LONGREADS

Είδαμε Τσέχωφ στις Φυλακές Κορυδαλλού

Ελάχιστες εμπειρίες μπορούν να συγκριθούν με το να δεις μια παράσταση κρατουμένων πλάι σε νυν, πρώην και εν δυνάμει κρατούμενους.

Ο όρος ‘κρατούμενος’ -αν δεν ασχοληθούμε με το λόγο που οδήγησε στην κράτηση- έχει να κάνει καθαρά με χωροταξικά κριτήρια. Ένας κρατούμενος μπορεί να κινείται σε συγκεκριμένο χωροταξικό πλαίσιο την ώρα που ο υπόλοιπος πληθυσμός μπορεί να κινείται σχεδόν παντού. Δεν υπάρχει κανένα εξωτερικό χαρακτηριστικό που δηλώνει ότι ένας άνθρωπος είναι κρατούμενος. Δεν το γράφει στο κούτελο, δεν το υποδηλώνει το βλέμμα του, δεν φορά ασπρόμαυρες ριγέ φόρμες όπου κι αν κινείται.

Αυτό συνειδητοποίησα το απόγευμα της Κυριακής (13/5) έξω από την παλιά αίθουσα του σιδηρουργείου των Φυλακών όπου θα ανέβαινε ο ‘Θάλαμος αρ.6, 200 χρόνια μετά’, από τη θεατρική ομάδα του Καταστήματος Κράτησης Κορυδαλλού του Εθνικού Θεάτρου, σε σκηνοθεσία Στρατή Πανούριου. Όσο περίμενα στον διάδρομο, έξω από την προαναφερθείσα αίθουσα, μαζί με τους κρατούμενους (βλ. ηθοποιούς) και τους μη κρατούμενους (βλ. τους συγγενείς, τους δημοσιογράφους κι άλλους επισκέπτες) δεν μπορούσα να ξεχωρίσω ποιοι ήταν ποιοι. Και το σημαντικότερο από όλα; Μετά από πέντε λεπτά παραμονής μου στο συγκεκριμένο διάδρομο, με είχαν περάσει ήδη δύο φορές για κρατούμενο.

(Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Σοφικίτης)

”Κρατούμενος;” με ρώτησε ένας σαρανταπεντάρης με τζιν πουκάμισο και κάθισε αριστερά μου στον τριθέσιο καναπέ. ”Όχι. Δημοσιογράφος”, απάντησα σχεδόν ένοχα τόσο για το ‘όχι’ όσο και για το ‘δημοσιογράφος’. ”Όχι ακόμα, να λες”, συνέχισε χαμογελώντας και κοίταξε από το παράθυρο τον ουρανό, τον οποίο το παρεμβαλλόμενο αγκαθωτό συρματόπλεγμα μου αφαιρούσε το δικαίωμα να τον χαρακτηρίσω καταγάλανο.

”Εγώ βγήκα πριν έξι μήνες. Έχω κάνει δύο φορές φυλακή. Την πρώτη έκατσα μέσα δίκαια για δέκα χρόνια και τη δεύτερη άδικα για ενάμιση.”, προχώρησε την κουβέντα με την άνεση φρεσκοαπολυμένου φαντάρου που μιλάει για τη θητεία του. Πριν προλάβω να τον ρωτήσω το λόγο της φυλάκισής του, άνοιξε η καγκελόπορτα που χώριζε το διάδρομο, στον οποίο βρισκόμασταν, από τις υπόλοιπες πτέρυγες των Φυλακών Κορυδαλλού και μπήκε μέσα ο Γιώργος Μαργαρίτης. Με πλησίασε, μου έσφιξε το χέρι και συνέχισε στο διάδρομο χαιρετώντας με τον ίδιο τρόπο αρκετούς από τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους. Ήμουν σίγουρος πως με είχε περάσει κι αυτός για κρατούμενο.

