LONGREADS

Γιατί οι αθλητές λυγίζουν από την πίεση

Ή αλλιώς μην πυροβολείτε τον Τεόντοσιτς. Για όλα φταίει η ανθρώπινη φύση.

Οι αθλητές λυγίζουν στην πίεση. Το ίδιο και οι ομάδες. Ο Κριστιάνο Ρονάλντο είναι μονίμως αρνητικός πρωταγωνιστής σε κρίσιμους τελικούς, η μπασκετική Μπαρτσελόνα έχασε πολλούς τελικούς μέχρι να πάρει το πρώτο της Ευρωπαικό, η εθνική Αγγλίας… και ο Jimmy White δεν πήρε ποτέ το παγκόσμιο στο snooker αν και το 1994 ήταν μόνο μια μαύρη μακριά. Η λίστα είναι ατελείωτη.

Το τελευταίο θύμα του αμείλικτου νόμου ήταν η ομάδα μπάσκετ της CSKA. Στον πρόσφατο τελικό της Euroleague, πέταξε στα σκουπίδια μια διαφορά 19 πόντων σε ένα πάρα πολύ κλειστό παιχνίδι και σε μόλις 12 λεπτά αγώνα.

Ο Μίλος Τεόντοσιτς -που ουσιαστικά άνοιξε το δρόμο για να χτιστεί αυτή τη διαφορά- σούταρε τρία τρίποντα τραβηγμένα από τα μαλλιά και έκανε απανωτά λάθη. Ο Ραμούνας Σισκάουσκας, και αυτός μέχρι εκείνη τη στιγμή ένας από τους διακριθέντες, έχασε δύο κρίσιμες βολές. Και ο σούπερ σταρ του NBA Αντρέι Κιριλένκο έδωσε μια άσκοπη βοήθεια στην άμυνα αφήνοντας ελεύθερο τον παίκτη που έκανε το νικητήριο σουτ για τον Ολυμπιακό.

Μαζί με τη διαφορά χάθηκε ένας τελικός που στο μεγαλύτερο διάστημα φαινόταν σαν επίδειξη δύναμης και η ευκαιρία να κλείσει με τρόπαιο μια χρονιά στην οποία το ταλέντο και η πληρότητα της CSKA δεν είχαν αντίπαλο.

Αυτοί που ασχολούνται με την αθλητική ψυχολογία το ξέρουν καλά το φαινόμενο. Στο βιβλίο της ψυχολόγου Sian Beilock, “Choke: What the Secrets of the Brain Reveal About Getting it Right When You Have To”, η κατάσταση διαχωρίζεται από την “κακή μέρα” ή τα “νεύρα” και περιγράφεται ως απόδοση κάτω του αναμενομένου.

Σε καθεστώς πίεσης, ειδικά όταν έχουν να υπερασπίσουν μεγάλες διαφορές ή εξαιρετικές επιδόσεις, οι αθλητές και οι ομάδες υπεραναλύουν κάθε τους κίνηση προκειμένου να μη γίνει κάποιο καίριο λάθος. Παράλυση εξαιτίας της υπερβολικής ανάλυσης. Ή “κοκομπλόκο” όπως είχε πει κάποτε ο Αντώνης Φώτσης.

Σύμφωνα, με τη Beilock, η υπερβολική ανάλυση σαμποτάρει ένα είδος μνήμης που λέγεται μνήμη εργασίας. Είναι κάτι σαν ένα πρόχειρο σημειωματάριο του εγκεφάλου με απλές πληροφορίες για τις ενέργειες που εκτελούνται εκείνη τη στιγμή.

Η υπερανάλυση φορτίζει τα κυκλώματα του εγκεφάλου με αποτέλεσμα να χάνεται το καθαρό μυαλό και η ικανότητα λήψης αποφάσεων. Μια άλλη εξήγηση είναι ότι στις κρίσιμες στιγμές ο αθλητής δε σκέφτεται το παιχνίδι αλλά το αποτέλεσμα. Ο φάκελος είναι ακόμα ανοιχτός (αν και πρόσφατες μελέτες συνηγορούν υπέρ της δεύτερης εξήγησης).

Το choking συγκρίνεται πολλές φορές με τον πανικό που επίσης εμφανίζεται κάτω από έντονο στρες. Είναι, όμως, δύο εντελώς διαφορετικές εγκεφαλικές αντιδράσεις. Στον πανικό, ο αθλητής σκέφτεται ελάχιστα ή καθόλου και καταφεύγει σε ενστικτώδεις ενέργειες. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι οι περίφημες “ματσόλες” στην πυγμαχία. Επίσης, οι αντιδράσεις πανικού αντιμετωπίζονται με περισσότερη προπόνηση ώστε ο αθλητής λειτουργεί εντελώς μηχανικά αλλά σωστά.

Στο πόκερ, μια αντίστοιχη κατάσταση αναφέρεται ως tilt. Ένας παίκτης που χάνει ένα σημαντικό ποσό από τα κέρδη του, ή χάνει χρήματα από ατυχία μπαίνει σε μια ιδιαίτερα επιθετική ψυχολογία κάνοντας ανορθόδοξες κινήσεις ενάντια στις πιθανότητες ή τη βέλτιστη στρατηγική που ακολουθούσε μέχρι τότε. Το αποτέλεσμα είναι να χάσει ακόμα περισσότερα χρήματα παίζοντας χειρότερα του αναμενόμενου.

