Ricardo Moraes, File
PROFILE

Oscar Niemeyer, o ροκ σταρ αρχιτέκτονας της Λατινικής Αμερικής

Μερικές πτυχές από τη ζωή του Oscar Niemeyer (1907 – 2012), του κορυφαίου Βραζιλιάνου αρχιτέκτονα που επηρέασε την παγκόσμια αρχιτεκτονική με τα τολμηρά του σχέδια και τις κατασκευαστικές του νόρμες.

Ρίο ντε Τζανέιρο, κοντά στα 1935. Έχουν περάσει πέντε χρόνια από το πραξικόπημα της «Επανάστασης του 1930», αποτέλεσμα του κραχ που επηρέασε και τη βραζιλιάνικη οικονομία. Οι αμφιλεγόμενες και λαϊκίστικες πολιτικές του πρόεδρου Getulio Vargas συμφωνούν με τις αντίστοιχες των φασιστικών ευρωπαϊκών κρατών.

Ένας από τους στόχους της κυβέρνησης Vargas ήταν η θέσπιση ενός τρόπου ζωής, μιας νέας φιλοσοφίας που θα διέπει το νέο βραζιλιάνικο κράτος. Μια φιλοσοφία που δε θα έχει σχέση με τις μετα-αποικιακές ευρωπαϊκές επιρροές και την απεικόνιση μιας φτωχής και ταλαιπωρημένης χώρας, αλλά θα στοχεύει στη διαμόρφωση «ενός νέου άντρα, Βραζιλιάνου και μοντέρνου».

Η αρχιτεκτονική είναι ένα εργαλείο του μόττο της κυβέρνησης. Το Υπουργείο Παιδείας αναθέτει τον σχεδιασμό και την υλοποίηση του νέου κτιρίου του στο αρχιτεκτονικό γραφείο των νεαρών Lucio Costa και Gregori Warchavchik, γνωστοί για τις αριστερές τους απόψεις. Ο δεύτερος έχει θέσει τα θεμέλια του μοντερνισμού στη βραζιλιάνικη χώρα, ενός αρχιτεκτονικού κινήματος που στόχευε στη διακοπή όλων των ιστορικών και στιλιστικών δεσμών με το παρελθόν.

Ο Lucio Costa, μαζί με την ομάδα του, σχεδιάζουν το κτίριο, αλλά κάτι τους εμποδίζει να ολοκληρώσουν. Ο Κόστα πιέζει την κυβέρνηση να καλέσουν τον φημισμένο Γάλλο μοντερνιστή αρχιτέκτονα Corbusier, για να επιβλέψει την κατασκευή του κτιρίου και να τους προτείνει λύσεις.

Ο Corbusier όμως δεν παρεκκλίνει από τους κανόνες του. «Οι κατασκευές δεν πρέπει να σχετίζονται με τον πολιτισμό του τόπου στο οποίο χτίζονται». Η άγνοιά του στις ιδιαιτερότητες του βραζιλιάνικου κλίματος και της κουλτούρας του Ρίο φέρνει το σχέδιο σε αδιέξοδο.

Στην ομάδα του Costa βρίσκεται ένας 29χρονος πρακτικάριος που μόλις αποφοίτησε από τη Σχολή Καλών Τεχνών του Ρίο και εργάζεται στο γραφείο του αμισθί. Ο θαυμασμός του για τον Corbusier είναι τεράστιος, αλλά βλέπει πως ο Γάλλος αρχιτέκτονας αποπροσανατολίζει τους σχεδιαστές με τις εμμονές του. Παίρνει το θάρρος να τον συμβουλέψει να σχεδιάσει τα παράθυρα με τρόπο που θα εξασφαλίζεται η σκιά στο εσωτερικό του κτιρίου και να διακοσμήσει τους προαύλιους χώρους με τοιχογραφικά πλακίδια, χαρακτηριστικό της βραζιλιάνικης και της πορτογαλικής παράδοσης.

Όταν ολοκληρώνεται το κτίριο, ο Oscar Niemeyer (Νιέμαιερ στα ελληνικά) είναι 36 χρονών. Το κτίριο είναι το πρώτο δείγμα του κινήματος του βραζιλιάνικου μοντερνισμού. Το νέο Υπουργείο έχει τη σφραγίδα του, λες και το σχεδίασε μόνος του, χωρίς καμιά βοήθεια.

