LIFE

Ο Στράτος Διονυσίου έζησε όσο χρειαζόταν για να μην παραστρατήσει

Σαν σήμερα (11/5) έφυγε ο τελευταίος μεγάλος λαϊκός.

Η σιωπή σκέπαζε τα πρώτα χιλιόμετρα του ταξιδιού. Κανείς δεν μιλούσε μέσα στο αυτοκίνητο, το πένθος απλωνόταν στην καμπίνα. Είχαν περάσει 40 μέρες από τον θάνατο του παππού και το ταξίδι στην Πάτρα για το μνημόσυνο ξέραμε όλοι ότι θα είναι μία διαδρομή με μετρημένες λέξεις. Σαν τα μετρημένα διόδια που είχε -τότε- η Εθνική Οδός.

Τη σιωπή ‘έσπασε’ το κασετόφωνο. Σαν τώρα θυμάμαι να βλέπω από τον μπροστινό καθρέπτη το πρόσωπο του πατέρα μου δακρυσμένο. Έντεκα χρονών τότε, δεν υπήρχαν προβληματισμοί στο μυαλό μου. “Είναι στενοχωρημένος για τον πεθερό του”, ήταν το απλοϊκό συμπέρασμα. Η απάντηση δόθηκε όταν πάτησε το κουμπί στο κασετόφωνο και άρχισε να παίζει μία βραχνή φωνή. Βαριά για τα αυτιά ενός πιτσιρικά, αλλά μελωδική παρά το οξύμωρο του πράγματος.

Λίγες ώρες νωρίτερα είχε μαθευτεί ο θάνατος του Στράτου Διονυσίου. Σαν σήμερα, 11 Μαΐου του 1990. Ο πατέρας μου τον αγαπούσε παθολογικά. Δίσκοι, δισκάκια και κασέτες στο σπίτι είχαν τη φιγούρα του. Κάποτε βρήκα σε ένα ράφι ένα δίσκο του Διονυσίου με τίτλο ‘Αποκοιμήθηκα’. Τον έβαλα, στα κρυφά, στο πικ απ και πρωτογνωριστήκαμε. Ήταν το πρώτο τραγούδι του που αγάπησα και σχεδόν 30 χρόνια μετά οφείλω να ομολογήσω πως παραμένει αυτό που εμφανίζεται πρώτο στη ‘μηχανή αναζήτησης’ του μυαλού κάθε φορά που ‘πληκτρολογώ’ το όνομα ‘Στράτος Διονυσίου’. ‘Αποκοιμήθηκα’ του Βοσκόπουλου. Ήταν το πρώτο μεγάλο σουξέ όταν αποφυλακίστηκε τη δεκαετία του ’70. Το comeback σε μία εποχή που έπρεπε να αποδείξει πως έχει λευκό ποινικό μητρώο στη συνείδηση μίας παρωχημένης κοινωνίας.

Το ταξίδι μέχρι την Πάτρα είχε τη συνοδεία των τραγουδιών του. Τελείωνε η πρώτη πλευρά της κασέτας, ‘κρακ’, αυτός ο χαρακτηριστικός ήχος που πεταγόταν όταν πατούσες το κουμπί, η δεύτερη πλευρά και ξανά η πρώτη και δώσ’ του όλα τα τραγούδια από την αρχή, τουλάχιστον δύο φορές μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό. Βυθισμένος στο πίσω κάθισμα του μπορντό Honda Civic μυήθηκα πιτσιρικάς στον άνθρωπο που όρισε τη μουσική μου αφετηρία.

“Πολύ μικρός δεν είσαι για να ακούς Διονυσίου;”, ίδια απόκριση, σαν μαγνητόφωνο, κάθε φορά που έλεγα για τα μουσικά μου ακούσματα. Ένας βαρύς λαϊκός τραγουδιστής, με καψούρικα τραγούδια, με στίχους που σήκωναν τσιγάρο και ποτό. Το λες και… ανωμαλία σε μία εποχή που οι ‘Πυξ Λαξ’, οι ‘Τρύπες’ και οι Κατσιμιχαίοι αποτελούσαν τους εθνικούς στιχουργούς της νεολαίας.

