ΙΣΤΟΡΙΑ

Οι τελευταίες στιγμές του Λήσταρχου Νταβέλη, προτού δολοφονηθεί απ’ τον καλύτερό του φίλο

Πολύ πριν ο Pat Garrett σκοτώσει τον Billy the Kid, στα ελληνικά βουνά ο πιο διάσημος Έλληνας ληστής ζούσε το δικό του γουέστερν.

Καρφωμένο σε ένα παλούκι στο Σύνταγμα, το κεφάλι ενός 24χρονου άντρα κοιτάζει ανέκφραστο κάτω απ’ τον καλοκαιρινό ήλιο. Οι λιγοστοί ακόμα κάτοικοι της πρωτεύουσας, συρρέουν κοντά του, χωρίς να βρίσκουν τίποτα το άγριο, τίποτα το ασυνήθιστο σε αυτήν τη μεσημεριανή εικόνα θανάτου. Ληστές και εγκληματίες τελειώνουν την καριέρα τους πάνω σε κοντάρια πολύ συχνά, χωρισμένοι απ’ το υπόλοιπο σώμα τους, παρατημένοι στο έλεος των ανθρώπων και των όρνεων για μέρες.

Αυτήν τη φορά όμως το κεφάλι δεν ανήκει σε έναν κοινό ληστή. Οι άνθρωποι συρρέουν προς το μέρος του περισσότερο νικημένοι απ’ το δέος παρά απ’ τη διάθεση να εξευτελίσουν εκ του ασφαλούς τον συνταξιοδοτημένο παράνομο.

Πριν δολοφονηθεί απ’ το χέρι του μέχρι πρόσφατα καλύτερου του φίλου, ο Χρήστος Νάτσιος ή Νταβέλης, είχε προλάβει να αποκτήσει μυθικές διαστάσεις στα μάτια τους. Όλοι όσοι μαζεύονται το κάνουν προκειμένου να δουν για πρώτη φορά τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου που στα λίγα χρόνια της ζωής του, πρόλαβε να γίνει θρύλος, σκορπώντας τον τρόμο στα βουνά που κυβερνούσε. Και πού όσο παράξενο κι αν ακούγεται σήμερα, τους είχε γεμίσει και με μία πρόσκαιρη εθνική υπερηφάνεια.

Βλέπεις, ο Νταβέλης, πέρα απ’ τις τυπικές ληστείες πάνω στα όρη της Αττικοβοιωτίας, με θύματα βοσκούς, χωρικούς και πλούσιους ταξιδιώτες, είχε προχωρήσει και στην απαγωγή του Γάλλου αξιωματικού, Μπρετό ή Βρετό. Ήταν τα χρόνια που ο αγγλογαλλικός στόλος, προκειμένου να κρατήσει μακριά την Ελλάδα απ’ τον Κριμαϊκό Πόλεμο και το πλευρό της Ρωσίας, είχε αποκλείσει ναυτικά τον Πειραιά, είχε προχωρήσει σε κυριολεκτική Κατοχή του λιμανιού, συστήνοντάς στους κατοίκους του και τον εφιάλτη της χολέρας.

Όταν ο Νταβέλης απήγαγε τον Γάλλο αξιωματικό στην οδό Πειραιώς, στην καρδιά της Αθήνας, χιλιάδες κάτοικοι της χώρας, θεώρησαν την πράξη του ως πράξη αντίστασης, απέναντι σε έναν άπιστο φίλο, μεταμορφωμένο σε εχθρό που προσέβαλε την εθνική αξιοπρέπεια του.

Τα λύτρα ο Νταβέλης θα τα πάρει, όχι όμως από τη Γαλλία αλλά από την ελληνική κυβέρνηση. 30 χιλιάδες δραχμές σε χρυσό ήταν το ποσό, μία πραγματική περιουσία για εκείνα τα χρόνια, η οποία όπως ήταν αναμενόμενο, θα προκαλέσει όχι μόνο το δέος αλλά και το μίσος και των υπόλοιπων ληστοσυμμοριών. Εκείνοι προτιμούσαν τη γενική αμνηστία ως αντάλλαγμα, την ευκαιρία να επιστρέψουν στα χωριά και στις γυναίκες τους, αλλά ο Νταβέλης δεν είχε σκοπό να τους κάνει το χατίρι. Δεν ενδιαφερόταν για το «κοινό ληστρικό καλό».

