LONGREADS

Για εκείνον τον φίλο που με έμαθε να ακούω μουσική

Ένα απόγευμα στο τέλος του καλοκαιριού, λίγο πριν ανοίξουν τα σχολεία.

Έχουμε συνηθίσει μέσα στην πορεία της ζωής μας να θεωρούμε ότι η μνήμη είναι το μόνο πράγμα που συνδέεται με την ύπαρξή μας. Ότι είμαστε όλα εκείνα που θυμόμαστε ότι είμαστε. Αλλιώς, θυμόμαστε από το παρελθόν αυτά που επιλέγουμε να είμαστε στο παρόν. Και εκεί χτυπάνε τα διάφορα καμπανάκια. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας αποτελείται, όσο συγκλονιστική ζωή και να νομίζουμε ότι κάνουμε, από ρουτίνες, περιστατικά και διαδικασίες που τις ξεχνάμε, τις παραπετάμε απλά ως αλυσίδες μέχρι να έρθει η επόμενη εμπειρία που αξίζει να τη θυμάσαι. Έλα όμως που και αυτές οι εμπειρίες εγγράφονται μέσα μας και μας διαμορφώνουν με τρόπους που δεν καταλαβαίνουμε.

Σε μια τέτοια μεταιχμιακή κατάσταση είχε βρεθεί η συνύπαρξή μου με έναν τύπο που είχα γνωρίσει ένα καλοκαίρι στα μέσα του γυμνασίου, μια από τις τελευταίες χρόνιες που έβγαινα και έπαιζα μπάλα στη γειτονιά. Τη λέω μεταιχμιακή γιατί πέρα από κάποια πολύ βασικά χαρακτηριστικά, όπως το μαλλί αλά Μαλντίνι των Βαλκανίων και το υφάκι Cobain δεν θυμάμαι απολύτως τίποτα άλλο. Σίγουρα δεν θυμάμαι το όνομά του (έχω ούτως ή άλλως θέμα να συγκρατώ ονόματα). Σίγουρα δεν θυμάμαι πώς βρέθηκε στη γειτονιά ούτε γιατί εξαφανίστηκε. Δεν θυμάμαι καν αν κάναμε εκείνο το καλοκαίρι τόση παρέα όση θυμάμαι ότι κάναμε. Ο τύπος είναι στο όριο μεταξύ συνειδητού και ασυνείδητου.

Για να επιστρέψω πάλι στο κομμάτι της μνήμης. Ακριβώς επειδή αυτός ο τύπος λειτουργεί μέσα στο μυαλό μου ως ο τύπος που μου έμαθε μουσική, ο τρόπος με τον οποίο ανασυνθέτω την ιστορία μοιάζει σαν να ήταν κάποιος μυστικός πράκτορας που εμφανίστηκε για να μου μάθει μουσική και μετά χάθηκε στην επόμενη αποστολή που το έθεσε το Υπουργείο της Για Καλό Προπαγάνδας. Σε αυτό το κουτάκι τον έχωσε η μνήμη μου, αυτό τον ρόλο επιτελεί εκείνος και δεν υπάρχει τίποτα πιο μάταιο σε αυτόν τον κόσμο από το να προσπαθείς να αλλάξεις τον τρόπο που θα σε θυμάται ο άλλος. Ομολογουμένως στενάχωρο.

Είμαι σίγουρος ότι όσο κρατούσε αυτό το τρίμηνο εφηβικό bromance είχαμε πει κάθε είδους βλακεία: για γκόμενες, για μπάλα, για αυτοκίνητα και για αστεία με κλανιές. Αυτό που κράτησα όμως από αυτή την παρέα ήταν οι συζητήσεις, μπορεί και να ήταν μια, που κάναμε για τη μουσική. Ίσως ανασκευάσω τα υπόλοιπα κάποια στιγμή. Προς το παρόν αυτόν τον ρόλο έπαιξε. Το ένα βράδυ ξέμεινε από άλλα 30-40 που είχαμε περάσει μαζί.

Τότε που ένας άλλος φίλος από τη γειτονιά, κάπου τέτοια εποχή, λίγο πριν τα σχολεία και όταν ο ήλιος έπεφτε πιο νωρίς αναγκάζοντάς μας να παίζουμε για το γκολ της νίκης με τους φακούς των κινητών, αφού χάσαμε, έβαλε ένα καινούργιο κομμάτι του Κιάμου. Έχω προσπαθήσει να βρω ποιο ήταν αλλά δεν το κατάφερα. Kαι είχαμε κάτσει εκεί, 7-8 άτομα κατάκοπα από το ματς, και είχαμε πωρωθεί. Εκτός από έναν.

