
Όταν εξαφανίστηκε η Μόνα Λίζα: Η ιστορία πίσω από την κλοπή του αιώνα στο Λούβρο
Χρειάστηκαν 24 ώρες και μια τυχαία επίσκεψη στο Λούβρο για να γίνει αντιληπτό ότι είχε κλαπεί η σπουδαία Τζοκόντα, το καλοκαίρι του 1911. Μέχρι σήμερα, παραμένει η πιο διαβόητη κλοπή στον κόσμο της τέχνης και όχι μόνο.
- 20 ΟΚΤ 2025
Κάποιοι αποδίδουν τη φήμη του έργου στο περιβόητο αινιγματικό χαμόγελο. Άλλοι την αποδίδουν στη «βαριά» υπογραφή του Λεονάρντο Ντα Βίτσι, του κατεξοχήν πρωταγωνιστή της Αναγέννησης. Εντούτοις, ο πραγματικός λόγος που έκανε τη Μόνα Λίζα το πιο διάσημο και πιο υψηλά εκτιμώμενο σε αξία έργο τέχνης στον κόσμο (σήμερα, περί το 1 δισ. δολάρια) προέκυψε αιώνες μετά τη δημιουργία του έργου, όταν ένα πρωινό του 1911 η Τζοκόντα βρέθηκε ξαφνικά στα πρωτοσέλιδα όλων των εφημερίδων μαζί με την είδηση ότι το σπουδαίο έργο είχε πέσει θύμα κλοπής.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή, ακόμη και για το εξειδικευμένο κοινό της τέχνης, η Μόνα Λίζα αποτελούσε απλώς ένα ανάμεσα στα πολλά αριστουργήματα της ιταλικής αναγέννησης που κρατούσε στις προθήκες του το «θησαυροφυλάκιο» του Λούβρου – όχι κάτι το εμβληματικό.
Παράλληλα, μέχρι τη στιγμή αυτής της διαβόητης ληστείας, τα πρωτόκολλα ασφαλείας και φύλαξης των μουσείων (ακόμη και στο σπουδαιότερο όλων στο Παρίσι) παρέμεναν εντελώς υποτυπώδη, σε αντίθεση με τα συστήματα του Λούβρου τα οποία κατάφεραν να προσπεράσουν τώρα οι επιδέξιοι διαρρήκτες για να αποσπάσουν τα πολύτιμα κοσμήματα απ’ τη συλλογή του Ναπολέοντα και της αυτοκράτειρας Ευγενίας.
Βέβαια, όλη η πραγματικότητα του Λούβρου ήταν διαφορετική στις αρχές του 20ού αιώνα.
Το «μουσείο των μουσείων» που σήμερα υποδέχεται κατά μέσο όρο 25.000 επισκέπτες ανά ημέρα, τότε αφορούσε μονάχα τον στενό κύκλο της αριστοκρατίας και των μεγαλοαστών. Παρέμενε να ισχύει η φιλοσοφία ότι η τέχνη αποτελεί προνόμιο των ελίτ κι έτσι φάνταζε αδιανόητο το σενάριο της κλοπής.
Κάμερες ασφαλείας δεν είχαν ακόμη εφευρεθεί και η φύλαξη των ανεκτίμητων συλλογών επαφιόταν στο ολιγομελές και κατά βάση γηρασμένο προσωπικό φύλαξης. Όπως ενημερώνει ένα σχετικό με την υπόθεση ντοκιμαντέρ, οι φύλακες των μουσείων τότε ήταν συνταξιούχοι και απόστρατοι, ενώ «είχαν τη φήμη ότι κοιμούνται στη δουλειά».
Το διάτρητο σύστημα ασφαλείας στο μουσείο-σύμβολο της γαλλικής υπερηφάνειας έμελλε να αποκαλυφθεί εντός 24 ωρών.
Το 24ωρο που εξαφανίστηκε η Μόνα Λίζα (και κανείς δεν ασχολήθηκε)
Ξημερώνει ένα ηλιόλουστο πρωινό για το Παρίσι, στις 21 Αυγούστου του 1911.
Όπως κάθε Δευτέρα εκείνη την εποχή, το Λούβρο παραμένει κλειστό για το κοινό, όχι όμως για το προσωπικό του μουσείου αλλά και ευρύτερους συνεργάτες που πρέπει να συνεχίσουν το έργο τους. Ανάμεσα σε εκείνους που περνούν την πύλη του μουσείου, και ο Jean-Baptiste Pivert, επικεφαλής συντηρητής των έργων τέχνης στο μουσείο και κατά σύμπτωση ο τελευταίος άνθρωπος ο οποίος θα έβλεπε τη Μόνα Λίζα κρεμασμένη προτού εξαφανισθεί μυστηριωδώς.
Όπως ανέφερε αργότερα κατά τη μαρτυρία του στις αστυνομικές αρχές του Παρισιού, νωρίς το πρωί (07:00) διέσχισε τους ορόφους του μουσείου και πέρασε από την Αίθουσα Caray προς την Grand Gallery, παρατηρώντας για λίγο το αινιγματικό χαμόγελο της Μόνα Λίζα.
