Eurokinissi
ΕΓΚΛΗΜΑ

Ο Ψηλός κι ο Κοντός: Οι ληστές που φοβόταν κάθε τράπεζα στα 90s

Η σύντομη ιστορία του πιο θρυλικού διδύμου ληστών στην ιστορία της ελληνικής παρανομίας.

Οι υπάλληλοι της τράπεζας τον ακολουθούσαν διακριτικά. Ο ληστής, χωρίς το κράνος πια και με 14 χιλιάδες ευρώ στην τσέπη, είχε πιστέψει ότι για να ξεφύγει, θα αρκούσε να παρκάρει το αυτοκίνητό του λίγα μέτρα μόλις μακριά απ’ το υποκατάστημα της τράπεζας. Τώρα πεζός, πλησίαζε στο όχημά του όλο και περισσότερο. Τη στιγμή όμως που θα καθόταν στη θέση του οδηγού, οι υπάλληλοι θα ενημέρωναν τηλεφωνικά την αστυνομία. Όσο εκείνος θα νόμιζε ότι το σχέδιο του πήγαινε μια χαρά, οι αρχές θα μάθαιναν τον αριθμό της πινακίδας του. H σύλληψή του ήταν πλέον θέμα χρόνου.

Λίγη ώρα μετά οι αστυνομικοί θα έβρισκαν μέσα στο όχημά του, εκτός απ’ τα λεφτά της τράπεζας, και μια περούκα, ένα κράνος και ένα ζευγάρι γάντια. Ακόμα δεν είχαν συνειδητοποιήσει όμως ότι το μεγαλύτερό τους «εύρημα» ήταν ο ίδιος ο ληστής. Τον είχαν περάσει για ερασιτέχνη και λογικό. Ποιος άνθρωπος χρησιμοποιεί το δικό του αυτοκίνητο σε μια οποιαδήποτε ληστεία, πόσο μάλλον τράπεζας; Θα έκαναν όμως λάθος. Γρήγορα θα μάθαιναν ότι στα χέρια τους είχαν έναν από τους θρυλικότερους ληστές τραπεζών των ’90s, τον Φλώρο-Θεόδωρο Βασιλακάκη, πιο γνωστό ως τον «Κοντό» του διδύμου που έμεινε στην ιστορία ως «ο Ψηλός και ο Κοντός».

Ο Κοντός είχε αποφυλακιστεί από τον Αύγουστο του 2003, και δεν είχε ενοχλήσει ξανά τις αρχές μέχρι εκείνη τη μέρα, την 19η Ιουλίου του 2005 όταν και εισέβαλε στο υποκατάστημα της Εθνικής Τράπεζας στην Πλατεία Ελευθερωτών στο Χαλάνδρι. Φαίνεται ότι το κατάστημα με τα μικροέπιπλα που είχε ανοίξει δεν κάλυπταν τις φιλοδοξίες του και προτίμησε να γυρίσει στην παλιά του ζωή, σ’ αυτήν που τον έκανε φόβο και τρόμο των ελληνικών τραπεζών.

Ο Ψηλός κι ο Κοντός έγιναν σκετσάκι στην εκπομπή του Ζουγανέλη, τραγούδι του Γιώργου Δημητριάδη, ακόμα και σύνθημα του Παναθηναϊκού, τέτοια ήταν η δημοφιλία τους στις αρχές των 90s. Η δράση τους κράτησε από τα τέλη του 1993 μέχρι και τις αρχές του 1995, με τη λεία τους να φτάνει συνολικά τα 73 εκατομμύρια δραχμές. Το δίδυμο το αποτελούσαν ο 46χρονος οικογενειάρχης Φλώρος – Θεόδωρος Βασιλακάκης, πατέρας δύο παιδιών ο οποίος, στο παρελθόν είχε δική του επιχείρηση κατασκευής και πώλησης επίπλων που όμως είχε πέσει έξω. Ο Ψηλός ήταν ο πολύ νεότερος άνεργος φίλος του, ο 24χρονος Μάριος Χατζής.