Από την άκρη του με αυτό το κοφτό ύφος που έχει ο ελιτισμός, όταν προέρχεται από ανθρώπους που δεν νιώθουν απόλυτα σίγουροι με τον εαυτό τους, πετάει ένα “τι μαλακίες κάθεστε και ακούτε μωρέ;”. Δεν θυμάμαι πώς αλλά ο τύπος ήταν σχετικός με τη μουσική. Στη λίγο περισσότερο ώριμη από κουβέντα πολιτευτών σε πάνελ του Παπαδάκη συζήτηση που ακολούθησε προέκυψε ότι ήταν κάτι σαν μεταλάς όπως οποιοσδήποτε κάτω από 30 τύπος σνόμπαρε τον Κιάμο θεωρούνταν. Τόσο 2003 ήταν εκείνο το 2003.

Μετά κάτσαμε δύο-τρεις ώρες και τον βάζαμε να μας βάζει τα τραγούδια που αυτός θεωρούσε ότι δεν είναι μαλακίες. Ένα βήμα που θεωρώ πολύ σημαντικό για έναν άνθρωπο όσον αφορά τη μουσική είναι να ξεφύγει από την πλάνη των φωνητικών και των στίχων. Για μένα αυτό το βήμα έγινε εκείνο το βράδυ σε εκείνο το “άκου-άκου εδώ μπάσο” και στο γεμάτο ενθουσιασμό air-guitar. Τρεις μήνες κοντά τον ήξερα. Αυτή ήταν η μόνη φορά που τον είδα ενθουσιασμένο. Παρεμπιπτόντως, έχω την εντύπωση ότι ήταν ένα κομμάτι από Metallica, μια μπάντα που σνόμπαρα για πολύ καιρό μέχρι να το εκτιμήσω τα τελευταία κυριολεκτικά 2-3 χρόνια.

 

Μετά η μνήμη μου γίνεται πάλι αποσπασματική. Θυμάμαι ότι ήμασταν 3 που περπατάγαμε προς το σπίτι μας. Μιλάγαμε μάλλον για μπάντες. Άκουγα απλά ονόματα μουσικών και συγκροτημάτων. Προσπαθούσα να τα αποστηθίσω. Ζήλευα εκείνο το πάθος που είχε όταν μίλαγε για μουσική. Περιττό ότι μέχρι να γυρίσω σπίτι είχα ξεχάσει τα μισά. Δεν έχει σημασία. Είμαι σίγουρος ότι τα ξαναβρήκα αργότερα. Απλά από διαφορετική πορεία, πορεία που ξεκίνησε ακριβώς από μια δόση ενθουσιασμού για τα συναισθήματα που είχε αυτός ο τύπος ακούγοντας μουσική.

Μετά από εκείνο το απόγευμα νομίζω ότι δεν τον ξαναείδα ποτέ. Εμφανίστηκε ξαφνικά και εξαφανίστηκε ακόμα πιο ξαφνικά. Δεν θυμάμαι καν αν είπαμε το κλασικό “τα λέμε” εκείνο το βράδυ. Δεν ήταν από εκείνες τις ανθρώπινες σχέσεις που ο αποχωρισμός έχει την οποιαδήποτε σημασία. Καμιά φορά, όσο περνάει ο καιρός και νέα ερεθίσματα έρχονται να παραχώσουν κι άλλο τη μνήμη μου από εκείνη τη μέρα αρχίζω να αμφιβάλλω αν αυτός ο τύπος υπήρξε πράγματι ή τον ξαναείδα σε κανένα περίεργο όνειρο.

Σε κάθε περίπτωση, είμαι βέβαιος ότι εκείνο το βράδυ έφυγε ψιλοκουρασμένος και λίγο πεινασμένος. Ίσως να σκεφτόταν την γκρίνια των δικών του που είχε αργήσει, μετά να έβαλε μακαρόνια με σάλτσα, να έπαιξε manager και να κοιμήθηκε. Αυτή τη μίζερη ζωή της πρώτης εφηβείας. Στο μυαλό μου έφυγε με ένα χαμόγελο στα χείλη που έσωσε 2-3 ακόμα ανθρώπους μαθαίνοντάς τους τι σημαίνει μουσική πριν συνεχίσει την περίεργη ηρωική αποστολή του. Kαι εδώ που τα λέμε δεν έχει πραγματικά καμία σημασία αν δεν το έκανε.