Περίπου μια ώρα αργότερα (08:35), όταν επέστρεψε από το γραφείο του ακολουθώντας την ίδια ακριβώς διαδρομή, στο σημείο του έργου είχαν απομείνει μόνο τα μεταλλικά γατζάκια. Η Μόνα Λίζα είχε εξαφανιστεί, χωρίς ο ίδιος να είναι ενήμερος, αλλά και πάλι αυτό δεν τον θορύβησε: υπέθεσε ότι έχει αφαιρεθεί προσωρινά, ενδεχομένως για να φωτογραφηθεί ή να καθαριστεί, ενώ εκείνος συνέχισε αμέριμνος το πρόγραμμά του.
Θα έπρεπε να περάσουν 24 ολόκληρες ώρες μέχρι να σημάνει επίσημα συναγερμός στο Λούβρο.
Για την ακρίβεια, ακόμη και τότε, η σοκαριστική ανακάλυψη της εξαφάνισης προέκυψε ουσιαστικά από σύμπτωση, όταν ένας γνωστός Γάλλος ζωγράφος ονόματι Louis Béroud κατέφτασε το πρωί της 22ης Αυγούστου και έτυχε να αναζητήσει τον συγκεκριμένο πίνακα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι προκειμένου να φιλοτεχνήσει ένα αντίγραφό του – ωστόσο, η Μόνα Λίζα απουσίαζε από τη θέση της, απευθύνθηκε τότε στο φωτογραφικό στούντιο του Λούβρου αλλά ούτε εκεί βρισκόταν.
Την έκπληξη ακολούθησε ο τρόμος και ένα κύμα βαβούρας απλώθηκε σε όλο το Λούβρο και τους φύλακες που βάλθηκαν να ψάχνουν εναγωνίως το σπουδαίο έργο, μην μπορώντας ακόμη να συνειδητοποιήσουν ότι είχε κλαπεί.
Μόλις βρέθηκε σε μια γωνία το προστατευτικό τζάμι και το κάδρο του πίνακα, δεν χωρούσαν αμφιβολίες. Βέβαια, πολύτιμες ώρες είχαν πάει χαμένες.
Η εξιχνίαση μίας υπόθεσης που δοκίμαζε όλη τη χώρα
Δεν ήταν απλώς μια ληστεία – ήταν η μεγαλύτερη ληστεία τέχνης ως τότε (και ως σήμερα) που είχε συμβεί στο πιο πολύτιμο μουσείο για το γαλλικό έθνος. Την εξιχνίαση ανέθεσε απευθείας η διεύθυνση του Λούβρου στον Louis Lépine, τον επικεφαλής αστυνομικό του Παρισιού που έχαιρε φήμης αντίστοιχης του Sherlock Holmes εκείνη την εποχή.
«Ήταν άνθρωπος της πράξης», τονίζει ο κριτικός τέχνης Jerome Coignard. «Όταν κατέφτασε στο μουσείο, εμφανίστηκε με μια ομάδα εξήντα αστυνομικών – ήταν μια τρομερά μεγάλη επιχείρηση». Άρχισε αμέσως την έρευνα, γνωρίζοντας ότι ο χρόνος λειτουργεί αντίστροφα.
Στην προκειμένη περίπτωση, είχε να αντιμετωπίσει και τον αποσυντονισμό των δημοσιογράφων: βρισκόμαστε στις αρχές του 20ου αιώνα, την ανατολή της εποχής της πληροφορίας, πράγμα που σημαίνει ότι μέσα απ’ το ράδιο και τους τηλεγράφους οι πληροφορίες μεταφέρονται παντού μέσα σε λίγες ώρες – την επομένη, όλα τα πρωτοσέλιδα είχαν τη φωτογραφία του έργου, μαζί με τη σοκαριστική είδηση που έθιγε ουσιαστικά την ακεραιότητα της Γαλλίας.
Η πρώτη εκτίμηση του Lépine ήταν ότι οι κλέφτες ανήκαν σε διεθνές κύκλωμα και ότι ίσως η κλοπή της Μόνα Λίζα αποβλέπει σε εκβιασμό του γαλλικού κράτους.
Τελικά, ο υπαίτιος της μυθιστορηματικής κλοπής του 1911 απείχε από τα σενάρια του Lépine. Όπως θα αποκαλυπτόταν σχεδόν τρία χρόνια αργότερα από τη μέρα της κλοπής, ο δαιμόνιος ληστής της Μόνα Λίζα ήταν απλώς ένας Ιταλός εργάτης, πρώην υπάλληλος ως συντηρητής του Μουσείου, ο οποίος, την ημέρα που παρέμενε κλειστό για το κοινό, φορώντας απλώς τα ρούχα εργασίας του εισήλθε ανενόχλητο, αποσπώντας τον αμύθητης αξίας πίνακα κάτω από το παλτό του. Έπειτα, βγήκε ανενόχλητος από το μουσείο, χωρίς να γίνει αντιληπτός από κανέναν. Το όνομά του, Vincenzo Peruggia.
Τον πρόδωσε τελικά η (σίγουρα αψυχολόγητη) απόφασή του να πουλήσει το έργο σε γκαλερί της Φλωρεντίας.
Aκολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.