ΓΙΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΗΤΕΡΑΣ

“Θα σε σκοτώσει και δεν θα έχουμε μαμά”: Η πιο σκληρή ιστορία μάνας που θα διαβάσεις σήμερα

Η Σοφία Ψύρρα, η οποία εργάζεται ως καθαρίστρια στο 'Αττικόν' έχει περάσει πολλά στη ζωή της. Αυτό που την έσωσε, ήταν τα παιδιά της.

Διαφορετικό χρώμα πανί για τη λεκάνη, άλλο για το νιπτήρα, άλλο για τα κρεβάτια, άλλη σφουγγαρίστρα για τους διαδρόμους, άλλη για τις τουαλέτες, άλλη για τα δωμάτια. Πρωτόκολλο για το ένα, πρωτόκολλο για το άλλο και το παράλλο. Η κυρία Σοφία Ψύρρα κρατάει το μυαλό της διαυγές -όπως όλοι οι εργαζόμενοι στο νοσοκομείο Αττικόν- και τα θυμάται, παρά την έλλειψη οξυγόνου.

Ζει 5,5 ώρες ‘πνιγμένη’ πίσω από μια μάσκα FFP3, καθαρίζοντας κάθε χιλιοστό από τις αίθουσες Covid-19. Έμαθε ν’ αναπνέει με αυτή τη ‘μουτσούνα’ κολλημένη στο πρόσωπό της, χωρίς να χρειάζεται να την τραβήξει για δυο γεμάτες τζούρες αέρα! Εμπειρικά. Το συνήθισε. Όμως, το γεγονός ότι αναγκάζεται να μη βλέπει τα παιδιά της και το εγγόνι της, δεν συνηθίζεται. Δεν καταπίνεται!

Μου έβαλε ν’ ακούσω την εγγονούλα της να τής τραγουδάει με γλυκιά μελωδική φωνή “τι είναι αυτό που το λένε αγάπη;”. Μακρόθεν αφιέρωση στη γιαγιά. Ήταν ένα μαγνητοφωνημένο μήνυμα που έλαβε από την κόρη της. “Η ζωή με τον κορονοϊό”, πρόσθεσε. “Τα παιδιά μου μού είπαν αν αρρωστήσεις, δεν θα στο συγχωρέσουμε’. Επειδή, είναι τέτοια ασθένεια η Covid-19, που θα αναγκαστώ να μείνω μόνη μου και αβοήθητη.

Να, έτρωγαν τώρα -το Πάσχα- οι συμπέθεροι με το εγγόνι μου και το παιδί μου κι έλειπα εγώ. Ήμουν αναγκαστικά μόνη μου. Πληγώθηκα. Δεν ζω την οικογένειά μου, αυτές τις ημέρες. Όλοι οι εργαζόμενοι φοβούνται μήπως μεταφέρουν τον ιό στο σπίτι τους. Στο νοσοκομείο, υπάρχουν άνθρωποι που έχουν σκεφτεί να νοικιάσουν διαμέρισμα γι’ αυτό το διάστημα και άλλοι που έχουν ρωτήσει αν υπάρχουν κενές κλίνες, προκειμένου να μείνουν σε αυτές για λίγο”.

“Έφυγα με τα μάτια πρησμένα από τις μπουνιές”

 

Η κ. Ψύρρα εκπροσωπεί τη μάνα που γιορτάζει -σήμερα-, τη γιαγιά, τη γυναίκα της πρώτης γραμμής στη μάχη κατά του κορονοϊού, τις σκληρά εργαζόμενες καθαρίστριες, τη σύζυγο που δεν ανέχθηκε την ενδοοικογενειακή βία. Προστάτεψε τη ζωή της, την ψυχή των παιδιών της και την αξιοπρέπειά της.

