και το EURO του 1980 με τον μπάρμπα Δημοσθένη να φωνάζει στον διαιτητή το αμίμητο “είναι οβισάιντις ρε, δεν το βλέπεις;”! Εκτός από τα καφενεία, υπήρχε τότε το μαγειρείο του κυρ Βασίλη του Μίγγα και η ψαροταβέρνα του Αργύρη. Μας έχει ευλογήσει ο Θεός εκεί κάτω, γιατί τα δυο τελευταία συνεχίζουν να υπάρχουν ακόμα.

Ο Μάραθος σε πρώτο πλάνο και στο βάθος οι Γαργαλιάνοι

Στου Μίγγα θα φας το καλύτερο μαγειρευτό που υπάρχει στη γη (ζητήστε το χταπόδι στιφάδο και θα με θυμηθείτε) και ο Νικολάκης (γιος του Αργύρη) συνεχίζει την παράδοση μιας από τις κορυφαίες ψαροταβέρνες στη δυτική Πελοπόννησο. Οι δυο γιοι του Νάσου, ο Γιώργος και ο Γιάννης, άνοιξαν τη δική τους ψαροταβέρνα απέναντι από του Αργύρη, το εξαίσιο “Μαϊστράλι”, με την υπέροχη αστακομακαρονάδα και την κακαβιά τους, ενώ από κάτω, στον μώλο, μπορείτε να δείτε πόσο ασυγκράτητη μπορεί να γίνει η θάλασσα τον χειμώνα. Οι τσιμεντένιες πλάκες είναι μόνιμα σπασμένες γιατί τα κύματα τις πετάνε πάνω από 50 μέτρα προς το πάνω μέρος του πεζόδρομου, στο ύψος των καφενείων! Και τα καφενεία, θα με ρωτήσετε. Τί απέγιναν; Του Νάσου δεν υπάρχει πια, όμως απέναντι, εκεί που ήταν το παλιό του Πουνέντε, ο Τάκης ο Μπούντης φρόντισε να συντηρήσει τη μαγεία της ατμόσφαιρας. Το δικό του καφενείο σε πάει πίσω, στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’80 και είναι αυτό ένα συναίσθημα ανεκτίμητο.

Η μαγική παραλία της Βουρλιάς στην Πρώτη

Ο Τάκης πήρε τη σκυτάλη και είναι αυτός που ψήνει πλέον τα κορυφαία σουβλάκια με τις επικές πατάτες τσιπς! Όμως ας αφήσουμε τα φαγητά στην άκρη και ας ψάξουμε για “νερά”. Ο Μάραθος είναι δίπλα στη θάλασσα, αλλά οι όμορφες παραλίες βρίσκονται δεξιά και αριστερά του. Παλιά μπορούσες να κολυμπήσεις στο λιμάνι, γινόταν πανικός από κόσμο κι εμείς πιτσιρικάδες, παίζαμε ατελείωτες ώρες αυτοσχέδια παιχνίδια με μπάλα. Η ακμή του λιμανιού πέρασε με τα χρόνια, οι ψαράδες έκαναν κατάληψη και έτσι κι εμείς πήραμε τα κουβαδάκια μας και σ’ άλλη παραλία! Τρία χιλιόμετρα βόρεια του χωριού, στον δρόμο για τα Φιλιατρά, υπάρχει ο Λαγκούβαρδος, που πήρε το όνομά του από τον χείμαρρο που εκβάλλει εκεί. Ένας υπέροχος κόλπος, με ψιλή άμμο και συστάδες δέντρων πιο πίσω, εκεί όπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80 φτιάχναμε το μικρό μας κοινόβιο κάθε καλοκαίρι. Το παρεάκι έστηνε τις σκηνές και στην ουσία μέναμε εκεί τις περισσότερες ώρες της μέρας και όλες τις ώρες της νύχτας.