Την αρχή την έκαναν την παραμονή των Χριστουγέννων του 1993 στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο στην Πατησίων, από όπου απειλώντας τον διευθυντή, πήραν 4.391.000 δραχμές. Ένα μήνα μετά θα ληστέψουν το υποκατάστημα της Εθνικής Στεγαστικής Τράπεζας, με λεία 2.000.000 δραχμές, ενώ περίπου ένα μήνα αργότερα θα χτυπούσαν ένα ακόμη υποκατάστημα, αυτή τη φορά της Ιονικής Τράπεζας στο Παλαιό Φάληρο. Από εκεί θα έφευγαν πλουσιότεροι κατά 5.400.000 δραχμές.

αστυνομία εγκλημα αστυνομικοί δολοφονια Eurokinissi

Συνολικά θα κάνουν 15 ληστείες, όλες με πανομοιότυπο τρόπο. Ο Κοντός θα διάλεγε τον στόχο και την προηγούμενη ημέρα θα πήγαιναν μαζί για να κλέψουν δύο μηχανάκια, τα μελλοντικά οχήματα διαφυγής τους. Ντύνονταν πάντα παρόμοια, φορούσαν γυαλιά ηλίου και τζόκεϊ, και κρατούσαν στα χέρια τους πάντα από ένα 45άρι. Πρώτος στην τράπεζα έμπαινε ο Ψηλός και κατευθυνόταν προς τον διευθυντή, όπου και τον σημάδευε απειλητικά. Πίσω του ακολουθούσε ο Κοντός, ο οποίος κατευθυνόταν απευθείας στον ταμεία και μοίραζε τις διαταγές σε όλους. Και στους υπαλλήλους, και στον συνεργό του. Δεν ήταν λίγες οι φορές που αυτόπτες μάρτυρες τον είχαν ακούσει να φωνάζει στον Ψηλό, όταν αργούσε: ”let’s go, ρε. Άντε quickly”. Το έσκαγαν με τα κλεμμένα μηχανάκια, τα οποία τα έβρισκαν παρατημένα οι αστυνομικοί όταν ήταν πια πολύ αργά. Γρήγορα άρχισαν να τους αποκαλούν με το όνομα που έμειναν γνωστοί, με τον Ψηλό στην πραγματικότητα να είναι 1,80 και τον Κοντό 1,60.

Και τι τα έκαναν τόσα λεφτά; Καταρχάς ο Κοντός χρησιμοποίησε 7 εκατομμύρια για να καλύψει τα υπέρογκα χρέη του στην εφορία αλλά και για να κατευνάσει τις απειλές που δεχόταν από τους τοκογλύφους, καθώς όπως θα δήλωνε αργότερα, αυτά τα χρέη ήταν η αιτία που τον έσπρωξαν στις ληστείες. Κάποια απ’ τα υπόλοιπα χρήματα τα έφαγε στη νύχτα και στον ιππόδρομο.

Απ’ την άλλη ο Ψηλός αγόρασε μια μονοκατοικία στον Ταύρο, με τα λεφτά να τα δίνει στο χέρι στον ιδιοκτήτη κάνοντάς του μεγάλη εντύπωση. Δεν ήταν και λίγα 8.500.000 δραχμές. Επίσης, νοίκιασε ένα ισόγειο κατάστημα για να το μετατρέψει σε μαγαζί με ηλεκτρονικά παιχνίδια, ενώ κάθε βδομάδα μέχρι και να συλληφθεί έδινε 30.000 δραχμές, στους γονείς του, οι οποίοι είχαν χωρίσει πρόσφατα. Και κάποια άλλα χρήματα τα έκανε καταθέσεις.