“Με έδερνε και είχα το μαξιλάρι στο στόμα, για να μην ντροπιαστώ στη γειτόνισσα. Έφυγα με τα μάτια πρησμένα από τις μπουνιές. Πήρα τις κόρες μου, ένα σακ βουαγιάζ με ρούχα κι έφυγα. Τα παιδιά μου μού έσωσαν τη ζωή. Μού είπαν: ‘Πάμε να φύγουμε, θα σε σκοτώσει και δεν θα έχουμε μαμά! Τότε, μούδιασε το μυαλό μου. Έμεινα τρεις μήνες -με δυο μικρά παιδιά- σ’ ένα αντίσκηνο σε μια πλατεία, μέχρι να βρω δουλειά και να μαζέψω τα χρήματα για το πρώτο ενοίκιο. Έτυχε να συμβεί πάνω στις μέρες του μεγάλου σεισμού της Αθήνας (1999) και ζήτησα να μου φέρουν κι εμένα μια σκηνή. Ευτυχώς, μας νοίκιασε μια κυρία ένα δυάρι, χωρίς να έχω ακόμη τα χρήματα και δουλειά. Μετά έλεγαν στη γειτονιά: ‘Η Σοφία η κουρελού και τα παιδιά της τα καλοντυμένα”.

Μού είπαν: ‘Πάμε να φύγουμε, θα σε σκοτώσει και δεν θα έχουμε μαμά!

Αλήθεια ήταν. Δεν ψώνιζα για ‘μένα. Δούλευα καθαρίστρια σε δυο δουλειές, πολλές φορές πήγαινα και άυπνη από τη μία στην άλλη, για να έχουν τα παιδιά μου τα καλύτερα. Εγώ βολευόμουν με κανένα ρούχο που μου έδιναν. Τα τελευταία χρόνια άρχισαν να ψωνίζω για ‘μένα. Η ζωή μου είναι για βιβλίο, το ξέρω”, μονολογεί. Ξέρεις γιατί τα είπε μόνη της -νεράκι-, χωρίς να ερωτηθεί; Για να προστατέψει τις γυναίκες. Επειδή, η ενδοοικογενειακή βία δεν είναι ‘φρούτο’ που μας προέκυψε σήμερα, με τον εγκλεισμό. Υπήρχε και επειδή θα υπάρχε,ι η επιλογή είναι μονόδρομος, αυτός που διάλεξε να περπατήσει η Σοφία Ψύρρα που αμείβεται με 460 ευρώ το μήνα. “Να είμαστε δίκαιοι. Μου κολλάνε βαρέα ένσημα. Είναι υγιέστατα τα παιδιά μου κι εγώ. Άρα, είμαι πλούσια!”. Δεν ανήκει στο προσωπικό του νοσοκομείου ‘Αττικόν’, αλλά στο συνεργείο που έχει αναλάβει την καθαριότητα του νοσοκομείου.

“Αν ήμουν πιο νέα, θα έφευγα από την Ελλάδα που λατρεύω και την προτιμώ από τις άλλες χώρες. Δεν θα ξεχάσω όταν μου πήραν το παγωτό μέσα από τα χέρια μου, στη Λυών. Επειδή, ήταν -λέει- 12 παρά τέταρτο και έκλειναν! ‘Πού πάει αυτός το παγωτό μου;’, ρώτησα τον κουνιάδο μου που ζει εκεί. Όμως, είμαι χωρισμένη μητέρα και η πατρίδα μου δεν με στήριξε σε τίποτε. Μόνη μου μεγάλωσα τα παιδιά μου, δεν είχα βοήθεια από τον πρώην σύζυγό μου. Αρμένιος Χριστιανός, αλλά μεγαλωμένος στη Βηρυτό. Με τις μουσουλμανικές αρχές μεγάλωσε. Απαγορευόταν ακόμη και να τον κοιτάξω στα μάτια. Εκεί, ξέρεις πώς είναι; Η γυναίκα κορώνα στο κεφάλι τους. Άλλο, αν τρώει ξύλο. Κι εμένα, αφού με έδερνε μου έφερνε χρυσά 21 καρατίων”.

