© ALAMY/VISUALHELLAS.GR
ΥΓΕΙΑ

Το παλιό φάρμακο ενάντια στη φαλάκρα που κοστίζει λιγότερο από 1 ευρώ τη μέρα

Παλιότερα ερχόταν σε μορφή λοσιόν, σήμερα είναι ένα πάμφθηνο χάπι που αρκετοί Αμερικανοί δερματολόγοι εμπιστεύονται. Λειτουργεί ή απλά πρόκειται για αστικό μύθο;

Η ιατρική κάθε χρόνο κάνει τεράστια άλματα και καταφέρνει να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά ακόμα και τις πιο επίφοβες ασθένειες. Την ίδια στιγμή όμως υπάρχουν κάποιες λεπτομέρειες που της διαφεύγουν. Όπως για παράδειγμα η φαλάκρα, ένα διαχρονικό αισθητικό πρόβλημα για τον αντρικό πληθυσμό. Μάλιστα, πολλές φορές η μοναδική λύση φαίνεται να είναι και η πιο προφανής: να την αποδεχτείς.

Πολύ συχνά κυκλοφορούν δημοσιεύσεις οι οποίες υπόσχονται θαύματα. Πιο συχνά παρά σπάνια δεν είναι τίποτα περισσότερο από fake news και αστικοί μύθοι. Μήπως όμως αυτή τη φορά, σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες, βρισκόμαστε μπροστά στο φάρμακο για τη φαλάκρα; Οι New York Times σε άρθρο τους υποστηρίζουν πως «ναι» με κάποια μεγάλα «αλλά» βέβαια.

«Μας αποκαλώ τους κατεργάρηδες των φαρμάκων εκτός εγκεκριμένων ενδείξεων (off label), έναν τίτλο που με κάνει περήφανο» αναφέρει χαρακτηριστικά στην εφημερίδα ο Δρ. Adam Friedman, καθηγητής και διευθυντής του τμήματος δερματολογίας του Πανεπιστημίου George Washington. Διαβάζοντας τη συγκεκριμένη φράση ακούγεται αρκετά τρομακτική – δεν είναι όμως.

Όπως εξηγεί αναλυτικά το άρθρο, στη δερματολογία είναι αρκετά συχνό το φαινόμενο να χρησιμοποιούνται φάρμακα τα οποία δεν έχουν εγκριθεί από τον FDA, τον αμερικανικό ΕΟΦ δηλαδή. Αν, για παράδειγμα, κάτι βοηθά στην καταπολέμηση της φαγούρας (χωρίς να προκαλεί σοβαρές αντενδείξεις) τότε προχωράμε με αυτό. Σε κάποιους ανθρώπους μπορεί να πιάσει, σε κάποιους άλλους όχι. Το θέμα είναι να έχουμε θετικά αποτελέσματα.

Κάτι, δηλαδή, που ταιριάζει γάντι στην περίπτωση της ουσίας μινοξιδίλη.

Μινοξιδίλη: Ένα αναπάντεχο φάρμακο

Η μινοξιδίλη δεν είναι μία νέα ουσία για τους δερματολόγους. Όχι, όμως, ότι είχε χρησιμοποιηθεί εξαρχής ως φάρμακο ενάντια στη φαλάκρα. Το γεγονός ότι βοηθά στην καταπολέμηση του αισθητικού προβλήματος σε κάποιους άντρες ανακαλύφτηκε τυχαία.

Πώς έγινε αυτό; Όταν πριν πολλές δεκαετίες χορηγήθηκαν χάπια μινοξιδιλής σε ασθενείς που έπασχαν από υψηλή πίεση, παρατηρήθηκε ότι εμφάνισαν ασυνήθιστα μεγάλη τριχοφυΐα σε όλους τους το σώμα.

Κάπως έτσι, έπεσε η ιδέα στο τραπέζι η μινοξιδίλη να χρησιμοποιηθεί ως ενεργός ουσίας σε λοσιόν. Το 1988, λοιπόν, η λοσιόν Rogaine πήρε έγκριση για τους άντρες και τέσσερα χρόνια αργότερα για τις γυναίκες.

Τα αποτελέσματα δεν ήταν πάντα τα αναμενόμενα στους άντρες. Πολλές φορές το προσδοκώμενο αποτέλεσμα έμενε απλά στην προσδοκία και δε γινόταν ποτέ πραγματικότητα. Παράλληλα υπήρχε και ένα άλλο πρόβλημα: είχε παρατηρηθεί ότι σε κάποιες περιπτώσεις προκαλούσε έναν μικρό ερεθισμό στο κεφάλι.

Έτσι, πριν περίπου 20 χρόνια, ο Δρ. Rodney Sinclair, καθηγητής και διευθυντής του τμήματος δερματολογίας του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης, βρέθηκε μπροστά σε ένα δίλημμα: «Η ασθενής μου ήταν πολύ θετική στο να λάβει τη λοσιόν, της προκαλούσε όμως ενόχληση στο δέρμα του κεφαλιού» δήλωσε στους New York Times.

Έπρεπε να βρει μία λύση. Και τη βρήκε: αντί για λοσιόν, χρησιμοποίησε χάπια με μικρή δόση μινοξιδίλης. Σήμερα έχει θεραπεύσει πάνω από 10.000 ασθενείς με αυτήν τη μέθοδο. Την ίδια όμως στιγμή υποστηρίζει ότι για να γίνει ευρεία χρήση του φαρμάκου, θα πρέπει πρώτα να γίνουν εξαντλητικές και χρονοβόρες δοκιμές.

Μήπως, λοιπόν, βρισκόμαστε μερικά βήμα πριν τη μαγική θεραπεία ενάντια στη φαλάκρα; Εδώ είναι που έρχονται τα μεγάλα «αλλά». Καταρχάς, οι δερματολόγοι που μίλησαν στην αμερικανική εφημερίδα προειδοποιούν ότι σε περίπτωση που έχουμε έντονη και ταχύτατη τριχόπτωση, το συγκεκριμένο φάρμακο δεν μπορεί βοηθήσει.

Υπάρχει όμως και κάτι άλλο, το οποίο δε δίνει μεγάλες πιθανότητες στα χάπια μινοξιδίλης να πάρουν έγκριση από τον FDA. «Τα συγκεκριμένα χάπια κοστίζουν μόλις μερικά σεντς τη μέρα» σημείωσε με νόημα ο Δρ. King, καθηγητής δερματολογίας στη σχολή Ιατρικής του Yale, αναφερόμενος στο φάρμακο ενάντια στη φαλάκρα. «Δεν υπάρχει κανένα κίνητρο ώστε να ξοδευτούν δεκάδες εκατομμύρια δολάρια σε κλινικές δοκιμές. Είναι μία μελέτη που δεν πρόκειται ποτέ και για κανέναν λόγο να γίνει».