Ούτως ή άλλως, η ζήλια των υπόλοιπων ληστών, θα ξεθύμαινε γρήγορα. Ο Νταβέλης δεν θα προλάβαινε να χαρεί τα χρήματα του. Έναν χρόνο μετά, στις 12 Ιουλίου του 1856 θα έπεφτε νεκρός, εγκλωβισμένος πίσω από έναν βράχο στην Αράχωβα.

Η ιστορία του πιο διάσημου ίσως λήσταρχου είναι μπερδεμένη με τον θρύλο, όπως και η σχέση του με τα δύο μοιραία πρόσωπα της ζωής του: την Ιταλίδα κόμισσα, Λουΐζα Μπανκόλι, και τον υπαρχηγό της συμμορίας του, Γιάννη Μέγα.

Την όμορφη κόμισσα -όλες όμορφες δεν τις θεωρούσαν τις αριστοκράτισσες εκείνη την εποχή;- τη γνώρισε όταν της προσέφερε τις υπηρεσίες του ως σωματοφύλακας. Αυτός και η συμμορία του πληρώθηκαν αδρά προκειμένου να τη συνοδεύσουν με ασφάλεια στους Δελφούς, το μέρος που μαγνήτιζε τους Ευρωπαίους ταξιδιώτες, αλλά κανείς δεν ήταν τόσο αφελής ώστε να πάει μόνος του. Ο λαϊκός μύθος λέει ότι κατά την διάρκεια του ταξιδιού, η κόμισσα τον ερωτεύτηκε, αποκρούοντας ταυτόχρονα τα αισθήματα που είχε αναπτύξει για εκείνη ο Γιάννης Μέγας.

Ως αντίζηλοι πια, οι δυο αδελφοποιτοί, θα χωρίσουν τους δρόμους τους, παρά το αίμα που -υποτίθεται- ότι κάποτε βγήκε από δύο πληγές του χεριού τους και τους ένωσε. Πλέον θα ζήσουν για όσο τους έχει απομείνει ως ορκισμένοι εχθροί. Μάλιστα, ο Μέγας θα καταταγεί στη χωροφυλακή και ως αξιωματικός θα μπει στο κυνήγι του Νταβέλη, πρωταγωνιστής σε ένα βουκολικό γουέστερν, δεκαετίες προτού ο Pat Garrett «προδώσει» με τον ίδιο τρόπο και τελικά σκοτώσει τον Billy the Kid.

Αν και πολλοί υποστηρίζουν ότι αυτή η ιστορία είναι ένα μεταγενέστερο κατασκεύασμα, πολύ μακριά απ’ την πραγματικότητα.

Η αρχή τους τέλους για τη γοητευτική εκδοχή της ιστορίας, στην οποία θα επιμείνουμε, ξεκίνησε την άνοιξη του 1856, όταν ο Νταβέλης αιφνιδίασε τους χωροφύλακες που έδρευαν στην κωμόπολη του Μενιδίου, και τους ξεγύμνωσε από όπλα και σφαίρες. Μετά από αυτή την ταπεινωτική έφοδο, η Χωροφυλακή θεώρησε ως θέμα τιμής την εξόντωση του -η σύλληψη και η καταδίκη τέτοιων ληστών δεν ήταν ακόμα μέσα στις επιθυμίες του κράτους.

