Netflix
NETFLIX

The Ripper: Ο αντεροβγάλτης που έσφαζε γυναίκες

Το ντοκιμαντέρ του Netflix, "The Ripper" αναβιώνει τη δράση του serial killer Peter Sutcliffe και φέρνει στο προσκήνιο την απίστευτη ιστορία του φαρσέρ που θέλησε να του «κλέψει τη δόξα».

Μία ιστορία για το πώς η κοινωνία αντιμετωπίζει την πορνεία ακόμη και σήμερα, αλλά και μια υπόθεση όπου η βρετανική αστυνομία υπέπεσε σε μνημειώδεις γκάφες, παρασυρμένη και από ένα ασυνείδητο φαρσέρ, ο οποίος υποδύθηκε, άγνωστο γιατί, τον δολοφόνο.

Τον περασμένο Νοέμβρη (για την ακρίβεια στις 13/11), ο Peter Sutcliffe, ή αλλιώς ο «αντεροβγάλτης του Γιορκσάιρ» άφηνε την τελευταία του πνοή νοσηλευόμενος για κορονοϊό. Ο στυγνός δολοφόνος δεκατριών γυναικών, που έδρασε στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70 και η υπόθεση της ανακάλυψης και της σύλληψής του συγκλόνισε τη Βρετανία «πέθανε, χωρίς κανείς να αφήσει ένα δάκρυ γι αυτόν» όπως παρατήρησε ένας πρώην αστυνομικός, που είχε ασχοληθεί με την υπόθεση.

Πριν από λίγες μέρες το Netflix φιλοξένησε ένα ντοκιμαντέρ τεσσάρων επεισοδίων, με τίτλο “The Ripper”, στο οποίο περιγράφεται η αποτρόπαια δράση του Sutcliffe, αλλά και οι τρομακτικές αστοχίες της βρετανικής αστυνομίας στην προσπάθεια του εντοπισμού του.

Παρότι υπήρχαν μαρτυρίες από άλλες γυναίκες οι οποίες είχαν επιβιώσει από επιθέσεις του Sutcliffe, η αστυνομία του Γιορκσάιρ για αρκετά χρόνια θεωρούσε ότι ο δολοφόνος κυνηγούσε αποκλειστικά πόρνες. Όταν μάλιστα ένας άλλος παράφρων, ο John Humble, με επιστολές του αλλά και ηχογραφημένο μήνυμά του που έστειλε στον επικεφαλής της έρευνας, ντετέκτιβ George Oldfield, υποστήριζε ότι αυτός ήταν ο δράστης προκαλώντας την αστυνομία να τον βρει και να τον συλλάβει, η προσπάθεια εντοπισμού εκτροχιάστηκε τελείως.

Λόγω της προφοράς του Humble, που είχε συστηθεί ως «αντεροβγάλτης», ο Oldfield έστρεψε όλη την έρευνα προς την περιοχή του Σάντερλαντ, περίπου 100 χιλιόμετρα μακριά από το Μπράντφορντ, όπου ζούσε και δρούσε ο πραγματικός δολοφόνος. Ο Sutcliffe, δηλαδή, που στο μεταξύ είχε ανακριθεί εννιά φορές από τους αστυνομικούς, χωρίς όμως ουδείς να προχωρήσει πιο εμπεριστατωμένα σε έρευνα γι’ αυτόν. Έστω κι αν στη δουλειά του (ήταν οδηγός σε μεταφορική εταιρεία) είχε το παρατσούκλι «ο αντεροβγάλτης».

Το ντοκιμαντέρ του Netflix προσπαθεί να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο παγιδεύτηκε η αστυνομία αλλά και τη συνολική αντιμετώπιση του θέματος από τη βρετανική κοινωνία. Όσο ο δολοφόνος «σκότωνε πόρνες», όπως διατυμπάνιζε η αστυνομία, η είδηση περνούσε σχεδόν στα ψιλά. Όταν, όμως, σκότωσε ένα 16χρονο κορίτσι «αξιοσέβαστο, που εργαζόταν σε supermarket», σύμφωνα με τις εφημερίδες, η υπόθεση του «αντεροβγάλτη» μετατράπηκε σε εθνικό θρίλερ.