Εικόνα του χθες, στον Μάραθο του σήμερα

Οι φωτιές το βράδυ δίπλα στην παραλία, οι μπύρες, τα τραγούδια, οι κιθάρες, τα φλερτ με τις Γερμανιδούλες που έρχονταν κάθε χρόνο από τη Βρέμη, ο Πουλόπουλος μπερδεμένος με τους Rainbow, τα νυχτερινά μπάνια, ο χαβαλές, η αρβάλα. Και μέσα σε όλα αυτά, η επική ατάκα του Μάικλ με άψογη ερασμιακή προφορά, μέρα μεσημέρι στην γεμάτη από κόσμο αμμουδιά: “Σε γκγάφω στον πόουτσο μόου”! Ακόμα και σήμερα, ο Λαγκούβαρδος παραμένει η αγαπημένη μου παραλία, με τα όμορφα νερά του και τις ατελείωτες αναμνήσεις. Από την άλλη μεριά, προς τα νότια και την κατεύθυνση προς Πύλο, υπάρχουν πολλές παραλίες. Πρώτα ο “κρυμμένος” Μπάρλας, μετά το Βρωμονέρι και στη συνέχεια η Αγιά Σωτήρα και το Μάτι ή αλλιώς Χρυσή Ακτή. Όλες με ψιλή άμμο και κρύα νερά, στα οποία το κολύμπι είναι απόλαυση. Από το Μάτι αν ξεκινήσεις να περπατάς την παραλία, φτάνεις στις εγκαταστάσεις του Costa Navarino. Δεν το έχω επισκεφτεί ποτέ, αλλά χάρηκα πολύ πέρυσι, όταν είδα ότι στο Μάτι οι πιτσιρικάδες φτιάχνουν τα δικά τους μικρά “κοινόβια”, στήνοντας τις σκηνές τους και ακολουθώντας – χωρίς να το ξέρουν – τη δική μας παράδοση.

Ηλιοβασίλεμα στην Πρώτη από τους Γαργαλιάνους

Και αν θέλεις να κάνεις μια βουτιά μέσα στο χωριό, τί; Εύκολο! Είτε δεξιά από το λιμάνι, είτε σε οποιοδήποτε μέρος αριστερά του λιμανιού. Επίσης στο πολύ όμορφο κάμπινγκ που συνδυάζει θάλασσα και πισίνα. Πιο εύκολη είναι η πρόσβαση στον Καγιανά (αριστερά από τη Λούμπα του Πηλιώτη), στην έξοδο του χωριού προς Βρωμονέρι, αλλά και κάτω από τον μώλο, μπροστά από τον Αργύρη και το Μαϊστράλι. Η θάλασσα είναι γεμάτη αχινούς, αλλά αυτό είναι καλό. Ξέρετε τί λένε για τους αχινούς και τα καθαρά νερά! Οι ψαροντουφεκάδες μπορείτε να βουτήξετε και να ψάξετε για χταπόδια ή μεγάλα ψάρια. Ο Μάραθος, όταν τον πρωτογνώρισα, ήταν αμιγώς χωριό ψαράδων και αγροτών. Στην ακμή του, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, υπήρχαν τρία γρι-γρι και μια ανεμότρατα, πέρα από τις αμέτρητες ψαρόβαρκες. Στο ξεκίνημα της δεκαετίας του ’70 χτίστηκε ο δεξιός λιμενοβραχίονας που άλλαξε όλη τη μορφή του λιμανιού, αφού εξαφανίστηκε από τη μέση η ξέρα που ήταν γνωστή ως “νησακούλι”. Ο αριστερός λιμενοβραχίονας ολοκληρώθηκε αρκετά χρόνια αργότερα. Μπαίνοντας στο λιμάνι, ακριβώς απέναντι, βρίσκεται ακόμα η λεγόμενη “Μπανιέρα”, μια μικρή τσιμεντένια προκυμαία, που μάλλον ήταν το πρώτο μέρος όπου πήγαιναν οι λουόμενοι στο χωριό.

Γουρνοπούλα και καγιανάς. Στου Βαγγελάκη μάνα μου!