Οι επαγγελματίες παίκτες έχουν μάθει να αναγνωρίζουν αυτές τις καταστάσεις και να τις διαχειρίζονται αναλόγως. Μετά από ένα bad beat μειώνουν τη δραστηριότητα τους στο μίνιμουμ μέχρι το μυαλό τους να καθαρίσει από τις αρνητικές σκέψεις. Στην χειρότερη περίπτωση, αν κρίνουν ότι δεν μπορούν να αναγνωρίσουν την κατάσταση, βάζουν ένα spotter να τους “μαζέψει” από το τραπέζι. Είναι ένας τρίτος παίκτης που παρακολουθεί χωρίς να συμμετέχει και ειδοποιεί το φίλο του ότι έχει μπει σε tilt.

Για το choking, όμως, δεν υπάρχει η προπόνηση αντίδοτο. Και στον αθλητισμό δεν μπορείς να αποσύρεις την ομάδα πριν τελειώσει ο αγώνας. Πολλές φορές οι ίδιοι οι παίκτες αντιδρούν στην αλλαγή τους.

 Αυτό που χρειάζεται, σύμφωνα με τη Beilock, είναι απλές μικρές ενέργειες από τον αθλητή για να αντιμετωπίστει την κατάσταση. Να σκεφτεί εκείνη τη στιγμή αν η απόδοση του είναι καλή ή κακή και όχι το αποτέλεσμα, να σκεφτεί το ταξίδι και όχι το αποτέλεσμα, να θέσει μικρούς ρεαλιστικούς στόχους. Να πάρει αποφάσεις παρά να περιμένει τυφλά κάτι να αλλάξει.

Στο τάιμ άουτ που άλλαξε τη ροή του αγώνα, ο Ντούσαν Ιβκοβιτς έβαλε στο παιχνίδι τρεις νέους παίκτες με ελάχιστη εμπειρία. Τους ζήτησε να προσπαθήσουν να μειώσουν τη διαφορά στους 10 πόντους γνωρίζοντας ότι παίκτες που δεν έχουν να χάσουν τίποτα λειτουργούν διαφορετικά. Και υπολόγισε ότι η αλλαγή στην κατάσταση θα μεταφέρει την πίεση στην πλευρά του αντιπάλου.

Βγάζοντας τους βασικούς πυλώνες της ομάδας (Σπανούλη, Παπανικολάου) ήταν ο “spotter” του Ολυμπιακού. Το παιχνίδι άνοιξε όσο χρειάστηκε, η διαφορά έπεσε, η κατάσταση ξαναγύρισε σε σετ παιχνίδι και τελικά κέρδισε.

Αν, φυσικά, ισχύουν όλα αυτά κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει το Μίλος Τεόντοσιτς για το τελικό αποτέλεσμα. Όταν, ευστόχησε, στα δύο τρίποντα στο πρώτο μέρος του αγώνα δοκίμασε και ένα τρίτο. Από υπερβολικά μακρινή απόσταση το οποίο, όμως, μπήκε. Αυτό είναι μεγαλύτερο λάθος για καθαρά στατιστικούς λόγους.

Μελέτες που έγιναν πριν μερικά χρόνια σε πάνω από 200 χιλιάδες τρίποντα στο NBA έδειξε ότι οι αθλητές εμφανίζουν την τάση να προσπαθούν να επαναλάβουν επιτυχημένες προσπάθειες ακόμα και μετά από χρόνια εμπειρίας / προπόνησης. Αλλά η πιθανότητα επιτυχίας μετά από ένα πετυχημένο σουτ είναι μικρότερη και το αντίθετο. Με τρία στη σειρά, όμως, κανείς δε διαμαρτυρήθηκε.

Οταν η κατάσταση άλλαξε εις βάρος της ομάδας του ήταν από τους λίγους που πήραν προσπάθειες. Σωστά, σύμφωνα με τη Beilock, δεν περίμενε τυφλά κάτι να αλλάξει. Σωστά σύμφωνα και με την προηγούμενη μελέτη που λέει ότι έχεις καλύτερες πιθανότητες να δοκιμάσεις ένα τρίποντο μετά από ένα αποτυχημένο.

Ωστόσο, ο Τεόντοσιτς φαίνεται πως έπεσε θύμα ενός ακόμα τρικ που παίζει το μυαλό σε αυτές τις καταστάσεις. Όταν μαθαίνουμε ένα άθλημα σκεφτόμαστε κάθε μικρή λεπτομέρεια: Πως πατάμε, πως βάζουμε το σώμα, πως πετάμε τη μπάλα. Καθώς βελτιωνόμαστε, λειτουργεί το σύστημα της ασυνείδητης μάθησης που ελέγχει μικρές λεπτομέρειες στη δύναμη, το συγχρονισμό και την ακρίβεια. Η ικανότητα του Ρότζερ Φέντερερ να περνάει τη μπάλα συστηματικά ελάχιστα πάνω από το φιλέ είναι ένα τέτοιο παράδειγμα.

Η υπερβολική, όμως, ανάλυση της κατάστασης  οδηγεί το σύστημα της συνειδητής μάθησης να αναλάβει τον έλεγχο των κινήσεων με αποτέλεσμα να χάνεται η απαιτούμενη ακρίβεια στην εκτέλεση. Γιατί; Οι επαγγελματίες αθλητές έχουν να παίξουν με αυτόν τον τρόπο από τότε που ήταν έφηβοι.

Ή από την τελευταία φορά που βρέθηκαν στην ίδια κατάσταση. Είτε νίκησαν είτε έχασαν!

Σχόλια καλοδεχούμενα @artemoo

Πηγές

Heads Up, Kobe Bryant: Researchers Discover That Trying for Another 3-Pointer Is a Mistake

Psychologist shows why we “choke” under pressure – and how to avoid it

Thoughts and attention of athletes under pressure: skill-focus or performance worries?

Ενημέρωση: Διεγράφη η αναφορά στον Ντουέιν Γουέιντ