Οι πόρνες δε θα μπορούσαν ποτέ να θεωρηθούν αξιοσέβαστα πρόσωπα, κατά την κρατούσα τότε άποψη (ή μήπως και τώρα;) η ζωή τους δεν είχε και τόσο μεγάλη αξία, ή εν πάση περιπτώσει «πόρνες ήταν, με τον τρόπο που ζούσαν, πήγαιναν και γυρεύοντας».

Ακόμη, όμως, κι όταν η αστυνομία κατάλαβε ότι ο δολοφόνος δεν κυνηγούσε απλά και μόνο «πεταλούδες της νύχτας», οι συμβουλές της για αυτοπεριορισμό των γυναικών στο σπίτι (ή βραδινές εξόδους με συνοδεία γνωστών τους ανδρών) ξεσήκωσε έντονες διαμαρτυρίες του γυναικείου κινήματος στη Βρετανία.

Οι άνδρες μπορούσαν να βγαίνουν κανονικά και να διασκεδάζουν, όχι όμως και οι γυναίκες, που ήταν «προτιμότερο να μένουν σπίτι, ή να βγαίνουν με όσους γνωρίζουν». Κι όμως, στους δρόμος κυκλοφορούσε ελεύθερος ένας άνδρας και όχι μια γυναίκα δολοφόνος!

Χτύπημα πίσω από το κεφάλι

To αιχμηρό ντοκιμαντέρ  ξεκινάει από την πρώτη γυναίκα την οποία δολοφόνησε ο Sutcliffe στις 30 Οκτωβρίου του 1975. Η Wilma McCann ξεψύχησε στα χέρια του, έχοντας δεχθεί ένα δυνατό χτύπημα στο κεφάλι και 15 μαχαιριές στο κορμί του. Η McCann ήταν μητέρα τεσσάρων παιδιών (ο γιος της εμφανίζεται στο ντοκιμαντέρ, ενώ μία κόρη της αυτοκτόνησε το 2007, υποφέροντας από χρόνια κατάθλιψη) και επειδή έκανε άστατη ζωή θεωρήθηκε πόρνη. Δεν ήταν.

Η αστυνομία ακολούθησε το μονόδρομο μιας θεωρίας, χάνοντας την ουσία, όταν τον Ιανουάριο του 1976 ο Sutcliffe δολοφόνησε τη 42χρονη Emily Jackson, που πράγματι εκδιδόταν, χρησιμοποιώντας μάλιστα το οικογενειακό βαν ως τόπο συνάντησης της με τους άνδρες-πελάτες. Η μέθοδος που ακολουθούσε ο Sutcliffe ήταν ίδιος. Χτύπημα από πίσω, συνήθως με ένα σφυρί, και στη συνέχεια κατακρεουργούσε το πτώμα με μαχαίρα, κατσαβίδια, ή ακόμη και πριόνια.

Οι φωτογραφίες των θυμάτων.

Δεν ήταν, όμως, αυτές οι δυο γυναίκες τα πρώτα θύματά του. Το 1969 είχε επιτεθεί σε μια πόρνη χτυπώντας τη με μια πέτρα (βγαίνοντας από το αυτοκίνητό του φίλου του Trevor Birdsall) από πίσω. Η άτυχη γυναίκα κράτησε τον αριθμό των πινακίδων του αυτοκινήτου και η αστυνομία την επόμενη μέρα, επισκέφθηκε τον Sutcliffe που ομολόγησε την πράξη του. Το θύμα δε θέλησε να προχωρήσει σε μήνυση και ο μετέπειτα δολοφόνος αφέθηκε ελεύθερος. Αντί όμως το όνομά του να σημειωθεί και να είναι ο πρώτος ύποπτος σε ένα αντίστοιχο συμβάν, ουδείς ασχολήθηκε σοβαρά μαζί του. Ακόμη κι όταν εμφανιζόταν ξανά στα πόδια της Αστυνομίας και ανακρινόταν, οι ντετέκτιβ απλά τον άφηναν να φύγει και να συνεχίσει τα αποτρόπαια εγκλήματά του.