Για να μην το ξεχάσω. Έχω δουλέψει για μερικά φεγγάρια σε δυο από τα γρι-γρι, εκείνα του καπετάν Γερακάρη και του Λάμπρου του Τεριζάκη! Από τις πιο ξεχωριστές μου εμπειρίες κι ας έπαθε παράκρουση ο πατέρας μου τότε. Επίσης, έχω κάνει κάποια μεροκάματα στο ράβδο και στο λιτρουβιό, στους Γαργαλιάνους. Θυμάμαι, έπαιρνα το 12ωρο 8 το βράδυ με 8 το πρωί γιατί πληρωνόταν καλύτερα και στις 5 το πρωί ένας από εμάς πήγαινε στον φούρνο του Μπουλουλή, αγόραζε πολλές φρατζόλες ζεστό φρέσκο ψωμί και τις βουτάγαμε στο λάδι κάνοντας πάρτι! Στο δεύτερο ελαιοτριβείο που δούλεψα τον χειμώνα του ’84, με διώξανε κακήν κακώς γιατί μάζεψα τους υπόλοιπους εργάτες και τους έπεισα να κάνουμε αποχή για να μας δώσουν τα ίδια λεφτά που έδινε και ο συνεταιρισμός! Ο κάμπος από τους Γαργαλιάνους μέχρι το χωριό, εκεί που φτάνει το μάτι κι ακόμα παραπέρα, είναι γεμάτος ελιές. Σχεδόν όλοι κάτω, έχουν τις ρίζες τους, άλλος περισσότερες, άλλος λιγότερες. Η ποιότητα του λαδιού είναι εξαιρετική, από τις κορυφαίες στην Ελλάδα και συνολικότερα στη Νότια Ευρώπη.

Το χρώμα της θάλασσας έξω από το Γραμμένο στην Πρώτη

Να πω και δυο λόγια για τους Γαργαλιάνους πριν πάρουμε το καραβάκι για να περάσουμε στην Πρώτη. Είναι μια πόλη 7.500 περίπου κατοίκων, χτισμένη σε έναν βράχο ύψους 300 μέτρων με μαγευτική θέα προς τον Μάραθο, την Πρώτη και γενικότερα τον κάμπο και το Ιόνιο, κυρίως από το εξωκλήσι του Προφήτη Ηλία που βρίσκεται στις παρυφές του δήμου. Από τους Γαργαλιάνους καταγόταν ο Μακεδονομάχος Τέλλος Άγρας, προς τιμήν του οποίου διοργανώνονται κάθε χρόνο τα Αγαπήνεια. Και βεβαίως βεβαίως ο μοναδικός ελληνικής καταγωγής αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, γνωστός και μη εξαιρετέος Σπύρος Αναγνωστόπουλος, αμερικανιστί Άγκνιου, τρομάρα του. Ο οποίος μάλιστα είχε επισκεφτεί την πόλη, σκορπώντας θύελλα ενθουσιασμού στους κατοίκους, και πάλι τρομάρα του. Η απόσταση μέχρι τον Μάραθο είναι 7 χιλιόμετρα κατηφόρας μέσα από τον κάμπο και με τον μικρό οικισμό της Χοχλαστής στη μέση της διαδρομής. Στου Γαραλιάνου, όπως λένε οι ντόπιοι, μένει ο Χρήστος Σκούντζος, ο πιο αγαπημένος μου φίλος από κάτω. Στην κεντρική πλατεία – μια μικρή επαρχιακή μαγεία – έχει το μαγαζί του και ένας ακόμα αδερφικός φίλος, ο Βαγγελάκης. Αν βρεθείτε εκεί, αναζητείστε τη “Μέλισσα” και θα με θυμηθείτε!