Ακόμα και τώρα αναρωτιέμαι πόσο διαφορετικά θα είχε γραφτεί η ιστορία αν δεν είχε ραντεβού με τον Χάρο και προλάβαινε να τραγουδήσει με τους ‘Πυξ Λαξ’ το ‘Ασ’την να λέει’. Με τον Διονυσίου στο μυαλό γράφτηκε το κομμάτι, το πήρε ο Καρράς όταν ο Στράτος ‘έφυγε’.

Θα ήταν μία στροφή στην καριέρα του. Ίσως μία παράκαμψη. Αυτή η βαριά λαϊκή φωνή, με τα πρησμένα μάτια και τα μονίμως σουφρωμένα φρύδια θα έκανε ένα άνοιγμα στη νεολαία. Ίσως, με μία δεύτερη σκέψη, να είναι καλύτερα έτσι. Τραγούδησε αυτά που ήθελε, δεν μπήκε ο Φοίβος στο δρόμο του, δεν πρόλαβε τα σουξέ της εποχής, δεν έγινε Βασίλης Καρράς πριν τον Βασίλη Καρρά.

Είναι κλισέ, αλλά συνάμα είναι η πραγματικότητα. Ο Στράτος Διονυσίου ήταν ο τελευταίος μεγάλος λαϊκός τραγουδιστής. Αφήστε στην άκρη τη σύγκριση με τον Στέλιο Καζαντζίδη. Αυτά είναι για να ‘χουμε να λέμε. Εξάλλου, στο πρώτο κομμάτι που τραγούδησε, τη δεκαετία ’60, το ‘Εγώ δεν είμαι ένοχος’, τον μπέρδευαν με τον Καζαντζίδη. Αν αυτό λέει κάτι.

Ο πολύς ο κόσμος τον γνώρισε ως η φωνή που συνόδεψε τον Νίκο Κούρκουλο στην περίφημη σκηνή στο ‘Ορατότης Μηδέν’. Ο Πλέσσας και ο Παπαδόπουλος τον ‘έσπρωξαν’ στο ευρύ κοινό. Μέχρι τότε ήταν ο λαϊκός βάρδος που τραγουδούσε κάτι μεταξύ ρεμπέτικου και λαϊκού.

Δεν συνέχισε, όμως, πάνω σε αυτό. Στο εύκολο τραγούδι. Το ‘Βρέχει φωτιά στη στράτα μου’ δεν το λες εύκολο, αλλά ‘σουξεδιάρικο’. Είναι κομμάτι του καημού, της ψυχής, πάντα ζωντανό μέσα στα χρόνια, αν και έχασε την αίγλη του γιατί έγινε το ‘must’ του ζεϊμπέκικου. Αυτό το ‘πρέπει’ να σηκωθώ να ρίξω τη στροφή μου όταν το ακούω. Λάθος. Το ακούς καθιστός, με το ποτό στο τραπέζι, το τσιγάρο στο τασάκι και το χέρι στο μάγουλο. Είναι το τραγούδι του αποχαιρετισμού, της ψυχοθεραπείας. Χάλασε μέσα στο χρόνο, έγινε για όλους. Δεν είναι για όλους.

Δεν είναι το καψούρικο. Από τέτοια είπε πολλά ο Διονυσίου. Κυρίως με Μουσαφίρη και Γιατρά. Δεν θα τον άκουγες να ερμηνεύει Θεοδωράκη ή Γκάτσο. Ούτε καν Χατζιδάκι. Δεν ήθελε να είναι κάτι διαφορετικό από αυτό που πρεσβεύει. Ο Στράτος Διονυσίου ήταν το καθαρόαιμο λαϊκό τραγούδι. Ήταν το μπουζούκι, το πάλκο, η νυχτερινή Αθήνα μακριά από τις δηθενιές.

Το ‘Στράτος’ στη Φιλελλήνων γέμιζε κάθε βράδυ, η ουρά έφτανε μέχρι το Σύνταγμα. Πήγαιναν να τον ακούσουν αυτοί που είχαν καημό. Δεν ήταν μόδα ο Διονυσίου. Ακόμα και όταν έγινε, στα τελευταία λίγο πριν τον θάνατό του, ακόμα και όταν εμφανίστηκαν οι γούνες και τα κοσμήματα στα πρώτα τραπέζια, ο Διονυσίου τους έφερε άμεσα στα μέτρα του. Λίγο να άκουγες τα τραγούδια του και ξεχνούσες τη δηθενιά, το θεαθήναι. Έβγαζες τη γούνα και ακουμπούσες την καρδιά σου στο τραπέζι.