Πριν δολοφονήσει τη Wilma McCann τον Οκτώβριο του 1975, είχαν προηγηθεί τρεις ακόμη επιθέσεις. Στις 5 Ιουλίου χτύπησε την Anna Rogulski με ένα σφυρί και την μαχαίρωσε στο στομάχι. Θα τη σκότωνε, αν δεν άκουγε ένα γείτονα τα βήματα του οποίου τον ανάγκασαν να φύγει. Η Rogulski επέζησε μετά από λεπτή εγχείρηση, υπέφερε ωστόσο από ψυχολογικό σοκ σε όλη της τη ζωή. Στις 15 Αυγούστου, στα χέρια του δολοφόνου πέφτει η Olive Smelt, σε ένα σκοτεινό δρόμο του Χάλιφαξ. Η μέθοδος ίδια και απαράλλαχτη. Χτύπημα με σφυρί από πίσω και μαχαίρωμα στο κορμί της. Το θύμα γλίτωσε από τύχη, καθώς πάλι ένας διερχόμενος διέκοψε τον  Sutcliffe, που δώδεκα μέρες αργότερα επιτέθηκε στη 14χρονη Tracy Brownie. Τη χτύπησε πέντε φορές στο κεφάλι, όταν όμως είδε ένα αυτοκίνητο να περνάει την εγκατέλειψε αναίσθητη.

Οι καταγγελίες των θυμάτων στην αστυνομία καταχωρήθηκαν στο αρχείο, αλλά κανείς δεν τις συσχέτισε με τη σειρά των φόνων που θα έκανε στη συνέχεια ο  Sutcliffe, αφού οι συγκεκριμένες γυναίκες δεν είχαν χτυπηθεί σε περιοχές όπου σύχναζαν πόρνες, ενώ αργότερα όταν η Smelt επισκέφθηκε πάλι την αστυνομία, στη σχετική ερώτηση έκανε λόγο για προφορά Γιορκσάιρ. Αυτό έφτανε να θεωρηθεί ως μη συσχετιζόμενο συμβάν, αφού από κάποια στιγμή και μετά ο δράστης, για την αστυνομία ήταν «Geordi», όπως λέγονται στη Βρετανία όσοι κατοικούν στην περιοχή όπου τα αγγλικά ομιλούνται με την προφορά του τύπου που είχε στείλει την περίφημη κασέτα.

Πώς όμως οδηγήθηκε η αστυνομία του Γιορκσάιρ σε αυτή την τεράστια πλάνη, που στοίχισε ζωές, εκατομμύρια λίρες στους φορολογούμενους και βασάνισε τη Βρετανία για μια πενταετία; Το ντοκιμαντέρ του Netflix, αλλά και όσοι ασχολήθηκαν εν συνεχεία με το θέμα σημειώνουν ότι επικεφαλής της έρευνας ήταν άνδρες ντεντέκτιβ, που είχαν παγιωμένες απόψεις για το πώς ζει και κυρίως γιατί μια γυναίκα οδηγείται στην πορνεία. Ακόμη και οι δημοσιογράφοι που κάλυπταν την υπόθεση ήταν άνδρες, με αντίστοιχη νοοτροπία. Οι γυναίκες του αστυνομικού τμήματος του Γιορκσάιρ ασχολούνταν το πολύ με την αρχειοθέτηση και των εφημερίδων με το κοσμικό ρεπορτάζ. Τα «σοβαρά θέματα» τα αναλάμβαναν οι άνδρες.

Ο επιθεωρητής που’ χε συλλάβει τον λάθος άνθρωπο

Ένας απ’ αυτούς ήταν ο George Oldfield που όταν τέθηκε επικεφαλής της έρευνας για τον αντεροβγάλτη ήταν 52 ετών. Ένα χρόνο νωρίτερα είχε συλλάβει και οδηγήσει στη δικαιοσύνη τη Judith Ward, ως υπεύθυνη της βομβιστικής επίθεσης του ΙRA, στον αυτοκινητόδρομο Μ62 με στόχο ένα πούλμαν το οποίο μετέφερε Βρετανούς στρατιώτες και αξιωματικούς (και μέλη των οικογενειών τους). Δώδεκα άνθρωποι είχαν χάσει τη ζωή τους στις 4 Φεβρουαρίου 1974, σε μια από τις πιο πολύνεκρες επιθέσεις του IRA, που είχε γίνει στην περιοχή του Γιορκσάιρ.

Ο επιθεωρητής Oldfield διεύθυνε την αστυνομική έρευνα και δυο εβδομάδες αργότερα προχωρούσε στη σύλληψη της Judith Ward. Μιας γυναίκας, που ήταν ψυχικά ασθενής και η οποία «ομολόγησε» το έγκλημα που αργότερα αποδείχθηκε ότι δεν έκανε ποτέ! Η Ward κατηγορήθηκε για την συγκρότηση τρομοκρατικής ομάδας, που έκανε βομβιστικές επιθέσεις στη Βρετανία το 1973 και το 1974, έχοντας παντρευτεί δυο διαφορετικά μέλη του IRA, με τα οποία μάλιστα είχε κάνει και παιδί.