Οι χωροφύλακες, μαζί με τον υπολοχαγό πια, Γιάννη Μέγα, θα τον καταδιώξουν μέχρι τον Παρνασσό, για ενάμισι μήνα θα βρίσκονται συνεχώς πίσω του. Εδώ ο λαϊκός μύθος θα κάνει ξανά την εμφάνισή του και θα ποδοπατήσει την πραγματική ιστορία, υποστηρίζοντας ότι η Ιταλίδα κόμισσα έστελνε γράμματα στον παράνομο εραστή της, προσπαθώντας να τον βοηθήσει να δραπετεύσει στην Ιταλία. Αυτή όμως η αλληλογραφία έπεσε στα χέρια της χωροφυλακής, η οποία γνωρίζοντας πλέον καλά τις κινήσεις του, κατάφερε να τον περικυκλώσει κοντά στο Ζεμενό της Βοιωτίας.

Το βράδυ της 11ης Ιουλίου 1856 οι ληστές θα φτάσουν στη θέση Ακρινό Νερό, σε ένα σημείο όπου μία αποθήκη γεμάτη τυριά -και η οποία άνηκε στη Μονή Ιερουσαλήμ- θα τους προσφέρει ένα ικανοποιητικό για τις συνθήκες γεύμα. Αφού γευματίσουν, θα κρυφτούν και θα περάσουν το τελευταίο βράδυ της ζωής τους σε εκείνη την περιοχή.

Μέχρι να ξημερώσει, τα ένοπλα αποσπάσματα που τους κυνηγούν, θα έχουν καταφέρει να τους εντοπίσουν. Ο Νταβέλης και οι σύντροφοί του, σε μία κίνηση τακτικής, θα υποχωρήσουν και θα επιχειρήσουν να διαφύγουν χωρίς να συμπλακούν. Ο ηγούμενος όμως της Μονής, σε ένα plot twist που κανείς δεν περιμένει ότι θα δει, θα κάνει την εμφάνισή του και θα εμποδίσει τη διαφυγή τους μαζί με ακόμη 15 ένοπλους(!) μοναχούς. Πρέπει οι άνθρωποι να αγαπούσαν πολύ το τυρί εκείνα τα χρόνια.

Έτσι θα κυκλωθούν και -αναγκαστικά- θα οχυρωθούν στο ύψωμα του Ζεμενού Αράχωβας, στη θέση Δερβένι, κοντά στο σημείο όπου σύμφωνα με τον αρχαίο μύθο, ο Οιδίποδας είχε σκοτώσει εν αγνοία του τον πατέρα του, τον βασιλιά της Θήβας, Λάιο.

Μετά από σχεδόν έξι ώρες σκληρής μάχης, κι αφού τα πυρομαχικά έδειχναν να τελειώνουν, ο μοίραρχος Βακάλογλου θα δώσει εντολή για γενική έφοδο. Ο υπολοχαγός Μέγας θα ριχτεί μπροστά, με τον θρύλο και πάλι να προσπερνά την πραγματική αφήγηση και να επιθυμεί να δει τους δύο πρώην φίλους να έρχονται πρόσωπο με πρόσωπο, και να μάχονται μεταξύ τους, σαν ήρωες κάποια βουκολικής τραγωδίας. Ο Μέγας θα πυροβολήσει πρώτος τον Νταβέλη, και θα πιστέψει ότι τον σκότωσε. Λίγο προτού όμως ο λήσταρχος αφήσει την τελευταία του πνοή, θα πυροβολήσει κι εκείνος με τη σειρά του τον Μέγα, φωνάζοντας:

«Ούτε ο Νταβέλης στα λημέρια, ούτε ο Μέγας στα παλάτια». Και θα τον σκοτώσει.

Εντούτοις, οι αναφορές που συντάχθηκαν στη συνέχεια δεν φαίνονται να επιβεβαιώνουν αυτόν τον μύθο. Ο Νταβέλης, μαζί με τέσσερις αρχιληστές και 18 συντρόφους του πρέπει να είχε ήδη σκοτωθεί από άλλα πυρά, πολύ προτού πέσει νεκρός ο Μέγας -και αυτός από το όπλο κάποιου άλλου ληστή.

Στο σημείο, πάντως, δεσπόζει ακόμη και σήμερα μία επιτύμβια στήλη με έναν μεγάλο πέτρινο σταυρό, στερεωμένο απ’ το επίσημο κράτος στη μνήμη του Γιάννη Μέγα.