Στο μεταξύ, σχεδιάζει το περίπτερο της Βραζιλίας στη Διεθνή Έκθεση της Νέας Υόρκης του 1939 μαζί με τον Costa και, ύστερα από πρόσκληση του τότε Δημάρχου του Μπέλο Οριζόντε, Juscelino Kubitschek, αναλαμβάνει τον σχεδιασμό των κτιρίων γύρω από τη νέα λίμνη του προαστίου της Παμπούλια.

Ο Ναός του Άγιου Φρανσίσκου της Ασσίζης προκαλεί αντιδράσεις (1943). Η καμπυλωτή του οροφή, οι πειραματισμοί με μπετόν αρμέ και ξύλο για τη δημιουργία του θόλου που θύμιζε φουτουριστικό υπόστεγο αεροπλάνων και οι βραζιλιάνικης τεχνοτροπίας τοιχογραφίες ωθούν τον Αρχιεπίσκοπο της περιοχής να το χαρακτηρίσει ως «καταφύγιο του διαβόλου». Η πρώτη λειτουργία θα γίνει το 1959.

Η αρχιτεκτονική του Niemeyer χαρακτηρίζεται από κατασκευές με οπλισμένο σκυρόδεμα, καμπύλες, τολμηρά σχήματα και όσο το δυνατόν λιγότερα στηρίγματα στη γη.

«Το μπετόν αρμέ προσφέρει στον αρχιτέκτονα μια ποικιλία από σχεδιαστικές προοπτικές. Η αρχιτεκτονική είναι ανακάλυψη και, για να είναι κυρίαρχη, οφείλει να δημιουργεί συναίσθημα και έκπληξη. Όταν σχεδιάζω ένα κτίριο που μου αρέσει, φυσικά και χαίρομαι. Όταν ξεκινάω να σχεδιάζω ένα πρότζεκτ και το θέμα του με ενδιαφέρει, ξεκινάω με το να αφαιρώ τα στηρίγματά του. Έτσι η αρχιτεκτονική γίνεται πιο τολμηρή και διαφορετική. Σε αυτές τις γραμμές βασίζω την αρχιτεκτονική μου». (Συνέντευξη στο Βασιλικό Ινστιτούτο Βρετανών Αρχιτεκτόνων, 2012).

Συνεργάστηκε για άλλη μια φορά με τον Corbusier, όντας μέλος της επιτροπής του σχεδιασμού του κτιρίου των Ηνωμένων Εθνών, μαζί με άλλους εννιά αρχιτέκτονες από όλον τον κόσμο. Ο θαυμασμός που είχε προς το πρόσωπό του αντικαταστάθηκε με την υποτέλεια που ένιωθε, όταν δεν επέβαλε την άποψή του σχετικά με τη δημιουργία της Πλατεία των Ηνωμένων Εθνών.

«Η σχέση μου με τον Corbusier ήταν κάπως περίεργη. Προσκλήθηκα για να συμμετάσχω στο πρότζεκτ του κτιρίου των Ηνωμένων Εθνών. Ο Corbusier είχε ένα σχέδιο στο μυαλό του και μου ζήτησε να τον βοηθήσω. Μια μέρα, οι Αμερικάνοι με κάλεσαν και μου είπαν να προετοιμάσω ένα δικό μου σχέδιο και να μην τον βοηθήσω. Το είπα στον Corbusier και μου απάντησε «Όχι, θα δημιουργήσεις μπέρδεμα», αλλά οι Αμερικάνοι επέμεναν για την παρουσία μου και μου είπε «καλύτερα να πηγαίνεις». Το πρότζεκτ μου έγινε ομόφωνα δεκτό. Τώρα έπρεπε να το υλοποιήσω και εκεί ξεκίνησε το μπέρδεμα. Δεν άρεσε στον Κορμπυζιέ, ήθελε να γίνει το δικό του πρότζεκτ, έκανε φασαρία. Μια μέρα με κάλεσε στο γραφείο του.

»Η πρότασή μου ήταν πως από τη μία πλευρά θα υπάρχει η Αίθουσα της Γενικής Ολομέλειας, στο κέντρο το ψηλό κτίριο και η πλατεία θα έπιανε τον υπόλοιπο χώρο. Μετά με ρώτησε αν μπορούμε να πάρουμε την Αίθουσα και να τη βάλουμε στο κέντρο. Δεν ήθελα. Ήμουν νέος και εκείνος ήταν ο δάσκαλος. Δέχτηκα. Αυτό ήταν το πρότζεκτ που κάναμε μαζί. Αλλά να πω την αλήθεια, ήταν το δικό μου πρότζεκτ, με την τροποποίηση που ζήτησε ο Corbusier. Και ήταν πραγματικά άθλιο. Αν πάτε ποτέ στα Ηνωμένα Έθνη, θα δείτε πως έχω δίκιο. (…)», σε συνέντευξη στο Βασιλικό Ινστιτούτο Βρετανών Αρχιτεκτόνων, 2012.