Παρότι δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία για αποδεδειγμένη εμπλοκή της στον IRA, με την «ομολογία» της να στηρίζεται σε ανορθόδοξες και μη επαρκώς δικαιολογημένες μεθόδους του Oldfield, η Ward καταδικάστηκε με φυλάκιση 30 ετών, το Νοέμβριο του 1974. Ο IRA με επίσημη ανακοίνωσή του αποκάλυψε ότι η Judith Ward ουδέποτε υπήρξε μέλος του Ιρλανδικού Δημοκρατικού Στρατού και προφανώς δε συμμετείχε στη συγκεκριμένη βομβιστική επίθεση.

Το Μάιο του 1992 η Ward αφέθηκε ελεύθερη, με το Εφετείο να αναγνωρίζει το λάθος της πρωτόδικης καταδίκης και τα λάθη των αστυνομικών αρχών. Δηλαδή του Oldfield. Ο οποίος είχε ήδη προαχθεί σε αστυνομικό υποδιευθυντή του τμήματος ανθρωποκτονιών. Η υπόθεση του «αντεροβγάλτη» έπεσε στα χέρια του.

Η «εμφάνιση» του δολοφόνου

Καθώς ο Sutcliffe συνέχιζε να σκοτώνει γυναίκες, οι έρευνες της αστυνομίας δεν κατέληγαν πουθενά. Τρία χρόνια μετά τον πρώτο φόνο (Wilma McCann) είχαν χάσει τη ζωή τους άλλες εννιά γυναίκες. Η αστυνομία «πλησίαζε» αλλά δεν έβρισκε τον αόρατο «αντεροβγάλτη» που σκορπούσε τον τρόμο σε σκοτεινούς δρόμους, αφήνοντας τα πτώματα σε εμφανή σημεία για να τα βρουν οι περαστικοί.

Στις 8 Μαρτίου 1978, ο George Oldfield είναι ο παραλήπτης ενός γράμματος, που έχει ταχυδρομηθεί από το Σάντερλαντ και κόβει την ανάσα του ντεντέκτιβ.

«Αγαπητέ κύριε, συγγνώμη που δεν μπορώ να σου πω το όνομα μου, για ευνόητους λόγους. Είμαι ο αντεροβγάλτης. Με έχουν χαρακτηρίσει μανιακό, όχι εσύ προσωπικά, αλλά ο Τύπος. Εσύ με αποκάλεσες έξυπνο και πράγματι είμαι…» έγραφε ο Wearside Jack, όπως ονομάστηκε ο υποτιθέμενος αντεροβγάλτης, επειδή προερχόταν από τη βορειοανατολική Αγγλία. Στο γράμμα αποκάλυπτε λεπτομέρειες των φόνων, μόνο όμως με βάση τα στοιχεία της αστυνομίας (αργότερα δυο ειδικοί αναλυτές, διαπίστωναν ότι ο ψεύτικος δολοφόνος αγνοούσε φόνους που ανακαλύφθηκαν λίγες μέρες μετά, αλλά όταν έστελνε το γράμμα του, είχαν ήδη συμβεί, εξέφρασαν τη διαφωνία για την αυθεντική ταυτότητα του επιστολογράφου, ωστόσο η έκθεσή τους καταχωνιάστηκε σε κάποιο γραφείο).

Ο Wearside Jack έστειλε άλλες δυο επιστολές, μία στον Oldfield και άλλη μία στην Daily Mirror. Η πιο θεαματική του ενέργεια όμως ήταν ένα χρόνο αργότερα, στις 17 Ιουνίου 1979 όταν έστειλε στον Oldfield ένα ηχογραφημένο μήνυμα! Η αστυνομία κάλεσε σε συνέντευξη Τύπου τους δημοσιογράφους και έπαιξε την κασέτα (για την οποία εγγυήθηκε και την αυθεντικότητά της): «Είμαι ο Tζακ. Βλέπω ότι ακόμη δεν είχες την ευκαιρία να με συλλάβεις. Σε σέβομαι απόλυτα Τζορτζ, αλλά προς Θεού. Δεν έχεις πλησιάσει καθόλου στη σύλληψή μου, τέσσερα χρόνια από τότε που ξεκίνησα. Θεωρώ ότι τα «παιδιά σου» σε έχουν απογοητεύσει Τζορτζ. Δεν μπορούν να γίνουν καλύτεροι ε;»

