Eurokinissi
ΕΓΚΛΗΜΑ

Ο Χιώτης που κρύφτηκε τέσσερα χρόνια στα βουνά μετά από δύο φόνους του

Η μυθιστορηματική ζωή του Γιώργη Πέτικα, που πλέον επιβιώνει ως λαϊκή δοξασία στο νησί του Αιγαίου.

Ο Γιώργης Πέτικας είναι ένας λαϊκός θρύλος στη Χίο. Πέρασε τέσσερα χρόνια καταζητούμενος στα βουνά του νησιού για τον φόνο του καλύτερού του φίλου, συνελήφθη, απέδρασε, πέρασε ακόμη 15 χρόνια αργότερα κρυμμένος στην Τουρκία, ξανασυνελήφθη, μπήκε στη φυλακή και τελικά πήρε χάρη από τον Βασιλιά. Ακόμη και σήμερα, οι ντόπιοι στην Χίο αποκαλούν τα μικρά άτακτα παιδιά “Πέτικες”.

Γεννήθηκε το 1890 στην τουρκοκρατούμενη Χίο και η φτώχεια τον έστειλε δυο φορές μετανάστη στην Αμερική. Τη δεύτερη φορά που γύρισε και όλοι περίμεναν ότι θα ξαναφύγει, θα αποφασίσει τελικά να ενσωματωθεί φυσιολογικά στην τοπική κοινωνία. Δεν θέλει να πάει πουθενά. Είμαστε στο 1915 και η Χίος έχει σχεδόν δύο χρόνια που πλέον ανήκει στην Ελλάδα. Εκείνος είναι 25 χρονών και θέλει να κάνει οικογένεια. Θα ανοίξει ένα χασάπικο στο λιμάνι των Καρδαμύλων και θα τριγυρνάει στα χωριά αγοράζοντας κρέατα για πούλημα. Παράλληλα, μια μέρα σε ένα πανηγύρι θα δει μια κοπέλα, θα την ερωτευτεί, θα βρεθούν κρυφά σε μία βρύση και θα της “αποσπάσει” την υπόσχεση για γάμο. Λίγο αργότερα εκείνη θα τον προειδοποιήσει να κάνει γρήγορα, γιατί ένας “αντίζηλος” έχει κάνει την εμφάνισή του, ο οποίος τη ζήτησε από τον πατέρα της. Και που -κυρίως- ο πατέρας της τον θεωρεί καλή περίπτωση. Και από εδώ αρχίζει η ιστορία του αίματος.

Σε ένα περίεργο παιχνίδι της μοίρας θα αποδειχτεί ότι ο αντίζηλος είναι ο φίλος του, Γιάννης Λοϊζος, ο άνθρωπος που τον βοήθησε να ανοίξει το χασάπικο, κολλητός αλλά και συνεργάτης πλέον. Θα τον βρει και θα του μιλήσει. Θα του ζητήσει να κάνει πίσω και ο δεύτερος, μια μέρα στο καφενείο ενός χωριού θα του ανακοινώσει ότι το έχει πάρει απόφαση. Θέλει να την παντρευτεί. Θα τσακωθούν και εκτός εαυτού ο Πέτικας θα τον μαχαιρώσει. Το ημερολόγιο γράφει 22 Φεβρουαρίου 1915. 

Θα βγει στο βουνό για να αποφύγει τη σύλληψη και για πολλά χρόνια η χωροφυλακή και τα καταδιωκτικά αποσπάσματα, δεν θα μπορούν να του περάσουν τις χειροπέδες. 

Με κρησφύγετο τις πλαγιές του Πελινναίου, σε μια σπηλιά πάνω από το μαντρί ενός φίλου του, θα κινείται στην κακοτράχαλα όρη του νησιού και κάθε τόσο θα μπλέκει σε συμπλοκές με τους διώκτες του. Ταυτόχρονα θα έχει τη βοήθεια των ντόπιων, η οποία και θα αποδειχθεί καθοριστική. Τον συμπαθούν και τον αγαπάνε γιατί συνήθιζε να τους βοηθάει.