Δεν είχε τη φωνή που ‘έσπαγε’ τζάμια. Δεν ήταν Καζαντζίδης στο ‘μέταλλο’. Δεν θα ακουμπούσε την προσφυγιά, τη μάνα που έχασε το παιδί της, τον Έλληνα που έφυγε στην ξενιτιά. Ο Διονυσίου ήταν μαγκιά. Το παχύ, χρυσό δαχτυλίδι στο μικρό δάχτυλο, το τσιγάρο στο χέρι, ο ιππόδρομος, το ξενύχτι.

Είναι από τις σπάνιες φορές που ένας καλλιτέχνης μπορούσε να αποτυπώσει τη ζωή του σε ένα τραγούδι. Με τη χροιά της φωνής του απλωνόταν μπροστά σου όλα όσα έζησε. Ανοιχτό βιβλίο. Ερμήνευσε Σούκα, Ρεπάνη, Καλδάρα, έγινε γνωστός με Πλέσσα, έκανε τους καλύτερους δίσκους του με Ακη Πάνου, τραγούδησε Πάριο, Πολυκανδριώτη, Βοσκόπουλο, Μουσαφίρη. Αν εξαιρέσουμε την αρχή, όλα τα τραγούδια γράφτηκαν στα μέτρα του. Δεν θα μπορούσε να τα πει άλλος.

Ακόμα θυμάμαι την κασετίνα που κυκλοφόρησε λίγο μετά τον θάνατό του. “30 χρόνια Στράτος, 1960-1990”. Τις είχα ‘λιώσει’ τις κασέτες, είχε γίνει σχεδόν ψύχωση να μάθω τον Διονυσίου, να καταλάβω τη φωνή του, να νιώσω αυτό που τραγουδάει, να συνειδητοποιήσω το μέγεθός του.

Ζήλεψα όσους τον έζησαν στη Φιλελλήνων. Ή στα Παλιά Δειλινά. Όρθιο, με το άσπρο κοστούμι. Από τους πρώτους που άφησαν την καρέκλα και στάθηκε όρθιος στο κοινό, “σαν τις γυναίκες”, όπως είχε πει σε συνέντευξή του, θεωρώντας -τότε- ότι είναι υποτιμητικό. Ζήλεψα που δεν τον άκουσα από κοντά. Να ακούσω την original εκτέλεση του ‘Ακου βρε φίλε’, να μάθουν οι πιτσιρικάδες ότι αυτό δεν είναι τραγούδι του Σφακιανάκη και πρωτίστως δεν είναι μπαλάντα.

Ακόμα θυμάμαι πλάνα από την κηδεία του. Τους μπουζουκτσήδες να παίζουν πάνω από τον τάφο του, χιλιάδες κόσμου να συνωστίζεται για το ‘τελευταίο αντίο’. Εικόνες, στιγμιότυπα που για έναν πιτσιρικά φάνταζαν κάτι μεγάλο. Το προηγούμενο βράδυ στο ‘Στράτος’ διασκέδαζε τον κόσμο. Αν ήξερε ότι θα φύγει θα ζητούσε την τελευταία του παραγγελιά:

“Σαν έρθει η ώρα να πεθάνω να μην τρομάξετε παιδιά

Εγώ το γλέντι μου θα κάνω και τη στερνή μου τη βραδιά”.

Από τα πιο ανατριχιαστικά του τραγούδια. Με τις χορδές του μπουζουκιού να μοιάζουν με γρατζουνιές στον τοίχο. Με κάθε στίχο να φέρνει τα βήματα του Χάρου όλο πιο κοντά.

Τελικά, ο Στράτος Διονυσίου έζησε όσο χρειαζόταν. Δεν αλλοιώθηκε, δεν παραστράτησε, δεν χρειάστηκε να κάνει κάτι για να επιβιώσει σε έναν διαφορετικό καλλιτεχνικό κόσμο που απλωνόταν μπροστά του. Γεννήθηκε και πέθανε λαϊκός. Μάγκας, αυθεντικός.