Ο Οldfield και οι προϊστάμενοί του θεωρούν ότι ο άνθρωπος που ακούγεται να μιλάει με τη χαρακτηριστική «Geordi» προφορά, είναι ο δολοφόνος. Ο αντεροβγάλτης που σκοτώνει πόρνες. Ο Τζακ της βικτωριανής εποχής, ο οποίος επέστρεψε στα τέλη της δεκαετίας του 70 σαν σατανάς, ο οποίος «εμπαίζει» την αστυνομία. Η ειδική ανάλυση προσδιορίζει τον τόπο κατοικίας του στην περιοχή Καστλετάουν του Σάντερλαντ!

Κι έτσι ξεκινάει μια γιγαντιαία επιχείρηση της αστυνομίας για την εξεύρεση του «μανιακού δολοφόνου», που έχει την ιδιάζουσα προφορά. Η κασέτα παίζει σε διάφορα δημόσια μέρη, ώστε να αναγνωριστεί από κάποιον γνωστό του δολοφόνου, κινητοποιούνται 40.000 αστυνομικοί, τυπώνονται 5.000 διαφημιστικά που τοποθετούνται στους δρόμους, ή καταχωρούνται σε εφημερίδες. Η όλη καμπάνια κοστίζει στην Αστυνομία 1 εκατομμύριο λίρες, ξοδεύονται χιλιάδες ώρες έρευνας και συλλογής ανούσιων στοιχείων. Για να μην καταρρεύσει από τη χαρτούρα, το αστυνομικό τμήμα του Γιορκσάιρ ενισχύει την κατασκευή του με σκυρόδεμα!

Μια τεράστια απάτη

Στην πραγματικότητα πρόκειται για ένα τεράστιο hoax. Την ώρα που ο Sutcliffe εξακολουθεί να σκοτώνει, αυτός που έστειλε τα γράμματα και την ηχογραφημένη κασέτα λέγεται John Humble. Δεν έχει καμιά σχέση με τους φόνους, απλά θέλει να περάσει την ώρα του κοροϊδεύοντας την αστυνομία. Μένει πράγματι στο Σάντερλαντ και βλέποντας τον σάλο που δημιουργεί η κασέτα που έστειλε στον Oldfield, μια μέρα μετά, τηλεφωνεί στο Γιορκσάιρ να την καταγγείλει ως ψεύτικη. Του κλείνουν ευγενικά το τηλέφωνο και ο Humble, που έχει χωρίσει με τη γυναίκα του, γίνεται αλκοολικός. Το 2001 συλλαμβάνεται μεθυσμένος να δημιουργεί επεισόδια.

Τέσσερα χρόνια μετά, η αστυνομία του Γιορκσάιρ ανακινεί την υπόθεση του Wearside Jack. Η τεχνολογία του DNA που υπάρχει, πλέον, στη διάθεσή της, την οδηγεί κατευθείαν στον Humble, ο οποίος ομολογεί την πράξη του και καταδικάζεται σε οκτώ χρόνια φυλάκιση για παρακώλυση της δικαιοσύνης. Όταν αποφυλακίστηκε, άλλαξε το όνομά του σε John Samuel Anderson και πέθανε τον Αύγουστο του 2019, χωρίς ποτέ να εξηγήσει επαρκώς τι τον ώθησε να γράψει τις επιστολές και να ηχογραφήσει την περίφημη κασέτα-μήνυμα στον (επίσης μακαρίτη) Oldfield.

Αριστερά ο Ρόμπερτ Χάιντς και δεξιά ο αρχιφύλακας Ρόμπερτ Ρινγκ. Ο πρώτος συνέλαβε τον Σάτκλιφ μάλλον τυχαία (για πλαστές πινακίδες) ανακαλύπτοντας ότι επρόκειτο για τον δολοφόνο που αναζητούσε η αστυνομία για μια πενταετία.

Η σύλληψη του Sutcliffe

Η επιμονή της αστυνομίας να ψάχνει έναν ανύπαρκτο «Τζακ» εξυπηρετεί τον Peter Sutcliffe, που έχει μια σύλληψη για οδήγηση υπό την επήρεια μέθης. Αυτό δεν τον εμποδίζει να κάνει δυο ακόμη φόνους και να επιτεθεί σε άλλες δυο γυναίκες. Θα συνέχιζε ανενόχλητος αν από τύχη δεν έπεφτε ξανά στα χέρια των αρχών.