Λίγα λεπτά νωρίτερα είχα αφήσει το κινητό και την ταυτότητά μου σ’ ένα δεσμοφύλακα στην είσοδο των Φυλακών και είχα κατευθυνθεί προς το χώρο όπου θα ανέβαινε η διασκευή του έργου του Τσέχωφ, από τη θεατρική ομάδα των κρατουμένων Κορυδαλλού. Η ίδια ομάδα πέρυσι είχε ανεβάσει την ‘Τρικυμία’ του Σαίξπηρ. Σκηνοθέτης και των δύο παραστάσεων και ιθύνων νους αυτού του εγχειρήματος του Εθνικού Θεάτρου είναι ο σκηνοθέτης, θεατρικός συγγραφέας και ηθοποιός Στρατής Πανούριος.

Δεν γνώριζα την ακριβή απόσταση από την είσοδο των Φυλακών μέχρι το παλιό σιδηρουργείο, πάντως μου φάνηκε χιλιόμετρα. Αν και προσπαθούσα να έχω στο νου μου πως στις Φυλακές βρισκόμουν μόνο για δουλειά, ο μεταλλικός ήχος κάθε καγκελόπορτας που έκλεινε βαριά πίσω μου, με ξέκοβε ολοένα και περισσότερο από τον έξω κόσμο και με έκανε ν’ ανησυχώ για το αν θα άνοιγε ξανά για μένα στην επιστροφή. Είχα αρχίσει να νιώθω όπως νόμιζα ότι νιώθουν οι κρατούμενοι. Καθοριστικό ρόλο σε αυτό έπαιζε το γεγονός πως ό,τι ξέρω για τις φυλακές προέρχεται από τις σχετικές ταινίες του Χόλιγουντ. Αφού πέρασα πλάι σε πανύψηλους τοίχους με συρματοπλέγματα, μέσα από ένα προαύλιο με κυλικείο, ένα εκκλησάκι-μακέτα κι ένα ζωντανό παγόνι, έφτασα στο διάδρομο με τον τριθέσιο καναπέ της τρίτης παραγράφου.

Για τους μόνους που μπορούσα να βάλω το χέρι μου στη φωτιά ότι, έστω τη συγκεκριμένη Κυριακή, δεν ήταν κρατούμενοι εκτός του Γιώργου Μαργαρίτη, ήταν ο Παντελής Βούλγαρης, ο Βαγγέλης Μουρίκης κι οι άλλοι αναγνωρίσιμοι καλλιτέχνες συν τις γυναίκες που βρίσκονταν στον διάδρομο. Για τους πρώτους, όχι επειδή έμοιαζαν λιγότερο κρατούμενοι από τους υπόλοιπους, αλλά γιατί αν είχε συλληφθεί κάποιος από αυτούς θα είχαν βουίξει τα ΜΜΕ, ενώ όσον αφορά τις κυρίες, επειδή βρισκόμασταν σε αντρικές φυλακές.

Το τι σημαίνει ‘κρατούμενος’ πήγε ένα βήμα παρακάτω η ίδια η παράσταση. Ο ‘Θάλαμος αρ.6, 200 χρόνια μετά’ έχει για πρωταγωνιστή τον Αντρέι Εφίμιτς Ράγκιν, έναν ψυχίατρο σε μία πτέρυγα ενός ρωσικού ασύλου με πέντε κρατούμενους/ψυχικά ασθενής. Οι θεατές γνωρίσαμε τις ψυχικές παθήσεις των ηθοποιών, οι οποίες αιτιολογούνταν από το κείμενο και δεν αποδίδονταν σε κάποια ουρανοκατέβατη κατάρα, όπως άλλωστε μπορεί να αιτιολογηθεί και κάθε έκνομη δράση στην κανονική ζωή.

Ο γιατρός ακολουθώντας μια πορεία αντίστοιχη μ’ αυτή του Jack Nickolson στη ‘Φωλιά του Κούκου’, καταλήγει στο τέλος της παράστασης έγκλειστος στο ψυχιατρικό άσυλο που μέχρι πρότινος ο ίδιος διοικούσε. Δεν είμαι ο κατάλληλος για να πω αν αυτός ήταν ο στόχος της παράστασης, αλλά στο τέλος της ένιωσα ότι σκηνοθέτης και ηθοποιοί μας έκλεισαν το μάτι δείχνοντας μας πόσο εύκολα μπορεί ένας άνθρωπος να περάσει αυτή τη λεπτή διαχωριστική γραμμή μεταξύ κρατούμενου και μη.