Την πιο σημαντική μάχη με τους αστυνομικούς θα τη δώσει στην περιοχή ‘Μακριά Άμμος’ στη Σιδηρούντα, εκεί όπου θα πυροβολήσει και θα σκοτώσει έναν χωροφύλακα. Θα τραυματιστούν όμως και δύο από τους σημαντικότερους συντρόφους του, καθώς όσο βρίσκεται στην παρανομία ο Πέτικας, έχει συστήσει συμμορία. Με τους άντρες του στήνει ενέδρες σε περαστικούς και κάνει επιδρομές σε χωριά, για να εξασφαλίσει το φαγητό και τα χρήματα που χρειάζεται.

Το κράτος, θα προσπαθήσει να τον πιέσει να παραδοθεί χρησιμοποιώντας ότι όπλο έχει στα χέρια του. Εν μέσω Ά Παγκοσμίου Πολέμου, θα προβεί σε εκτοπίσεις της οικογένειάς του (σχεδόν ολόκληρη θα μεταναστεύσει στη Σύρο), αλλά και όσων υποψιάζονται ότι τον βοηθούν. Για παράδειγμα, μία ημέρα στο χωριό Βίκι θα συλληφθούν 27 συμπαθούντες του, μετά από εκτενή επεισόδια, που στόχο είχαν να τον προστατέψουν.

Για το κράτος είναι πλέον θέμα τιμής η σύλληψή του. Ο Βενιζέλος θα στείλει Κρητικούς χωροφύλακες και θα του δυσκολέψουν τόσο τη ζωή, που θα αναγκαστεί να παραδοθεί το 1919. Είχε περάσει 4 χρόνια από βουνό σε βουνό, κερδίζοντας τη συμπάθεια των ντόπιων, οι οποίοι στο πρόσωπο των χωροφυλάκων έβλεπαν την ελληνική κρατική εξουσία που ακόμη δεν τους φερόταν σαν να επρόκειτο για ισότιμους πολίτες. 

Δεν θα μείνει όμως για πολύ στη φυλακή. Ένα χρόνο αργότερα, το 1920 θα δραπετεύσει από τις φυλακές της Χίου και μέσω της Σμύρνης θα φτάσει στην Κωνσταντινούπολη, όπου θα αρχίσει να εργάζεται ως έμπορος ξυλείας. Και μάλιστα θα τα πάει πολύ καλά, οικονομικά.  

Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, το 1935, είναι παντρεμένος με μία γόνο πλούσιας οικογένειας από την Προύσα, τη Σπυριδούλα και ζει ακόμη στην Κωνσταντινούπολη. Η τουρκική αστυνομία όμως θα τον εντοπίσει, θα τον συλλάβει και θα τον εκδώσει στην Ελλάδα. Θα καταδικαστεί για τους δύο φόνους και θα οδηγηθεί στις φυλακές της Αίγινας. Επιχειρηματίες όμως, φίλοι του, θα ασκήσουν πιέσεις και λίγα χρόνια αργότερα θα αποφυλακιστεί μία και καλή με βασιλική χάρη.

Η ιστορία του θα τελειώσει το 1948 με τον θάνατό του από βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο. Θα πεθάνει πλούσιος και ως μέλος της καλής κοινωνίας.

Όσο για την κοπέλα, για τα μάτια της οποίας ο Πέτικας σκότωσε εντελώς αψυχολόγητα τον φίλο του, αμέσως μετά το πρώτο φονικό θα σταλεί στην Αλεξάνδρεια. Εκεί θα περάσει τα χρόνια της δουλεύοντας ως υπηρέτρια στο σπίτι ενός πλούσιου ομογενή.

*Τα στοιχεία είναι από το βιβλίο του Γιάννη Μακριδάκη ‘Ανάμισης Ντενεκές’ που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΕΣΤΙΑ.