LONGREADS

Ένα σκυλί μου έσωσε τη ζωή

Όταν έχεις αγάπη να δώσεις και είσαι ικανός να δεχθείς -ανιδιοτελή- αγάπη, δεν υπάρχει λόγος να μην βάλεις στη ζωή σου ένα ζώο. Σε κάθε άλλη περίπτωση, μείνε μακριά.

Κατ’ αρχάς χρόνια πολλά σε όλους, να είμαστε καλά, να έχουμε υγεία και να διεκδικούμε τα όνειρά μας. Παγκόσμια ημέρα των ζώων σήμερα (4/10), κατηγορία στην οποία ανήκουμε και εμείς οι άνθρωποι, ανεξάρτητα από το αν θεωρούμαστε το πιο εξελιγμένο είδος -με έμφαση στο ‘θεωρούμαστε’.

Παρένθεση: οι Παγκόσμιες Ημέρες που έχουν καθιερωθεί από τον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών δεν είναι γιορτές, αλλά ημέρες τιμής ή αφύπνισης ή ενημέρωσης ή ευαισθητοποίησης ή awareness ή όλα τα προηγούμενα. Δηλαδή, ο σκοπός που καθιερώθηκαν είναι να παρακινήσουν την ευαισθητοποίηση της παγκόσμιας κοινότητας, επί θεμάτων που απασχολούν όλον τον πλανήτη. Όχι το celebration.

Αυτή που αφορά τα ζώα προέκυψε το 1931, σε συνέδριο περιβαλλοντιστών στη Φλωρεντία, όπου οι παριστάμενοι αναζητούσαν έναν τρόπο για να αφυπνίσουν συνειδήσεις επί των υπό εξαφάνιση ζώων. Μέσα στα χρόνια προστέθηκαν όλα τα είδη του ζωικού βασιλείου. Επελέγη η 4η Οκτωβρίου, καθώς αυτήν την ημέρα γιορτάζει η Καθολική Εκκλησία τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης, προστάτη των ζώων και του περιβάλλοντος. Να πάμε όμως, και στο θέμα μας. Το 1978, στο Παρίσι προέκυψε και η Διακήρυξη των Δικαιωμάτων των Ζώων. Αυτή περιλαμβάνει 14 άρθρα. Όλα έχουν το ενδιαφέρον τους.

Θα ήθελα να διαβάσεις τα τρία πρώτα και θα μου επιτρέψεις να δώσω ως bonus το 11ο.

  • Άρθρο 1

Όλα τα ζώα γεννιούνται με ίσα δικαιώματα στη ζωή και στη δυνατότητα ύπαρξης.

  • Άρθρο 2

Ο άνθρωπος οφείλει να σέβεται τη ζωή κάθε ζώου. Ο άνθρωπος ανήκει στο ζωικό βασίλειο και δεν μπορεί να εξοντώνει ή να εκμεταλλεύεται τα άλλα είδη του ζωικού βασιλείου. Αντίθετα, οφείλει να χρησιμοποιεί τις γνώσεις για το καλό των ζώων. Κάθε ζώο δικαιούται φροντίδας, προσοχής και προστασίας από τον άνθρωπο.

  • Άρθρο 3

Κανένα ζώο δεν πρέπει να υποβάλλεται σε κακομεταχείριση ή απάνθρωπη συμπεριφορά. Αν η θανάτωση ενός ζώου θεωρηθεί υποχρεωτική πρέπει να γίνει στιγμιαία, ανώδυνα και χωρίς καμιά πρόκληση αγωνίας του ζώου.

  • Άρθρο 11

Κάθε πράξη που χωρίς λόγο προκαλεί θάνατο ζώου είναι βιοκτονία, είναι έγκλημα απέναντι στη ζωή.

Δεν ξέρω αν συμφωνείς, αλλά στο μυαλό μου ο άνθρωπος που κακοποιεί/ταλαιπωρεί/αμελεί/εγκαταλείπει μια ψυχή ζώσα -ένα ανυπεράσπιστο πλάσμα-, αφότου έχει νιώσει την καρδιά του να χτυπά, μπορεί να κακοποιήσει/ταλαιπωρήσει/αμελήσει/εγκαταλείψει όλες τις καρδιές που χτυπούν γύρω του, ανεξάρτητα από τον αριθμό των ποδιών που έχουν αυτά τα όντα.

Είναι δικαίωμα του καθενός να μη θέλει τα ζώα. Να μην μπορεί να συνυπάρξει μαζί τους. Εννοώ δεν είμαι εδώ για να σε πείσω να πάρεις ζώο. Είμαι εδώ για να προσπαθήσω να σε σταματήσω από το να κάνεις κάτι, για το οποίο δεν είσαι έτοιμος.

Σ’ αυτή τη ζωή, φίλε μου, ό,τι δίνεις, παίρνεις

Το δούναι και λαβείν ισχύει σε όλα τα επίπεδα αυτού που λέγεται ‘ζωή’. Στις ανθρώπινες σχέσεις (φίλοι, συγγενείς, παιδιά, σκυλιά), σε αυτή που έχεις με τη δουλειά σου, με τα ενδιαφέροντα σου, με τα πάντα. Όσο πιο ουσιαστικό χρόνο επενδύεις, τόσα περισσότερα είναι τα οφέλη. Εννοώ δεν χρειάζεται να απασχολείσαι νυχθημερόν με κάτι. Χρειάζεται ωστόσο, να είσαι 100% εκεί σε ό,τι αποφασίζεις να ασχοληθείς, στο χρόνο που έχεις να διαθέσεις, εφόσον έχεις αναλάβει μια (εντός και εκτός εισαγωγικών) ευθύνη. Πριν αρχίσεις να ενίστασαι, θα σε παρακαλούσα να έχεις πρόχειρο και ότι ‘δεχόμαστε την αγάπη που πιστεύουμε πως αξίζουμε’ – επαναλαμβάνω, από όσα πόδια και αν έχει το ον που θέλει να δώσει αγάπη.

Ακολουθεί προσωπική ιστορία.

Ήμουν από τους ανθρώπους που ανέκαθεν ‘έπιανα’ τον εαυτό μου να χαμογελά ασυναίσθητα, όταν έβλεπα ζώα. Εννοώ δεν με ενοχλούσαν, αλλά δεν τα είχα και σπίτι. Όταν ήμουν παιδί, οι γονείς μου είχαν αποπειραθεί δυο φορές να μου χαρίσουν την παρέα ενός σκύλου. ‘Κόπηκα’ στο τεστ και τις δυο φορές, καθώς παρατούσα όλα τα άλλα (μαθήματα, δραστηριότητες κλπ, κλπ) και αφοσιωνόμουν σε αυτό. Προφανώς και αυτό έκρυβε μια ανάγκη, αλλά δεν θα κάνουμε τώρα αυτήν τη ψυχανάλυση. Θα πάμε κατευθείαν στο η τρίτη φορά ήταν και η τυχερή. Για την ακρίβεια, ήταν τύχη μέσα στην ατυχία.

Στα 23 ‘έχασα’ και το τελευταίο μέλος της άμεσης οικογένειας μου (εκεί όπου βάζεις πατέρα, μητέρα και αδέλφια). Επειδή δεν ήταν πολύ εύκολο να διαχειριστώ τον πόνο των απωλειών – μέσα στα χρόνια-, αποφάσισα πως για το υπόλοιπο της ζωής μου δεν θα ‘δενόμουν’ με κανένα. Ναι, ομολογουμένως δεν ήταν και η πιο λαμπρή ιδέα που θα μπορούσα να έχω. Τότε όμως, κατέφυγα στο ‘desperate Times call for desperate measures’. Δηλαδή στο ‘πώς δεν θα ξανανιώσω τη ψυχή μου να σκίζεται;’ η μόνη απάντηση φαινόταν να είναι το ‘δεν θα αγαπήσω/συμπαθήσω/νοιαστώ ποτέ ξανά για κανένα’. Την ώρα αυτής της φανταστικής απόφασης, αυτός που είναι εκεί ψηλά -όπως και αν λέγεται- πρέπει να έκλαψε από τα γέλια.

Για δυο χρόνια ζούσα με τρόπο που θα ήθελα να σου περιγράψω, αλλά δεν τον θυμάμαι. Δηλαδή, μου έχουν διηγηθεί πράγματα που έκανα και δεν τα θυμάμαι

Το μόνο που υπάρχει στη μνήμη μου ήταν ότι δούλευα ατελείωτες ώρες, ώστε να μη σκέφτομαι -και άρα να μην πονάω- και μετά έβγαινα και έπινα -επιδιώκοντας να είμαι μεν, ανάμεσα σε κόσμο, αλλά τόσο, όσο.

Δυο μήνες μετά τη συμπλήρωση των δυο χρόνων από το θάνατο της μητέρας μου (το τελευταίο μέλος που λέγαμε), πήρα όπως κάθε πρωί τη μηχανή μου, πήγα στη δουλειά μου, πάρκαρα δίπλα στην είσοδο του γραφείου και όπως κατέβαινα είδα μια φάτσα να με κοιτάει. Ήταν ένα κουτάβι. Συμπτωματικά, εκείνη την ώρα σηκώθηκε από το χαλάκι όπου είχε κουρνιάσει και άρχισε να κόβει βόλτες. Πέρασε το δρόμο για να πάει απέναντι, χωρίς καν να κοιτάξει. Εκεί έπαθα ένα μίνι εγκεφαλικό. Πήγα αμέσως στο απέναντι super market, πήρα τροφή, πήρα και γάλα (ήμουν άσχετη, δεν ήξερα τι έπρεπε να φάει, οπότε πήρα ό,τι έκρινα πως θα χρειάζεται), τα έβαλα σε μπολάκια και ανέβηκα στη δουλειά. Η εικόνα της κουταβίτσας να περνά το δρόμο, έτσι, για τη φάση δεν με άφηνε να ησυχάσω. Από εκείνη τη στιγμή μέχρι και την ώρα που ήλθε η μητέρα μιας φίλης μου (κυρία Καίτη, ακόμα σας ευγνωμονώ) για να πάρει τη σκυλίτσα να την πάει σπίτι μου, δεν σταμάτησα να τη σκέφτομαι. Για την ακρίβεια, η σειρά των σκέψεων είχε ως εξής:

Αν μείνει έξω, θα την πατήσει αυτοκίνητο.

Ναι, αλλά αν την πάρω και πεθάνει;

Δεν μπορώ να την πάρω.

(τηλέφωνο στη γειτόνισσα μου, την Ανδρούλα, η οποία έμενε ακριβώς δίπλα μου -και γενικά άνηκε στον κύκλο των σωτήρων που είχα τότε και με κράτησαν στη ζωή)

-Βρήκα ένα σκυλάκι. Αν το πάρω, μπορείς να με βοηθήσεις στη φροντίδα; (σημείωσε ότι τότε δούλευα 16 ώρες την ημέρα).

-Ναι, Νίκη μου, ό,τι θες, αρκεί να είσαι καλά.

(δεύτερο τηλέφωνο στη θεία μου, την Ελένη, ηγέτιδα του club στο οποίο χρωστώ τη ζωή μου)

-Θεία μου, βρήκα ένα σκυλάκι. Αν το πάρω, θα βάλεις πλάτη;

-Ό,τι χρειαστείς θα είμαι εδώ.

Σημείωσε πως η θεία μου ήταν από αυτές που ‘δεν θέλω τρίχες στο σπίτι’ και ‘έχει λάτρα’ και, και, και. Όταν πέθανε η Κάρμα, την έκλαψε όπως όταν πέθανε η ξαδέλφη της (τη μάνα μου).

Σου αποκάλυψα το όνομα. Κατόπιν πρότασης ενός γνωστού, σε μίτινγκ που ‘χα καλέσει σε καφετέρια της Νέας Σμύρνης -με γνωστούς, γιατί είπαμε ότι δεν ήθελα να ‘χω φίλους πια και ανθρώπους για τους οποίους να νοιάζομαι-, για να βρούμε όνομα, το “Κάρμα” κέρδισε με ομόφωνη απόφαση. Μόλις το άκουσα, ένιωσα πως την είχε στείλει η μάνα μου, για να με σώσει.

Και με έσωσε. Τις πρώτες ημέρες την έπιανα αγκαλιά, την κοιτούσα στα μάτια και της έλεγα ‘σε παρακαλώ, μην πεθάνεις’. Εκείνη κουνούσε την ουρά, με έγλυφε (σαν να μου έλεγε ‘μην ανησυχείς’), έτρεχε, έπαιζε και με βοηθούσε να ξεχαστώ. Έγινε ο λόγος που είχα για να πηγαίνω σπίτι. Σύντομα έγινε ο λόγος που είχα να φροντίζω τον εαυτό μου, για να μπορώ να φροντίζω εκείνη (αυτό το ‘μην πεθάνεις’ λειτουργεί βλέπεις, και vice versa). Έως τότε τον εαυτό μου τον είχα χεσμένο πανηγυρικά.

Δεν θα σου πω ψέματα. Στην αρχή δεν ήταν εύκολα τα πράγματα. Αφενός εκείνη ως κουτάβι τα έκανε όλα ‘ώπα’, αφετέρου εγώ ως πανηλίθια δεν είχα αναλογιστεί τις ανάγκες της (καθημερινές βόλτες, για να ξεδώσει και την απλή και απαραίτητη διαδικασία, ώστε να βοηθήσω το άγχος αποχωρισμού που έχουν όλα τα κατοικία -τα οποία όταν σε βλέπουν να φεύγεις, αντιδρούν σαν να πηγαίνεις μετανάστης στην Αυστραλία). Για να μη στα πολυγράφω, η Κάρμα διέλυσε όλο το σπίτι -γιατί κάπου έπρεπε να εκτονωθεί, αφού το ζώον (εγώ) δεν την πήγαινα βόλτες-, οι αντιδράσεις μου ήταν επιεικώς οι χειρότερες (χειροδίκησα, κάτι για το οποίο ακόμα αισθάνομαι τύψεις), ώσπου αποφάσισα να αναλάβω τις ευθύνες μου. Να παραδεχθώ στον εαυτό μου ότι αυτό το πλάσμα το αγαπώ και να αφήσω σε δεύτερη μοίρα το ‘και αν πεθάνει;’. Όπως συμβιβαζόμουν με την ύπαρξη της Κάρμας στη ζωή μου, άρχισα να ‘ανοίγομαι’ στον έξω κόσμο. Να μη βάζω φρένο στις σχέσεις μου -ώστε να μην περάσουν από το ‘γνωστός’, στο ‘φίλος’ ή στο ‘η σχέση μου’ ή γενικότερα στο ‘σε αγαπώ’. Δηλαδή, ξανακέρδισα τη ζωή μου. Άλλαξα και ως άνθρωπος, γιατί η Κάρμα με βοήθησε να καταλάβω την έννοια της ανιδιοτελούς αγάπης -που τόσο μου είχε λείψει. Δεν ξέρω αν θα με πιστέψεις -και δεν με νοιάζει πολύ, αν δεν το κάνεις-, αλλά την έβλεπα στα μάτια και ένιωθα πως παίρνω ζωή -και τούμπαλιν.

Η Κάρμα έζησε μέχρι τα 13 1/2. Από τα 6 ήταν παράλυτη στα πίσω πόδια (είχε πρόβλημα στη μέση που μπλόκαρε τα νεύρα της -κάτι που αν η γιατρός που είχα ήταν ελαφρώς πιο σοβαρή θα μπορούσε να ‘χε τακτοποιηθεί σε μεγάλο ποσοστό). Αργότερα έμαθα πως τα ζώα, όταν δεν είναι αυτάρκη, παραιτούνται. Εκείνη έμεινε δίπλα μου για επτάμισι χρόνια, διότι αισθανόταν πόσο ανάγκη την είχα. Η ζωή μας άλλαξε. Προσαρμοστήκαμε σε νέα δεδομένα. Άξιζε το κάθε δευτερόλεπτο.