Υπήρξαν σημεία της παράστασης που με παρέσυραν και νόμιζα ότι έβλεπα επαγγελματικό θέατρο. Υπήρξαν σημεία της παράστασης που μου κλώτσησαν και συνειδητοποίησα ότι έβλεπα ερασιτεχνικό θέατρο. Οποιαδήποτε περαιτέρω κριτική θα αποτελούσε ασέβεια τόσο για τους συμμετέχοντες όσο και για όσους την παρακολούθησαν (το έργο του Τσέχωφ ανέβηκε τέσσερις φορές. Τις πρώτες δύο φορές το κοινό αποτελούνταν από κρατούμενους, τις δύο επόμενες από μη κρατούμενους). Το θέμα είναι ότι ο Στρατής Πανούριος και το Εθνικό είχαν την ιδέα, το Κατάστημα Κράτησης Κορυδαλλού τους επέτρεψε να την μετουσιώσουν σε πράξη και κυρίως ότι δεκατέσσερις κρατούμενοι έκαναν πρόβες για δέκα μήνες, έβαλαν κάτω τις ατέλειες τους, το ταλέντο τους, και τις ανασφάλειές τους και επαναπροσδιόρισαν τη σημασία της λέξης ‘κρατούμενος’.

(Ο Νίκος Σ. έδειξε σε όλο του το μεγαλείο το πόσο σχετικός είναι ο όρος ‘κρατούμενος’, αφού στις δύο πρώτες μέρες της παράστασης εξέτιε ακόμα την ποινή του, ενώ στην τρίτη και την τέταρτη έπαιξε πλέον ως αποφυλακισμένος/μη κρατούμενος)

Το χειροκρότημα έμοιαζε πως θα κρατούσε ισόβια. Οι θεατές είχαμε σηκωθεί όρθιοι και χειροκροτούσαμε τους ηθοποιούς, τους συντελεστές της παράστασης και τους ανθρώπους των φυλακών που στήριξαν το συγκεκριμένο εγχείρημα, οι οποίοι μας χειροκροτούσαν κι αυτοί με τη σειρά τους. Πρόσωπα γεμάτα ευγνωμοσύνη και δάκρυα βρίσκονταν κι από τις δύο πλευρές της σκηνής. Ηθοποιοί και κοινό είχαμε χωριστεί προσωρινά χωροταξικά. Όταν τέλειωσε και η τελευταία ομιλία με ευχαριστίες από τους ανθρώπους της παράστασης, ηθοποιοί και κοινό γίναμε ένα.

Αν εξαιρέσουμε τα θεατρικά κοστούμια, κανείς εξωτερικός παρατηρητής δεν θα μπορούσε να διακρίνει πλέον ποιοι ήταν οι ηθοποιοί και ποιοι οι θεατές. Κανείς εξωτερικός παρατηρητής δεν θα μπορούσε να διακρίνει ποιοι ήταν οι κρατούμενοι και ποιοι οι μη κρατούμενοι. Ο καθένας μας θα ένιωθε και θα ήταν ξανά κρατούμενος μόλις γύριζε στο κελί. Ο καθένας μας θα ήταν και θα ένιωθε μη κρατούμενος μόλις έβγαινε από τη φυλακή. Αν και για την αλήθεια των δύο τελευταίων προτάσεων δεν είμαι απόλυτα σίγουρος.

*Για τους Παναγιώτη Α., Γιώργο Κ., Διονύση Μ., Κωνσταντίνο Κ., Χρήστο Ορφ., Σταύρο Ζαρ., Γιώργο Νικ., Μιχάλη Ζ., Νίκο Σ., Ελευθέριο Κ., Χρήστο Παπ., Αθανάσιο Πικ., Γιώργο Ζ. και Ν. Κ.