© AP/Michael Probst
ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Το εφιαλτικό αύριο της κλιματικής κρίσης μέσα από 8 αριθμούς

Ανατρέχουμε στις πρόσφατες έρευνες που αποτυπώνουν γλαφυρά το οριακό σημείο στο οποίο βρίσκεται αυτή τη στιγμή ο πλανήτης.

Από περιβαλλοντικής άποψης, το 2023 υπήρξε έτος-σταθμός για δύο λόγους: Πρώτον, όπως επιβεβαιώθηκε και από την πρόσφατη ανάλυση της NASA με βάση τις δορυφορικές μετρήσεις στην επιφάνεια του πλανήτη, πρόκειται για τη θερμότερη χρονιά στην ιστορία των καταγραφών, με τη μέση θερμοκρασία να φτάνει το +1,4°C σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, και δεύτερον, έπειτα από σχεδόν 30 χρόνια διαπραγματεύσεων για το κλίμα, οι ηγέτες όλου του πλανήτη συμφώνησαν στην COP28 για «απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα», φωτογραφίζοντας για πρώτη φορά την πηγή του κακού.

Θα μπορούσε η απόφαση αυτή να θεωρηθεί επίτευγμα, εάν η πραγματικότητα δεν ήταν τόσο οριακή, εάν δεν υπήρχαν οικισμοί όπως π.χ. το Ελ Μπόσκε στον Κόλπο του Μεξικού που οδηγήθηκε στην εγκατάλειψη από τις συνεχόμενες πλημμύρες, είτε το χωριό Σισμάρεφ σε ένα νησάκι στην Αλάσκα, που κινδυνεύει να εξαφανιστεί εντελώς από τον χάρτη, με τους εναπομείναντες κατοίκους να ανησυχούν όλο και περισσότερο για την επιβίωσή τους.

Τα παραδείγματα αυτά είναι ενδεικτικά, μέσα σε μια σειρά επιπτώσεων, που είναι γνωστό ότι λειτουργεί αλυσιδωτά – μαζί με τη θερμοκρασία, αυξάνεται και η στάθμη της θάλασσας, οι περίοδοι ξηρασίας, οι mega-πυρκαγιές, οι πλημμύρες, οι κατεστραμμένες σοδειές και τα επίπεδα πείνας και γενικής ανασφάλειας σε παγκόσμια κλίμακα, μεταξύ άλλων.

Τα στοιχεία αυτά αποτυπώνονται με αριθμούς όλο και πιο γλαφυρά σε νέες έρευνες που δημοσιεύονται από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα.

Ποια είναι η αντιστοιχία ανάμεσα στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και τους θανάτους που επέρχονται λόγω αυτών σε παγκόσμια κλίμακα; Ανάμεσα σε περισσότερα από 180 επιστημονικά άρθρα που εστιάζουν σε αυτό το θέμα, έχει παρατηρηθεί η κοινή διαπίστωση του κανόνα των 1000 τόνων: ότι κάθε 1000 τόνοι καμένου ορυκτού άνθρακα ισοδυναμούν με τον θάνατο ενός ατόμου. Ακόμη χειρότερα, εάν η μέση θερμοκρασία πράγματι φτάσει το +2°C συγκριτικά με τα προβιομηχανικά επίπεδα, θα προκληθούν με έμμεσο ή άμεσο τρόπο περίπου 2 εκατομμύρια πρόωροι θάνατοι κατά τη διάρκεια του επόμενου αιώνα, όπως καταδεικνύει έρευνα από πανεπιστήμιο του Λονδίνου.

Το πιο «επιθετικό» σενάριο που έχει αποτυπωθεί στα γραφήματα σχετικά με τις εκτιμώμενες παγκόσμιες εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα για το τέλος του αιώνα περιγράφεται με τη συντομογραφία RCP8.5: σύμφωνα με αυτό, μέχρι το 2100 οι συγκεντρώσεις άνθρακα θα έχουν φτάσει σε σημείο να παρεμβαίνουν στην ισορροπία του πλανήτη εισάγοντας μεταβολές που θα ισοδυναμούν με κατά μέσο όρο 8,5 watt ανά τετραγωνικό μέτρο. Αυτό το δεδομένο (το οποίο όσο περνάει ο καιρός δεν φαίνεται όσο υπερβολικό φαινόταν παλιότερα, με την τακτική που ακολουθείται στις εξορύξεις), θα σήμαινε ότι ο πλανήτης θα βρεθεί να χρησιμοποιεί πενταπλάσιες ποσότητες άνθρακα το 2100 απ’ ότι το 2000.