Ο Μάραθος και η Πρώτη από τον δρόμο των Γαργαλιάνων

Σας μίλησα για το χωριό, αλλά δεν σας είπα ένα μυστικό. Αν δεν υπήρχε το νησί απέναντι, το χωριό δεν θα υπήρχε. Τόσο απλά. Θα το είχε διαλύσει η θάλασσα, η οποία, παρά το φυσικό τείχος της Πρώτης, φροντίζει να θυμίζει αρκετά συχνά στους κατοίκους τη δύναμή της. Το νησάκι λοιπόν, απέχει περίπου ένα μίλι από τον Μάραθο και θυμίζει μεγάλη σαύρα που κοιμάται ξαπλωμένη ανάσκελα. Δεν κατοικείται, αλλά υπάρχει εκεί το μοναστήρι της Παναγίας της Γοργοπηγής, που γιορτάζει στις 23 Αυγούστου και στις 24 Σεπτεμβρίου. Στη νότια μεριά του νησιού, που παλιά ήταν ορμητήριο πειρατών, υπάρχει η υπέροχη παραλία της Βουρλιάς, μια μικρή λωρίδα αμμουδιάς μπροστά από τυρκουάζ νερά, όλα αυτά σε έναν μικρό κόλπο, στην είσοδο του οποίου βρίσκεται το ναυάγιο ενός εμπορικού πλοίου που βυθίστηκε από γερμανικό βομβαρδιστικό αεροπλάνο στη διάρκεια του Β’ παγκοσμίου Πολέμου. Όσοι αγαπάτε τις καταδύσεις, μπορείτε να βουτήξετε και να το δείτε. Αν θέλετε να πάτε μέχρι εκεί, ο Γιάννης Τεριζάκης με το ειδικά διαμορφωμένο καΐκι του, πραγματοποιεί καθημερινά δρομολόγια το καλοκαίρι.

Το πάνω τραπεζάκι του Αργύρη. Από αριστερά, η Τζένη, ο Νίκος ο Αλπίνος, ο Γιάννης ο Γερμανός, ο Χρήστος ο Λαμπίτσας, ο “δεν θυμάμαι” και η αφεντιά μου!

Και εκτός από τη Βουρλιά, θα σας πάει κάτω από το μοναστήρι, στη λεγόμενη σπηλιά της φώκιας (σήμερα βέβαια δεν υπάρχουν για να τις δείτε) με επίσης μαγικά νερά και αμέσως μετά στο Γραμμένο, έναν μικρό όρμο, όπου δεξιά και αριστερά, πάνω στις κάθετες πέτρες, είναι χαραγμένες 30 περίπου σκαλιστές επιγραφές μετακλασικής, ρωμαϊκής και βυζαντινής εποχής. Πρόκειται για ευχές ναυτιλομένων που κατέφευγαν με τα καράβια τους στον όρμο για να σωθούν από τρικυμίες και ζητούσαν από τους θεούς να τους δώσουν ούριους άνεμους για το υπόλοιπο ταξίδι τους. Πίσω ακριβώς από το Γραμμένο, βρίσκεται ένας ακόμα όρμος, γνωστός με το καθόλου τουριστικό όνομα “του Σκατούλια το αυλάκι”! Σε συνεννόηση πάντως με τον Γιάννη, μπορείτε, αν θέλετε, να κάνετε και τον γύρο του νησιού. Περίπου πίσω από τη Βουρλιά, υπάρχει άλλη μια πολύ μικρή παραλία με βότσαλο, κρυμμένη από έναν βράχο. Πάνω στο νησί έχει ανοιχτεί μονοπάτι, το οποίο ξεκινάει από το Γραμμένο και φτάνει μέχρι τη Βουρλιά, για όσους θέλουν να κάνουν πεζοπορία, ενώ υπάρχει και η δυνατότητα αναρρίχησης στους απότομους κάθετους βράχους. Στο νότιο άκρο του νησιού είναι τοποθετημένος εδώ και αρκετά χρόνια ένας φάρος για να προειδοποιεί τα καράβια.

Το κάτω τραπεζάκι του Αργύρη για τις μικρές ώρες. Από αριστερά, ο Τάκος, εγώ, ο Χρήστος ο Λαμπίτσας και ένας ακόμα που δεν θυμάμαι. Πίσω μας η θάλασσα

Στη δεκαετία του ’70 είχε περάσει από το χωριό ο Ζακ Υβ Κουστώ με την περίφημη “Καλυψώ”, είχε ρίξει τις βουτιές του μπροστά και πίσω από την Πρώτη και πήγε στην ευχή της Παναγίας. Λοιπόν, νομίζω τα είπα όλα; Όσο πιο περιληπτικά γινόταν βέβαια, γιατί θα μπορούσα να γράφω για μέρες. Για να δούμε. Ξέχασα τις ριγανάδες παντού και πάντα, τις γουρνοπούλες στου Βαγγελάκη, τα παϊδάκια στου Πωλ, τις ρομάντζες στο μουράγιο, τον χορό του Κόουτς στον Λαγκούβαρδο, τις τηγανητές πατάτες της θειάς μου της Σταυρούλας, το τραπεζάκι στου Αργύρη που μαζευόμασταν και τρώγαμε εκείνο το επικό παγωτό κασάτο με το σιρόπι, το άλλο τραπεζάκι επίσης στου Αργύρη που ξεσαλώναμε με τα πορομπομπέρομ και την κιθάρα του Πομ, τον Φραγκολιά, τον ξενοδόχο του “Πανοράματος” που είχε βγει με την καραμπίνα να μας κυνηγήσει γιατί δεν αφήναμε τους πελάτες του να κοιμηθούν από την αρβάλα, τον ίδιο που την επόμενη μέρα είχε πάει στον Χρήστο τον Μίγγα, τον πρόεδρο τότε της κοινότητας και του είχε παραδώσει ένα χαρτί με τα ονόματα όλων των “μελών της συμμορίας”, της οποίας αρχηγοί υποτίθεται ότι ήμασταν εγώ και ο Κόουτς!

Με τον Χρήστο τον Λαμπίτσα (στη μέση) και τον Χρήστο τον Σκούντζο. Παγωτά και κοκα-κόλες έξω από την Divina. Μη με ρωτήσετε τί πίναμε

Το καλαματιανό ξεβράκωτοι νύχτα στον Λαγκούβαρδο, το ντου ξημερώματα με τον Κυριάκο στην κατασκήνωση των Γερμανών, το Mini Cooper του Διαμαντόπουλου που προσγειώθηκε στο κοτέτσι του Χρηστάκη του Μαρκόπουλου, τις καρέκλες που πετάγαμε πάνω στην καλαμωτή του Αργύρη, το κασετόφωνο με το οποίο καταλήγαμε στο λιμάνι και ακούγαμε AC-DC και Scorpions, τα τάβλια μεσημεριάτικα στου Νάσου που κοπανάγαμε τα πούλια και βουρλίζαμε τον Σάκη, τα νυχτερινά μπάνια με την Σίσσυ και τα συνθηματικά με τους αναπτήρες (ή μήπως ήταν σπίρτα;) για το οκ ότι οι γονείς μας είχαν κοιμηθεί, το παπάκι της Μαίρης που το είχα πάει 6 χιλιόμετρα, από τον Λαγκούβαρδο στον Μάραθο και πάλι πίσω με πρώτη γιατί δεν ήξερα ότι υπήρχαν και άλλες ταχύτητες, το chaly του άτυχου Σταματέλου, τους έξαλλους χορούς στην ντίσκο Divina, εκεί όπου κατάφερα να σπάσω την πίστα την ημέρα των εγκαινίων, τις ατελείωτες βόλτες με την Honda 250 του Λαμπίτσα που πάντα έκανε σούζα όταν ξεκινούσαμε και μου έσπαγε τα νεύρα, τις εκδρομές με την “Γυριστρούλα” του Σκουντζάκου στις διάφορες γιορτές κρασιού, τα πίπερμαν του Σερέτη, τον υπέροχο Κόουτς του Κόουτς, εκείνο το πανέμορφο λυκόσκυλο, την σαβούρδα που είχα φάει με τη βέσπα του ταχυδρόμου μέσα στο γήπεδο του Άγρα.