Στις 2 Ιανουαρίου 1981, πέντε χρόνια και τρεις μήνες μετά τη δολοφονία της Wilma McCann, το αυτοκίνητο που οδηγεί και στο οποίο επιβαίνει η 24χρονη πόρνη, Olivia Reivers, το σταματά για έναν τυπικό έλεγχο ο αστυνομικός Robert Ηydes. Ελέγχοντας τις πινακίδες του ρόβερ είναι πλαστές και συλλαμβάνει τον Sutcliffe, οδηγώντας τον στο αστυνομικό τμήμα του Ντιουσμπερι.

Εκεί υπάρχει ένα σκίτσο του αντεροβγάλτη, όπως το’ χε περιγράψει μία από τις επιζήσασες. Ο Hydes διαπιστώνει ότι ο ύποπτος που συνέλαβε είναι σχεδόν ίδιος!

Αφήνει τον Sutcliffe στο τμήμα και επιστρέφει στο μέρος που είχε σταματήσει το αυτοκίνητο. Εκεί θα βρει ένα μαχαίρι, ένα σφυρί και ένα σχοινί, που ο δολοφόνος τα είχε ξεφορτωθεί όταν προφασίστηκε πως ήθελε να ουρήσει.

Στον σωματικό έλεγχο που κάνουν στον σίριαλ κίλερ οι αστυνομικοί ανακαλύπτουν ότι κάτω από το παντελόνι του φοράει ένα ανεστραμμένο πουλόβερ με λαιμόκοψη V. Τα μανίκια βρίσκονταν στα πόδια του, με τους αγκώνες να προφυλάσσουν τα γόνατά του και το V γύρω από τα γεννητικά του όργανα. Κάπως έτσι προφύλασσε τα γόνατά του από εκδορές, όταν έπεφτε πάνω στα κορμιά των γυναικών για να τα κατακρεουργήσει.

Μετά από δυο μέρες ανακρίσεων θα παραδεχθεί ότι αυτός είναι ο αντεροβγάλτης, ότι σκότωνε τις πόρνες, για να καθαρίσει «τη βρώμα από τους δρόμους». 

Μόλις ομολόγησε, πήρε τηλέφωνο τη γυναίκα του Sonia Sutcliffe στην οποία, φέρεται να είπε: «Τελείωσαν όλα. Εγώ είμαι ο αντεροβγάλτης». Η σύζυγος του ανακρίθηκε με την αστυνομία, δεν είχε σχέση με τις δολοφονίες, ωστόσο, το γεγονός ότι είχε διαγνωστεί με σχιζοφρένεια συζητήθηκε έντονα στη διάρκεια της δίκης.

Έμεινε πάντως στο πλευρό του άντρα της, μέχρι το 1994 (όταν πήρε διαζύγιο) ενώ η δημοσιογράφος Barbara Jones που είχε μιλήσει μαζί της την περιέγραψε ως το πιο ενοχλητικό, περίεργο και ψυχρό άτομο που είχε συναντήσει ποτέ…

Η σύλληψη του περιβόητου δολοφόνου ανακοινώθηκε εν χορδαίς και οργάνοις από την αστυνομία, η οποία μάλιστα δήλωνε ευτυχής και υπερήφανη! Όλοι ξέσπασαν σε επιφωνήματα και γέλια, ακόμη και ο George Oldfield που ήδη ταλαιπωρούταν από την υγεία του και βρισκόταν σε άδεια. Είχαν ξεχαστεί δια μαγείας τα όσα εξωφρενικά υποστήριζε στη διάρκεια του ανθρωποκυνηγητού.

Η δίκη και η καταδίκη

H δίκη του Sutcliffe προκάλεσε τον ίδιο σχεδόν θόρυβο με τα εγκλήματά του. H προκαταρτική διαδικασία έγινε στο Ντιούσμπερι, όπου ο Sutcliffe δήλωσε αθώος για τους δεκατρείς φόνους και ένοχος για το μαχαίρωμα των θυμάτων του, επικαλούμενος μειωμένη αντίληψη και ψυχική διαταραχή (με αυτόν τον τρόπο θα είχε ελαφρύτερη ποινή). Παρότι οι ψυχίατροι που κλήθηκαν να τον εξετάσουν κατέθεσαν ότι πάσχει από σχιζοφρένεια, ο δικαστής σερ Leslie Boreham απέρριψε τις αιτιάσεις της υπεράσπισης (αν τις έκανε δεκτές δε θα διέτασσε τον εγκλεισμό του δράστη στο ψυχιατρείο, χωρίς να εξεταστεί η υπόθεση επί της ουσίας), παραπέμποντας τον κατηγορούμενο ενώπιον σώματος ενόρκων.