‘Έφυγε’ όταν εμφανίστηκε στη ζωή μου ένας άνθρωπος που φαινόταν ικανός να καλύψει το κενό της. Να καλύψει τη συναισθηματική μου ανάγκη και κυρίως το ‘ό,τι και να γίνει έχω εσένα δίπλα μου και θα τα καταφέρω’. Βλέπεις, στα χρόνια που πορευτήκαμε μαζί, όσο την έβλεπα να παλεύει, ένιωθα πως είναι υποχρέωση μου να συνεχίσω να παλεύω κι εγώ ό,τι και αν γινόταν. Η απώλεια της δεν ήταν κάτι που διαχειρίστηκα εύκολα. Ακόμα και τώρα που γράφω αυτές τις γραμμές -πέντε χρόνια μετά- κλαίω. Αλλά να σου πω κάτι; Στο σπίτι με περιμένουν δυο ψυχές, οι οποίες χρωστούν τη συγκατοίκηση μας σε εκείνη: ο Μπέμπης, που ήλθε να μας κάνει παρέα για να ‘ξεκουνήσει’ λίγο την Κάρμα, καθώς είχε μεγαλώσει και έδειχνε να βαριέται αφόρητα (η αποστολή πέτυχε στο 100%) και η Μυσιρλού, γνωστή ως ‘τρελένγκο’ (ακούει και στα δύο), την οποία βρήκα πριν δυο χρόνια.

Ο Μπέμπης έχει μεγαλώσει. Είναι 11. Προφανώς με έχει απασχολήσει το ερώτημα που λίγο έλειψε να γίνει η ζωή μου (“και αν πεθάνει;”). Ξέρεις όμως, τι αποφάσισα; Η προτεραιότητα μου είναι να περνάμε καλά με τις ψυχές που με επιλέγουν (ξεκάθαρα αυτό γίνεται), για όσα χρόνια είμαστε μαζί. Αν θες να ‘χεις για συντροφιά ένα κατοικίδιο, θα πάρεις όλη την αγάπη του κόσμου (κατεβαίνω να πετάξω τα σκουπίδια και στην επιστροφή με υποδέχονται λες και έλειπα 10 μέρες). Θα πάρεις και τόνους τρίχας (στοιχείο που με βοήθησε να σταματήσω να είμαι υποχόνδρια), που μπορείς να τη σκουπίσεις -εννοώ δεν είναι κάτι το τρομερό-, ενώ ενδέχεται να ‘χάσεις’ 2-3 έπιπλα/κουφώματα/διακοσμητικά -ανάλογα με τις ορέξεις. Σε αυτά που οφείλεις να δίνεις είναι φαγητό (αν δεν τους ταΐσεις, δεν θα φάνε), νερό (αν δεν τους βάλεις να πιουν, δεν θα ανοίξουν μόνοι τη βρύση), τα αντιπαρασιτικά τους, τα χάπια για τα σκουλήκια, ένα τσεκ απ το χρόνο, βόλτες (όχι άλλα σκυλιά που πηγαίνουν μόνα βόλτες) και -το κυριότερο- χάδια. ΠΟΛΛΑ ΧΑΔΙΑ και περισσότερο παιχνίδι (να ‘ναι καλά τα μπαλάκια). Αμέτρητα χάδια. Τώρα, αν μένεις σε 30 τετραγωνικά ή 1500, για το σκυλί δεν έχει διαφορά. Όσο δηλαδή, δεν το έχεις παρατημένο σε ένα μπαλκόνι ή μια ταράτσα ή δεμένο σε βαρέλι ή δεμένο γενικά, με αλυσίδα που μπαίνει στο λαιμό του κλπ, κλπ, όσο το βάζεις στη ζωή σου και το κάνεις μέλος της οικογένεια σου, θα περάσετε φίνα. Για αυτό το φίνα έχω αποφασίσει πως δέχομαι τον πόνο της απώλειας (δυστυχώς, ζουν πολύ λιγότερο από εμάς) αδιαμαρτύρητα.