Η επιτυχία τους οφειλόταν εν μέρει και στα πρωτόγονα μέτρα ασφάλειας που είχαν τότε οι τράπεζες, αιτία που είχε οδηγήσει σε μια «πανδημία» ληστειών εκείνα τα χρόνια. Χωρίς τις πόρτες ασφαλείας και εγκλωβισμού, χωρίς χρηματοκιβώτια με χρονοκαθυστέρηση, με έναν φύλακα όλο κι όλο που προφανώς δεν μπορούσε να κάνει τίποτα και ένα κλειστό κύκλωμα καμερών που μόλις είχε αρχίσει να εγκαθίσταται και ακόμα κανείς δεν είχε εξοικειωθεί με τη λειτουργία του. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο έκαναν πάρτι ο Ψηλός κι ο Κοντός, αναγκάζοντας την Ένωση Ελληνικών Τραπεζών να τους επικηρύξει με 30 εκατομμύρια δραχμές, καθώς δεν έβλεπαν άλλον τρόπο για να τους πιάσουν. Και η ιδέα τους τελικά δε θα αποδεικνυόταν καθόλου κακή. Το χρήμα όντως θα οδηγούσε στους δράστες.

Ένα μήνα μετά την τελευταία τους ληστεία στην Ιονική Τράπεζα στη Λεωφόρο Συγγρού κάποιος άνθρωπος από το περιβάλλον τους θα δώσει πολύτιμες πληροφορίες στις αρχές. Με τη βοήθεια και των καμερών, οι αστυνομικοί θα φτάσουν στον Κοντό και θα τον συλλάβουν. Στο σπίτι του θα βρουν 7 εκατομμύρια δραχμές. Θα τα αρνηθεί όλα αλλά γρήγορα θα σπάσει. Θα δώσει και το όνομα του Ψηλού. Θα συλληφθεί κι αυτός.

Κατά τη διάρκεια την απολογίας του ο Κοντός θα αναλάβει όλες τις ευθύνες, ακόμα και για τη συμμετοχή του συνεργάτη του. Θα πει ότι ο ίδιος φταίει, ότι αυτός ήταν που τον παρέσυρε.

«Δρούσαμε, είπε, κατά τέτοιον τρόπο ώστε να μην κάνουμε κακό σε κανέναν άνθρωπο. Γι’ αυτό διάλεξα συνεργάτη μου τον Χατζή, που αγαπούσε τον άνθρωπο. Άλλωστε, όταν του πρότεινα να συνεργαστούμε είχε ενδοιασμούς. Εγώ φέρω τη μεγαλύτερη ευθύνη».

Από τη δική του μεριά ο Μάριος Χατζής θα επικαλεστεί ότι αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα και μεταξύ άλλων, θα πει:

«Η πρώτη τράπεζα που ληστέψαμε ­ είχε πει απολογούμενος και στο πρώτο δικαστήριο ­ ήταν μικρή. Μου φάνηκε εύκολο. Εγώ ήθελα τότε να σταματήσουμε. Αλλά ο Βασιλακάκης μού έλεγε ότι αφού ήταν εύκολο να συνεχίσουμε για να μαζέψουμε και άλλα χρήματα, να κάνουμε δική μας δουλειά και να γίνουμε πλούσιοι».

Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων της Αθήνας δε θα τους αναγνωρίσει κανένα ελαφρυντικό. Θα τους καταδικάσει σε 24 χρόνια κάθειρξη και σε 200.000 δραχμές χρηματική ποινή. Ούτε αργότερα στο Εφετείο θα έχουν καλύτερη τύχη. Ξανά οι δικαστές δε θα τους αναγνωρίσουν κανένα ελαφρυντικό και θα τους ανακηρύξουν ενόχους για 15 ληστείες, καθώς και για τις μηχανές που είχαν κλέψει όλο αυτό το διάστημα.

Μετά την αποφυλάκισή τους, ο Κοντός θα πέσει πάλι στη φάκα του Νόμου το 2005, ενώ ο Ψηλός δε φαίνεται να έχει απασχολήσει ξανά τις αρχές μέχρι σήμερα.