Ο Sutcliffe φεύγει από το δικαστήριο, όπου μόλις του έχει επιβληθεί η ποινή της ισόβιας κάθειρξης.

Στις 5 Μαΐου 1981 ξεκίνησε η δίκη του περιβόητου σίριαλ κίλερ, ενός ασήμαντου οδηγού, στον οποίο «κανείς δεν έριχνε δεύτερη ματιά» όπως επέμεναν τα δημοσιογραφικά κλισέ των αγγλικών ταμπλόιντ.

Αυτός ο άνθρωπος είχε δολοφονήσει με τον πιο άγριο τρόπο 13 γυναίκες και είχε επιτεθεί σε άλλες 10, σε διάφορες πόλεις (Λιντς, Μπράντφορντ, Μάντσεστερ, Χάλιφαξ, Χάντερσφιλντ, Κίγκλεϊ, Σίλσντεν) της επικράτειας του Γιορκσάιρ.

Λόγω του τεράστιου ενδιαφέροντος που υπήρχε η δίκη μεταφέρθηκε στο εμβληματικό Old Bailey, όπως ονομάζεται το κεντρικό ποινικό δικαστήριο του Λονδίνου. Εκατοντάδες πολίτες διανυκτέρευσαν την προηγούμενη έξω από το δικαστικό μέγαρο για να εξασφαλίσουν μια θέση στο ακροατήριο, που στις δυο εβδομάδες της ακροαματικής διαδικασίας ήταν κατάμεστο.

Η υπεράσπιση του Sutcliffe ακολούθησε την ίδια τακτική, υποστηρίζοντας την ψυχική διαταραχή του πελάτη της. Ο ίδιος ο Sutcliffe στην απολογία του ισχυρίστηκε ότι όλα ξεκίνησαν όταν εργαζόταν σε ένα καθολικό νεκροταφείο. Εκεί άκουσε για πρώτη φορά τις φωνές: «Έσκαβα ένα τάφο, όταν άκουσα ένα θόρυβο, που έμοιαζε με ανθρώπινη φωνή…» είπε περιγράφοντας τη σκηνή και προσθέτοντας: «Προσπάθησα να εξακριβώσω από πού έβγαιναν οι φωνές. Είδα ότι έρχονταν από μια ταφόπλακα, που είχε το ένα πολωνικό επίθετο. Ζαπόλσκι. Στάνισλαβ Ζαπόλσκι…»

Σε ένα παραλήρημα, που κανείς δεν ήξερε αν ήταν αληθινό ή ψέμα, ο «αντεροβγάλτης» ισχυρίστηκε ότι ένιωσε τον ίδιο τον Ιησού να του μιλάει και να τον κατευθύνει για τα εγκλήματα που διέπραξε στη συνέχεια της ζωής του. Όταν δούλευε στο νεκροταφείο ήταν 20 ετών, όταν έκανε την πρώτη του επίθεση (το 1969) είχε κλείσει τα 23. Δήλωσε ότι έπασχε από κατάθλιψη που οφειλόταν στην απιστία της μετέπειτα γυναίκας του Sonia, κάτι που τον οδήγησε σε μια πρώτη οδυνηρή επαφή με μια πόρνη.

«Ήταν ο Θεός αυτός που μου έλεγε να επιτεθώ σε αυτές τις γυναίκες» είπε ο Sutcliffe, που ρωτήθηκε αν ένιωθε τύψεις όταν διάβαζε για τους φόνους στις εφημερίδες: «Όχι. Ήξερα ότι ο Θεός δεν κάνει λάθη…» απάντησε.

Ωστόσο, οι ένορκοι δεν πείστηκαν ότι ο Sutcliffe απλά ήταν ένας τρελός. Με ψήφους 10 έναντι 2, στις 22 Μαΐου 1981 και ώρα 4:15μμ ανακοίνωσαν την ενοχή του κατηγορουμένου και για τους 13 φόνους.