Στο λιμάνι, με την κιθάρα του Τάσου του Πομ και αριστερά τον Γιάννάκη τον Παραλία

Το πρώτο φιλί της ζωής μου με την Αντρέα, την Γερμανίδα, πάνω στην καρότσα ενός αγροτικού Ντάτσουν, επιστρέφοντας ντίρλα από ένα πανηγύρι στο Μουζάκι, τα ποδόσφαιρα στην αλάνα πάνω από του κυρίου Αχιλλέα του καθηγητή με τις εκπληκτικές επεμβάσεις του Χαρίλη, το πρώτο μου τσιγάρο (και αυτό στον Λαγκούβαρδο), τις κοπάνες από το φροντιστήριο του Μήτσου του Καρδαρά, τις “δραματικές” εκείνες ώρες, κάθε χρόνο αμέσως μετά την αναχώρηση των Γερμανών του Κλάους (προφανώς και των Γερμανίδων), που λιώναμε στις μπύρες και τον Πουλόπουλο, τις φωτιές του Αη Γιάννη του Κλήδονα κάθε Ιούνιο, τις βαρκάδες με τον Αλπίνο στην Πρώτη, τα ζεστά τσάγια με τα παξιμαδάκια που πίναμε αξημέρωτο στο καφενείο όταν βγαίναμε από το γρι-γρι, το ποδήλατο του μπάρμπα Νιόνιου του Αρούκατου, τον δωρικό Κλαπαδόρα, τα σφραγίσματα στου Καλοφωλιά που μόλις άνοιγε τον τροχό, έβαζε Χέντριξ στο πικάπ, το ζυμωτό ψωμί της θείας μου της Γιωργίας, το Ιερό στην εκκλησία όπου είχα ντυθεί παπαδάκι και βγαίνοντας από την πλαϊνή πόρτα για το Ευαγγέλιο, είχα γκρεμοτσακιστεί, τον πειρατικό σταθμό που είχαμε ανοίξει στο πατρικό του Αλπίνου και του Λαμπίτσα με την κυρία Νίκη να μας ψέλνει, τα διόδια που λέγαμε να βάλουμε για να μην έρχονται οι κλαρινογαμπροί από τα γύρω χωριά κάθε που έφταναν οι Γερμανίδες του Κλάους, τον Μίμη τον “άτο, αγαπάω μάνα μου”…

Αυτό είναι το πιο όμορφο κάδρο της ζωής μου

Όλα αυτά και δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες μοναδικές άλλες στιγμές που με έκαναν από μικρός να αγαπήσω το χωριό και να νιώθω μέρος του. Όχι απαραίτητα κάτοικός του, κάτι που είναι όνειρο ζωής και εύχομαι να γίνει στο μέλλον, αλλά δεμένος μαζί του με δεσμούς τόσο ισχυρούς που δεν πρόκειται να σπάσουν ποτέ. Στον Μάραθο είναι το σπίτι μου και οι πιο αγαπημένοι μου συγγενείς, οι Μαραβελαίοι, η Ρούλα και η Βούλα. Είναι οι φίλοι μου και πολλές από τις πιο όμορφες αναμνήσεις μου. Είναι ο τάφος των γονιών μου. Είναι οι άνθρωποι που πάντα μου χαρίζουν το χαμόγελό τους. Είναι η θάλασσα, το λιμάνι, το νησί, ο αέρας, οι εικόνες. Είναι το πιο όμορφο κάδρο της ζωής μου, είτε το βλέπω καθισμένος στου Μουφ, είτε από την ταράτσα του σπιτιού, είτε ανεβασμένος στον λιμενοβραχίονα, είτε κατεβαίνοντας από τους Γαργαλιάνους. Είναι εκείνο το γλυκό σφίξιμο, κάθε φορά που μετά από εκείνη τη συγκεκριμένη αριστερή στροφή μετά τα Φιλιατρά, αντικρίζω για πρώτη φορά την Πρώτη. Είναι ο Μάραθος, ο δικός μου Μάραθος, το δικό μου χωριό.

 

Βίντεο: Η παραλία της Βουρλιάς στην Πρώτη από drone