Δεν άντεξα κι άρχισα το παραμιλητό: “Να σε κάψω Γιάννη, να σε αλείψω λάδι”. Αναφώνησε: “Αυτό που είπες, ναι! Είχα γίνει 87 κιλά και είμαι 65. Έπρεπε να μαγειρεύω τρία διαφορετικά φαγητά την ημέρα. Συν όλα τα άλλα που ήθελε να έχω έτοιμα. Τον γνώρισα στα 17 και χώρισα στα 29. Ήθελε την ελληνική υπηκοότητα κι έταξε να βοηθήσει τα παιδιά, ως αντάλλαγμα για την καθυστέρηση της έκδοσης του διαζυγίου. Φυσικά, δεν τήρησε το λόγο του. Ήταν σχεδιαστής ακριβών παπουτσιών, στη Βηρυτό. Εξοικειωμένος με το θάνατο, όπως κάθε άνθρωπος που έχει ζήσει σε εμπόλεμες καταστάσεις. Μια μέρα μου έλεγε για τον καλύτερο φίλο του, ο οποίος σκοτώθηκε μπροστά του, ενώ πήγαιναν στη δουλειά. Φαντάστηκα κι εγώ ότι δεν θα είχε το κουράγιο να δουλέψει, έπειτα από αυτό. ‘Είσαι τρελή; Κανονικά, συνέχισα και πήγα στη δουλειά”, μου απάντησε. Αν είχαν σκοτώσει την κολλητή μου μπροστά μου, θα είχα τρελαθεί. Αλλά, εκεί είναι αλλιώς. Ζουν με τον θάνατο, δεν τους αγγίζει”.

Αναρωτήθηκα τι θα είχε γίνει στην Ελλάδα, αν οι άνθρωποι που έφυγαν από τη ζωή λόγω του νέου κορονοϊού ήταν περισσότεροι. Αν είχαν ξεπεράσει τους χίλιους. Πόσο εξοικειωμένοι είμαστε με το θάνατο στην Ελλάδα, ακόμη και σε μια πανδημία που θρηνεί όλος ο πλανήτης; Στιγμιαία ‘Μόρα’ με παρέλυσε! Έπαψα -εδώ και καιρό- να κοιτάζω το μακάβριο παγκόσμιο χάρτη. Δεν μπορώ να το διαχειριστώ.

“Οι γιατροί είναι οι άγγελοι και εμείς οι φύλακες άγγελοι”

“Τα πάντα ψεκάζω, πια. Ακόμη και τα πόμολα της εξωτερικής εισόδου στο σπίτι. Η αντισηψία είναι προτεραιότητα, παντού. Η κυρία στο ισόγειο μου εξέφρασε την αγωνία της, επειδή εργάζομαι στο Αττικόν”‘. Ψεκάζοντας μπαίνω μέσα. Μένουν και ηλικιωμένοι άνθρωποι εδώ και λειτουργώ υπεύθυνα. Την καταλαβαίνω την αγωνία τους. Άφησαν σημείωμα σ’ ενα τραυματιοφορέα μας, στην πολυκατοικία. Του ζητούσαν να είναι προσεκτικός σε ό,τι αγγίζει.

Είναι αλήθεια ότι υπάρχει κοινωνικός ρατσισμός αυτές τις ημέρες, ειδικά απέναντι σ’ εμάς, που εργαζόμαστε στα νοσοκομεία. Αντιλαμβάνομαι την αγωνία των ανθρώπων. Κι εγώ φοβάμαι που μπαίνω στις αίθουσες Covid. Ο ιδρώτας μου φτάνει μέχρι τον αστράγαλο. Όμως, πρέπει να σκεφτόμαστε ο ένας τον άλλο, δεν γίνεται αλλιώς. Ξέρεις, το άσχημο αυτής της ασθένειας -αυτής της νοσηλείας-, είναι ότι είσαι τελείως μόνος σου, χωρίς κανένα δικό σου άνθρωπο. Μόνος σου το βιώνεις, στο θάλαμό σου.

Είναι αλήθεια ότι υπάρχει κοινωνικός ρατσισμός αυτές τις ημέρες, ειδικά απέναντι σ’ εμάς

Δεν μπορείς ούτε στο διάδρομο να βγεις. Οι ασθενείς είναι θλιμμένοι και γι’ αυτό. Οι ηλικιωμένοι είναι ανήμποροι. ‘Σε παρακαλώ, μπορείς να μου δώσεις λίγο νερό;’, μού είπε ένας. Δεν μπορούσα. Απαγορεύεται και από το πρωτόκολλο. Και μετά συγκινείσαι, βουρκώνεις. Δεν ακουμπάμε κανέναν, αλλά φωνάζουμε τη νοσηλεύτρια σε αυτές τις περιπτώσεις”.