Ο δικαστής Leslie Boreham πήρε το λόγο και απευθύνθηκε στον δολοφόνο: «Peter William Sutcliffe το σώμα των ενόρκων σε βρήκε ένοχο και για τους 13 φόνους, που διέπραξες, ας μου επιτραπεί, με μεγάλη δόση δειλίας. Ήταν φόνοι γυναικών, τις οποίες χτυπούσες πισώπλατα και με ένα σφυρί στο κεφάλι. Μου είναι πολύ δύσκολο να βρω τις λέξεις που να ανταποκρίνονται επαρκώς στην περιγραφή της βαναυσότητας και της βαρύτητας αυτών των εγκλημάτων…»

Λίγο αργότερα του ανακοίνωνε την ποινή: «Δεν έχω αμφιβολία ότι είσαι ένας πολύ επικίνδυνος άνθρωπος. Η ποινή σου είναι ισόβια κάθειρξη με μίνιμουμ παραμονή στη φυλακή τα 30 χρόνια (σ.σ για κάθε φόνο). Είναι μια ασυνήθιστα μεγάλη ποινή που επιβάλλω σαν δικαστής, αλλά κι εσύ πιστεύω ότι είσαι και ένας ασυνήθιστα επικίνδυνος άνθρωπος…»

Ο Sutcliffe, ωστόσο, δεν έμεινε πολύ στη φυλακή. Το 1984 διαγνώστηκε με σχιζοφρένεια και μεταφέρθηκε στο ψυχιατρείο υψηλής ασφάλειας, Μπροντμουρ. Τον Αύγουστο του 2016, μάλιστα, θεωρήθηκε ικανός πνευματικά και μεταφέρθηκε στις φυλακές Φράκλαντ. Νωρίτερα το 2010, το ανώτατο δικαστήριο, είχε απορρίψει την έφεση του Sutcliffe για αποφυλάκιση. Θα έμενε δια βίου έγκλειστος.

Ταυτόχρονα με τη δίκη, ο αρχιεπιθεωρητής Lawrence Byford ξεκίνησε μια εμπεριστατωμένη έρευνα, για τις μνημειώδεις γκάφες της αστυνομίας στην υπόθεση. Η εμμονή σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, παρά τις συμβουλές του FBI (είχε διαγνώσει με σχετική έρευνα το hoax του John Humble), επέτρεψαν, σύμφωνα με την έκθεση Byford, στον δολοφόνο να κυκλοφορεί ανενόχλητος κάτω από τη μύτη των ντετέκτιβ κι ενώ είχε ανακριθεί … εννιά φορές.

Η δίκη του Sutcliffe προκάλεσε και την έκρηξη του γυναικείου κινήματος για τη στάση αστυνομίας, δικαιοσύνης και τύπου, απέναντι στις γυναίκες που εκδίδονται.

Δείτε το ντοκιμαντέρ του Netflix. Θα σας μείνει ένας κόμπος στο στομάχι, γιατί πολλά πράγματα ακόμη και αν έχουν περάσει 45 χρόνια δεν έχουν αλλάξει. Στο πώς η κοινωνία αντιμετωπίζει την πορνεία, από την αστυνομία μέχρι τη δικαιοσύνη. Ο αστυνόμος Jim Hobson, απευθυνόμενος … στον αντεροβγάλτη, από την τηλεόραση σχολίαζε ότι ο δολοφόνος «έκανε σαφές ότι μισεί τις πόρνες. Πολύς κόσμος επίσης. Εμείς, στην αστυνομία, θα συνεχίσουμε να τις συλλαμβάνουμε. Ο αντεροβγάλτης όμως σκοτώνει τώρα και αθώα κορίτσια. Χρειάζεσαι σίγουρα ιατρική βοήθεια. Πρέπει να παραδοθείς, πριν χάσει τη ζωή της μια αθώα γυναίκα». Δηλαδή οι πόρνες δεν ήταν αθώες;

Όπως είπε και ο εισαγγελέας Mike Havers στην εναρκτήρια αγόρευσή, αναφερόμενος στα θύματα «μερικές ήταν πόρνες, κάποιες άλλες δυστυχώς όχι. Τα τελευταία έξι θύματα ήταν αξιοσέβαστες γυναίκες…»

Πώς; Τι πώς;

Δεν ξέρω πως σε λέγαν στη Ρωσία, εδώ μωρή θα λέγεσαι Μαρία…