LIFE

Στα παλιά μου τα τραγούδια

Μαθήματα επιβίωσης σε έναν παράξενο κόσμο.

Ήταν δεν ήταν επτά χρονών. Ένα φθινοπωρινό Σάββατο, εκεί στον νότο, στο χωριό Μυρσίνη του Λασιθίου όπου μεγάλωσε, θύμιζε ακόμη καλοκαίρι. Είχε κατέβει με τους γονείς και τα αδέλφια του στην πλατεία, μέρα γλεντιού -γάμου, βάφτισης;- τον γελάει η μνήμη του. Πάντως θυμάται τη μάνα του και τον πατέρα του να φοράνε τα καλά τους, και τον ίδιο να ασφυκτιά μέσα σε ένα ζεστό για τη μέρα πουκάμισο, άρα μάλλον ήταν επίσημη η περίσταση. Και σίγουρα γιορτινή. Θυμάται την ορχήστρα, το φαγοπότι, τις προπόσεις, τα γέλια, το σούσουρο.

Η γεύση σοκολάτα γάλακτος από το παγωτό χωνάκι έλιωνε στο στόμα του, καταβροχθίζοντας το, μιας και το αγαπημένο ξυλάκι με γεύση μπανάνα σοκολάτα είχε τελειώσει από το περίπτερο του κυρ-Διαμαντή στην πλατεία. Κανείς δεν ξέρει γιατί ανακαλεί τόσες λεπτομέρειες από εκείνη τη βραδιά, από μία και μοναδική βραδιά, όταν θα έπαιρνε όρκο ότι η λήθη έχει καταπιεί ολόκληρα χρόνια από την εποχή που ήταν παιδί. Ξαφνικά, όλα σίγησαν, ή έτσι του φάνηκε, και ακουγόταν μόνο η μουσική από τον επιδέξιο λυράρη και έπειτα αυτοί οι στίχοι που τον στοίχειωσαν. «Να ζήσεις μόνο μιαν αυγή, τόση ζωή σε φτάνει…»

Κόλλησε. «Πώς γίνεται να φτάνει σε κάποιον τόσο λίγη ζωή;» αναρωτιόταν το παιδικό του μυαλό ενώ έτρωγε λαίμαργα το παγωτό, θαρρείς και ήθελε να καταπιεί ολόκληρο το χωνάκι. Θαρρείς και ήθελε να καταπιεί και άλλη ζωή… Όχι, όχι, σε αυτόν σίγουρα δεν έφτανε μια αυγή… Και σίγουρα δεν του έφτανε και το παγωτό του, που τέλειωνε απελπιστικά γρήγορα. Ύστερα ήρθαν οι πρώτες χοντρές στάλες της ξαφνικής βροχής και άρχισαν να του καταβρέχουν το πρόσωπο.

Σχόλασε απότομα η γιορτή, «μούσκεμα μας τα ᾽κανε ο παλιόκαιρος» μονολογούσαν οι δικοί του στον δρόμο της επιστροφής. Γύρισε μια τελευταία φορά να κοιτάξει και ο λυράρης ήταν ακόμη εκεί. Ίσως περίμενε το ξημέρωμα. Και αν ξεψυχούσε μετά την αυγή;

Του πήρε χρόνια μέχρι να καταλάβει την ουσία του τραγουδιού, μέχρι να δώσει τη δική του ερμηνεία. Η σύνδεση με τη στιγμή. Η σύνδεση με το τώρα που, κατά έναν περίεργο τρόπο, στη δική του περίπτωση, επιτυγχάνονταν μέσα από μια ανάμνηση, μέσα από μια βόλτα στα… παλιά. Αυτό ήταν το νόημα των στίχων, που έκτοτε έγιναν κάτι σαν το δικό του mantra. Τους έλεγε και τους ξαναέλεγε στον εαυτό του όποτε ήθελε να βάλει τα πράγματα στη θέση τους, να τους προσδώσει την αρμόζουσα διάσταση.

Όταν στα 45 του ανακάλυψε εκ νέου το τραγούδι στη συλλογή 200 χρόνια δημοτικό τραγούδι, έψαχνε λίγη έμπνευση σε έναν μουντό κόσμο. Ήταν ένα σκοτεινό απόγευμα που είχε βαρεθεί να διαβάζει άσχημα νέα στο κινητό του. Όπου και αν έπεφτε το μάτι του, κακές ειδήσεις, δυσοίωνες προβλέψεις, διαφωνίες, αντιπαλότητα, διχασμός. Ξόδεμα. Ξόδεμα χρόνου και ενέργειας. Και ζωής. Του είχε μιλήσει ένας συνάδελφός του για την περιβόητη συλλογή με τα μουσικά διαμαντάκια που είχαν βαλθεί να κάνουν το δημοτικό τραγούδι να… ξανανιώσει.

Χάζευε με ενδιαφέρον τη λίστα με τα τραγούδια, όταν είδε τον τίτλο να του κλείνει το μάτι. «Σαν δεν θυμάσαι τα παλιά» ερμηνευμένο αυτή τη φορά, όχι από τον λυράρη της παιδικής του ανάμνησης, αλλά από τον Παύλο Παυλίδη. Έναν καλλιτέχνη που είχε βρει τρόπους με τη σειρά του να σημαδέψει τη ζωή του στα χρόνια που πέρασαν. «Αν τα θυμάμαι λέει», σκέφτηκε. Και πάτησε το play. Μια. Δύο. Τρεις. Αυτό και έπειτα όλη τη συλλογή, μέχρι που χόρτασε το αυτί του.

Αργότερα, όταν έκανε τα ψώνια της ημέρας από τα Lidl, κοντοστάθηκε για λίγο στα ψυγεία. Τι και αν ήταν προχωρημένο φθινόπωρο; Ήταν αποφασισμένος να πάει κόντρα στον συννεφιασμένο ουρανό και στις προβλέψεις για πτώση της θερμοκρασίας και καταιγίδες. Να πάει κόντρα στην κατήφεια, την κακοκεφιά, τη φαγωμάρα, τις κακές ειδήσεις γενικά. Παγωτό ξυλάκι, κυρίες και κύριοι, αυτή είναι η απάντηση, όποιο και αν είναι το ζητούμενο, σκέφτηκε, και χαμογέλασε συνειδητοποιώντας πως ένα κομμάτι του εαυτού του παρέμενε επτάχρονο.

Δεν πρόλαβε να βγει από το κατάστημα και το άνοιξε με λαχτάρα και ανυπομονησία. Μαζί με την πρώτη δαγκωματιά, έπεσε και η πρώτη ψιχάλα. Τι παιχνιδιάρα που είναι ώρες-ώρες η ζωή, σκέφτηκε. Σαν ένα σκανδαλιάρικο παιδί που το μόνο που θέλει είναι να γευτεί ένα παγωτό. Δίχως πριν, δίχως μετά. Εδώ και τώρα.