Δεν μπαίνουν όλες οι εργαζόμενες στον τομέα της καθαριότητας στους θαλάμους Covid – 19. “Δεν μπορούν όλες. Άλλη έχει σύζυγο με ΧΑΠ (χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια) ή καρδιοπαθή. Οι πιο μεγάλες κυρίες, δεν είναι σωστό να μπουν. Βέβαια, έχουμε και μια 60άρα Πόντια, που δεν μασάει! “Θα μπω και στα Covid και παντού”, μας λέει. Θα πάμε εμείς κι η Παναγιά μαζί μας. Θέλει αυταπάρνηση.

Οι γιατροί είναι οι άγγελοι και εμείς οι φύλακες άγγελοι. Τους ψεκάζουμε και τους γιατρούς, τους απολυμαίνουμε. Μακάρι, ο κόσμος να εκτιμήσει όλη αυτή την προσπάθεια. Μακάρι, να μη μας ξανακουνήσουν το δάχτυλο. Να μην ξαναζήσουμε την περιφρόνηση και τις διαταγές. Ο συγγενής που έχει τον άνθρωπό του άρρωστο, βγάζει όλα τα νεύρα του πάνω μας, στις κυρίες της καθαριότητας. Τι να πούμε εμείς; Υγεία τους ευχόμαστε, ολόψυχα. Αλλιώς, δεν καταφέρνεις να λειτουργήσεις. Καταλαβαίνουμε. Έχουμε να κάνουμε με ασθενείς, με δυσάρεστες καταστάσεις. Νοσοκομείο είναι. Έχουν όλοι πόνο και θλίψη. Βάζεις μπροστά την ανθρωπιά και συνεχίζεις”.

“Μη μου ξεφύγει κάποια κίνηση και πετάξω τον ιό αριστερά και δεξιά”

Υπάρχουν τρεις συνεχόμενες βάρδιες για τις καθαρίστριες. “Η βάρδιά μου είναι 5,5 ώρες. Όρθια. Δεν μπορείς παραπάνω, μάνα μου. Δεν αντέχεις. Χρειάστηκαν και 3,5 ώρες για να καθαριστεί μια αίθουσα, έπειτα από τοκετό. Άσε τα χειρουργεία. Αρκεί μια φράση της για να καταλάβει κάποιος ότι η αξία της δουλειάς της είναι ανεκτίμητη: ‘Πετάω χέρια, συκώτια, καθαρίζω λίμνες αίματος’. Όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι το ‘ευχαριστώ’ απέναντι σε αυτές τις γυναίκες, δεν γίνεται να είναι ένα χειροκρότημα. Ντρέπομαι να τις κοιτάξω στα μάτια. Ας σκεφτεί το υπουργείο Υγείας ή το Εργασίας κάτι περισσότερο από την ηθική ανταμοιβή. Επιβάλλεται. Διακινδυνεύουν την υγεία τους για… τέσσερις κι εξήντα!

Με χτυποκάρδι δουλεύουν: ‘Έπειτα από εμάς, είστε εσείς’, μας λένε οι γιατροί. Κάθε φορά μας ενημερώνουν. Για παράδειγμα, όταν υπάρχει περιστατικό με HIV, φοράμε άλλη στολή. Αλλάζει η δοσολογία στη χλωρίνη. Αν κάνω ένα λάθος, ο επόμενος ασθενής μπορεί να αρρωστήσει. Σκέφτεσαι ότι μπορεί στη θέση του να βρεθείς εσύ μια μέρα και να νοσήσεις από ένα τέτοιο λάθος. Και το χιλιοστό προσέχω. Και θέλω απόλυτη ησυχία, όταν αλλάζω τα ρούχα. Να είμαι συγκεντρωμένη μη μου ξεφύγει κάποια νευρική κίνηση και πετάξω τον ιό αριστερά και δεξιά. Όταν βγάζω την προστατευτική στολή τρέμω. Φοράω 3-4 γάντια. Βγάζω τη μάσκα, βγάζω το ένα ζευγάρι γάντια. Βγάζω τη φόρμα, βγάζω το άλλο ζευγάρι γάντια κ.ο.κ. Πλένω τα χέρια μου και είμαι συγκεντρωμένη στις χούφτες μου, για να τις καθαρίσω σωστά, καθώς αυτό είναι το Α και το Ω”.