Οι πολιτικές απόψεις του Niemeyer τού στέρησαν την ευκαιρία να σχεδιάσει κτίρια στις Ηνωμένες Πολιτείες και να γίνει πρύτανης στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Ωστόσο, το 1956 απέκτησε την απόλυτη ελευθερία να σχεδιάσει τα κτίρια μιας πόλης που θα γεννιόταν από το μηδέν.

Αν και από το 1899 θεσπίστηκε στο Σύνταγμα της χώρας η μεταφορά της πρωτεύουσας της Βραζιλίας από το Ρίο ντε Τζανέιρο στο κέντρο της χώρας, αυτή πραγματοποιήθηκε το 1956 από τον Πρόεδρο Juscelino Kubitschek. Το όνομα αυτής, Μπραζίλια.

Ο Kubitschek ζήτησε από τον Costa να σχεδιάσει τη νέα πόλη και τους δρόμους της και από τον Niemeyer να σχεδιάσει τα κτίριά της. Ο Costa χώρισε την πόλη σε δύο άκρα με τέσσερις ζώνες που συγκλίνουν σε μια τεράστια εσπλανάδα που ενώνει τη γη με τον ουρανό (ιδέα του Niemeyer). Αν αντικρίσει κανείς την Μπραζίλια από ψηλά, θα δει πως μοιάζει με αεροπλάνο ή με πουλί ή με πορτογαλικό σταυρό.

Ανάμεσα στα 25 κτίρια που σχεδίασε ο Niemeyer, βρίσκονται η Προεδρική Κατοικία, το Εθνικό Κογκρέσο, το Εθνικό Μουσείο και το Εθνικό Θέατρο. Το πιο εντυπωσιακό απ’ όλα τα κτίσματά του είναι ο Καθεδρικός της Μπραζίλια. Δεκαέξι τσιμεντένιοι, κυρτοί πυλώνες που συγκλίνουν όλοι μαζί στην κορυφή. Ανάμεσά τους βρίσκονται κεραμικές παραστάσεις που επιτρέπουν την είσοδο του φωτός από κάθε γωνία.

Παρ’ όλα αυτά, δέχτηκε σφοδρή κριτική για πολλές από τις κατασκευές του, καθώς δεν υπήρχε πρόβλεψη για τα τεράστια ποσοστά ηλιοφάνειας της περιοχής. Μην ξεχνάμε πως η Μπραζίλια βρισκόταν στο κέντρο της χώρας, μέσα σε μια απέραντη πεδιάδα. Μάλιστα, τα πρώτα χρόνια μετά την ολοκλήρωση του Καθεδρικού υπήρχε μια ανεπιβεβαίωτη φήμη για τον τρόπο που σχεδιάστηκε.

Επειδή ο Niemeyer ήταν άθεος, έχτισε τον καθεδρικό με τέτοιον τρόπο που, όταν είχε ζέστη και ηλιοφάνεια, οι πιστοί να νιώθουν πως μπαίνουν σε ένα καζάνι, όμοιο με αυτό της κόλασης.

Ανάμεσα στα κτίρια που σχεδίασε ήταν το ανολοκλήρωτο (λόγω Εμφυλίου) Εκθεσιακό Κέντρο της Τρίπολης στον Λίβανο, το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης του Νίτεροι στο Ρίο και το Ίδρυμα που φέρει το όνομα του στην Ισπανία. Αρχιτεκτονικές καινοτομίες, άπειρα βραβεία και διακρίσεις συμπληρώνουν μια καριέρα εβδομήντα χρόνων. Πέθανε στις 5 Δεκεμβρίου του 2012, δέκα μέρες πριν τα 105α γενέθλια του.

Στη μνήμη των Λατινοαμερικάνων και του αρχιτεκτονικού κόσμου, παραμένει ως ένας από τους εκπροσώπους του βραζιλιάνικου μοντερνισμού. Ωστόσο, με τις εντυπωσιακές δημιουργίες του και τα τολμηρά του σχέδια, ο Oscar Niemeyer ήθελε να αποδείξει ότι πάνω απ’ όλα ήταν καλλιτέχνης και όχι μηχανικός, με στόχο να εντυπωσιάζει διαρκώς, να προκαλεί, να αμφισβητεί του κανόνες και να εμπνέει τους ομότεχνούς του. Όπως ένας ροκ σταρ.