Μια τέτοια επιβάρυνση θα επέφερε ανεπανόρθωτες ζημιές στο περιβάλλον και την παγκόσμια πραγματικότητα, σε περίπτωση που τελικά επιβεβαιωθεί. Αρκεί να αναφέρουμε ότι με αυτά τα δεδομένα κατανάλωσης άνθρακα η μέση θερμοκρασία του πλανήτη θα σκαρφαλώσει κατά 4.3˚C μέχρι το 2100. Με αυτόν τον κίνδυνο προέκυψε η δέσμευση για «μετάβαση στην απομάκρυνση από τα ορυκτά καύσιμα μέχρι το 2050», που υπεγράφη στην COP28, αφήνοντας όμως ένα πέπλο αοριστίας στην ατμόσφαιρα, τόσο για τον τρόπο που θα επιτευχθεί αυτό όσο και τους μεσοπρόθεσμους στόχους.

Ακολούθως, η στάθμη της θάλασσας θα ανέβαινε μεταξύ 45 και 82 εκατοστών, δηλαδή κατά μέσο όρο 62 εκατοστά σε όλο τον πλανήτη. Την αύξηση αυτή (την οποία προβλέπουν με διαφορετική ένταση τα διαφορετικά σενάρια εκτιμώμενων εκπομπών άνθρακα) προκαλεί κατά κύριο λόγο η διαστολή του νερού από το λιώσιμο των πάγων: οι ωκεανοί έχουν απορροφήσει περισσότερο από το 90% της ζέστης που προκλήθηκε από τη δεκαετία του 1970 και το φαινόμενο του θερμοκηπίου, οπότε όσο ανεβαίνει η θερμοκρασία, τόσο επιταχύνεται η αύξηση στον όγκο του νερού.

Με βάση το επιθετικό σενάριο του RCP8.5, πρόσφατη έρευνα με επικεφαλής επιστήμονες από το ολλανδικό πανεπιστήμιο Delft, αποτύπωσε τις οικονομικές επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης: εάν όντως επιβεβαιωθεί το σενάριο των υψηλών εκπομπών για το 2100, οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για απώλειες της τάξης των 872 δισ. ευρώ στην ΕΕ και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Πώς προκύπτει τόσο σημαντική ζημία στην οικονομία από την κλιματική κρίση; Από την απενεργοποίηση των παράκτιων περιοχών, πρωτίστως, εξαιτίας της αύξησης της στάθμης του νερού: από την παραπάνω έρευνα υπολογίζεται ότι μέχρι το 2100 θα έχουν καταστραφεί (είτε καταστεί μη αξιοποιήσιμες πλέον για παραγωγή) εκτάσεις έως και 50 χιλιόμετρα από τη θάλασσα, πράγμα που σημαίνει ότι θα επηρεαστεί περίπου το 44% των εδαφών της Ευρώπης. Μάλιστα, οι περιοχές αυτές είναι οι πλέον πυκνοκατοικημένες και συμβάλλουν σχεδόν στο 40% της Ευρώπης.

Και στην περίπτωση των καταστροφών από την κλιματική κρίση, βέβαια, οι συνέπειες δεν θα είναι ισόποσα μοιρασμένες στα κράτη. Όπως επεσήμανε στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Θεόδωρος Χατζηβασιλειάδης που συμμετείχε στην παραπάνω έρευνα, «οι οικονομικές αξιολογήσεις της κλιματικής ζημιάς σε εθνικό επίπεδο μπορούν να αποκρύψουν σημαντικές περιφερειακές διαφορές». Για παράδειγμα, ενώ οι συνολικές ζημιές για την Ευρώπη αναλογούν μόλις στο 1,26% του ΑΕΠ της, σε περιοχές όπως το Βένετο οι καταστροφές θα μειώσουν την παραγωγικότητα έως και στο 20,84%.

Από τον χάρτη των επιπτώσεων της κλιματικής κρίσης δε λείπει η Ελλάδα. Σύμφωνα με την παραπάνω έρευνα, Στερεά Ελλάδα και Βόρειο Αιγαίο πρόκειται να αντιμετωπίσουν τις μεγαλύτερες επιπτώσεις, βιώνοντας μείωση στην παραγωγικότητα κατά 6,88% και 6,06% αντίστοιχα. Πάντως, στην Αττική, η ανάλυση δείχνει μηδαμινές επιπτώσεις.