Και η αρχή της βάρδιας, δύσκολη είναι: “Όταν φθάνω στο νοσοκομείο, πάω στην αποθήκη για να πάρω τα υλικά. Άλλο χρώμα πανί για το νιπτήρα, άλλο για τη λεκάνη, άλλο για τα κρεβάτια. Συγκεκριμένη σφουγγαρίστρα για το διάδρομο, άλλη για την τουαλέτα”.

Στην ‘παιδική’ ερώτηση αν έχουν και σκούπες απάντησε: “Δεν υπάρχει σκούπα, αλλά παρκετόσκουπα. Όλα αυτά είναι της εταιρείας που εργάζομαι. Από το νοσοκομείο μας ενημέρωσαν πώς θα λειτουργούμε με τα υλικά μας. Και ο κ. Τσιόδρας. Γλυκύτατος άνθρωπος. Έχει  κεφάλι γεμάτο με πολλά γράμματα, αλλά είναι ταπεινός. Δεν το έχουν όλοι οι άνθρωποι αυτό. Μας λέει: ‘Μά…ααασκες να φοράμε. Δεν θα μιλάμε χωρίς μάσκα’. Εκτός από τη μάσκα: “Φοράω την ποδιά και το προστατευτικό κοστούμι. Παντελόνι, μπλούζα, ποδιά και ρόμπα. Μαζί με την αγωνία που έχουμε, λογικό είναι να στάζουμε από ιδρώτα. Αφού ντυθούμε, βγάζουμε φωτογραφία με το κινητό, για να δούμε μήπως μας έχει ξεφύγει κάποιο τσουλούφι. Δεν επιτρέπεται και δεν έχουμε καθρέπτη, ώστε να το ελέγξουμε”.

“Δεν επιτρέπω πολλά στο φόβο”

Η κ. Ψύρρα μέχρι να εργαστεί στο ‘Αττικόν’ αντιπαθούσε τους γιατρούς. “Δεν τους είχα σε εκτίμηση. Τώρα, σε αυτή τη δουλειά κατάλαβα πώς λειτουργούν και λέω ‘ντροπή μου, που είχα τέτοια γνώμη’. Τους έβλεπα να περπατούν αργά, να μην απαντούν όταν τους μιλάς ή όταν τους λες ‘καλημέρα’. Ξέρεις πόσα χιλιόμετρα κάνουν μέσα στο νοσοκομείο; Εξαντλούνται! Κατάλαβα και γιατί δεν απαντούν. Ο άνθρωπος σκέφτεται τα χειρουργεία του, συνέχεια. Τα υλικά του, τη νάρκωση. Απίστευτα πράγματα έχουν στο μυαλό τους, όταν τους μιλάμε. Δεν είναι αγένεια, αν δεν σου πουν ‘καλημέρα’. Ένας καρδιοχειρουργός μπορεί να έχει 17 ώρες χειρουργείο. Για ποιο πράγμα ενοχλούμαστε; Επειδή, δεν μας είπε ‘καλά είμαι’; Όπως είπα πιο πριν, αυτοί είναι οι άγγελοί μας και εμείς της καθαριότητας οι φύλακες άγγελοι που τους ακολουθούμε παντού”.

Η κυρία Σοφία, έφτιαξε ένα κόκκινο καπέλο, για το νοσοκομείο. Πάνω γράφει “όλα θα πάνε καλά” κι έχει το σήμα της νίκης! Γελάει δυνατά. “Κάνω συνέχεια αστεία και με όλοι με ρωτούν, δεν έχεις προβλήματα εσύ; Έμαθα να είμαι δυνατή και να μην επιτρέπω πολλά στο φόβο! Να τις αγαπάτε τις μαμάδες σας. Ειδικά, αυτές που προσπαθούν πολύ να αντεπεξέλθουν και να σταθούν όρθιες. Η ζωή μου είναι τα παιδιά μου. Γι’ αυτά ξυπνάω κάθε μέρα. Αυτά με έσωσαν και ευχαριστώ τον Θεό που τα έχω”.