Eurokinissi
ΕΓΚΛΗΜΑ

Ο πρώην μοναχός του Αγίου Όρους που έσφαξαν με 137 μαχαιριές στην Κυψέλη

Η άγρια δολοφονία του αγιογράφου μέσα στο ίδιο του το σπίτι που συγκλόνισε την Ελλάδα των '90s.

Το απόγευμα της 12ης Φεβρουαρίου 1998, ο Λεωνίδας Φόρας βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι του. Δύο διαφορετικά μαχαίρια είχαν χρησιμοποιηθεί για να παραμορφώσουν σχεδόν το σώμα του και ένα καλώδιο τηλεφώνου για να τον κρατά δεμένο όσο ο δολοφόνος θα έβγαζε αυτήν την ακατανόητη οργή πάνω του. Το καλώδιο ήταν καλά περασμένο στα χέρια και τον αυχένα του. Ο θώρακας, ο λαιμός και η κοιλιά του μετρούσαν συνολικά 137 μαχαιριές. Την ίδια στιγμή, το διαμέρισμά του στην Κυψέλη, στην οδό Τζουμαγιάς, ήταν άνω κάτω. Οι δολοφόνοι ή ο δολοφόνος, είχαν φροντίσει πριν εξαφανιστούν, να ψάξουν για οτιδήποτε πολύτιμο μπορούσαν να βρουν μέσα στο σφαγείο που θα άφηναν πίσω τους.

Η αστυνομία οδηγήθηκε στο σημείο από μία γειτόνισσα. Είχε ακούσει τη φασαρία και για να δει αν είναι καλά ο 40χρονος άντρας, χτύπησε το κουδούνι. Δεν πήρε καμία απάντηση και αυτό την ανησύχησε ακόμη περισσότερο.

Οι αστυνομικοί που μπήκαν στο δωμάτιο του και τον βρήκαν κατακρεουργημένο, είδαν ότι όλα τα στοιχεία συνέτειναν στο ότι είχε προηγηθεί πάλη ανάμεσα στο θύμα και τον δολοφόνο. Μάλιστα, το καλώδιο του τηλεφώνου που είχε χρησιμοποιηθεί για να τον δέσει απ’ τον λαιμό και να τον σύρει, λίγο προηγουμένως βρισκόταν στα χέρια του θύματος που μάταια προσπαθούσε να καλέσει σε βοήθεια. Ταυτόχρονα, το γεγονός ότι δεν υπήρχαν ίχνη παραβίασης στην πόρτα, έδειχνε ότι θύτης και θύμα γνωρίζονταν καλά. Του είχε ανοίξει ο ίδιος, υπήρχε εμπιστοσύνη. Την επομένη, όταν θα γίνει και η νεκροτομή του πτώματος θα αποκαλυφθούν πλήρως οι συνθήκες του εγκλήματος.

“Αληθινή σφαγή”, θα πει ο έμπειρος ιατροδικαστής, Νίκος Καρακούκης. “Από τα πιο φρικτά εγκλήματα που έχουν διαπραχθεί στη χώρα μας. Τόσα χρόνια ιατροδικαστής, ανατρίχιασα από αυτό που είδα. Τέτοια βαρβαρότητα και αγριότητα δεν έχω αντιμετωπίσει ξανά τα τελευταία χρόνια” θα συνεχίσει.

Οι αστυνομικοί θα ξεκινήσουν ένα ανθρωποκυνηγητό για τον εντοπισμό του δράστη, που όμως δεν θα καταλήξει πουθενά. Οι συγγενείς του θύματος θα πουν στις καταθέσεις τους ότι ήταν ένας ήσυχος άνθρωπος, ο οποίος είχε μόλις λίγους μήνες που είχε επιστρέψει από το Άγιο Όρος. Δεν πίστευαν ότι είχε εχθρούς ή δεν ήξεραν κάποιον τέλος πάντων που να θέλει να τον βλάψει. Οι έρευνες σταμάτησαν χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Θα περνούσαν περισσότερα από δύο χρόνια έως ότου να πέσει φως στην υπόθεση.

Τον Σεπτέμβριο του 2000 ο δολοφόνος θα συλληφθεί εντελώς τυχαία και με άλλη κατηγορία. Ο 24χρονος Νίκος Παπάς, αλβανικής καταγωγής, θα πέσει στα χέρια της αστυνομίας εξαιτίας μίας απλής κλοπής. Στην Ασφάλεια Αττικής θα του πάρουν τα δαχτυλικά αποτυπώματα και με την εξέτασή τους, λίγες ώρες μετά, οι αστυνομικοί θα διαπιστώσουν ότι πρόκειται για τον άνθρωπο που αναζητούσαν σχεδόν για δυόμισι χρόνια. Την επομένη θα περάσει το κατώφλι του εισαγγελέα.

Θα τα παραδεχτεί όλα. Θα πει ότι με το θύμα γνωρίστηκαν σε έναν κινηματογράφο στην Ομόνοια, όπου έπαιζε ερωτικές ταινίες. Θα ισχυριστεί ότι ο δεύτερος του πρότεινε να συνευρεθούν ερωτικά έναντι αμοιβής και ότι εκείνος δέχτηκε, εξαιτίας της άθλιας οικονομικής του κατάστασης. Λίγο αργότερα όμως και ενώ βρίσκονταν στο σπίτι του θύματος, το μετάνιωσε και αποφάσισε να τον σκοτώσει.

“Από τα πολλά χτυπήματα το μαχαίρι λύγισε και τότε πήρα ένα άλλο και συνέχισα να τον χτυπάω”, θα πει ψυχρά. Φεύγοντας, ο 24χρονος έψαξε όλο το σπίτι για χρήματα. Θα πει στον εισαγγελέα ότι βρήκε μόνο 10.000 δρχ. Μετά την απολογία του θα κριθεί προφυλακιστέος.

Το παραπεμπτικό βούλευμα για τον δολοφόνο θα γράφει επί λέξει: “Το σεξουαλικό πάθος του θύματος, που επί 15 χρόνια ήταν μοναχός στο Άγιον Όρος, μπορεί να ήταν αποκρουστικό και κατακριτέο, αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν έδινε το δικαίωμα στον κατηγορούμενο να συμπεριφερθεί όπως συμπεριφέρθηκε, εκμεταλλευόμενος την αδυναμία του”.

Τον Δεκέμβριο του 2001 ο Νίκος Παπάς θα κριθεί ένοχος από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών, δεν θα του αναγνωριστεί κανένα ελαφρυντικό και θα καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη.